Στα μονοπάτια του χρώματος στην Αρχαία Κρήτη - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Στα μονοπάτια του χρώματος στην Αρχαία Κρήτη

Αριστέα-Ιωάννα Παπαδημητρίου, Αθανασία Τσατσαρού-Μιχαλάκη, Ε.Κ.Π.Α.
Εισαγωγή 
Μια από τις πρώτες ανακαλύψεις του προϊστορικού ανθρώπου ήταν η ιδιότητα κάποιων ουσιών να αφήνουν έγχρωμα σημάδια. Έτσι πριν ακόμα, αρχίσει να γράφει, αισθάνθηκε την ανάγκη αξιοποιώντας τις έγχρωμες αυτές ουσίες να απεικονίσει τη ζωή του, να ομορφύνει τον τόπο της κατοικίας του, να εξυμνήσει με το δικό του μοναδικό τρόπο τα κατορθώματά του, να γράψει τη δική του ιστορία.

Αργότερα ο άνθρωπος χρησιμοποίησε την έμφυτη ανάγκη του για το ωραίο, για τη βαφή των ινών και των ρούχων του. Σαφείς πληροφορίες για την αρχή της χρήσης των χρωστικών για τη βαφή ινών δεν έχουμε. Στην ανακάλυψη των ουσιών αυτών έφτασε όπως πάντοτε μέσα από μια διαδικασία γεμάτη από δοκιμές, λάθη, συμπτώσεις και αλλαγές. Άρχισε κατόπιν να πειραματίζεται και με άλλα υλικά. Παρατήρησε ύστερα ότι κάποια άλλα φυσικά υλικά,
όπως το θαλασσινό αλάτι και η στυπτηρία, βοηθούσαν στην ενίσχυση του χρώματος και των αντοχών του. Κατασκευάζει ειδικά βαφεία, δουλεύει με συγκεκριμένα υλικά και με νέους στόχους. Η βαφική μπαίνει πλέον στο εμπόριο και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις τέχνες.


2. Φυσικά χρώματα
Τα φυσικά χρώματα χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες ανάλογα με την προέλευσή τους. Έτσι έχουμε: 
• ΦΥΤΙΚΑ ΧΡΩΜΑΤΑ: είναι χρώματα που προέρχονται από διάφορα μέρη των φυτών, όπως φύλλα, ρίζες, φλοιός και πέταλα (π.χ. ριζάρι, λουλάκι, ρόδι, καρυδόφυλλα)
• ΖΩΙΚΑ ΧΡΩΜΑΤΑ: αυτά προέρχονται από ζωικούς οργανισμούς (π.χ. κρεμέζι, πορφύρα)
• ΟΡΥΚΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ: τέτοια ορυκτά είναι του σιδήρου, του χαλκού, του χρωμίου κ.λ.π.
Οι αποχρώσεις που προκύπτουν από τη χρήση των φυσικών βαφών είναι:
• Κυανές 
• Ερυθρές 
• Κίτρινες
• Πράσινες
• Καφέ 


«Η Ελλάδα τσε(και) ζενικά η Κρήτη με τον πλούσιο ήλιο ντος(τους)…είχανε, τσ’(κ’)έχει πολλά φυτά με χρωστιτσές(χρωστικές) ουσίες,όλα δε βάφουν παρά μόνο κειανά(εκείνα) που’χουνε χρώμα μέσα ντους, χρωστικά ένα πράμα…» 
Η βαφική, άρχισε στα αρχαία χρόνια σαν οικοτεχνία και εξελίχθηκε σε μια βιομηχανική δύναμη. Η διαδικασία της βαφής του υφάσματος σε γενικά στάδια παραμένει η ίδια: 
• Πλύσιμο
• Πρόστυψη
• Βαφή
• Ξέπλυμα

