“Έφυγε” από τη ζωή ο καλλιτέχνης Ζαχάρης Φασουλάς σε ηλικία 82 ετών. Ο Ζαχάρης Φασουλάς ήταν ο πιο στενός συνεργάτης Νίκου Ξυλούρη, ένας από τους πιο αξιόλογους λαουτιέρηδες με μεγάλες συνεργασίες στο παρελθόν με σπουδαίους μουσικούς. Το δισκοπωλείο “Αεράκης” τον αποχαιρετάει με μια συγκινητική ανάρτηση αναφέροντας:
Ο Ζαχάρης Φασουλάς γεννήθηκε το 1936 στα Ανώγεια
Είχε συνεργαστεί με όλους τους Ανωγειανούς καλλιτέχνες της εποχής του αλλά κυρίως αφιερώθηκε για χρόνια δίπλα στον Νίκο Ξυλούρη.
Αφήνει πίσω του βαριά κληρονομιά μιας και το παίξιμό του στο λαούτο ήταν χαρακτηριστικό και αγαπήθηκε πολύ. Η κηδεία του θα γίνει την Πέμπτη στις 10:00 στην Παναγία στο Τσαλικάκι. Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά του..” Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.
Συνέντευξη στον Γιώργο Καλογεράκη (Δάσκαλο – Ερευνητή)
Ο Ζαχαρίας Φασουλάς, ο πιο στενός συνεργάτης του αείμνηστου Νίκου Ξυλούρη, ο άνθρωπος που πορεύτηκαν μαζί από την πρώτη στιγμή που ο Ψαρονίκος έπιασε τη λύρα στα χέρια του, μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του και περιγράφει όλα όσα έζησε με τον μεγάλο Ανωγειανό δημιουργό. Ο σταθερός «πασαδόρος» του Ξυλούρη, μιλάει για το ξεκίνημα του Νίκου Ξυλούρη στο χώρο της κρητικής μουσικής, για τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50 και ΄60, τότε που, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «υπήρχε φτώχεια και το περισσότερο που θέλαμε ήταν να βρίσκομε πράμα να τρώμε. Λεφτά βγάζαμε ελάχιστα».
Εξηγεί πως έγιναν τα πρώτα βήματα του Νίκου στην Αθήνα, τονίζοντας ότι αυτός που τους βοήθησε ήταν ο Παύλος Βαρδινογιάννης που τους έφερε σε πρώτη επαφή, με τον ιδιοκτήτη της δισκογραφικής εταιρείας Μίνω Μάτσα, ενώ ταυτόχρονα διηγείται την οδυνηρή εμπειρία που είχαν, όταν πήγαν να δουλέψουν για το μεροκάματο στο εργοστάσιο του Φίξ, κουβαλώντας πάγους. Σύμφωνα με το Ζαχαρία Φασουλά ο άνθρωπος που «γνώρισε» τον Ξυλούρη με τον Μαρκόπουλο, μέσω της… «Ανυφαντούς» ήταν ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος. «Ο Μαρκόπουλος έχει πάει στην Κύπρο κι έχει ακούσει την «Ανυφαντού» ένα τραγούδι σε μικρό δίσκο που είχαμε βγάλει τότε με το Ξυλούρη.
Το δισκάκι το’ χε πάρει ο Μακάριος. Του’ χει πει ο Μακάριος ποιος είναι αυτός ο τραγουδιστής που τραγουδεί αυτό το τραγούδι; Και του βάνει το δίσκο και το ακούει ο Μαρκόπουλος. Μαθαίνει ο Μαρκόπουλος που παίζομε και σηκώνεται κι έρχεται στο Ηράκλειο στην Όαση και μας βρίσκει». Ο Ζαχαρίας Φασουλάς μιλάει ακόμα για τις μεγάλες στιγμές του Ξυλούρη στο Πολυτεχνείο τις ημέρες της αντίστασης κατά της Χούντας, για τη θεατρική επιτυχία το «Μεγάλο μας Τσίρκο», για τα ταξίδια στην Αμερική και βέβαια για όλη την θριαμβευτική πορεία του Ανωγειανού Αρχάγγελου μέχρι την ώρα που τον χτύπησε η επάρατος νόσος.
