Παππού, εξεχείλισε η καρδιά με την αθιβολή σου - της Ζωής Δικταίου - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Παππού, εξεχείλισε η καρδιά με την αθιβολή σου - της Ζωής Δικταίου

Νικολής Βερίγος ή Γρύνιας, ο παππούς

Παππού, εξεχείλισε η καρδιά με την αθιβολή σου
εθόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου όλο σε βλέπω
στο έμπασμα  περήφανος, στο έβγα ευκή περίσσια
«στην άσπρη πέτρα κρύο νερό,
στη μαύρη γιασεμάκια
και στην κορφή χρυσόμηλο με κοκαλένια πέννα».

Όσο αλαργεύω απ’ τη ζωή κοντοζυγώνω εσένα,
λύχνο ν’ ανάψεις τ’ άστρο μου
και στ’ αντιφέγγισμά του
γλυκό θιαμπόλι να γροικώ, ας είναι κι απ’ αλάργα.
Και στον καθρέφτη τού νερού όσα έχω καμωμένα
να ξαναδώ για μια αστραπή τα μάτια πριν σφαλίξω.
Παλιά  ’ναι η δίψα μου παππού,
όλο μισεύγει η βρύση.
Εδώ σπιθίζουνε φωτιές, οι ποταμοί στεγνώσαν
και τ’ άφαντα πουλιά της γης πήραν φτερά και πάνε.
Αφήσανε τον πόθο μου αφτέρουγο αηδονάκι
κι εθέρισε τη νιότη μου και θέλει την ψυχή μου
ανέσπλαχνα
και βρόντηξαν οι πέτρες στην αυλή μας,
τα  δυο μου χείλη δάγκωσα και τρέχουνε το αίμα.



Του διπλανού η ακαταδεξιά τα σωθικά μου σκίζει,
οι πόρτες αμπαρώθηκαν διπλομανταλωμένες
και τα κερκέλια σκούριασαν να κρατηθώ δεν έχω.
Οι δυόσμοι που ξεράθηκαν, οι καπνισμένοι τοίχοι,
οι άνθρωποι που μίσεψαν ρίζωσαν στην καρδιά μου
μαζί με το βασιλικό και τα γαρυφαλλάκια .
Ψυχές παππού βιγλίζουνε ανεμικές και χιόνια
κι ύστερα τ’ άγιο πρόσφορο μοιράζουνε στην τάβλα.
Λένε το φως μεταλαβιά, ανέλπιδα κοιτάζουν
απλώνουνε τις χούφτες τους, τ’ αλάτι διασκορπίζον
κι η κούπα ως πάνω ξέχειλη παππού μου αμαρτία.

Ακούς, με όλα τα ονόματα που χρόνια σού φωνάζω
σ’ ονειρογέννητη κορφή αφήνω την κραυγή μου,
«σε χάραμα ροδόλευκο, αρχοντοθυγατέρα», μού ’λεγες,
«καλοδιάσιδη στον αργαλειό η αγάπη
νά  ’ναι η σαΐτα αργυρή, το νήμα μεταξένιο
 το ξόμπλι μπλάβο κι άλικο, χτένι τριανταφυλλένιο
και κρόσσια του γιαλού ο αφρός ο κοσμογυρισμένος.
Στην πρώτη αχτίδα τού ηλιού βίτσα καμαρωμένη
κι οι Μοίρες που δε φαίνονται να γράφουν με το μέλι».

Μια λιτανεία τ’ όνειρο στης γης το μεσοστράτι
ζυγές φτερούγες γέμισε η υπνοφαντασιά μου
κι ένα φιλί αγιόκλημα σε πλουμιστό κανίσκι
τυλίγεται, τυλίγει με, το θέλω, δεν με θέλει,
συνάστερο κυκλώνει με, γιορντάνι στο λαιμό μου.

Οι σκέψεις όλες οι κρυφές χρυσάγανα και στάχυα
και μια καρδιά ακατάδεχτη, αμίλητη ανιμένει.
Μαύρο κοράλλι μού κρατεί, το γιούσουρι παππού μου,
μα εγώ φορώ από φίλντισι στο χέρι δαχτυλίδι
και ζητιανεύει μου ο θεός ένα μονάχα βλέμμα.
Κορφή της περηφάνιας μου μ’ αροδαμούς η ρίζα.
Λυγούνε φύλλα και κλαδιά, λυγούν κι οι αναμνήσεις
μα δε λυγά ο λογισμός, τ’ άγραφτα δεν ξεχνιούνται
μυριόκλωνος ο πόνος μου, μήτε κι εκεί δική του.

«Δικό σου ήταν το φταίξιμο θαλασσινό ακρογιάλι»,  
μαλώνω με τα κύματα και με τα μαύρα φύκια,
αυτά μ’ αλαργοξόρισαν κι έχω έχθρητα κι αμάχη.
Καλοθεμέλιωτη ζωή στην άκρα του πελάγου,
πότε η καρδιά μου χαίρεται, πότε αναστενάζει
αγριόροδο στον εγκρεμό και μήλο δαγκωμένο.

