Τα παρακάτω δημοσιεύτηκαν, συνεπτυγμένα, σε πρόσφατη μικρή έκδοση της Ενορίας Περιβολίων Ρεθύμνου. Από εκεί και τα παίρνουμε.
Την ιστορία τους την άκουγα σαν παραμύθι από τη γιαγιά μου, που την ήξερε από τους γεροντότερους, χωρίς να την έχει διαβάσει σε κανένα βιβλίο. Στο χωριό της, τον Άη Γιάννη Αμαρίου, χτίστηκε η πρώτη εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων, αφού ο χωριανός που πρόσφερε το χωράφι του ήταν συγγενής τους και ζήτησε ως χάρη να αφιερωθεί η καινούργια εκκλησία σ’ αυτούς.
Στο Ρέθυμνο πηγαίναμε στην εκκλησία τους, την ιστορική εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων, στον τόπο όπου θανατώθηκαν για την πίστη τους (για τη δική μας πίστη, για το δικό μας Χριστό). Ασπαζόμασταν τις κάρες τους – από παιδιά – και ακούγαμε την παράδοση πως η μία βρίσκεται στη Ρωσία και πως ο Ρώσος που την παρέλαβε πρόσφερε στην πόλη το ρολόι της Μεγάλης Παναγίας. Αλήθεια ή μύθος; Σήμερα σ’ αυτή την ιστορία μπαίνει ένα ερωτηματικό.
Όταν ήρθαμε στα Περβόλια ξαφνιάστηκα, μαθαίνοντας πως εκεί είναι ο τάφος των αγίων! Και σήμερα έχω την τιμή να είναι «γείτονάς» τους και να μπορώ να πάω ακόμη και με τα πόδια στον τάφο τους. Δόξα τω Θεώ.
Την ιστορία τους την άκουγα σαν παραμύθι από τη γιαγιά μου, που την ήξερε από τους γεροντότερους, χωρίς να την έχει διαβάσει σε κανένα βιβλίο. Στο χωριό της, τον Άη Γιάννη Αμαρίου, χτίστηκε η πρώτη εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων, αφού ο χωριανός που πρόσφερε το χωράφι του ήταν συγγενής τους και ζήτησε ως χάρη να αφιερωθεί η καινούργια εκκλησία σ’ αυτούς.
Στο Ρέθυμνο πηγαίναμε στην εκκλησία τους, την ιστορική εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων, στον τόπο όπου θανατώθηκαν για την πίστη τους (για τη δική μας πίστη, για το δικό μας Χριστό). Ασπαζόμασταν τις κάρες τους – από παιδιά – και ακούγαμε την παράδοση πως η μία βρίσκεται στη Ρωσία και πως ο Ρώσος που την παρέλαβε πρόσφερε στην πόλη το ρολόι της Μεγάλης Παναγίας. Αλήθεια ή μύθος; Σήμερα σ’ αυτή την ιστορία μπαίνει ένα ερωτηματικό.
Όταν ήρθαμε στα Περβόλια ξαφνιάστηκα, μαθαίνοντας πως εκεί είναι ο τάφος των αγίων! Και σήμερα έχω την τιμή να είναι «γείτονάς» τους και να μπορώ να πάω ακόμη και με τα πόδια στον τάφο τους. Δόξα τω Θεώ.
Κρυπτοχριστιανοί, αλλά αγωνιστές
Οι άγιοί μας έζησαν τον καιρό της Επανάστασης του 1821 και, όπως όλοι ξέρουμε, κατάγονταν από τις Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου, αν και ο ένας (ο Αγγελής) είχε σχέση με το Γερακάρι, όπου, απ’ ό,τι ξέρω, σώζεται το σπίτι του. Ήταν ο Μανουήλ και ο Αγγελής (αδέλφια μεταξύ τους), ο Γεώργιος και ο Νικόλαος, που ήταν ξαδέρφια τους και ξαδέρφια μεταξύ τους. Για τους Τούρκους είχαν το επώνυμο Ρετζέπη, αλλά το πραγματικό επώνυμο της οικογένειάς τους ήταν Βλατάκης.
Ήταν κρυπτοχριστιανοί και παιδιά κρυπτοχριστιανών – δηλαδή χριστιανοί που παρίσταναν τους μουσουλμάνους, από το φόβο των Τούρκων. Κρυφά λάτρευαν το Χριστό και φανερά έκαναν πως ακολουθούν τη μουσουλμανική θρησκεία.
Στην Κρήτη, όπως και στην Κύπρο και τον Πόντο, την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχαν χιλιάδες κρυπτοχριστιανοί. Αυτό οφειλόταν στην απίστευτη αγριότητα των Τούρκων εναντίων των χριστιανών. Οι χριστιανοί δεν είχαν κανένα δικαίωμα, ενώ αν γίνονταν μουσουλμάνοι αποχτούσαν αμέσως ελευθερία και εξουσία! Έτσι, χιλιάδες Έλληνες εξισλαμίστηκαν (έγιναν μουσουλμάνοι), είτε στ’ αλήθεια είτε στα ψέματα.
