Η Κρητική Λογοτεχνία άνθισε επί τέσσερις αιώνες και έδωσε έργα που συνομιλούν απευθείας με την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση. Έργα που διαβάζονται μέχρι και τις ημέρες μας χάρη στην υψηλή γλωσσική και αναπαραστατική τους δύναμη. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τη μελέτη της Τασούλας Μ. Μαρκομιχελάκη «Εδώ, εις το Κάστρον της Κρήτης… Ένας λογοτεχνικός χάρτης του βενετσιάνικου Χάνδακα», που κυκλοφoρεί από τις εκδόσεις University Studio Press.
Επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και εξειδικευμένη στην Κρητική Λογοτεχνία, η Τ. Μαρκομιχελάκη μάς ξεναγεί με το βιβλίο της στο μεσαιωνικό και το αναγεννησιακό Ηράκλειο: στην οικονομική, τη θρησκευτική και την καθημερινή ζωή της πρωτεύουσας της βενετσιάνικης Κρήτης, που ονομαζόταν και Κάστρο ή Χάνδακας. Διαβάζοντας ποιητές και συγγραφείς που έγραψαν από τον 14ο μέχρι και τον 17ο αιώνα (από τους παλαιότερους Στέφανο Σαχλίκη, Μανόλη Σκλάβο και Λεονάρδο Ντελλαπόρτα μέχρι τους νεώτερους Γεώργιο Χορτάτση, Βιτσέντζο Κορνάρο, Μαρκαντώνιο Φόσκολο και Τζουάνε Παπαδόπουλο), η μελετήτρια δείχνει όχι μόνο τους στενούς δεσμούς που ανέπτυξαν όλοι με την πόλη τους, αλλά και τους τρόπους μέσω των οποίων την απεικόνισαν στα γραπτά τους.
Εκείνο που προέχει για τους μεσαιωνικούς και αναγεννησιακούς ποιητές και συγγραφείς της ενετοκρατούμενης Κρήτης είναι το εγκώμιο του Ηρακλείου. «Η πόλη, το Κάστρο, όπως ονομαζόταν μέχρι και τη γενιά των παππούδων μας, τιμήθηκε από τη λογοτεχνία και γι’ αυτό αξίζει τον κόπο να τη μελετήσουμε», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Τ. Μαρκομιχελάκη και προσθέτει ότι «Στα λογοτεχνικά της εγκώμια κυριαρχούν τα Τείχη, αλλά και οι εκκλησίες, καθολικές και ορθόδοξες, όπως, για παράδειγμα, ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου ο οποίος δέσποζε από τη μεριά της θάλασσας. Τα ερείπιά του βρίσκονται σήμερα εκεί όπου βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ξέρετε, το Ηράκλειο διατηρεί ακόμη τον μεσαιωνικό πολεοδομικό του ιστό κι ένα κομμάτι του, που ενδιαφέρει πολύ τους ποιητές της εποχής, είναι η Μεγάλη Ρούγα: ο δρόμος που ξεκινάει από το Λιμάνι και φτάνει μέχρι την Πλατεία Λιονταριών.
Ένας δρόμος στον οποίο θα συναντήσουμε και τα αρχοντικά των Βενετσιάνων και των Ενετοκρητικών».
Ο Χάνδακας δεν ήταν, όμως, μόνο τα τείχη και τα σπίτια ή οι δρόμοι, αλλά και ένας ολόκληρος κόσμος έξω από την πόλη. «Στα φέουδα που διατηρούσαν οι μεγάλες κρητικές οικογένειες έξω από το Κάστρο, η ζωή για τους δουλοπάροικους», παρατηρεί η συνομιλήτριά μας, «ήταν εξαιρετικά δύσκολη αφού κυριολεκτικά δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Πρόκειται για κάτι για το οποίο μιλούν τόσο οι λογοτεχνία όσο και άλλες γραπτές πηγές. Όντας επιφορτισμένοι με όλες τις αγγαρείες (από την καλλιέργεια της γης μέχρι το να υπηρετήσουν στις γαλέρες), οι δουλοπάροικοι εκπροσωπούσαν τους μεγάλους απόβλητους. Και κάτι τέτοιο αποδεικνύει, βέβαια, την ύπαρξη ισχυρών ταξικών και κοινωνικών αντιθέσεων».
Επιστροφή στο εσωτερικό της πόλης και στις διασκεδάσεις της, που είναι πολύ αναπάντεχες. «Ο στίχοι των ποιητών», παρατηρεί η Τ. Μαρκομιχελάκη, «αποκαλύπτουν μια πλούσια νυχτερινή ζωή, όπου κυριαρχούν οι μουσικές και οι καντάδες στα στενά. Δεν θα πρέπει, πάντως, να πιστέψουμε πως οι καντάδες πρόδιδαν ένα ρομαντικό πνεύμα, ότι ήταν τραγούδια για ερωτευμένους. Οι καντάδες ακούγονταν από μεγάλες παρέες, που κάθε άλλο παρά εξευγενισμένες έμοιαζαν: είχαν μπράβους και ήταν επικίνδυνες για όποιον δεν ήξερε πώς να προφυλαχθεί». Η πόλη, ωστόσο, λειτουργεί και ως θεατρικό σκηνικό, ιδίως στις κωμωδίες του Κρητικού Θεάτρου: «Η πόλη μετατρέπεται σε θεατρικό σκηνικό, τροφοδοτώντας με τις εικόνες της τους κωμωδιογράφους. Και προσφέρει για σκηνικά όχι μόνο τα Τείχη, αλλά και τις Πύλες, τις εκκλησίες ή το Λιμάνι».
Πόλη που μεταμορφώνεται σε θεατρικό σκηνικό, πόλη που γίνεται επικίνδυνη τη νύχτα με τις διασκεδάσεις της. Πόλη αμαρτωλή και ενοχική. Όταν οι ποιητές αρχίζουν να γράφουν για την καταστροφή του Χάνδακα, το 1669, ύστερα από εικοσαετή πολιορκία των Τούρκων, θρηνούν από τη μια μεριά την απώλεια του πλούτου και της δόξας του ενώ τον μέμφονται από την άλλη για τις αμαρτίες του. «Η ζωή της νύχτας», λέει η Τ. Μαρκομιχελάκη, «οι σκοτεινές και οι αμαρτωλές όψεις της πόλης θα θεωρηθούν υπεύθυνες για τις καταστροφές. Παράλληλα, η λογοτεχνία θα αναζητήσει έναν δρόμο σωτηρίας και απαντοχής, που δεν είναι άλλος από την πίστη στην Παναγία, την οποία λατρεύουν τόσο οι ορθόδοξοι όσο και οι καθολικοί. Αλλά έτσι κάνει η λογοτεχνία: μιλάει για τα έργα των ανθρώπων κατά τη διάρκεια τόσο της ημέρας όσο και της νύχτας».