Έτος 1954. Μετά την αποφοίτησή μου από το
1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Απιδίων, φοίτησα στο Γυμνάσιο Σητείας, έπειτα από
επιτυχείς εξετάσεις, που γίνονταν ενώπιον επιτροπής καθηγητών. Είναι χαραγμένη
στη μνήμη μου η εμπειρία αυτή. Το τρακ και η αγωνία μπροστά στους καθηγητές,
που έκαναν ερωτήσεις από διάφορα στο σχολείο διδασκόμενα μαθήματα. Απάντησα με
επιτυχία σε όλες. Αυτές όμως δεν τις θυμούμαι. Τη μόνη, που δεν έχω ξεχάσει,
είναι μια ερώτηση στη Γεωγραφία: «Πού είναι η Δαλματία?»Δεν μπόρεσα να δώσω
απάντηση ότι η Δαλματία είναι οι προς την Αδριατική θάλασσα ακτές της, τότε,
Γιουγκοσλαβίας. Τόση ήταν η ντροπή, που ένοιωσα!
Από το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς εγκαταστάθηκα στη Σητεία, ως μαθητής
της Α΄Γυμνασίου. Νοικιάσαμε ένα μικρό δωμάτιο στο σπίτι της θείας Πηνελόπης
Κατσούλη, αδελφής του πατέρα μου. Σε άλλο δωμάτιο διέμενε, ως οικότροφος, ο
ξάδελφός μου Παύλος Αυγουστινάκης. Σε διπλανό δωμάτιο η συμμαθήτριά μου Μαρία
Κουφάκη, με τον αδελφό της Τριαντάφυλλο, από τους Αρμένους, αλλά με καταγωγή
του πατέρα τους από το χωριό μου. Ήταν συγγενείς μας.
Το δωμάτιό μου μικρό, γύρω στα 10 τετραγωνικά. Είχε μια περίεργα μεγάλη
κλίση το πάτωμα προς την είσοδο. Έτσι, για να είναι οριζοντιωμένο το σιδερένιο
κρεβάτι μου (σουμιές), έπρεπε να βάλω στα πόδια, από τη μια μεριά, κομμάτια
ξύλου για στήριγμα. Ένα μικρό τραπεζάκι για φαγητό και για γραφείο και μια
ξύλινη, ψάθινη καρέκλα ήταν η επίπλωσή του! Ντουλάπα για την «γκανταρόμπα» μου
θα ήταν μεγάλη πολυτέλεια! Τα καθαρά ρούχα, επιμελώς διπλωμένα, ήταν
τοποθετημένα μέσα σε χαρτοκιβώτιο κάτω από το κρεβάτι.
Μια γκαζιέρα πετρελαίου για το μαγείρεμα, ένα τσικάλι και ένα μικρό
τηγάνι, δυο πιάτα, βαθύ και ρηχό, και τα αντίστοιχα μαχαιροπίρουνα τα
άλλα
σκεύη. Μια ξύλινη, τετράγωνη βάση, ο σταμνοστάτης, για την τοποθέτηση
εκεί του
πήλινου σταμνιού. Στο στόμιό του είχε το σταμναγκάθι, για να εμποδίζει
την
είσοδο των ζωυφίων. Αυτό όμως δεν εμπόδισε, κάποια φορά, ένα σαμιαμίθι
να βγει
έξω την ώρα που πήγα να βάλω νερό στον κουνενό για το πρωινό μου
πλύσιμο! Δεν
μπορείτε να φανταστείτε την αηδία μου! Το σταμναγκάθι έπρεπε να πυκνώσει
στο
στόμιο του σταμνιού! Νερό έπαιρνα από τη δημόσια βρύση της γειτονιάς.
Από την
ίδια βρύση υδρεύονταν όλοι στη γειτονιά μας
αλλά και σε πολλές άλλες γειτονιές της πόλης. Από αυτό το σταμνί έπινα
χειμώνα
καλοκαίρι, με κρύο ή ζέστη. Εξυπηρετούσε όλες τις ανάγκες: για το
πλύσιμο των πιάτων, το πρωινό πλύσιμο, το μαγείρεμα κλπ. Νεροχύτη το
δωμάτιο δεν είχε. Το πλύσιμο των πιατικών
γινότανε στην αυλή προς το γειτονικό οικόπεδο! Απορρυπαντικά ούτε λόγος
γι αυτή
την εποχή. Με σαπούνι , φτιαγμένο από τα φετσόλαδα στο χωριό, έτριβα μια
τούφα
από κλωστές βουρλιάς (ήταν το σφουγγαράκι μου), για να κάνω μια
υποτυπώδη
σαπουνάδα! Μ’ αυτό τον τρόπο και χωρίς ζεστό νερό προσπαθούσα να
καθαρίσω τα
κουζινικά μου! Ο Θεός να το κάνει πλύσιμο!
