«Αν δεν ξέρεις να μιλήσεις μπορεί να πας για καλό και να κάνεις ζημιά. Μια κουβέντα μπορεί να εξορίσει μια υπόθεση». Ο ίδιος, όπως και όλοι οι μεσίτες, είναι αυτοδίδακτος. «Είμαστε διαβασμένοι από τη φύση, από τα περιστατικά και ξέρουμε κάθε περίπτωση πού πονάει», λέει.
Το 1992 ο καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Άρης Τσαντηρόπουλος έζησε ένα χρόνο στο χωριό του Χνάρη μελετώντας το έθιμο του σασμού.
Αφού τον εμπιστεύτηκαν οι ντόπιοι έγινε και ομοτράπεζός τους σε συμβιβασμούς παρακολουθώντας από μέσα τη διαδικασία. Όπως εξηγεί, τον ρόλο του «μεσίτη» αναλαμβάνουν πρόσωπα κύρους στην τοπική κοινωνία. Εκείνοι που σύμφωνα με την κρητική διάλεκτο έχουν το «κόζι», δηλαδή αξιοσύνη και κοινωνική δύναμη. Συνήθως είναι άνω των 30 ετών και κτηνοτρόφοι, όχι γεωργοί καθώς οι πρώτοι θεωρούνται ελεύθεροι ενώ οι δεύτεροι στατικοί και εγκλωβισμένοι στη γη που καλλιεργούν. «Μεσίτες» γίνονται και δάσκαλοι, γιατροί και ιερείς.
Ο πατέρας Αντρέας Κόκκινος έχει αναλάβει αρκετές μεσιτείες στα Λιβάδια. «Ο σασμός σημαίνει ότι ακόμα υπάρχει λόγος και αξιοπρέπεια», λέει.
«Αν έλειπε από την Κρητή δεν θα είχαμε ισορροπία σήμερα». Συχνά ένας συμβιβασμός επικυρώνεται με μια βάφτιση, συντεκνιά όπως την αποκαλούν στην Κρήτη. Στα καφενεία των Ανωγείων οι ντόπιοι διηγούνται την ιστορία μιας γυναίκας. Εξήντα χρόνια πριν, εβδομήντα κατ’ άλλους, δύο χωριανοί τσακώθηκαν και πρόλαβε ο ένας να μπήξει στον άλλον το μαχαίρι. Και οι δύο ήταν δύσκολοι άνθρωποι, «αγύριστες κεφαλές» όπως λένε οι σύγχρονοί τους. Η γυναίκα του τραυματία πρόλαβε να δώσει ένα της παιδί στον θύτη και να το βαφτίσει προτού πάρει εξιτήριο ο άντρας της από το νοσοκομείο. Συντεκνιές σαν κι αυτή έχουν γίνει σε απρόσμενες ώρες προκειμένου να αποτραπεί μια σύγκρουση. Ο πατέρας Αντρέας έχει κάνει βάφτιση ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα. «Οι οικογένειες είναι μεγάλες εδώ, υπάρχουν πολλά παιδιά και πολλοί νέοι και δεν μπορείς να τους δαμάσεις όλους με μια συζήτηση. Χρειάζονται και τα μυστήρια», λέει ο 40χρονος ιερέας.
Το τελετουργικό που ακολουθούν οι «μεσίτες» προσαρμόζεται πάντα στην υπόθεση που αναλαμβάνουν. Οι πρώτες διερευνητικές επαφές και παρεμβάσεις ξεκινούν μόλις γίνει γνωστή μια διαμάχη. Συχνά οι «μεσίτες» αξιοποιούν και περιφερειακά πρόσωπα, συγγενείς ή φίλους, για να πλησιάσουν τις δύο πλευρές. Οι διαπραγματεύσεις διαρκούν μέρες, ή μήνες. Σε αυτό το διάστημα μπορεί να ζητηθεί από τον ένα εμπλεκόμενο να μην περνά από ορισμένους δρόμους για να μην ανταμώσει τον αντίπαλό του. Εφόσον οι δύο πλευρές δεχτούν να μπουν στο σασμό ορίζεται ως χώρος συνάντησης ένα ουδέτερο σπίτι, συχνά αυτό του μεσολαβητή. Όπως περιγράφει ο Αρης Τσαντηρόπουλος στο βιβλίο του «Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή κεντρική Κρήτη», ακολουθεί γεύμα στο οποίο παρίστανται οι πιο ισχυροί κοινωνικά εκπρόσωποι κάθε οικογένειας. Με το τσούγκρισμα των ποτηριών, το εβίβα, οι δύο πλευρές συμφιλιώνονται.
Στη θέση των δύο αντιπάλων μπορεί να βρεθεί κάποια στιγμή και ο «μεσίτης» για προσωπικές του διαφορές. Στα μάτια του τα δικά του προβλήματα μπορεί να φαντάζουν δυσεπίλυτα. Όπως ο ψυχολόγος ζητάει τη βοήθεια συναδέλφων του για να ψυχαναλυθεί, έτσι και ο «μεσίτης» απευθύνεται στην αμεροληψία άλλου διαμεσολαβητή.