Η βαφή των υφασμάτων γινόταν συνήθως τους ανοιξιάτικους και τους καλοκαιρινούς μήνες. Το γεγονός αυτό δεν απέκλειε την ύπαρξη φθινοπωρινών και χειμωνιάτικων βαφών. Ακόμα όμως και μέσα στην κάθε περίοδο, ο βαφέας δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος για το χρωματικό αποτέλεσμα της βαφής του. Το χρώμα που θα προκύψει εξαρτάται από την κατάσταση του φυτού ή του ζώου προέλευσης, τις κλιματολογικές συνθήκες και την κατάσταση του εδάφους. Αναφέρουν σχετικά:
«Τσε(και) μου φων(ι)άζει μια κοπελιά τσε(και) μου λέει ‘‘έλα να δεις απού(που) ήβγαλα(έβγαλα) πορτοκαλί’’, λέω ‘’ασβεστούχα τα εδάφη’’, ε ναι είχε(νε) ασβέστη το χρώμα τζη(της) και τση(της) βγήκε πορτοκαλί…και τσ’(της)είπα να πάει από αλλού εδά(τώρα) για να βγάλει το καναρινί, από άλλο χωράφι, από άλλη περιοχή, τσ’(κ’)ήβγαλε το καναρινί…» 
Τα φυσικά χρώματα είναι μοναδικά και ανθεκτικά. Αντιδρούν διαφορετικά σε κα΄θε περίπτωση βαφής, με την δική τους προσωπικότητα. Ο βαφέας που ασχολείται με τις φυσικές βαφές, κάθε φορά που βάφει, προσπαθεί να αντλήσει τα μυστικά που βρίσκονται μέσα σε κάθε λουτρό βαφής.



3. Η ιστορία της βαφικής στην Κρήτη
«Οι περισσότερες είναι φυτικές και είναι γνωστές από την αρχαιότητα, όπως μαρτυρούν ελληνικοί πάπυρο του Δ΄ και των αρχών του Γ΄ αιώνα με συνταγές βαφικής.  Όπως μας λέει ο Αριστοτέλης(384-322π.Χ) στο «Περί χρωμάτων»  έργο του:
«Πολλά μεν γαρ τοις ανθοίς βάπτεται τοις φυομένοις, πολλά δε ριζαις ή ξύλοις ή φύλοις ή καρποίς…».  , 
Το βάψιμο των νημάτων ή των έτοιμων πια υφαντών έχει κι αυτό μια πολύ μακριά παράδοση στην Κρήτη. Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές οι Φιλισταίοι (Μινωϊτες άποικοι) δίδαξαν τον τρόπο της βαφής με πορφύρα. 
Στο Κουφονήσι, την αρχαία Λεύκη, ερημονησίδα στο Λιβυκό στις νοτιοανατολικές ακτές της επαρχίας Σητείας, ανασκαφές έφεραν στο φως ότι ήταν κέντρο αλιείας και επεξεργασίας της πορφύρας, του θαλάσσιου αυτού μαλακίου από το οποίο παραγόταν η ομώνυμη πολύτιμη και πανάκριβη βαφή. Η νησίδα αυτή έγινε το μήλο της έριδας μεταξύ της Ιτάνου, που την εξουσίαζε και της Ιεράπυτνας που την διεκδικούσε.  
Στην Ενετοκρατία  η Κρήτη προμήθευε στη Βενετία πολλές βαφικές πρώτες ύλες. Οι ουσίες αυτές χρησιμοποιούνταν ακόμη πριν λίγα χρόνια σε ορισμένα χωριά. Οι ουσίες αυτές, που ως σήμερα χρησιμοποιούνται από τις γυναίκες μας κάπου-κάπου, είναι οι περισσότερες φυτικές και είναι γνωστές από την αρχαιότητα.



4. Υλικά και χρώματα
Το οικιακό περιβάλλον και ο φυτικός κόσμος της Κρήτης προσφέρουν τις βαφικές ύλες: παλιοσιδερικά, καπνιές από την καμινάδα, φύλλα της αμυγδαλιάς, ρογδια, φλούδες του πλατάνου, ακονιζά, χαμωλιά, μαντηλίδες (σπάρτα) και μανουσάκια. Χλωρίδα άφθονη στο νησί της Κρήτης.
Χρησιμοποιούσαν και εισαγόμενες ύλες, οι οποίες διαμόρφωναν το εμπόριο της περιοχής, όπως το λουλάκι ή αλλιώς Μισίρι λόγω της εισαγωγής του από την Αίγυπτο.  
Οι α’ ύλες που χρησιμοποιούνταν για την βαφή μάλλινων υφασμάτων ήταν συνήθως διαφορετικές από αυτές που ήταν κατάλληλες για τα βαμβακερά.
«…Εχρησιμοποιούσαμε πραχτικά χρώματα, άλλα για τα μάλλινα κι άλλα για τα μπαμπακερά»  Τα υφαντά που ήταν φτιαγμένα από νήμα μαύρο και άσπρο δεν τα έβαφαν.


4.1  Βαφές για μάλλινα 
Τα  μάλλινα βάφονται πράσινα, κίτρινα, καφέ, μαύρα, μπλε και κόκκινα σε διάφορες αποχρώσεις, ανάλογα με το είδος του υφαντού.


4.1.1 ΠΡΑΣΙΝΟ 
1. Aκονιζά. Είναι θάμνος πολυετής. Είναι ένα φυτό με δυσάρεστη οσμή. Η χρήση της ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Κρήτη και ο απλούστερος τρόπος βαφής γινόταν στο χωριό Καραβάδω Ηρακλείου. Επίσης, σε κάποια μέρη της Κρήτης χρησιμοποιούσαν την ακονιζά για την παρασκευή κίτρινου χρώματος. 
2. Φύλλα αμυγδαλιάς και ρογδιάς. Χρησιμοποιούσαν Αυγουστιάτικα φύλλα για να είναι μεστωμένα-ώριμα σε συνδυασμό με καρα-μπογιά για να επιτευχθεί η επιθυμητή απόχρωση.
3. Για το πράσινο χρησιμοποιούσαν και το ζουμί της χαμολιάς (είδος θάμνου) 
Πράσινο επίσης έπαιρναν και από τα φύλλα της ροδιάς. Το φύλλο της καρυδιάς επίσης όταν το έβραζαν τους έδινε ένα μαυροπράσινο.
«Από τον ιβίσκο εγώ έχω βγάλει πράσινο προς το χακί χρώμα.»  .


4.1.2 ΚΙΤΡΙΝΟ
1. Xαμωλιά. Η χαμελαία του Διοσκορίδη. Μαζεύεται τα πρωτοβρόχια «τότες απού ‘χει όλη τη δύναμη». Με προσθήκη στυπτηρίας δίνει κίτρινη απόχρωση.
2. Ρίζα ξινής ρογδιάς, φλούδια και μεμβράνες του ροδιού, φρέσκα φύλλα ρογδιάς και ξερά φύλλα μυγδαλιάς. Τα φυτά αυτά τα βράζουν όλα μαζί. Δεν χρειάζεται πρόστυμμα, λόγω της τανίνης που περιέχουν η ρίζα και οι μεμβράνες των ρογδιών.
3. Μανούσα (μονά μανουσάκια) ή με λουλούδια της οξινίδας. Για τη βαφή χρησιμοποιούν στυπτηρία και αλάτι χοντρό.
4. Ξερά φύλλα αμυγδαλιάς. Τα φύλλα συλλέγονται τον Αύγουστο και ξεραίνονται σε σκιά. Στα προς βαφή νήματα-όργατα στην κρητική διάλεκτο-κατά τη διαδικασία της βαφής προσθέτουν στυπτηρία και στη συνέχεια χρησιμοποιούν αλυσίβα για καλύτερα αποτελέσματα.
5. Φύλλα βερυκοκκιάς. Σε αρχικό στάδιο γίνεται πρόστυψη με στυπτηρία και στη συνέχεια ακολουθεί η βαφή.
6. Λουτσά (βέρβερίς). Στα Ανώγεια και γενικά στην Δ. Κρήτη έβαφαν με τη ρίζα, το ξύλο και τον καρπό της μάλλινα και μεταξωτά. Η βαφή δεν χρειαζόταν πρόστυψη.




4.1.3 ΚΑΦΕ
Το καφεδί χρώμα επιτυγχάνεται με φυτικές ουσίες, σκουριά και καπνιά.
1. Στράφυλα (στέμφυλα) και φλοιός και φύλλα πλατάνου. Δίνουν ανοικτό καφέ χρώμα. Τα στράφυλα πρέπει να μην είναι πολύ φρέσκα αλλά να έχουν σκουρύνει. Η χρήση στυπτηρίας ήταν απαραίτητη.
2. Καρυδότσουφλα (καρυδόκουπες) και τρυφεροί κλώνοι καρυδιάς.  Λόγω της τανίνης που περιέχουν δεν χρειάζεται πρόστυψη. Τα υφάσματα που είναι βαμμένα με καρυδόκουπες ονομάζονται καρυδάκια.
«Είχαμε τα τσόφλια του καρυδιού απού πετούμε όντες(όταν) τα ποτρώγαμε ζα(για) το καφέ..Τα καρυόφυλλα εκειανά βάφουν το ωραίο καφέ τσε(και) φτάνομε μεχρι το μπεζ…,το τσίτρινο…ε,τοτεσάς πράμα δε πετούσαμε …» 
3. Βελανίδι. τα βελανίδια για το ανοιχτό καφέ και το μπεζ. Χρησιμοποιούσανε τους καρπούς και το φλοιό  των βελανιδιών για βαφή σε αποχρώσεις του μπεζ. Η βαφή με βελανίδι είναι κατάλληλη για το στερέωμα της βαφής στα μάλλινα.
4. Σκουριά. Μάζευαν τη σκουριά από τα πολυσκουριασμένα σιδερικά. Κάποιες φορές  τα αγόραζαν και από τους γύφτους. Κατά τη διάρκεια της βαφής χρησιμοποιούσαν αδύνατο ξύδι και τρυγιά. Στις Ατσιπάδες Μονοφατσίου Ηρακλείου, αντί ξιδιού χρησιμοποιούσαν ξιδιασμένα αποπλύματα της σκάφης του ζυμωτού.
5. Καπνιά σε συνδιασμό με βελανιδόκουπες. Παίρνουν καπνιές απ’το τζάκι, λίγες μαύρες και περισσότερες προς το καφέ χρώμα και τις έβραζαν μαζί με βελανιδόκουπες. Δε χρειάζεται πρόστυψη με στύψη επειδή τα βελανίδια περιέχουν δεψικόν οξύ. Όταν δε χρησιμοποιείται καμιά φυτική ουσία έβαφαν τα όργατα με καπνιές και προσθήκη στυπτηρίας.



4.1.4 ΜΑΥΡΟ
Το μαύρο χρώμα επιτυγχάνεται με φυτικές ουσίες, με καπνιές σε συνδυασμό με κάρβουνο και με σκουριά.
1. Ρόδι και καραμπογιά. Παίρνουν τις φλούδες του ροδιού και αρκετά συρκωμένα(ώριμα) ρογδάκια, τα οποία περιέχουν και καρπούς.
2 Καπνιές και κάρβουνο. Κάνουν κάρβουνα από γέρικες κουρμούλες αμπελιού και λίγα δεσπολοτσίκουδα (κουκούτσια από μούσμουλα). Ρίχνουν στύψη αλελεσάπι.  Παρόμοια διαδικασία ακολουθείται και για τη βαφή των βαμβακερών.
3. Σκουριά. Η βαφή γίνεται σε πολλαπλά στάδια. Αρχικά γινόταν βαφή των μάλλινων σε καφέ και στη συνέχεια γινόταν εμβάπτιση σε ζουμί από σκουριά. Η εμβάπτιση σε σκουριά μπορούσε να γίνει περισσότερες από μια φορές έως ότου επιτευχθεί το επιθυμητό χρωματικό αποτέλεσμα.



3.1.5 ΜΠΛΕ 
1. Λουλάκι. Στις αρχές του 20ου αιώνα έβαφαν με Μισιργιώτικο λουλάκι , το λουλάκι των βαφέων, χωρίς πρόστυψη, επειδή το φυσικό λουλάκι βάφει μάλλινα απευθείας και σταθερά. Διαθέτονταν σε σκληρά και στιλπνα πλακίδια. Η ποσότητα του λουλακίου επηρέαζε το βάθος της απόχρωσης. «Από  το φυτό ίντιγκο (λουλάκι) το οποίο είναι λουλούδι, παίρνουμε ένα μπλε του τζιν. Εξαρτάται από το βράσιμο και την ποσότητα του λουλακιού, μπορεί να μας δώσει και βαθύ μπλε.»  
2  Καρποί ελιάς. Μάζευαν τους πεσμένους καρπούς της ελιάς που δεν προορίζονταν για φάγωμα. «Απ’τσι χαμολιές ναι έπαιρναν ετσά…προς το μπλε. Εκειεσές που ξέρανε βγάζανε ετσά προς το μπλε χρώμα από κειεσές. Ε, τσι βράζανε τσε μέσα στο ζουμί ντος εδά βάφτανε τα νήματα…όλα τα νήματα, ό,τι θέλανε.» 



3.1.6 ΚΟΚΚΙΝΟ 
1. Πρινοκόκκι ή κρμίζο (κόκκος ο βαφικός). Είναι άγνωστη η ακριβής χρήση του. Πιθανών να έβαφαν τα μαλλιά πρώτα με λουλάκι και μετά το βουτούσαν σε διάλυση κόκκου. Το πρινοκόκκι το χρησιμοποιούσαν συνειδητά  μόνο οι χωρικές που το μάζευαν μόνες τους. Οι υπόλοιπες το αγόραζαν και πιθανώς αγνοούσαν το όνομα και την προέλευσή του.
2. Ερυθρόδανο (ριζάρι) ή αγριοριζάρι. Πολυετές φυτό η ρίζα του οποίου ήταν ευρέως διαδεδομένη για τη βαφή κόκκινων νημάτων. Από μαρτυρίες γνωστοποιείται ότι η χρήση των στελεχών του υπόλοιπου φυτού έδινε μωβ χρώμα. Τις ρίζες πριν τη βαφή τις ξέραιναν και μετά τις κονιορτοποιούσαν. «Παίρνουμε την ρίζα του και αφού την ξεράνουμε για ένα χρόνο ύστερα την πολτοποιούμε και  αυτή τη σκόνη βράζουμε.»  Κατά τη βαφή χρησιμοποιούσαν στύψη. Ρίζα δηλαδή… «αυτό όντε το βράσεις και βάλεις το μάλλινο νήμα,τσε(και) το μεταξωτό…ε, το μπαμπατσερό(μπαμπακερό) δε βγαίνει τοσονά καλό όσο τα μάλλινο και το μετάξι…τσε(και) ζίνεται αυτό το κότσινο.»




3.2    Βαφές για βαμβακερά 

3.2.1 ΚΙΤΡΙΝΟ 
1.    μαντρηλίδα ή μαντηλίδα (χρυσάνθεμο, μαργαρίτα). Γύρω στο τέλος Μαΐου γινόταν η συγκομιδή, όταν το φυτό ήταν ώριμο. Χρησιμοποιούσαν στυπτηρία. 
2.    άθος (στάχτη).  Μάζευαν τη στάχτη από το τζάκι  και με το αφέψημα έβαφαν τα νήματα και κατόπιν τα άφηναν στον ήλιο. Την διαδικασία την επαναλάμβαναν πολλές φορές.
3.    ρογδόφυλλα και παραγινωμένα ρόδια. Κρατούσαν το υπόλοιπο από την βαφή των μάλλινων και έβαφαν τα βαμβακερά με προσθήκη μεγάλης ποσότητας στύψης. …Τσ’(κι)από τσι(τις) φλούδες του ρο(γ)διού απού λες, απού τρώγαμε…ε, κρατίζεις τη φλούδα τσε βάφει ύστερα ένα ωραίο χρυσαφί…
4.    κρομυδόφυλλα. Χρησιμοποιούσαν τα απόξώφυλλα των κρεμμυδιών με προσθήκη στύψης.
5.    φύλλα πλατάνου. Με την προσθήκη ποτάσας και φύλλα πλατάνου επιτύγχαναν χρώμα κίτρινο.
6.    κρόκος, ζαφορά ή στρένβέργια.  Από τους στήμονες των κίτρινων κρινακίων για τη βαφή των βαμβακερών.
7.    ξινολούλουδο. «Τσίτρινο(κίτρινο)ήβγαζα(έβγαζα)από το ξινολούλουδο… κετέεις (ξέρεις) τι είναι; Ετσειονά (εκείνο) απού (που) φυτρώνει δίπλα στσ’ (στους) αγρούς με τα τσίτρινα (κίτρινα) αθάκια, ε, κειονά (εκείνο).
8.    Ράμνο. Από το ράμνο (είδος καλλιεργημένου θάμνου) παίρνουμε κίτρινο προς το λαδί»  


3.2.2 ΠΡΑΣΙΝΟ
1.    χλωρά φύλλα αμυγδαλιάς. Το πράσινο χρώμα επιτυγχάνεται με την προσθήκη στύψης, άθου (δηλ. στάχτη) και αλουσάς κατά τη διάρκεια της βαφής. 
2.    ιβίσκος. Τα στελέχη του φυτού δίνουν αποχρώσεις του πράσινου. «Από τον ιβίσκο εγώ έχω βγάλει πράσινο προς το χακί.»



3.2.3 ΜΠΛΕ 
Λουλάκι. Έβαφαν με λουλάκι που το προμηθεύονταν από τους μπογιατζήδες. Επειδή το λουλάκι δεν είχε τόσο καλά αποτελέσματα στην βαφή των βαμβακερών χρησιμοποιούσαν στο προς βαφή λουτρό μαλλόρουπο ή κοινώς σαργιά. Μετά τη βαφή βουτούσαν τα βαμβακερά σε λεκάνη με ουρία για καλύτερη στερέωση του χρώματος. Η μέθοδος εισήχθη στην Κρήτη από γυναίκες που είχαν επικοινωνία με γυναίκες άλλες ελληνικές επαρχίες. 



