Του Δακανάλη Μανόλη πρώην αγρονόμου
Ένα τραγικό συμβάν που χαρακτηρίστηκε με μαύρο χρώμα στη μνήμη των Ανωγειανών, ήταν το γκρέμισμα του λεωφορείου που εκτελούσε τη γραμμή Κυλιστός – Ηράκλειο. Στη θέση Κυλιστός ( 6 χιλιόμετρα από τα Ανώγεια) στη συμβολή των δρόμων Ανώγεια- Καμαριώτης ήταν τότε το Τέρμα του δρόμου, γιατί ο δρόμος προπολεμικά δεν έφτανε στα Ανώγεια.
Οι Ανωγειανοί έφταναν ή έφευγαν από τον Κυλιστό με τα πόδια, με τα ζώα ή με τη βοήθεια αγωγιατών, που την εποχή εκείνη ήταν ένα επικερδές επάγγελμα. Στον Κυλιστό υπήρχε ένα πέτρινο χωματοσκεπές Χάνι, που υποδέχονταν τους επιβάτες μέχρι να αναχωρήσουν με το λεωφορείο για το Ηράκλειο. Στα Ανώγεια ο αμαξωτός πήγε το 1949.
Στις 13 Αυγούστου του 1934 μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα ξεκίνησε το λεωφορείο γεμάτο επιβάτες για το Ηράκλειο. Στα μέσα του Γωνιανού Φαραγγιού στη θέση «Σπηλιάρα» ο χάροντας καραδοκούσε να πάρει μαζί του τέσσερις επιβάτες. Κατά μια πληροφορία που μου έχει αναφερθεί από παλιούς Ανωγειανούς το λεωφορείο πήγε αριστερά του δρόμου και οι αριστεροί τροχοί μπήκαν στη βάγκα. Προσπάθησε ο οδηγός Κωστάκης πολλές φορές, να βγάλει το αυτοκίνητο πατώντας το γκάζι, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Σταυρακάκης Λευτέρης από τα Ανώγεια κάθονταν στο πρώτο κάθισμα, φοβήθηκε ότι θα συμβεί κάτι κακό, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω κρατώντας στα χέρια του ένα καλάθι γεμάτο αυγά. Ο οδηγός πάτησε πολύ γκάζι για να βγάλει το αυτοκίνητο, το οποίο βγήκε απότομα, βρέθηκε στη δεξιά μεριά του δρόμου και στη συνέχεια καρφώθηκε κάτω στον απότομο γκρεμό βάθους εκατό και πλέον μέτρων.
Το αυτοκίνητο έφτασε μέχρι το ποτάμι με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι Ανωγειανοί Σταυρακάκης Μανώλης ή Μερτζανοζαχαράκης, Κεφαλογιάννης Γιάννης ή Τσουρογιαννάκης, Σαλούστρος Γιώργης ή Κεχρής και από τον Καμαριώτη ο Λιόντας, ενώ το επτά μηνών παιδί του βρέθηκε σε ένα χαράκι (βράχο) ζωντανό. Είχε τάξει το παιδί, να πάει να το βαφτίσει στην Παναγία ( Παναγία της Τήνου). Ο οδηγός του λεωφορείου κτύπησε στο πόδι και στο χέρι, ενώ ο Ανωγειανός Μανούσος Νέαρχος ή Γιανεράκης έσπασε το χέρι του, οι λοιποί έπαθαν μικροτραυματισμούς. Αν κρίνουμε από την αγριότητα της χαράδρας που έπεσε το λεωφορείο, τα θύματα ήταν περιορισμένα.
Το μαντάτο έφτασε στα Ανώγεια και αρκετοί Ανωγειανοί πήγαν στον Κυλιστό και περίμεναν να μάθουν νέα για τους ανθρώπους τους. Η Κρυστάλλη η σύζυγος του Μερτζανοζαχαράκη έμαθε το κακό μαντάτο για το σύζυγο της και αγωνιούσε για το μέλλον της οικογένειάς της και ένα αγωγιάτης της είπε: « Είντα στενοχωράσαι μπρε. Το κοπέλι μαντρατζάκι, ο Ζαχάρης αγωγιάτης στο τέρμα. Σπάγος (σπάγκος) η δουλειά !» Τα λόγια αυτά έμειναν παροιμία και τα έλεγαν οι Ανωγειανοί, όταν ήθελαν να δηλώσουν τη σιγουριά για τη δουλειά τους.
Ο Μερτζανοζαχαράκης πιάστηκε αιχμάλωτος το 1922 στη Μικρά Ασία και κλείστηκε με πολλούς άλλους στο Κάστρο Αφιόν Καραχισάρ. Δραπέτευσε μαζί με μια ομάδα και μετά από 92 μέρες κακουχιών, πείνας και μεγάλων κινδύνων, έφθασε μόνος του στο Γαλλικό Προξενείο στην Κωνσταντινούπολη. Δεν πίστευαν στα μάτια των οι Γάλλοι, τον τάισαν τον έντυσαν και μόλις έφτιαξε λίγο τον έστειλαν στην Αθήνα.
Παραθέτουμε το ποίημα της Ανωγειανής λαϊκής ριμαδόρου Ευαγγελίας Εμμ. Σαλούστρου ή Φραγκιαδοβαγγελιάς σχετικά με την πτώση του λεωφορείου.
Ακούσετέ με να σας πω τι έγινε στ΄Ανώγεια,
τέθοιο βαρύ δυστύχημα δεν έγινε ακόμα.
Ανωγειανοί εφύγανε δια να παν στη Χώρα,
στ΄αμάξι μέσα μπήκανε το δρόμο,
άραγες εσκεφτήκανε, πως χάνουνε τον κόσμο?
Όταν επλησιάζανε΄στην έρημη Σπηλιάρα,
Ο χάροντας εφάνηκε, τους έπιασε τρομάρα.
Όσον επλησιάζανε , ο χάροντας σιμώνει,
Τ΄ αμάξι τους εγκρέμισε, ευθύς τους θανατώνει.
Τ΄ αμάξι εγκρεμίστηκε άθελα του σοφέρη
Κι αυτός ετραματίστηκε στο πόδι και στο χέρι.
Τέσσερις σκοτωθήκανε, ο κόσμος αποθαίνει,
Το τέλος που εκάμανε, όλος ο κόσμος κλαίει.
Κορμιά κομμάθια έγιναν και πιάσανε τα πλάγια
και τα τσουβάλια γέμιζαν σάρκες, οστά κεφάλια.
Αυτά τα έρημα βάσανα τους ήσανιε γραμμένα,
Βαστούσαν εκατό αυγά δεν έσπασε κανένα.
Μέσα στ΄ αμάξι ήτανε εφτά μηνών παιδάκι,
Αζωντανό ευρέθηκε μέσα σ΄ ένα χαράκι.
Του Λιόντα ήταν το παιδί και το χε μελετήσει
στην Παναγία επήγαινε να πα΄ να το βαφτίσει.
Κι αυτός δεν αξιώθηκε, σκοτώθη στη Σπηλιάρα
Και το παιδί αβάφτιστο επόμεινε στη μάνα.
΄Πο ΄κει θα καταλάβετε, πως ήτανε γραφτό του
Σ΄ αυτό το έρημο βουνό να γίνει ο θάνατός του.
Απής τους τσουβαλιάσανε και βγάλα ντζι στο δρόμο
σ΄ άλλο αμάξι μπήκανε, με φόβο και με τρόμο.
Οπίσω τους γυρίσανε με μάθια δρακρυσμένα
άντρες, γυναίκες και παιδιά στο Τέρμα περιμέναν.
Ο Λιόντας ξενοχωριανός από τον Καμαριώτη
και άλλοι τρεις Ανωγειανοί που χάσανε τη νιότη.
΄Ηταν ο Γιώργης του Κεχρή και ο Τσουρογιαννάκης
κι ο τρίτος ονομάζονταν Μετρτζανοζαχαράκης.
Από εκεί τσι πήρανε στα τρία τα φορεία,
στ΄ Ανώγεια μέσα ήτανε πολύ στενοχωρία.
Στην εκκλησιά τους βάλανε, μέσα στον ΄Αι – Γιάννη
και το κοινό του έκαμε το νεκρικό στεφάνι.
Στην εκκλησιά τους βάλανε για να τους μονοψάλλουν
σαν αδελφούς τσι τρεις μαζί στον τάφο να τους βάλουν.
Τρεις λόγους των εβγάλανε που ήσαν δοξασμένοι,
γιατί κι οι τρεις στον πόλεμο ήταν αγωνισμένοι.
Και από κει τους πήρανε να πάνε να τους θάψουν
και στην Αγία Παρασκευή να παν να τους ΄ποκλάψουν.
Να κλαίτε όλ΄ οι χωριανοί και συγγενείς και φίλοι
γιατί τους μονοθάψανε με μαραμένα χείλη.
Να κλαίτε όλ΄ οι χωριανοί, όσοι κι αν τους θυμάστε
Ωστόσο να είστ΄ αζωντανοί πρέπει να το διγάστε.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ: μαντρατζάκι = παιδί που μεταφέρει το φαγητό και τα εφόδια στο μητάτο. Σπάγος= σπάγκος η δουλειά, τα πράγματα πάνε καλά. Χώρα= Ηράκλειο. Παναγιά= Παναγία της Τήνου. Απής= όταν, αφού.
ΠΗΓΕΣ: ΑΝΩΓΕΙΑ Η Ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους. Γιώργης Σμπώκος 1992 σελ.305-307.
ΜΕΡΤΖΑΝΟΖΑΧΑΡΑΚΗΣ . Γ.Καλογεράκης 2004, σελ.36.
Η φωτογραφία του λεωφορείου προέρχεται από την ιστοσελίδα της Ιωάννας Μπισκιτζή Λέκτορας της Κλασικής φιλολογίας.-
ΠΗΓΗ: http://idi45.blogspot.gr/