«Σασμός» ακόμη και στον εμφύλιο
Ο Χνάρης, ο γηραιότερος «μεσίτης» στα Λιβάδια, ανιχνεύει τις απαρχές του σασμού στα χρόνια της Κατοχής.
«Επεράσαμε αναρχικές εποχές. Υπήρχαν εποχές που δεν λειτουργούσαν οι νόμοι και έπρεπε να αυτοπροστατευτούμε και εμείς οι ίδιοι γιατί αλλιώς θα ήταν ζούγκλα», λέει.
Ο Τσαντηρόπουλος βρίσκει τις πρώτες αναφορές συμβιβασμών στην κρητική κοινωνία στα χρόνια της ενετοκρατίας. «Δύο οικογένειες υπέγραφαν ένα συμφωνητικό ενώπιον νοτάριου (συμβολαιογράφου) ότι δεν θα συνεχιστεί η έχθρα», λέει. Τριάντα τρία σχετικά έγγραφα της περιόδου 1612-1639 βρέθηκαν στα αρχεία του νοτάριου Ιωάννη Κρούσου του Γιώργη. Ο ίδιος τα χαρακτήριζε «ιστρουμέντια της αγάπης». Συντάσσονταν με πρωτοβουλία των εμπλεκομένων ή μεσολαβητών και αφορούσαν κλοπές, φιλονικίες, βεντέτες, βιασμούς.
Αιώνες αργότερα συναντάται στην Κρήτη μια ακόμη παραλλαγή συμφιλίωσης. Προτού επεκταθεί στο νησί ο εμφύλιος πόλεμος που είχε ξεσπάσει στην υπόλοιπη χώρα, ολόκληρα χωριά δήλωναν δημόσια ότι προέχει η ειρήνη και ζητούσαν να σταματήσει οποιαδήποτε αντιπαλότητα. Και πάλι πρόσωπα κύρους από την κοινότητα εγγυούνταν τη συμφωνία και τα πρακτικά συμφιλίωσης δημοσιεύονταν στον Τύπο.
Ενδεικτικό είναι το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ελεύθερη Κρήτη», οργάνου του πολιτικού συνασπισμού των κομμάτων του ΕΑΜ, στις 16 Μαΐου 1947.
Πρώτη είδηση είναι το πρακτικό συμφιλίωσης των κατοίκων του Σκαλανίου. Είχαν μαζευτεί πέντε ημέρες νωρίτερα στο χωριό και παρουσία ιερέα και δασκάλου αποφάσισαν: «1) Να ζήσωμεν εις το μέλλον περισσότερον αγαπημένοι και ηνωμένοι. 2) Η συμφιλίωσίς μας θα βασίζει εις τον αλληλοσεβασμόν των πολιτικών φρονημάτων μας».
Μέσα στα χρόνια, εκεί όπου δεν πρόφτασαν οι ντόπιοι να κάνουν σασμό, αψιμαχίες κατέληξαν σε βεντέτες. Υπάρχουν μέχρι και σήμερα οικογένειες που δεν έβγαλαν τα μαύρα, χωριά που ερήμωσαν και μέρη όπου δεν τελούνται άλλο τοπικά πανηγύρια. Ο θάνατος από βεντέτα είναι όπως λέει ο Τσαντηρόπουλος «τσαλακωμένος θάνατος». Δεν έχει τίποτα το ηρωικό. Το τραύμα που προκαλεί σαλεύει ακόμα στο παρόν.
Γι’ αυτό και οι «μεσίτες» συχνά αγωνιούν πριν τελέσουν ένα σασμό. Εάν αποτύχουν ρισκάρουν να στιγματίσουν την εικόνα τους. Θα φανεί ότι ο λόγος τους δεν μετράει. Νιώθουν συνυπεύθυνοι, καθώς το πρόβλημα του ξένου γίνεται και δικό τους. Ο Χρήστος Χνάρης στα 85 του χρόνια πια δεν θέλει να παίρνει άλλα ρίσκα. Κινείται καμαρωτά στους δρόμους του χωριού και γραπώνει το χέρι του συνομιλητή του όποτε κάνει χειραψία. Μέχρι πριν από τρία χρόνια ήταν ενεργός συμφιλιωτής. «Δεν έλειπα από κανένα σασμό», λέει.
«Τώρα σιγά- σιγά αποσύρομαι γιατί θέλω να προστατεύσω τον εαυτό μου. Μπορεί να πω τις κουβέντες μου, να δώσω οδηγίες. Αν δεν πάει καλά μια δουλειά όμως και αύριο τραυματιστούν ή σκοτωθούν φέρεις την ευθύνη».
Παρά την απόσυρσή του ο Χνάρης δεν ξεχνά τις υποθέσεις που ανέλαβε. Έχει τύχει να συνεργαστεί και με άλλους «μεσίτες» από γειτονικά χωριά. Όταν του ζητάμε όμως να μιλήσει για τα περιστατικά αποφεύγει να μπει σε βάθος. «Αυτά τώρα κοιμούνται και δεν θέλω να τα ξυπνήσω», λέει.