Δωδεκάχρονο παιδί, όπως σχεδόν όλα
τα χωριατάκια, έπρεπε να ετοιμάζω το φαγητό από τρόφιμα, που είχα από το
χωριό και τα φύλασσα σε άλλο χαρτοκιβώτιο χωριστά, μέσα σε πάνινους σακουμάδες (σακουλάκια). Το καθημερινό μενού
δεν είχε ποικιλία. Τα πιο συνηθισμένα μου
φαγητά ήταν: αυγά μάτια, πατάτες τηγανητές, ομελέτα, φάβα, κουκιά,
τραχανάς, ξαλμυρισμένος μπακαλιάρος τηγανητός. Αυτό όμως, που έλυνε το πρόβλημα
του φαγητού στα γρήγορα, ήταν το λαδόψωμο ( ο σήμερα εξευγενισμένος ντάκος στις
ταβέρνες!) , με μια φούχτα ελιές ή τυρί.
Στο χωριό πήγαινα μόνο στις διακοπές Χριστουγέννων και Πάσχα και στο
τέλος του διδακτικού έτους, το καλοκαίρι. Τότε έβλεπα τους γονείς και κυρίως τη
μητέρα. Ο πατέρας κατέβαινε, κάποιες φορές, στο Λιμάνι (Σητεία) για δουλειές
και έτσι είχαμε κάποια επαφή.
Άλλος τρόπος επικοινωνίας δεν
υπήρχε. Ζούσα, όπως και πολλά άλλα παιδιά από τα χωριά, μακριά από την παρουσία
των γονιών, την προστασία και τη βοήθειά τους. Αυτό όμως, ίσως, βοήθησε στην
πιο γρήγορη ωρίμαση του χαρακτήρα.
Μια δυο φορές το μήνα μου έστελναν από το χωριό, με το λεωφορείο,
τρόφιμα. Ένα σιντεροκόφινο γεμάτο, σκεπασμένο και δεμένο από πάνω με πανί, μου
αποκάλυπτε «θησαυρό»! Κάθε φορά είχε μαγειρεμένο φαγητό. Κάποιες φορές
τσιγαρισμένο κρέας, μπακαλιάρο τηγανητό, τυρόπιτες, χορτόπιτες (ραφιόλια),
μυζηθρόπιτες. Κατέβαινα, μετά το μάθημα, στην πλατεία του άγνωστου στρατιώτη,
στο πρακτορείο των λεωφορείων, δίπλα στο καφενείο του Τσιριλάκη και παραλάμβανα
τα τρόφιμα. Με το κοφίνι στον ώμο ανηφόριζα προς την απάνω γειτονιά. Ανέβαινα
τα πολλά σκαλιά, κοντά στην Αγία Αικατερίνη, περνούσα το φούρνο του
Ορφανουδάκη, από τα δυτικά της δεξαμενής τους δρόμους με τα ριζιμιά χαράκια,
τότε. Κυριολεκτικά σκαρφάλωνα, για να φτάσω στο δωμάτιό μου! Κουρασμένος,
κατάκοπος, αλλά η ανταμοιβή πλούσια!!
Την επόμενη χρονιά, 1955, ήρθε στη Σητεία, ως μαθητής Α΄Γυμνασίου, ο
αδελφός μου Παύλος. Μείναμε στο ίδιο δωμάτιο! Κι αυτό επαναλήφθηκε και την
επόμενη χρονιά! Μοιραστήκαμε το μικρό αυτό χώρο. Το ίδιο έγινε και για τις
δουλειές του σπιτιού. Με αγάπη και κατανόηση λύνονται όλα τα προβλήματα.
Συνηθίσαμε να μελετούμε σιωπηρά, για να μην ενοχλούμε ο ένας τον άλλο. Όταν ο
ένας έγραφε στο μικρό τραπεζάκι μας ο άλλος διάβαζε.
Στο δωμάτιο αυτό αργότερα, στην Ε΄ή Στ΄τάξη, νοίκιασε και
έμεινε για ένα χρόνο και ο αείμνηστος
χωριανός μου Μανώλης Κουφάκης του Λευτέρη.
Όσα παραπάνω έγραψα είναι ελάχιστα από τις μνήμες της μαθητικής ζωής, που σήμερα, μετά
από 60 χρόνια, νοσταλγικά έρχονται στο νου μου!
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος