Σύννεφο
κι όνειρο
στην
ομίχλη, σαν χτες,
μια τσιγγάνα
καρδιά,
στο
αλάτι της γης,
πάλι
απόψε
ένα δάκρυ
θα στάξει.
Στο
παλιό το παράπονο,
από φόβο,
η ψυχή,
θα
γυρίσει ξανά,
τα σεντόνια
και
τ’ άστρα ν’ αλλάξει.
Φωτογραφία : Βασίλης Νιτσιάκος
Αύριο,
στη σκέψη,
πριν
κι αυτή λιγοστέψει,
για
έναν ψεύτη θεό.
Δυνατά
τα αδύνατα,
συνηθίζεις
να λες.
Με
ξοδεύεις και κλαις
για
μια λέξη,
που,
ποιός θα πιστέψει…
Με φθινοπωρινές βροχές
και στο ξημέρωμα φωνές,
κεντώ το χρόνο,
μα οι ώρες έχουν σβήσει.
Άγριες, αλύτρωτες ψυχές
γυρνούν τις νύχτες, μοναχές
και μού ζητούν
καινούριο, αγάπης
παραμύθι να ξυπνήσει.
Του
καιρού μαχαιριά,
του
αγγέλου αγκαλιά,
μεθυσμένος
ο ήλιος
στο
βλέμμα παλιώνει.
Κι
όσα θέλεις να πεις,
θα
τα πάρει η βροχή.
Στης
ψυχής τις ρωγμές
σβήνουν
χίλιες στιγμές
και
μ’ αφήνουν
στα
δάχτυλα σκόνη.
Κάστρα και όνειρα, του νου
στα πέρατα του ουρανού.
Ο έρωτας, άλλη φωλιά,
με ξένο ρούχο χτίζει.
Λόγια που γίνανε πουλιά
φύλλα του Οκτώβρη
και φιλιά.
Σ’ αυτή τη μάχη,
λέει η καρδιά,
κανένας δεν κερδίζει.
Μάτια ,της μνήμης φυλακτό
στης λήθης το ποτάμι,
τρυγήσανε
οι μέλισσες,
της νιότης τ’ άγιο φως.
Φθινόπωρο,
μα, όταν
θα ’ρθεις
το
παγωμένο τζάμι
θα
γράφει…
δεν
με θέλησες.
Κι η
Μοίρα η τελάλισσα,
Οκτώβρη,
στα χαλάλισα.
Αύριο… εν ονόματι της Αγάπης
Ζωή Δικταίου
Ηράκλειο,
οδός 25ης Αυγούστου ή αλλιώς, οδός Πλάνης
Φθινόπωρο
2003
Και
εκεί…
μαζί
περπατήσαμε