Παππού μισός ο ήλιος μου, μισό και το φεγγάρι
κι όταν δρεπάνι γίνεται θερίζω από την άκρα.
Στ’ όνειρο γίνομαι όνειρο, τ’ ονείρου δίνω αέρα,
άγιο κορμί, σκούρος πηλός, αλμύρα τού πελάγου,
ορθάνοιχτα τα μάτια μου στο μέγα παραθύρι.
Αλάλητα τα χείλη μου στού χρόνου τ’ αργαστήρι
υφαίνουν και ξυφαίνουνε τ’ άγνωστα πεπρωμένα
με τα παλιά παινέματα και τού καιρού τα ξόρκια.

Θέλω να ’ρθώ με τη βροχή, τ’ ανέφαλα στερεύουν
θέλει με βγάλει η ξαστεριά ο ουρανός μαυρίζει,
χάνω τη στράτα χάνομαι, σταλίκια τα χαράκια,
στον άφωτο άγριο φάραγκα π’ ανοίγεται και χάσκει.

Πολλές λαχτάρες πέρασα στα βάθη τής ψυχής μου
διπλά φαράγγια ήτανε και νύχτες δίχως άστρα
σε χρόνους απερπάτητους ζητώντας χνάρια ίδια,
ώρες που μοσχοβόλαγε η γη απ’ τα πρωτοβρόχια
και η ελπίδα πλήθαινε την άβυσσο στη σκέψη.

Πώς τ’ αθυμιάτιστα η ζωή τα φέρνει πάλι λόγια
κι εγώ θυμούμαι συλλαβές τού κρίνου και τ’ ανέμου
τα χελιδόνια πού έμειναν και πια δεν λησμονιούνται .

Στοχαστική στη σκέψη σου την παραπονεμένη,
Αρχάγγελος την άνοιξη, ανθίζουν οι Μαδάρες,
και τον χειμώνα Δαίμονας βροντά κι αστράφτει η Δίκτη,
φεύγουν οι πετροπέρδικες και πιάνουνε τον κάμπο.
 Μυριστικό αγριόροδο ξύπνησε στη Σελένα
τον όφη τον κουλουριαστό με το κεχρί στα μάτια
κι η Δρακοκαβαλάρισσα κρέμασε τα κουδούνια,
φορώ κι εγώ τα κόκκινα τη νύχτα να πατήσω.

Φτερουγιαστέ μου λογισμέ, μια ανάσα φυλαγμένη 
μάτια μαυροστεφάνωτα και πολυαγαπημένα
την ώρα παραδέχομαι και τη στιγμή φοβούμαι,
στα στενοσόκακα ο καιρός, στη ρούγα το φεγγάρι.

Κρατεί το φως, να βρω αφορμή ο λόγος στέκει ακόμη
το μακρινό, το άπιαστο αντάμα μου να μείνει,
να ξεχειλίζει η ψυχή σε ώρια μεγάλη πύλη,
μα πάλι να μην έρχεται.

Παίζει η φλέβα στον λαιμό ανέγνοιαστη δεν είμαι
καμπάνα και χτυπά η καρδιά στην ερημιά του κόσμου
χύνεται τ’ άστρο τής αυγής, φέγγουνε οι πληγές μου
παλιούς καημούς εξέχασα, καινούργιους πια δεν θέλω.

Αναδιπλώνεται η χαρά στο σύνορο τής μέρας
έχω τρανή ξεφάντωση με τον Αποσπερίτη,
με συντροφεύουνε σκιές χωρίς να το γυρέψω
χορός εδώ, χορός κι εκεί
μα εγώ, εδώ θα μείνω.

Παππού, εξεχείλισε η καρδιά με την αθιβολή σου
μαύρο μεϊντανογέλεκο και το σαρίκι μαύρο
κι η ζώνη η ολομέταξη μια θάλασσα στη μέση
κρατεί το μαυρομάνικο με τη χρυσή καδένα.
Ρέγομαι τα στιβάνια σου, το βάρδουλο στη σόλα,
τ’ άσπρο φαντό πουκάμισο,
μα έχω κι εγώ παππού μου. Έχω το μπασαλάκι μου
τ’ αργυρομπουνιαλάκι
τη σάρτζα μου βελούδινη και κόκκινη την κούδα.
Εγώ παππού δεν έρχομαι,
δεν ήρθε ακόμη η ώρα!
Στη σκάφη έχω το εφτάζυμο, τον φούρνο πυρωμένο,
έχω και μελοκάρυδο σε ασημένιο δίσκο
και στο σοφρά δυο κούπες, δυο,
που τέσσερις θα γίνουν

και καλεσμένο λυρατζή και μάζωξη μεγάλη!
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 13 Νοέμβρη 2017

Post Top Ad

.............