Λύρα, φτώχεια και φιλότιμο…
Ζαχαρία, με τον Νίκο το Ξυλούρη δεν χωρίσατε ποτέ μουσικά. Πάντα ήσουνα δίπλα του, το λαούτο του Νίκου ήσουν εσύ. Στα πανηγύρια στην αρχή, στην Αθήνα, στους δίσκους που βγάλατε, στις συναυλίες, στο εξωτερικό, παντού μαζί. Θυμάσαι πως ξεκινήσατε;
-Στα Ανώγεια γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, τι μεγάλωσα δηλαδή, δεκαπέντε χρονών έφυγα. Στη μουσική ξεκινήσαμε μαζί, εγώ, ο Νίκος ο Ξυλούρης και ο Καλομοίρης ο Γιώργης. Εξεκινήσαμε μαζί και παίζαμε κι οι τρεις λύρα. Εν τω μεταξύ λέμε κι οι τρεις θα παίζομε λύρα; Λέμε να πάρει ένας λαούτο να κάνομε συγκρότημα. Και μου ’πεσε ο κλήρος να πάρω εγώ το λαούτο. Ο Καλομοίρης ήταν πιο μεγάλος κι είχε ένα γαμπρό και του είχε δείξει και έπαιζε πιο καλή λύρα από μας. Δε μπορούσε να πάρει το λαούτο αυτός. Το αποτέλεσμα ήταν να μου πέσει ο κλήρος και πήρα ένα λαούτο και κάναμε ζευγάρι με το Νίκο. Στο μεταξύ μπήκαμε στο Ηράκλειο μόλις τελειώσαμε το Δημοτικό. Εμείς γεννηθήκαμε το 1936, το χωριό κάηκε το ΄44 εμείς θα μπήκαμε στο Ηράκλειο το ΄46-47. Είμαστε από φτωχές οικογένειες. Στο σχολειό δεν είμαστε και καλοί μαθητές, στη γυμναστική και στην ωδική είμαστε οι καλύτεροι, στα άλλα μαθήματα δεν είμαστε και τόσο καλοί. Εξεκινήσαμε μετά που εμείναμε στο Ηράκλειο να πάμε να πιάσουμε γλέντια. Και παίρνομε τα όργανα και με τα πόδια πιάναμε τα χωριά από τη μεριά του Μαλεβιζίου. Δεκαπέντε χωριά ήσανε εκεί. Καμάρι, Πυργού Σάρχος, Καλού, Ρουκάνι, Καρκαδιώτισσα, Πλακιώτισσα, Αρκάδι. Στο Αρκάδι είχε ένα μπάρμπα ο Νίκος και ήτανε νοικοκύρης. Επηγαίναμε και μέναμε εκεί, κι από κει γυρίζαμε όλα τ’ άλλα χωριά. Τον μπάρμπα του τον λέγανε Γιάννη Σκουλά ή Πιτοπούλιο. Πρώτος μπάρμπας του ήτανε. Στο σπίτι του Πιτοπούλιου καθόμαστε είκοσι μέρες, ένα μήνα, το καλοκαίρι. Επιάναμε γλέντια κι ύστερα γυρίζαμε στο χωριό. Την εποχή αυτή υπήρχε φτώχεια και το περισσότερο που θέλαμε ήτανε να βρίσκομε πράμα να τρώμε. Λεφτά βγάζαμε ελάχιστα. Δεν υπήρχανε λεφτά τότε. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά αλλά από φαγητό περνούσαμε καλά και εγλεντίζαμε κιόλας. Εμάς το γλέντι ήτανε στο αίμα μας.
Στο Ηράκλειο πότε έρχεστε για μόνιμη εγκατάσταση;
-Μου λέει μια ημέρα ο Νίκος δεν πάμε να μείνουμε στο Ηράκλειο; Στο Ηράκλειο; Ναι στο Ηράκλειο! Πάμε! Το 1947-1948. Και κατεβαίνομε εδώ στο Ηράκλειο και βρίχνομε ένα δωματιάκι, το νοικιάζομε και καθόμαστε οι δυο μας. Στην αρχή πιάσαμε δωμάτιο στη Θέρισσο κι ύστερα στο Καμαράκι. Στο Καμαράκι είχε ένα καφενείο ένας Μανουράς κι εσυχνάζαμε εκεί πέρα. Κι ερχόντανε από κει και μας εγυρεύγανε για τα πανηγύρια. Να μας πούνε στο τάδε χωριό έχομε την τάδε γιορτή. Να πούμε πόσο θα μας δώσεις, να μας πει διακόσες δραχμές. Διακόσες, τρακόσες, πεντακόσες δραχμές, εκεί ήτανε όλο το παζάρι. Πηγαίναμε και κάναμε το γλέντι.
Ποια ήτανε τότε η σχέση του κόσμου με την κρητική μουσική;
-Στο Ηράκλειο δε τα γνωρίζανε τα Κρητικά, δεν εθέλανε τα κρητικά, ήτανε τα ευρωπαϊκά τότε που τα ’θελε ο κόσμος. Στο Καμαράκι ήτανε ένα ξενοδοχείο και το’χε ένας Σκουλάς, το καφενείο δίπλα το’κανε ο Μανουράς και μας έβαζε και παίζαμε στη τζαμαρία Κρητικά και μαζευότανε ο κόσμος και μας έβλεπε και λέγανε τι ’ναι αυτοί; Σε τέτοιο σημείο δεν εγνωρίζανε τα κρητικά. Να ’ρθούνε να μας πάρουνε να πάμε σε κανένα πάρτι. Στο πάρτι τι να παίξομε; Είχαμε μάθει με το Νίκο και παίζαμε τα Ευρωπαϊκά. Ήτανε τέτοια η εποχή. Αρχίσαμε σιγά σιγά και πιάναμε το Μεραμπέλλο, τη Πεδιάδα, τση Αποστόλους, το Καστέλλι τση Πεδιάδας. Στο Καστέλλι μόλις μπαίνομε στο χωριό που κάνει μια πλατεία ήτανε αριστερά ένα καφενείο. Εκεί παίζαμε. Τση Αποστόλους θυμάμαι ένα γλέντι καλό, εβγάλαμε και λεφτά. Στο γλέντι δε παίζαμε πέντε κρητικά όλη νύχτα και ύστερα όλο ευρωπαϊκά. Χόρευε ο κόσμος και λέγανε ντάμα λυράρη ! Και έπαιρνε τη ντάμα του ο καβαλιέρος και ερχότανε και έβαζε στα όργανα ένα πενηνταράκι, ένα φράγκο, ένα δίφραγκο. Το πρωί σηκωνόμαστε, μαζεύαμε τα ψιλά, όλο ψιλά ήσανε, και τα βάζαμε σε μια πετσέτα. Και όλη η είσπραξη δε μας έφτανε στα εισιτήρια να πάμε πάλι στο Ηράκλειο. Έτσι ήτονε η αρχή μας.
Από την εποχή αυτή, θα έχετε κρατήσει οπωσδήποτε στη μνήμη σας ωραία περιστατικά, που θα σας τύχαιναν στα γλέντια. Ο κόσμος τότε ήταν αγνός. Οι σχέσεις των ανθρώπων ζεστές. Θυμάστε κάποιο περιστατικό;
-Μας καλεί ένας Καράτζης στο Χαράκι, δεκάξι δεκαεφτά χρονών είμαστε, συγγενής μας και του Νίκου και μένα. Παντρευότανε ένας Καράτζης Κώστας ή Καλός. Και σηκωνόμαστε και πάμε στο γάμο. Αλλά έπρεπε να πάμε από τη Πέμπτη για να παίξομε την Παρασκευή στα κουλούρια. Την Παρασκευή κάνανε κουλούρια, το Σαββάτο μαζευότανε από τα χωριά οι συγγενείς και την Κυριακή ήτανε ο γάμος, Έτσι ήτανε η σειρά τότε. Δεν υπήρχανε λεωφορεία μόνο φορτηγά. Το μισό φορτηγό είχε πάγκους και στο υπόλοιπο βάνανε πράματα. Πάμε από τη Καινούρια Πόρτα και παίρνομε ένα φορτηγό και κατεβαίνομε στο Παρθένι, στον Αη Γιώργη τον Απανωσήφη. Εβάλαμε τα όργανα στην πλάτη με τα πόδια και ξετρυπούμε στο Χαράκι. Την ώρα που εβράδιαζε είχαμε φτάσει. Μπήκαμε σ’ένα καφενεδάκι κι είχε βάλει το λουξ ο καφετζής ο Πατραμάνης να τ’ανάψει. Καλώς τση λυράρηδες! Κέρασέ τση! Μαζεύουνται καμιά