Εορτάστηκε την Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου παραμονή της εορτής του Αγίου Σώζωντος με πλήθος κόσμου να προσέρχεται στον ιερό ναό αφιερωμένο στο όνομα του, που βρίσκεται στην διασταύρωση των χωριών Αρχάνες και Κουνάβοι λίγο μετα τις Πατσίδες.
Πιστοί με τα πόδια ανηφόριζαν να ανάψουν ένα κεράκι στην χάρη του αγίου, αλλά και πληθώρα αυτοκινήτων ήταν παρκαρισμένα κατά μήκος του δρόμου.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος στον προαύλιο χώρο του ναού αλλά και στον δρόμο υπήρχε πανηγύρι με μικροπωλητές να εκθέτουν τα προιόντα τους.
Μελανό σημείο υπήρξε το μποτιλίαρισμα που δημιουργήθηκε και ειδικά κάτω απο την γέφυρα, με την έλλειψη της αστυνομίας ώς προς την ρύθμιση της κυκλοφορίας.
Ο Άγιος Σώζων έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Λυκαονία και σαν εθνικός ονομαζόταν Ταράσιος. Όταν βαπτίσθηκε χριστιανός, ονομάσθηκε Σώζων. Βοσκός στο επάγγελμα, προσπαθούσε να μιμείται την ημερότητα των προβάτων, που θαύμαζε πολύ. Πολλές φορές τον ενοχλούσαν και τον αδικούσαν οι άλλοι βοσκοί, αλλά αυτός πάντοτε στάθηκε πράος απέναντι τους. «Μου είναι ντροπή», έλεγε, «να γίνω κατώτερος από τα πρόβατα που βόσκουν». Μελετούσε με επιμέλεια την Αγία Γραφή, και όταν στην εξοχή συναντούσε ειδωλολάτρη, προσπαθούσε να τον κατηχήσει στο Χριστό.
Κάποτε ο Σώζων πήγε στην Πομπηϊούπολη της Κιλικίας, όπου υπήρχε ένα χρυσό ειδωλολατρικό άγαλμα. Μόλις το είδε, η ψυχή του πράου Σώζοντα παροργίστηκε. Τότε, με θάρρος πολύ έσπασε το δεξί χέρι του χρυσού αγάλματος, το πούλησε και τα έσοδα διαμοίρασε στους φτωχούς. Ο έπαρχος Μαξιμιανός αναστατώθηκε και φυλάκισε πολλούς ανεύθυνους. Όταν το έμαθε αυτό ο Σώζων, παρουσιάστηκε στον έπαρχο και στις απειλές του με ήρεμο ύφος απάντησε ότι μέσα στο ναό το άγαλμα ήταν άχρηστο, ενώ έτσι ωφέλησε και κάποιους φτωχούς. Αμέσως τότε, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τον έριξαν στη φωτιά, όπου ο πράος και ζηλωτής βοσκός απήλθε προς τον Κύριο.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