3.2.4 ΚΑΦΕ 
Αμυγδαλόκουπες. Αμέσως μετά τη συλλογή των αμυγδάλων και πριν φύγει η υγρασία, τα σπάνε και βράζουν το ξυλώδες περίβλημα. Με τον τρόπο αυτό, παίρνουν ένα χρώμα ανοικτό καφέ.
«Επίσης γινόταν συνδυασμός του ήδη βαμμένου νήματος με άλλα χρώματα. Για παράδειγμα το νήμα που ήταν βαμμένο κίτρινο μπορούσες να το ρίξεις μέσα σε ίντιγκο και να πάρεις πράσινο. Το ήδη βαμμένο κόκκινο νήμα από ριζάρι το αναμειγνύαμε με κίτρινο και μας έδινε πορτοκαλί.»


4. Διαδικασία βαφής νημάτων
Οι πρώτες ύλες με τις οποίας έβαφαν ήταν το μαλλί, το μετάξι, το λινάρι και το βαμβάκι. «Οι ζωικές ίνες (μαλλί και μετάξι)  κρατάνε περισσότερο τη βαφή. Ενώ το λινάρι και το βαμβάκι την αποβάλλουν ευκολότερα.» 
Οι βοηθητικές ουσίες που χρησιμοποιούσαν για να γίνει το χρώμα στερεό ή λαμπερό, πιο σκούρο ή πιο ανοιχτό είναι η στύψη, η καραμπογιά, η σκουριά, η στάχτη, το ξίδι, η αγγουρίδα, το θαλασσινό νερό και το θειάφι. Όλες τις ήξεραν και  τις χρησιμοποιούν οι Κρητικές. Τα ωραία παλιά κιλίμια τους με τα γλυκά και ανεξίτηλα χρώματα έχουν βαφεί ολόκληρα με φυτικές βαφές.  Ένα από τα πιο συνηθισμένα ήταν η στύψη, η ορυκτή σκόνη την οποία την έβαζαν και στις πληγές. Την διάλυαν στο νερό και έβαζαν μετά το νήμα να μουλιάσει μέσα για κάποιες ώρες. Έτσι το νήμα θα επιδεχόταν καλύτερα τη βαφή, θα κρατούσε περισσότερο το χρώμα. «Βάνομε τσε(και) τη στύψη για να κρατήξει (κρατήσει) τη βαφή…αυτή τη βάναμε από πολύ παλιά…»  
Η διαδικασία βαφής εξελίσσεται σε συγκεκριμένα στάδια αρχίζοντας από την επιλογή του βαφικού υλικού ως την τελική επεξεργασία του βαμμένου πια υφάσματος. Ο λαϊκός βαφέας αξιοποιεί ό,τι βρίσκει στο περιβάλλον του για να πετύχει όσο το δυνατόν καλύτερα αποτελέσματα. «Από κάθε φυτό αναλόγως παίρνουμε τα μέρη του( ρίζα, άνθη ή τα φύλλα). Από τα λουλούδια παίρνεις πιο εύκολα το χρώμα τους, πιο δύσκολα από τα φύλλα και πολύ δυσκολότερα από τις ρίζες, οι οποίες θέλουν πολύ περισσότερο βράσιμο απ’ όλα τα προηγούμενα για να πετύχουμε το επιθυμητό χρώμα. Τα βράζουμε κι αφού βράσει αρκετά ρίχνουμε μαζί το νήμα, απαραίτητα σιρώνεις τη μπογιά.» 
Το πρώτο βάψιμο έδινε πάντα το πιο σκούρο χρώμα ύστερα έβγαζαν το δεύτερο χρώμα και μετά το τρίτο παίρνοντας συνεχώς όλο και πιο ανοικτές αποχρώσεις μέχρι εξαντλήσεως του λουτρού βαφής. Μετά το βάψιμο ακολουθούσε το ξέπλυμα, το στέγνωμα και το ίσιωμα.
«Το ξεβγάνεις(ξεβγάζεις) απόι(μετά), το στεγνώνεις, το ταχτοποιείς(το νήμα)…τ’άφηνα να στεγνώξει(στεγνώσει) ετσά(έτσι) βαμμένο όπως ήτονε(ήτανε)…Μετά το το’ριχνα(ενν. στο νερό) τσε(και) το ξέβγαζα καλά καλά καλά καλά… Τσ’αρχινάς ύστερα να το τεντώνεις…Επειδή ’γω είχα μεγάλη ποσότητα το κρεμούσα στσ’(τις) απλώστρες , τσ’απού( κι από) κάτου του’βαζα ένα βάρος, ε , κατ’ανάγκη ίσιωνε το νήμα…τσε ζινότανε(γινότανε) απόι(μετά) έτοιμο ζια(για) χρήση.» 