κοσαριά άτομα. Νεαροί. Λένε μας να βγάλετε να παίξετε να σας ακούσομε. Ήντα να κάνομε. Πήγαμε γι’αυτή τη δουλειά. Βγάνομε τα όργανα κι αρχίζομε να παίζομε. Μαζεύουνται κι άλλοι, φέρε και φέρε λέγανε του καφετζή, πίνουνε και ξαναπίνουνε, μεθούνε, ξημερωνόμαστε. Άμα ξημέρωσε λέει κάποιος, αφήτε τση να πα θέσουνε να κοιμηθούνε, γιατί θα σηκωθούνε σε λίγο να παίξουνε στση κουλουρίστες. Στις γυναίκες που ’θελα κάνουνε τα κουλούρια του γάμου. Μας πάει ο γαμπρός στο σπίτι του σ’ ένα οντά. Μας είχανε στρώσει να κοιμηθούμε. Την ώρα που κάτσαμε να ξεντυθούμε εγλάκα ένας άλλος και λέει να μη κοιμηθούνε οι λυράρηδες γιατί ετελειώσανε τα κουλούρια. Οι γυναίκες εκάνανε όλη τη νύχτα τα κουλούρια και την ώρα που ξημέρωσε ήσανε έτοιμα. Γυρίζομε πίσω και συνεχίζει το γλέντι Παρασκευή όλη μέρα. Στο μεταξύ ήρθανε κι άλλοι, μερικοί πηγαίνανε κι εθέτανε και ξαναγυρίζανε, εμείς με το Ξυλούρη επαίζαμε όλη μέρα. Παίζαμε την Παρασκευή όλη νύχτα το Σαββάτο που ξημέρωσε ήθελα να κοιμηθούμε που ’θελα ’ρθούνε από τα χωριά οι καλεσμένοι; Όλο το Μονοφάτσι είχε έρθει στο γάμο. Ο γαμπρός καλός, είχε καλέσει πολύ κόσμο. Παίζομε τη Κυριακή στο γάμο.
Τση δέκα η ώρα το βράδυ έχουνε τρυπήσει δυο νύχια του Νίκου από τση χορδές τση λύρας, από το κούρντισμα. Αν ακούσεις τση δίσκους που’χομε βγάλει με το Νίκο είναι τρεις τόνους από το διαπασών και πάνω. Εμένα έχουνε τρυπήσει τα χέρια μου και τρέχουνε αίμα. Κι είναι ένας Καράτζης, Πατρώνη τονε λέγανε κι έχει μεθύσει κι έχει κόψει ολονών τση φούσκες από τση κυλόττες και τονε έχει σκίσει τα ποκάμισα και μας ε βάνει ρακί και μας ε τρίβει στο κεφάλι και μας ε λέει λιποτάκτες, νεκροθάφτες του Αγίου Κωνσταντίνου. Εμείς είχαμε πεθάνει από την κούραση και την αϋπνία. Ξημερώνει η Δευτέρα. Δευτέρα ήθελε να θέσομε; Τη Δευτέρα λέει ήπρεπε να γυρίσομε το χωριό τση συγγενείς όλους. Παίζομε Δευτέρα όλη μέρα από το ένα σπίτι στ’ άλλο. Σ’ όλο το χωριό. Τα ξημερώματα την Τρίτη λέει ένας αφήτε τση να πάνε να θέσουνε για θα πεθάνουνε. Εμείς επαίζαμε από τη Πέμπτη το βράδυ μέχρι τα ξημερώματα τση Τρίτης χωρίς διακοπή. Και μας παίρνει πάλι ο γαμπρός και μας πάει στο ίδιο μέρος στον οντά. Μόλις φεύγει ο γαμπρός λέω του Νίκο πάμε να φύγομε γιατί επαδέ θα πεθάνομε. Κι έχει μια πόρτα από την οπίσω μεριά και χωράφια. Ανοίγομε τη πόρτα και φεύγομε και φτάνομε στο Τεφέλι.
Περνά ένα φορτηγό και μπαίνομε μέσα κι ερχόμαστε στο Ηράκλειο. Φτάνομε στο Καμαράκι κι είναι ένα ξενοδοχείο που το’χε ένας Μελιδονιώτης, ακόμη υπάρχει. Του λέμε δώσε μας ένα κρεβάτι να κοιμηθούμε. Λεφτά στο γάμο στο Χαράκι μας είχαμε βάλει που δεν τα’χαμε δει ποτέ μας όσο καιρό παίζαμε μέχρι τότε. Μας λέει πάρτε τούτο το κλειδί και το δωμάτιο είναι στον πρώτο όροφο να πα θέσετε. Πάμε και κοιμούμαστε. Τρίτη όλη μέρα. Τετάρτη όλη μέρα. Την Πέμπτη το απόγευμα μας έκοψε η πείνα και σηκωνόμαστε. Εμείς νομίζομε ότι είναι η ίδια μέρα που έχομε θέσει. Ακριβώς απέναντι ήτανε ένα μαγειρείο και κατεβαίνομε και πάμε και τρώμε. Και μετά λέμε πού να πάμε ; Να πάμε να θέσομε πάλι. Γυρίζομε πάλι στο ξενοδοχείο και κοιμούμαστε. Την άλλη μέρα σηκωνόμαστε κι είχαμε χορτάσει ύπνο. Λέμε στο ξενοδόχο ήντα χρωστούμε. Λέει εβδομήντα πέντε φράγκα έκαστος. Εβδομήντα πέντε φράγκα; Μα που είμαστε στο Χίλτον; Ξέρετε μας λέει πόσες μέρες κοιμάστε; Τρεις μέρες κοιμάστε! μα τρελός του λέμε είσαι; Μας λέει πηγαίνετε κάτω να ρωτήξετε ήντα μέρα είναι και μετά να ρθείτε. Πάμε και ρωτούμε και μας λένε πως ήτανε Παρασκευή.
Τότε είναι που γίνεστε πλέον γνωστοί στον κόσμο, αρχίζετε και αποκτάτε όνομα;
-Αρχίσαμε τα γλέντια στο Μονοφάτσι και παντού. Ακουστήκαμε τ’ Ανωγειανάκια, τ’ Ανωγειανάκια ελέγανε, είχαμε φήμη δυνατή. Πάμε στσ ’Αρχάνες, Απόκριες ήτανε. Τότε οι Απόκριες γινότανε οι περισσότερες στσ’Αρχάνες. Έφευγε όλο το Ηράκλειο κάθε βράδυ και πήγαινε στσ’Αρχάνες. Μια φορά επήγαμε και παίζαμε δώδεκα μέρες. Θυμάμαι που είχανε φέρει μπουζούκια σε μια αποθήκη δίπλα μας και δεν έπαινε μπάζα καθόλου.
Ο Μακάριος… γνωρίζει τον Ξυλούρη στον Μαρκόπουλο!
Στην Αθήνα πότε πηγαίνετε;
-Λέει ο Νίκος να σηκωθούμε να πάμε στην Αθήνα. Τι να πα κάνομε στην Αθήνα; Να πάμε να γράψομε δίσκο. Να πάμε. Σηκωνόμαστε και πάμε στην Αθήνα. Πάμε στου Παύλου του Βαρδινογιάννη, βουλευτής ήτανε, μας ήξερε. Ξωμέναμε στο σπίτι του. Μας γνωρίζει ένα Μάτσα που’χε μια εταιρεία, την Οντεόν. Λέει ο Μάτσας να πάτε να περάσετε από ακρόαση και αν σας εγκρίνουνε θα βγάλετε το δίσκο. Αυτοί δεν τα θέλανε τα Κρητικά. Αναβολή τσ’αναβολής λέμε ήντα θα γίνομε επαδέ, πώς θα ζήσομε; Μας λένε δεν έχει τώρα η εταιρεία για να βγάλετε δίσκο μόνο θα ξαναρθείτε άλλη φορά. Στο μεταξύ δεν είχαμε ήντα γενούμε και πάμε και πιάνομε δουλειά στου Φιξ. Εργάτες στση μπύρες. Και τόνε βάνουνε το Νίκο στο πάγο και μένα εκεί που κατεβαίνανε τα τελάρα με τση μπύρες. Κατεβαίνει η πρώτη παγοκολώνα του παίζει και τονε πετά πέρα. Σηκωνόμαστε και φεύγομε και κατεβαίνομε πάλι στη Κρήτη.
Η επιστροφή σας στην Κρήτη μετά την πρώτη ατυχία που συναντήσατε στην Αθήνα πώς είναι;
-Πάμε στα Πρωτόρια για ένα πανηγύρι. Εμείς τώρα οργανοπαίχτες. Τσ’οργανοπαίχτες τότες δε θέλανε να τση βλέπουνε. Στο μεταξύ το Ηράκλειο το’χαμε κάνει χωριό. Ήτονε ένας Κεφαλογιάννης Βαγγέλης, ένας Μανουράς, εμείς οι δυο, ένας Χαιρέτης κι ένας Τζαμπουράκης. Κάθε βράδυ καντάδα στο Ηράκλειο. Στση γειτονιές. Κάθε βράδυ αυτή η δουλειά. Να περνούμε από τα σοκάκια να ανοίγουνε τα παραθύρια να μας πετούνε βιόλες. Ένα κακό στο Ηράκλειο και δεν μας ενοχλούσε η αστυνομία. Να μας κλουθά η αστυνομία από απόσταση και να μας ακούνε κι αυτοί. Το Ηράκλειο το’χαμε κάνει χωριό. Αν περνούσε μια βραδιά, δυο να μη πάμε, μας παίρνανε τηλέφωνο στο καφενείο και μας ρωτούσανε γιατί δεν περάσετε, τι συμβαίνει; Πάμε στο Βενεράτο που ήτανε το χωριό τση γυναίκας του και παίζομε δώδεκα μέρες σε ένα πανηγύρι, Απόκριες ήτανε. Εκεί γνωρίζει ο Νίκος τη γυναίκα του την Ουρανία. Αυτή ήτανε μαθήτρια, επήγαινε στο Ηράκλειο στο σχολειό. Είχαμε γίνει γνωστοί και μας καλούσανε συνέχεια στα γλέντια. Μετά ο Ξυλούρης έκλεψε τη γυναίκα του και τη παντρεύτηκε.
Νομίζω ότι εκείνη την εποχή δεν είναι που γνωρίζεστε με το Γιάννη Μαρκόπουλο;
-Επαίζαμε στο Ηράκλειο το χειμώνα στο κέντρο Ερωτόκριτος. Το καλοκαίρι επαίζαμε στην Όαση. Είχε κάνει εκεί ένας Κακουδόκωστας μια πίστα. Επαίζαμε εμείς όλη νύχτα, ερχότανε ο κόσμος και διασκέδαζε κι έπινε πιοτά. Ο Μαρκόπουλος έχει πάει στην Κύπρο κι έχει ακούσει την «ανυφαντού» ένα τραγούδι σε μικρό δίσκο που είχαμε βγάλει τότε με το Ξυλούρη. Το δισκάκι το ’χε πάρει ο Μακάριος. Του ’χει πει ο Μακάριος ποιος είναι αυτός ο τραγουδιστής που τραγουδεί αυτό το τραγούδι; Και του βάνει το δίσκο και το ακούει ο Μαρκόπουλος. Μαθαίνει ο Μαρκόπουλος που παίζομε και σηκώνεται κι έρχεται στο Ηράκλειο στην Όαση και μας βρίχνει.
Μόλις σκολούμε έρχεται και λέει του Ξυλούρη:
-Να σε πάρω να σου κάνω ένα δίσκο;
-Ήντα δίσκο να μου κάνεις;
-Να σου δώσω τραγούδια να τα τραγουδήσεις.
-Δε ξέρω τέτοια τραγούδια. του λέει ο Ξυλούρης.
Τότε ανοίγει ο Θανάσης Σταυρακάκης ένα μαγαζί στην Αθήνα, «Κονάκι» το λέγανε. Μας καλεί να πάμε να παίξομε στο «Κονάκι». Το μαγαζί ήτανε υπόγειο και είχε σαράντα σκαλοπάτια να κατεβείς. Στα Πατήσια. Ο Μαρκόπουλος ήρθε στο μαγαζί και μας ξαναβρήκε. Και πάμε να γράψομε το «Χρονικό». Γράφομε το «Χρονικό» στο στούντιο στην Οντεόν και μετά λέει ο Μαρκόπουλος πρέπει να το κάνομε δοκιμαστικό να δούμε αν πιάνει στο κόσμο. Να πάμε το καλοκαίρι όταν κλείσουνε τα μαγαζιά στη Πλάκα σε μια μπουάτ να το τραγουδήσομε στο κόσμο. Το κάναμε πραγματικά στην Πλάκα και γινότανε χαμός. Κόσμο να δούνε τα μάτια σου. Τη Μπουάτ τη λέγανε «Αρχόντισσα». Το μαγαζί κάθε βράδυ εγέμιζε. Μετά καθιερώθηκε ο Ξυλούρης λαϊκός τραγουδιστής. Ο Νίκος ήτανε στην Κολούμπια. Και λέει η εταιρεία στο Μαρκόπουλο θα σου δώσω το τραγουδιστή να τραγουδήσει στην Οντεόν το «Χρονικό» αλλά θα μου κάνεις ένα δίσκο, τα «Ριζίτικα» στη Κολούμπια. Τέτοια ήτανε η συμφωνία. Και έκανε μετά ο Μαρκόπουλος με το Ξυλούρη τα «Ριζίτικα» στη Κολούμπια. Τότε εκάναμε και τη κουμπαριά με το Βασιλέα στα Ανώγεια. Ο Λαμπρόπουλος που’χε τη Κολούμπια έγινε κουμπάρος στο χωριό και πάντρεψε το Ξυλούρη με τη κόρη του Βασιλέα Σταυρακάκη.