Δυστυχώς όμως, αν και πολλές οικογένειες κρυπτοχριστιανών παρέμειναν κρυφά ορθόδοξες για πολλές γενιές και μάλιστα αγωνίστηκαν για την ελευθερία (όπως οι Κουρμούληδες, οι Κερίμηδες κ.ά.), οι περισσότερες, καθώς περνούσαν οι γενιές, γίνονταν αληθινοί μουσουλμάνοι, και μάλιστα πιο σκληροί και καταπιεστικοί από τους Τούρκους!… Αυτοί είναι οι λεγόμενοι «Τουρκοκρητικοί»: Κρητικοί, απόγονοι εξισλαμισμένων χριστιανών. Οι τελευταίοι έφυγαν από την Κρήτη με την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και τα παιδιά τους, που ζουν σήμερα στην Τουρκία, ακόμα μιλάνε στην κρητική διάλεκτο σαν τους παλιούς Κρητικούς.
Οι Τέσσερις Μάρτυρες, που ως «Τούρκοι» είχαν περιουσία και εξουσία, προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους χριστιανούς. Έτσι, αναφέρεται στην Ιστορία της Κρήτης του Β. Ψιλάκη (τόμ Γ΄, σελ. 1328-1329), ότι ο «Αχμέτ Αγάς» (ο Νικόλαος) γύρισε μια μέρα στις Μέλαμπες από τον Κουσέ και βρήκε έναν άγριο γενίτσαρο από το Βαθυακό να έχει συγκεντρώσει τις χριστιανές του χωριού και να τις υποχρεώνει, κατά τη συνήθεια των κατακτητών, να χορεύουν γι’ αυτόν στο σπίτι του παπά. Αμέσως όρμησε μέσα, έσπασε τη λύρα του λυράρη και έδιωξε κακήν κακώς τον εισβολέα, λέγοντάς του να γλεντίζει στο χωριό του κι όχι να έρχεται στις Μέλαμπες να τον προσβάλλει. «Ήτο δε ο Αχμέτ Ρετζέπης (ο Νικόλαος) ταχύτατος, ευστροφώτατος και ατρόμητος… Ούτως ο αγριογιαννίτσαρος… επήρε τα βρεμένα του και επανήρχετο εις Βαθυακόν κατησχημένος και μένεα πνέων».
Τα παραπάνω τα διαβάζουμε στο βιβλίο με την ακολουθία των αγίων, που βρίσκεται στο ναό τους, στο νεκροταφείο των Περιβολίων, και έχει εκδοθεί το 1985 από τον π. Νικ. Κουτσαυτάκη.
Ήταν κρυπτοχριστιανοί και παιδιά κρυπτοχριστιανών – δηλαδή χριστιανοί που παρίσταναν τους μουσουλμάνους, από το φόβο των Τούρκων. Κρυφά λάτρευαν το Χριστό και φανερά έκαναν πως ακολουθούν τη μουσουλμανική θρησκεία.
Στην Κρήτη, όπως και στην Κύπρο και τον Πόντο, την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχαν χιλιάδες κρυπτοχριστιανοί. Αυτό οφειλόταν στην απίστευτη αγριότητα των Τούρκων εναντίων των χριστιανών. Οι χριστιανοί δεν είχαν κανένα δικαίωμα, ενώ αν γίνονταν μουσουλμάνοι αποχτούσαν αμέσως ελευθερία και εξουσία! Έτσι, χιλιάδες Έλληνες εξισλαμίστηκαν (έγιναν μουσουλμάνοι), είτε στ’ αλήθεια είτε στα ψέματα.
Δυστυχώς όμως, αν και πολλές οικογένειες κρυπτοχριστιανών παρέμειναν κρυφά ορθόδοξες για πολλές γενιές και μάλιστα αγωνίστηκαν για την ελευθερία (όπως οι Κουρμούληδες, οι Κερίμηδες κ.ά.), οι περισσότερες, καθώς περνούσαν οι γενιές, γίνονταν αληθινοί μουσουλμάνοι, και μάλιστα πιο σκληροί και καταπιεστικοί από τους Τούρκους!… Αυτοί είναι οι λεγόμενοι «Τουρκοκρητικοί»: Κρητικοί, απόγονοι εξισλαμισμένων χριστιανών. Οι τελευταίοι έφυγαν από την Κρήτη με την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και τα παιδιά τους, που ζουν σήμερα στην Τουρκία, ακόμα μιλάνε στην κρητική διάλεκτο σαν τους παλιούς Κρητικούς.