5. Μπογιατζήδες 
Σε όλη την Κρήτη όταν άνθιζε η τέχνη της βαφικής υπήρχαν πολλά μπογιατζίδικα. Ξακουστά ήταν εκείνα του Χάνδακα, των Χανίων, Λασιθίου και του Ρεθύμνου. Η Ε. Φραγκάκι τους παρουσιάζει: «οι μπογιατζήδες με τα αιωνίως «ολόμπλαβα» χέρια τους…» 
«Ο άντρας μου ήτανε μπογιατζής και του φέρνανε τα ρούχα και τα έβαφε. Εκοπάνιζε βελανίδι και λουλάκι μαζί κι απόι τοβραζε κι ληριχνε σε μια γάστρα νερό και λίγο λίγο βελανίδι με τη κεψέ. Ήριχνε και βιτριόλι ( σπίρτο) και ομπρός το δοκίμαζε με τα νερά ντου στη μούρη κι απόι εβούτα τα ρούχα μέσα και τα ανεκάτωνε ύστερα ογρά (υγρά) ως ήτανε τα π΄γανε στον ποταμό και τα ξέπλυνε κι απόι τα ξανάφερνε και ξανάβαφε με βιλανίδι και με κόλλα κι ύστερα τα βανε να στεγνώξουνε. Η κεψέ ήτανε μπακιρένια στρογγυλή σα κράνος με ένα χέρι. 
Άλλη μαρτυρία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είχαμε και τσι(τους) μπογιατζήδες μας κάθε χωρ(γ)ιό, εδά(τώρα) κοπέλα μου έχουνε (α)πομείνει λίγοι, μετρημένοι στα δαχτύλια(δάχτυλα) του ενός χερ(γ)ιού. Σου σάζανε(έφτιαχναν) το νήμα σου στα καζάνια (ν)τους ή του πήγαινες… ένα (γ)κομμάτι  και τσ’ήβαφτε(τις έβαφε) ότι’θελες…ότι χρώμα.(ενν. ήθελες)»




6. Παραδόσεις - Δεισιδαιμονίες 
Γύρω από τα διαφορετικά υλικά βαφής, τα χρώματα και τις χρήσεις τους έχει δημιουργηθεί πλήθος παραδόσεων και δεισιδαιμονιών.  Παρακάτω σταχυολογούνται μερικά.
Στην περιοχή του Ηρακλείου η βαρεμένη (έγκυος) που έβλεπε πεθαμένο έπρεπε να βάζει κόκκινο πανί στο στήθος για να μην πάρει το παιδί το χρώμα του νεκρού. 
Παλαιότερα στα χωριά του Λασιθίου όταν η λεχώνα δεν είχε γάλα κατά το θηλασμό ενίοτε κρεμούσαν «μαζί με την γαλακτούσα και μια μπλαβή κλωστή από γαϊτάνι βράκας»  Όσες μετά τη γέννα είχανε πανάδες στο πρόσωπο τρίβονταν με μια κόκκινη πατητή (υφαντό σκέπασμα). 
Για να προφυλάξουν τα βρέφη από το «μάτι» έδεναν εις το πόδι ή εις τας χείρας του βρέφους κλωστή από γαϊτάνι βράκας μπλε χρώματος. 
Στ’ Ανώγια για να αποφύγουν το μάτιασμα έντυναν τα αγοράκια τα ακριβά βέβαια, με μαύρα ρούχα κοριτσίστικα και του έκαναν ένα σταυρό.
Για την πρακτική αντιμετώπιση των ασθενειών αναφέρεται χαρακτηριστικά η ακόλουθη μαρτυρία από τα χωριά του Ηρακλείου: Είχαμε μια σιδερένια στρογγυλή βούλα …Πάνω σ’ αυτήν ήτανε γράμματα ακατανόητα, στο πίσω μέρος της σφραγίδας ήτανε μια θηλιά και σ’ αυτήν ήτανε δεμένο ένα μπλε κορδόνι (κλωστή). Όταν καμιά γυναίκα στο χωριό αρρώσταινε ή είχε άρρωστο, ερχότανε στο σπίτι, κρατούσε ένα κερί, λίγο λιβάνι και μια κόλλα άσπρο χαρτί. Καίγανε το λιβάνι κρατούσανε από πάνω τη βούλα από το μπλε. 
Όταν ήταν να γίνει γάμος την Κυριακή, «πάνε απού την Πέμπτη κοπελιές μανοκυρουδάτες εις το σπίτι τση νύφης. Βγάνουνε τα προυκιά απού τση κασέλες και τωνε βάνουνε κεντές με κόκκινη κλωστή» για είναι οι νιόνυμφοι ενωμένοι και γεμάτοι ευτυχία. 
Σε πολλές περιοχές της Κρήτης αυτοί που βοηθούσαν στην παρασκευή των γλυκών του γάμου δεν έπρεπε να φορούνε μαύρα γιατί θεωρείτο κακός οιωνός.
Στα πλαίσια του λαϊκού εορτολογίου καταγράφονται οι ακόλουθες παραδόσεις. 
Την Καθαρά Δευτέρα το απόγευμα μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού όλοι οι άνδρες βαμμένοι στο πρόσωπο με λουλάκι, με βερνίκι παπουτσιών ή με την μουτζούρα του τηγανιού.  Την παραμονή των Αγ. Θεοδώρων έκαναν κόλλυβα και απ’ αυτά οι κοπελιές έπαιρναν εννέα σπυριά τα έβαζαν σ’ ένα κόκκινο πανί μαζί με έναν καθρέπτη και τα τοποθετούσαν κάτω στο μαξιλάρι. 
Την Πρωτομαγιά «στουφίζανε» κόκκινη κλωστή με άσπρη και έκαναν δακτυλίδια και μανίλια (βραχιόλια) και τα έβαζαν στο χέρι κυρίως στα παιδιά να μη τα μαυρίσει ο ήλιος. Μετά που θα περάσει ο Μάης τα έβγαζαν «και τα κάβγανε στην παραθιά». 
Τέλος, η επιρροή των χρωμάτων φαίνεται ακόμη και στις δεισιδαιμονίες σχετικά με τα στοιχειά και τις νεράιδες της Κρήτης.
Ανέφεραν χαρακτηριστικά παλαιότερα: «…θωρώ πέντε έξε γυναίκες ψηλές σαν κυπαρίσσια και φορούσανε μακρά φουστάνια όσαμε τσι πατούχες. Τα φουστάνια ντώνε ήτανε άσπρα σαν τα χιόνια και είχανε κόκκινες λούρες» 




7. Συμπεράσματα 
Συμπερασματικά, μέσα από την πλούσια βιβλιογραφία αλλά και από τις μαρτυρίες των ντόπιων προκύπτει ότι η βαφική τέχνη στην Κρήτη ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο λαϊκός βαφέας αξιοποιούσε στο έπακρο την πλούσια χλωρίδα και πανίδα του τόπου του. Η επαφή με άλλες περιοχές τόσο της Κρήτης όσο και της ευρύτερης Ελλαδικής επικράτειας προκαλούσε ζυμώσεις και κατ’ επέκταση αλλαγές στις διάφορες τεχνικές βαφής. Η βαφική φαίνεται να παίζει μέχρι τα χρόνια του μεσοπολέμου καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της Κρητικής οικοτεχνίας. Αυτό φαίνεται ακόμα και μέσα από τις παραδόσεις που περικλείουν την καθημερινή ζωή και τα εθιμοτυπικά του κρητικού λαϊκού κόσμου.
Η ανακάλυψη των βαφών, μοιάζει με εκείνα τα παραμύθια που οι γιαγιάδες συνήθιζαν να λένε στα εγγόνια τους αρχίζοντας με το: «μια φορά και έναν καιρό…». Ένα παραμύθι που έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Ξεκινάει από την αρχή των μύθων, εκείνη την εποχή που είναι καλυμμένη με πέπλο μυστηρίου. Καθώς το παραμύθι ξετυλίγεται, θα μάθει από τα λάθη του, θα αξιοποιήσει τα κρυμμένα μυστικά που ανακάλυψε και θα κάνει ένα βήμα.  Το παραμύθι συνεχίζεται σιγά σιγά από γενιά σε γενιά και από μέρα σε μέρα.


Post Top Ad

.............