«Μήλον της Έριδος» για τις δισκογραφικές εταιρείες
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τις φωνογραφικές εταιρείες τότε;
Γυρίζομε στην Αθήνα μετά τη κουμπαριά και έρχεται ένας Μακράκης που ήτανε στην Οντεόν και λέει του Νίκου να σπάσεις το συμβόλαιό σου να’ρθεις στην Οντεόν. Λέει ο Νίκος γιατί να το σπάσω; Εμένα δεν έχει λήξει ακόμη. Τι συμβόλαιο τώρα; Ενάμιση χιλιάρικο του δίνανε στο δίσκο. Του λέει ότι άμα θες εσύ, εμείς θα το σπάσομε. Θα βάλομε δικηγόρους. Λέει ο Νίκος όχι, εμείς είμαστε κουμπάροι με το Λαμπρόπουλο. Ο Λαμπρόπουλος είχε την εταιρεία. Ο Νίκος ήτανε τίμιος άνθρωπος, φιλότιμος. Είχε κάνει και τη κουμπαριά με το Λαμπρόπουλο, δεν ήθελε. Του λέει θα σου δώσουμε εφτακόσες πενήντα χιλιάδες ή δυο διαμερίσματα. Να σου σπάσομε το συμβόλαιο να’ρθεις στην Οντεόν. Δεν μπορώ έλεγε ο Νίκος. Στο μεταξύ τον επήρα εγώ από πίσω και του λέω δεν έχεις σπίτι να μείνεις, σου δίνουνε δυο διαμερίσματα ή εφτακόσες πενήντα χιλιάδες και κάθεσαι και το σκέφτεσαι; Δε το σπω δε θέλω να γελάσω το κουμπάρο μου, αυτό έλεγε ο Ξυλούρης. Και πάω στα Πατήσια μια βραδιά και βρίσκω μέσα το Λαμπρόπουλο και καθότανε στο κρεβάτι απάνω σταυροπόδι και το Γιάννη τον αδερφό του. Τση χαιρέτισα γιατί τση γνώριζα από το γάμο. Βλέπω και βαστούνε ένα μάτσο χαρτιά. Λέω τι’ναι τα χαρτιά; Λένε να κάνομε συμβόλαιο του Νίκου. Τι συμβόλαιο να του κάνετε, αφού δεν έχει λήξει το συμβόλαιό του; Λένε εμείς θέμε να του ανανεώσομε το συμβόλαιο. Είχανε μάθει ότι του’δινε εφτακόσες πενήντα χιλιάδες η Οντεόν. Τι του δίνετε; ρωτώ. Λοιπόν είπανε αυτοί αυτός πρέπει να φύγει, είναι φιλιπσικός δεν μπορούμε να συζητήσομε. Είμαι δηλαδή της εταιρείας Φίλιπς. Φεύγω και του λέω μην υπογράψεις. Εσείς τι του δίνετε; Εμείς θα του δώσομε εκατόν πενήντα χιλιάδες και εκατόν πενήντα χιλιάδες δάνειο και θα του κάνομε συμβόλαιο για πέντε χρόνια και θα του δώσομε χίλια πεντακόσα φράγκα στο δίσκο. Σηκώνομαι και φεύγω και του λέω μην υπογράψεις. Ο Νίκος υπόγραψε. Ύστερα κανονίστηκε και πήγε κι ο Μαρκόπουλος στη Κολούμπια. Αρχίσαμε μετά, κάναμε την Ιθαγένεια, κάναμε κι άλλους δίσκους με το Μαρκόπουλο. Μια στιγμή του λέει ο Μαρκόπουλος, ε ότι ήτανε να δώσεις το’δωσες. Να πας τώρα να παίζεις λύρα στα πανεγύρια. Εγώ θα παίζω λύρα στα πενεγύρια; Ποιος σε ξέρει; του λέει. Εγώ σ’έκαμα Μαρκόπουλο. Να μη τα πολυλογώ τσακωθήκαμε. Έρχεται ο Ξαρχάκος και μας παίρνει.