Οι Τέσσερις Μάρτυρες, που ως «Τούρκοι» είχαν περιουσία και εξουσία, προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους χριστιανούς. Έτσι, αναφέρεται στην Ιστορία της Κρήτης του Β. Ψιλάκη (τόμ Γ΄, σελ. 1328-1329), ότι ο «Αχμέτ Αγάς» (ο Νικόλαος) γύρισε μια μέρα στις Μέλαμπες από τον Κουσέ και βρήκε έναν άγριο γενίτσαρο από το Βαθυακό να έχει συγκεντρώσει τις χριστιανές του χωριού και να τις υποχρεώνει, κατά τη συνήθεια των κατακτητών, να χορεύουν γι’ αυτόν στο σπίτι του παπά. Αμέσως όρμησε μέσα, έσπασε τη λύρα του λυράρη και έδιωξε κακήν κακώς τον εισβολέα, λέγοντάς του να γλεντίζει στο χωριό του κι όχι να έρχεται στις Μέλαμπες να τον προσβάλλει. «Ήτο δε ο Αχμέτ Ρετζέπης (ο Νικόλαος) ταχύτατος, ευστροφώτατος και ατρόμητος… Ούτως ο αγριογιαννίτσαρος… επήρε τα βρεμένα του και επανήρχετο εις Βαθυακόν κατησχημένος και μένεα πνέων».
Τα παραπάνω τα διαβάζουμε στο βιβλίο με την ακολουθία των αγίων, που βρίσκεται στο ναό τους, στο νεκροταφείο των Περιβολίων, και έχει εκδοθεί το 1985 από τον π. Νικ. Κουτσαυτάκη.
Η φανέρωση και το μαρτύριο
Κατά την επανάσταση του ’21, οι Τέσσερις Μάρτυρες φανέρωσαν τη χριστιανική τους πίστη και πολέμησαν στο πλευρό των χριστιανών. Όταν λύγισε η επανάσταση με τη βοήθεια του αιγυπτιακού στρατού, γύρισαν στο χωριό τους και ζούσαν ως χριστιανοί φανερά πλέον. Όταν όμως ήρθαν οι φοροεισπράκτορες των Τούρκων και τους είδαν χριστιανούς (ενώ ώς τότε τους ήξεραν για μουσουλμάνους), προσπάθησαν να τους ξαναφέρουν στο Ισλάμ – στη μουσουλμανική θρησκεία – και, βλέποντας πως δεν το καταφέρνουν, τους κατάγγειλαν στον Τούρκο διοικητή του Ρεθύμνου, το Μεχμέτ Πασά.
Οι άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν με τα πόδια στο Ρέθυμνο. Φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν για ν’ αρνηθούν το Χριστό και να ξαναγίνουν μουσουλμάνοι. Εκείνοι όμως απαντούσαν γενναία: «Γεώργιος εγεννήθηκα, Γεώργιος θα ποθάνω», «Αγγελής εγεννήθηκα, Αγγελής θα ποθάνω», «Μανώλης εγενήθηκα, Μανώλης θα ποθάνω», «Νικόλαος εγγενήθηκα, Νικόλαος θα ποθάνω» – τα λόγια αυτά διασώθηκαν στη μνήμη των Ρεθεμνιωτών και μ’ αυτά τα λόγια μου περιέγραφε την ιστορία τους η γιαγιά μου, όπως έγραψα στην αρχή.
Τελικά καταδικάστηκαν σε θάνατο, κατά τον παραδοσιακό ισλαμικό νόμο, ως αποστάτες από το Ισλάμ. Τελάλης διακήρυξε σε όλο το Ρέθεμνος πως τις 28 του Οκτώβρη (1824) «θα σκοτώσουνε τέσσερις γκιαούρηδες» και πως όλος ο λαός μπορεί να πάει να «διασκεδάσει με το θέαμα», που θα περιλαμβάνει και μουσική και γιορτή! Οι άγιοι αποκεφαλίστηκαν κάτω από τον πλάτανο, που είχε δεχτεί το αίμα πολλών αγωνιστών. Όταν θανατώθηκε ο τελευταίος, λέει η παράδοση, ο πρώτος δεν είχε ξεψυχήσει, αλλά σπαρταρούσε ακόμη.
Τα ιερά σώματά τους τα άφησαν άταφα, για να τρομοκρατήσουν τους χριστιανούς. Τη νύχτα όμως χριστιανοί και Τούρκοι έβλεπαν ουράνιο φως να τα φωτίζει. «Ο Αλλάχ ρίχνει φωτιά να τους κάψει» λέγανε οι Τούρκοι. Οι χριστιανοί όμως καταλάβαιναν πως ο Θεός τους είχε δώσει το βραβείο της νίκης και τους είχε πάρει στον ουρανό. Ήδη οι Ρεθεμνιώτες ήξεραν πολύ καλά ότι οι τέσσερις ηρωικοί άντρες ήταν άγιοι. Κάποιοι είχαν μαζέψει το αίμα τους με βαμβάκι, ενώ τρεις μέρες αργότερα κάποιοι θαρραλέοι χριστιανοί ζήτησαν τα σώματα να τα θάψουν. Τα παρέλαβαν ο Αντώνιος Μπουρδούνης και ο Γεώργιος Λαγός, μαζί με άλλους, και τα έθαψαν, όπως είπαμε, στο λόφο του αγίου Γεωργίου Μυλούρη, στα Περβόλια. «Το δε εκχυνόμενο αίμα, καθώς και τα ενδύματα αυτών, εποίουν πάμπολλα θαύματα» (από το βιβλίο της ακολουθίας τους). Κι εκεί, στα Περβόλια, οι χριστιανοί βλέπανε τις νύχτες «λαμπάδες αναμμένες» από ουράνιο φως να φωτίζουν τους τάφους των αγίων.
Οι άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν με τα πόδια στο Ρέθυμνο. Φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν για ν’ αρνηθούν το Χριστό και να ξαναγίνουν μουσουλμάνοι. Εκείνοι όμως απαντούσαν γενναία: «Γεώργιος εγεννήθηκα, Γεώργιος θα ποθάνω», «Αγγελής εγεννήθηκα, Αγγελής θα ποθάνω», «Μανώλης εγενήθηκα, Μανώλης θα ποθάνω», «Νικόλαος εγγενήθηκα, Νικόλαος θα ποθάνω» – τα λόγια αυτά διασώθηκαν στη μνήμη των Ρεθεμνιωτών και μ’ αυτά τα λόγια μου περιέγραφε την ιστορία τους η γιαγιά μου, όπως έγραψα στην αρχή.
Τελικά καταδικάστηκαν σε θάνατο, κατά τον παραδοσιακό ισλαμικό νόμο, ως αποστάτες από το Ισλάμ. Τελάλης διακήρυξε σε όλο το Ρέθεμνος πως τις 28 του Οκτώβρη (1824) «θα σκοτώσουνε τέσσερις γκιαούρηδες» και πως όλος ο λαός μπορεί να πάει να «διασκεδάσει με το θέαμα», που θα περιλαμβάνει και μουσική και γιορτή! Οι άγιοι αποκεφαλίστηκαν κάτω από τον πλάτανο, που είχε δεχτεί το αίμα πολλών αγωνιστών. Όταν θανατώθηκε ο τελευταίος, λέει η παράδοση, ο πρώτος δεν είχε ξεψυχήσει, αλλά σπαρταρούσε ακόμη.
Τα ιερά σώματά τους τα άφησαν άταφα, για να τρομοκρατήσουν τους χριστιανούς. Τη νύχτα όμως χριστιανοί και Τούρκοι έβλεπαν ουράνιο φως να τα φωτίζει. «Ο Αλλάχ ρίχνει φωτιά να τους κάψει» λέγανε οι Τούρκοι. Οι χριστιανοί όμως καταλάβαιναν πως ο Θεός τους είχε δώσει το βραβείο της νίκης και τους είχε πάρει στον ουρανό. Ήδη οι Ρεθεμνιώτες ήξεραν πολύ καλά ότι οι τέσσερις ηρωικοί άντρες ήταν άγιοι. Κάποιοι είχαν μαζέψει το αίμα τους με βαμβάκι, ενώ τρεις μέρες αργότερα κάποιοι θαρραλέοι χριστιανοί ζήτησαν τα σώματα να τα θάψουν. Τα παρέλαβαν ο Αντώνιος Μπουρδούνης και ο Γεώργιος Λαγός, μαζί με άλλους, και τα έθαψαν, όπως είπαμε, στο λόφο του αγίου Γεωργίου Μυλούρη, στα Περβόλια. «Το δε εκχυνόμενο αίμα, καθώς και τα ενδύματα αυτών, εποίουν πάμπολλα θαύματα» (από το βιβλίο της ακολουθίας τους). Κι εκεί, στα Περβόλια, οι χριστιανοί βλέπανε τις νύχτες «λαμπάδες αναμμένες» από ουράνιο φως να φωτίζουν τους τάφους των αγίων.
Το γιαταγάνι των αγίων
Την ημέρα του αποκεφαλισμού, ο Τούρκος δήμιος πήγε στο σπίτι του και σκούπισε το ματωμένο γιαταγάνι του με μια πετσέτα. Η τυφλή μητέρα του, χωρίς να έχει ιδέα για τα γεγονότα, άγγιξε την πετσέτα και αιφνιδίως επανήλθε το φως της! Ρώτησε το γιο της για την προέλευση του αίματος και, όταν έμαθε για τη σφαγή των μαρτύρων, του είπε: «Να ξέρεις πως αυτοί οι άνθρωποι ήταν άγιοι».
Έτσι εκείνη η μουσουλμανική οικογένεια φύλαξε το γιαταγάνι ως ιερό κειμήλιο. Πέρασε από χέρι σε χέρι και, εκατό χρόνια μετά, όταν έφευγαν οι μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών, κάποιος απόγονός τους το παρέδωσε σε χριστιανικά χέρια. Σήμερα φυλάσσεται στον ιερό ναό του αγίου Νικολάου στη Σπλάντζια, μέσα την παλιά πόλη των Χανίων, όπου οι τέσσερις άγιοι τιμώνται με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Ο επίσκοπος Ρεθύμνης Ιωαννίκιος αργότερα πραγματοποίησε την εκταφή τους και μεγάλο μέρος των λειψάνων τους έστειλε για φύλαξη στη μονή Αρκαδίου.
Οι Ρεθεμνιώτες τίμησαν αμέσως τους Αγίους Τέσσερις. Μόλις ένα χρόνο μετά το μαρτύριό τους (το 1825) λειτούργησαν προς τιμήν τους, ψάλλοντας την ακολουθία των Αγίων Πάντων, μια που δεν είχε γραφτεί ακόμη ειδική ακολουθία. Η πρώτη γνωστή εικόνα τους ζωγραφίστηκε μόλις 12 χρόνια μετά το μαρτύριό τους, το 1836, ενώ υπάρχει έγγραφο που μιλάει για τον εορτασμό τους στις 28 Οκτωβρίου 1837 στο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου (Μεγάλη Παναγία). Εκεί βρίσκεται και η πρώτη εικόνα τους, του 1836.
Το 1839 ήδη είχε γραφτεί ακολουθία προς τιμήν τους από τον επίσκοπο Ρεθύμνης Καλλίνικο και το Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο. Ακολούθησαν κι άλλες ακολουθίες και αρκετές εικόνες, όπως αυτή του 1844 ή 54, που βρίσκεται στο χωριό τους (στις Μέλαμπες), και εκείνη του 1859, που βρίσκεται στο ναό του Αγίου Γεωργίου Περιβολίων, όπου οικοδομήθηκε δεύτερο κλίτος προς τιμήν των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων.
Η ιστορία των αγίων και της σχέσης του ρεθεμνιώτικου λαού μ’ αυτούς δεν τελειώνει εδώ. Πολλά στοιχεία θα βρει ο ενδιαφερόμενος στο βιβλίο Οι άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθέμνους, που εκδόθηκε το 1998, αλλά και στο βιβλίο του Γιώργη Καλογεράκη Τέσσερις Μάρτυρες, που εκδόθηκε το 2008 και περιλαμβάνει εκτενή μελέτη της ζωής και της τιμής τους, αλλά και ένα ποιητικό θεατρικό έργο γι’ αυτούς στην κρητική διάλεκτο. Και τα δύο βιβλία είναι εκδόσεις της ενορίας Τεσσάρων Μαρτύρων του Ρεθύμνου.
Έτσι εκείνη η μουσουλμανική οικογένεια φύλαξε το γιαταγάνι ως ιερό κειμήλιο. Πέρασε από χέρι σε χέρι και, εκατό χρόνια μετά, όταν έφευγαν οι μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών, κάποιος απόγονός τους το παρέδωσε σε χριστιανικά χέρια. Σήμερα φυλάσσεται στον ιερό ναό του αγίου Νικολάου στη Σπλάντζια, μέσα την παλιά πόλη των Χανίων, όπου οι τέσσερις άγιοι τιμώνται με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Ο επίσκοπος Ρεθύμνης Ιωαννίκιος αργότερα πραγματοποίησε την εκταφή τους και μεγάλο μέρος των λειψάνων τους έστειλε για φύλαξη στη μονή Αρκαδίου.
Οι Ρεθεμνιώτες τίμησαν αμέσως τους Αγίους Τέσσερις. Μόλις ένα χρόνο μετά το μαρτύριό τους (το 1825) λειτούργησαν προς τιμήν τους, ψάλλοντας την ακολουθία των Αγίων Πάντων, μια που δεν είχε γραφτεί ακόμη ειδική ακολουθία. Η πρώτη γνωστή εικόνα τους ζωγραφίστηκε μόλις 12 χρόνια μετά το μαρτύριό τους, το 1836, ενώ υπάρχει έγγραφο που μιλάει για τον εορτασμό τους στις 28 Οκτωβρίου 1837 στο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου (Μεγάλη Παναγία). Εκεί βρίσκεται και η πρώτη εικόνα τους, του 1836.
Το 1839 ήδη είχε γραφτεί ακολουθία προς τιμήν τους από τον επίσκοπο Ρεθύμνης Καλλίνικο και το Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο. Ακολούθησαν κι άλλες ακολουθίες και αρκετές εικόνες, όπως αυτή του 1844 ή 54, που βρίσκεται στο χωριό τους (στις Μέλαμπες), και εκείνη του 1859, που βρίσκεται στο ναό του Αγίου Γεωργίου Περιβολίων, όπου οικοδομήθηκε δεύτερο κλίτος προς τιμήν των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων.
Η ιστορία των αγίων και της σχέσης του ρεθεμνιώτικου λαού μ’ αυτούς δεν τελειώνει εδώ. Πολλά στοιχεία θα βρει ο ενδιαφερόμενος στο βιβλίο Οι άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθέμνους, που εκδόθηκε το 1998, αλλά και στο βιβλίο του Γιώργη Καλογεράκη Τέσσερις Μάρτυρες, που εκδόθηκε το 2008 και περιλαμβάνει εκτενή μελέτη της ζωής και της τιμής τους, αλλά και ένα ποιητικό θεατρικό έργο γι’ αυτούς στην κρητική διάλεκτο. Και τα δύο βιβλία είναι εκδόσεις της ενορίας Τεσσάρων Μαρτύρων του Ρεθύμνου.
Θαυμαστά σημεία
Πολλοί νεομάρτυρες έλαβαν από το Θεό, μετά το θάνατό τους, μεγάλο θαυματουργικό χάρισμα, ενώ πολλών η εκτέλεση συνοδεύτηκε από θεϊκά σημεία, που έγιναν ορατά από χριστιανούς και μουσουλμάνους. Το πιο συνηθισμένο σημείο είναι ότι το σώμα του μάρτυρα φωτιζόταν από ουράνιο φως κάθε νύχτα για λίγο καιρό.
Παρόμοια περίπτωση έχουμε και στο Μαρουλά Ρεθύμνου, όπου Τούρκοι άλεσαν στο μύλο ένα μικρό χριστιανόπουλο και το θείο φως φαινόταν κάθε βράδυ στον τόπο του μαρτυρίου του και στον τάφο του (βλ. Ηλία Κοπανάκη, Μαρουλάς Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2011, σελ. 142).
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η χάρη των μαρτύρων θεράπευε μουσουλμάνους, άντρες ή γυναίκες, που έπασχαν από κάποια ασθένεια.
Πολλών μαρτύρων οι δήμιοι –οι βασανιστές ή εκτελεστές– τιμωρήθηκαν με τρέλα ή θάνατο, προφανώς επειδή είχαν προσφέρει τον εαυτό τους τόσο πολύ στο διάβολο, που απέκλεισαν εντελώς από τη ζωή τους την προστασία του Θεού, ή ίσως και για να ξεπληρώσουν μέρος της αμαρτίας τους σ’ αυτή τη ζωή και να ελαφρύνει η θέση τους μετά θάνατον. Ας αναφέρουμε δύο μόνο περιπτώσεις:
1. Τρεις ονομαστοί μουσουλμάνοι, που ευθύνονταν για το θάνατο του αγίου Αγγελή στην Κων/πολη (όχι του Αγγελή από τους Τέσσερις Μάρτυρες), «ο Σαρί Αμπτουλάχογλους, γεντί κουλέ αγασής, ο Βασιλικός μεζίνης, και ο Γιακούτ Αγανούνογλους» (τα στοιχεία τους έτσι καταγράφονται στο Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 98), ασθένησαν θανάσιμα και, στην επιθανάτια κλίνη, δε μπορούσαν να ξεψυχήσουν, αλλά φώναζαν συνεχώς «Αγγελή, ω Αγγελή!».
Η εφιαλτική αυτή κατάσταση συνεχίστηκε για πολλές μέρες, μέχρι που οι δικοί τους κάλεσαν τη σύζυγο του αγίου και πήραν από αυτήν συγχώρηση για το φόνο του, τον οποίο εκείνοι είχαν διαπράξει. Όταν εκείνη (ως αληθινή χριστιανή) τους συγχώρησε, λυτρώθηκαν από το ατελείωτο ψυχορράγημα και ξεψύχησαν. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε τόσο την κοινωνία της Κων/πολης, ώστε συγκροτήθηκε συμβούλιο μουσουλμάνων αξιωματούχων, που αποφάσισε να μην πιεστεί στο εξής κανείς χριστιανός να ασπαστεί με τη βία το Ισλάμ. Η απόφαση αυτή εφαρμόστηκε όσο ζούσαν εκείνοι οι αξιωματούχοι.