Με τον Ξαρχάκο δεν κάνατε το Μεγάλο μας Τσίρκο;
-Είναι ο Ξαρχάκος και είναι ο Μπουρνέλης και κάνουνε «Το Μεγάλο Τσίρκο». Εκεί έγινε το μεγάλο στραπάτσο. Μέσα στη δικτατορία γινότανε χαμός. Κάθε βράδυ δυο παραστάσεις. Για να μπεις μέσα έπρεπε να κόψεις εισιτήριο ένα μήνα πιο μπροστά. Στην οδό Ιπποκράτους. Και να’ναι τριάντα ηθοποιοί. Η Καρέζη, ο Καζάκος, ο Κολοβός, ο Τερλέγκας, δεν θυμούμαι, κι ήτανε όλο το έργο τραγούδι. Κάθε βράδυ είχαμε τ’αμάξι απ’ έξω και του βάνανε απάνω οι χωροφυλάκοι δέκα κλήσεις. Δεν μας πειράζανε όμως. Τον καλέσανε το Νίκο ένα δυο φορές στην ασφάλεια, δεν μπορούσανε να του κάνουνε τίποτα. Φοβούντανε. Το «Τσίρκο» χάλαγε κόσμο. Θυμάμαι που επαίρναμε εμείς οι μουσικοί τετρακόσες δραχμές μεροκάματο τη βραδιά. Το μεγαλύτερο μεροκάματο το ’παιρνε ο Νίκος ενάμιση χιλιάρικο τη βραδιά. Οι ηθοποιοί ήτανε με μηνιάτικο. Αφεντικά ήτανε η Καρέζη με τον Καζάκο. Μετά που τελείωνε και η δεύτερη παράσταση φεύγαμε με το Νίκο και πηγαίναμε στη Πλάκα στην Αρχόντισσα. Έλεγε δέκα – δεκαπέντε τραγούδια κι έπαιρνε δεκαπέντε χιλιάδες τη βραδιά. Ύστερα επαίξαμε στο «Θεμέλιο» στην Πλάκα, επαίξαμε στο Θέατρο Παπά στη Σίνα, ξαναγυρίσαμε στο Θεμέλιο. Στην Αθήνα δε μέναμε πλέον μαζί. Είχαμε παντρευτεί κι έμενε αυτός στο Γαλάτσι κι εγώ στο Νέο Κόσμο.
Πάντα είμαστε μαζί. Αυτός τραγούδι εγώ λαούτο αλλά ήτανε και η ορχήστρα. Στο τέλος του προγράμματος έπαιζε ο Νίκος λύρα και γινότανε χαμός. Κατεβαίναμε και στην Κρήτη και κάναμε συναυλίες. Μια φορά σε μια συναυλία, στου Εργοτέλη το Γήπεδο, εγκρέμισε ο κόσμος τση πόρτες. Συναυλίες εκάναμε πολλές. Με το Ξαρχάκο, με το Λεοντή, γράψαμε τότε και το «Καπνισμένο Τσουκάλι», τα «Αντιπολεμικά» με το Κόκοτο, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» με το Μαρκόπουλο, γράψαμε πολλούς δίσκους. Εκάναμε είκοσι χρόνια μαζί. Εκάναμε και μια καλοκαιριά με την Κωχ, τον Ανδρεάδη και ο Νίκος στην Πλάκα σ’ένα οικόπεδο. Σε μια μάντρα ρημαγμένη, την καθαρίσανε και παίζαμε μέσα. Εκεί ήτανε που έγινε το σώσε. Μέσα στη δικτατορία κι αυτό. Το’χε ένας Ζαχαρόπουλος και το μαγαζί είχε μια είσοδο. Και είχε ένα τσακουμά σοκάκι, ένα στενό εκατό μέτρα. Ο κόσμος περίμενε ν’αδειάσει όλο το μαγαζί, να φύγουνε όλοι για να μπούνε αυτοί που περιμένανε. Αυτό γινότανε κάθε βράδυ. Θυμάμαι που μας έδινε διπλά μεροκάματα ο Ζαχαρόπουλος.
ΠΗΓΗ - ΑΝΩΓΗ