2. Στις 21 Ιουνίου 1732 θανατώθηκε στη Χίο ο άγιος Νικήτας ο Νισύριος (από το νησί Νίσυρος). Ο άγιος ήταν γιος εξισλαμισμένου προεστού και, αν και βαφτίστηκε ο ίδιος μετά τη γέννησή του, εξισλαμίστηκε σε νηπιακή ηλικία και δε θυμόταν τη χριστιανική του καταγωγή. Όταν όμως το ανακάλυψε, συγκλονίστηκε, αρνήθηκε το Ισλάμ, έφυγε από το σπίτι του και κατέφυγε στη Νέα Μονή Χίου, όπου κατηχήθηκε στο χριστιανισμό (δηλαδή έλαβε γνώση της χριστιανικής πίστης). Μια μέρα συνελήφθη από έναν «άνθρωπο του χαρατζή» (του φοροεισπράκτορα), Κριμλή (από την Κριμαία), επειδή δεν είχε χαρτιά ούτε χρήματα να πληρώσει το χαράτσι, και, ενώ περίμενε τη μεταφορά του στις φυλακές, κάποιος τον αναγνώρισε και τον φώναξε Μεϊμέτη. Τότε ο Κριμλής τον έφερε στον αγά και, μετά από ανάκριση και έρευνα, μαθεύτηκε ότι ήταν μουσουλμάνος που επέστρεψε στο χριστιανισμό.
Βασανίστηκε επί δέκα μέρες στη φυλακή τόσο πολύ, ώστε χαρακτηρίζεται μεγαλομάρτυρας (οι Τούρκοι στη συνέχεια αποκάλυψαν ότι τη νύχτα έβλεπαν ανεξήγητα τη σκοτεινή φυλακή πλημμυρισμένη από φως) και τελικά αποκεφαλίστηκε δημόσια από τον ίδιο τον Κριμλή, αργά και βασανιστικά με πολλές μαχαιριές.
Ο Κριμλής όμως στη συνέχεια άρχισε να τρέμει ολόκληρος και τη νύχτα να βλέπει εφιαλτικά όνειρα με τον άγιο Νικήτα. Η ζωή του έγινε αφόρητη, μέχρι που (ίσως από συμβουλή της γυναίκας του, που ήταν χριστιανή) έβαλε και ζωγράφισαν την εικόνα του αγίου και την τοποθέτησε σε μια κρυψώνα στον οντά του. Τότε απαλλάχτηκε από τους εφιάλτες, αλλά του έμεινε το τρέμουλο σε όλη του τη ζωή. Πέθανε μάλιστα παράλυτος.
Στον οντά του, όταν είχε επισκέψεις, ακουγόταν χτύπος από τη θυρίδα, στην οποία είχε κρύψει την εικόνα το αγίου. Και, για να μην την ανακαλύψουν οι ομόθρησκοί του, την έστειλε στο σπίτι όπου είχε τη γυναίκα του και εκεί την τιμούσε με ακοίμητο καντήλι.
Να επισημάνουμε ότι και σύγχρονοι μάρτυρες εμφανίζουν πολλά θαύματα, με τη χάρη του Θεού, με πιο γνωστό το Ρώσο φαντάρο Ευγένιο Ροντιόνωφ, που σφάχτηκε σαν αρνί το 1996, σε ηλικία 19 ετών, μετά από αιχμαλωσία και βασανιστήρια 100 ημερών για να αρνηθεί το Χριστό. Τα θαύματά του έχουν συγκινήσει ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο και έχουν προσφέρει στο μάρτυρα μεγάλη τιμή, παρόλο που δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί ως άγιος επίσημα.
Παρόμοια περίπτωση έχουμε και στο Μαρουλά Ρεθύμνου, όπου Τούρκοι άλεσαν στο μύλο ένα μικρό χριστιανόπουλο και το θείο φως φαινόταν κάθε βράδυ στον τόπο του μαρτυρίου του και στον τάφο του (βλ. Ηλία Κοπανάκη, Μαρουλάς Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2011, σελ. 142).
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η χάρη των μαρτύρων θεράπευε μουσουλμάνους, άντρες ή γυναίκες, που έπασχαν από κάποια ασθένεια.
Πολλών μαρτύρων οι δήμιοι –οι βασανιστές ή εκτελεστές– τιμωρήθηκαν με τρέλα ή θάνατο, προφανώς επειδή είχαν προσφέρει τον εαυτό τους τόσο πολύ στο διάβολο, που απέκλεισαν εντελώς από τη ζωή τους την προστασία του Θεού, ή ίσως και για να ξεπληρώσουν μέρος της αμαρτίας τους σ’ αυτή τη ζωή και να ελαφρύνει η θέση τους μετά θάνατον. Ας αναφέρουμε δύο μόνο περιπτώσεις:
1. Τρεις ονομαστοί μουσουλμάνοι, που ευθύνονταν για το θάνατο του αγίου Αγγελή στην Κων/πολη (όχι του Αγγελή από τους Τέσσερις Μάρτυρες), «ο Σαρί Αμπτουλάχογλους, γεντί κουλέ αγασής, ο Βασιλικός μεζίνης, και ο Γιακούτ Αγανούνογλους» (τα στοιχεία τους έτσι καταγράφονται στο Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 98), ασθένησαν θανάσιμα και, στην επιθανάτια κλίνη, δε μπορούσαν να ξεψυχήσουν, αλλά φώναζαν συνεχώς «Αγγελή, ω Αγγελή!».
Η εφιαλτική αυτή κατάσταση συνεχίστηκε για πολλές μέρες, μέχρι που οι δικοί τους κάλεσαν τη σύζυγο του αγίου και πήραν από αυτήν συγχώρηση για το φόνο του, τον οποίο εκείνοι είχαν διαπράξει. Όταν εκείνη (ως αληθινή χριστιανή) τους συγχώρησε, λυτρώθηκαν από το ατελείωτο ψυχορράγημα και ξεψύχησαν. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε τόσο την κοινωνία της Κων/πολης, ώστε συγκροτήθηκε συμβούλιο μουσουλμάνων αξιωματούχων, που αποφάσισε να μην πιεστεί στο εξής κανείς χριστιανός να ασπαστεί με τη βία το Ισλάμ. Η απόφαση αυτή εφαρμόστηκε όσο ζούσαν εκείνοι οι αξιωματούχοι.
2. Στις 21 Ιουνίου 1732 θανατώθηκε στη Χίο ο άγιος Νικήτας ο Νισύριος (από το νησί Νίσυρος). Ο άγιος ήταν γιος εξισλαμισμένου προεστού και, αν και βαφτίστηκε ο ίδιος μετά τη γέννησή του, εξισλαμίστηκε σε νηπιακή ηλικία και δε θυμόταν τη χριστιανική του καταγωγή. Όταν όμως το ανακάλυψε, συγκλονίστηκε, αρνήθηκε το Ισλάμ, έφυγε από το σπίτι του και κατέφυγε στη Νέα Μονή Χίου, όπου κατηχήθηκε στο χριστιανισμό (δηλαδή έλαβε γνώση της χριστιανικής πίστης). Μια μέρα συνελήφθη από έναν «άνθρωπο του χαρατζή» (του φοροεισπράκτορα), Κριμλή (από την Κριμαία), επειδή δεν είχε χαρτιά ούτε χρήματα να πληρώσει το χαράτσι, και, ενώ περίμενε τη μεταφορά του στις φυλακές, κάποιος τον αναγνώρισε και τον φώναξε Μεϊμέτη. Τότε ο Κριμλής τον έφερε στον αγά και, μετά από ανάκριση και έρευνα, μαθεύτηκε ότι ήταν μουσουλμάνος που επέστρεψε στο χριστιανισμό.
Βασανίστηκε επί δέκα μέρες στη φυλακή τόσο πολύ, ώστε χαρακτηρίζεται μεγαλομάρτυρας (οι Τούρκοι στη συνέχεια αποκάλυψαν ότι τη νύχτα έβλεπαν ανεξήγητα τη σκοτεινή φυλακή πλημμυρισμένη από φως) και τελικά αποκεφαλίστηκε δημόσια από τον ίδιο τον Κριμλή, αργά και βασανιστικά με πολλές μαχαιριές.
Ο Κριμλής όμως στη συνέχεια άρχισε να τρέμει ολόκληρος και τη νύχτα να βλέπει εφιαλτικά όνειρα με τον άγιο Νικήτα. Η ζωή του έγινε αφόρητη, μέχρι που (ίσως από συμβουλή της γυναίκας του, που ήταν χριστιανή) έβαλε και ζωγράφισαν την εικόνα του αγίου και την τοποθέτησε σε μια κρυψώνα στον οντά του. Τότε απαλλάχτηκε από τους εφιάλτες, αλλά του έμεινε το τρέμουλο σε όλη του τη ζωή. Πέθανε μάλιστα παράλυτος.
Στον οντά του, όταν είχε επισκέψεις, ακουγόταν χτύπος από τη θυρίδα, στην οποία είχε κρύψει την εικόνα το αγίου. Και, για να μην την ανακαλύψουν οι ομόθρησκοί του, την έστειλε στο σπίτι όπου είχε τη γυναίκα του και εκεί την τιμούσε με ακοίμητο καντήλι.
Να επισημάνουμε ότι και σύγχρονοι μάρτυρες εμφανίζουν πολλά θαύματα, με τη χάρη του Θεού, με πιο γνωστό το Ρώσο φαντάρο Ευγένιο Ροντιόνωφ, που σφάχτηκε σαν αρνί το 1996, σε ηλικία 19 ετών, μετά από αιχμαλωσία και βασανιστήρια 100 ημερών για να αρνηθεί το Χριστό. Τα θαύματά του έχουν συγκινήσει ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο και έχουν προσφέρει στο μάρτυρα μεγάλη τιμή, παρόλο που δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί ως άγιος επίσημα.
rethemnosnews.g