Αν
μιλήσουμε για την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, θα είναι μάλλον πολύ
κλισέ. Αν μιλήσουμε για την ανεμελιά εκείνων των καλοκαιριών που ακόμη
δεν είχαμε ταυτότητα και δεν κάναμε φορολογική δήλωση, θα είναι σαν να
διατυπώνουμε το αυτονόητο. Γι' αυτό, είναι ίσως καλύτερα να αφήσουμε να
μιλήσουν για την αθωότητα και την ανεμελιά, οι ίδιες μας οι αθώες και
ανέμελες αναμνήσεις.
Εκείνες
οι αναμνήσεις, που μπορεί να ανασύρουν από το βάθος του ενήλικου μυαλού
μας το αυτονόητο –τόσο βάθος όσο και εκείνο που η μάνα μας έτρεμε να
μην φτάσουμε στη θάλασσα- αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που αισθανθήκαμε
χαζοί, επειδή αφήσαμε το αυτονόητο να γίνει δεδομένο και την ενήλικη
φύση μας να θάψει την παιδική, κάτω από κάστρα και περίτεχνα σχέδια στην
αμμουδιά, τα οποία με την πρώτη κρίση έγιναν πάλι αυτό που στην
πραγματικότητα ήταν πάντα: Σκόνη.
Σήμερα,
λοιπόν, χοροπηδάμε πάνω στα γκρεμισμένα μας κάστρα, και προτιμάμε να
τσαλαβουτήσουμε στα ρηχά ή και στα βαθιά της παιδικής μας ηλικίας – σε
εκείνες τις διακοπές που γέμισαν τα καλοκαίρια μας με ψήγματα ευτυχίας
και κουκούτσια από καρπούζι – άλλωστε δεν χρειαζόμασταν και πολλά τότε
για να νιώσουμε ευτυχισμένοι. Το καταλαβαίναμε αργότερα, όταν
επιστρέφαμε τον Σεπτέμβρη στο σχολείο, και το πρώτο «Σκέφτομαι και
γράφω» που μας ανέθετε η δασκάλα είχε θέμα «Πώς πέρασα το καλοκαίρι».
Έτσι:
*Το
σχολείο επιτέλους έκλεινε και, πριν επιστρέψουμε στο σπίτι με τον
«έλεγχο» για να διαπραγματευτούμε τον προορισμό των διακοπών, φροντίζαμε
να παίξουμε ένα γερό, γενναιόδωρο, βαρβάτο μπουγέλο. Το αν επιστρέφαμε
στο σπίτι με ρούχα, εσώρουχα και έλεγχο, όλα βρεγμένα, δεν είχε καμία
σημασία – για εμάς τουλάχιστον, γιατί η μαμά μας είχε διαφορετική άποψη.
*Οι
γονείς μας φρόντιζαν ακόμη και κατά την διάρκεια των διακοπών να κάνουν
«το χρέος τους» στην εκπαίδευσή μας, και προμηθεύονταν εκείνα τα
υπέροχα βιβλία που υπόσχονταν «διασκέδαση και μάθηση το καλοκαίρι». Τι
κι αν ποτέ δεν τα ανοίγαμε, παρά μόνο για να κρύψουμε το τελευταίο
τεύχος του Μίκυ Μάους, κάνοντας πως μελετάμε μαθηματικά; Άλλωστε, η μόνη
αριθμητική που μας ενδιέφερε ήταν το γνωστό μέτρημα: Πόσα μπάνια
έκανες; Πόσα παγωτά έφαγες; Χα, σε περνάω!
*Τα
μεσημέρια της «παραθέρισης» είχαν πάντα την γεύση του φαγητού της
μαμάς, και φόντο εκείνα τα πλαστικά τραπεζομάντιλα με σχέδια-φρούτα (το
ίδιο και τα σεντόνια μας). Και για επιδόρπιο πάντα, η μάχη μεταξύ
καρπουζιού και πεπονιού, που πάντα ξεχνιόταν προς τον Σεπτέμβρη, όταν
έμπαιναν στο παιχνίδι τα σταφύλια-σταφίδα.
*Τα
απογεύματα είχαν την μυρωδιά του αντηλιακού, και, αν πάμε ακόμη
παλιότερα, του πλαστικού από τα μπρατσάκια και το σωσίβιο, με τα οποία
νιώθαμε μικροί... Transformers μέσα στο νερό. Αργότερα, θα προσθέταμε
στα αξεσουάρ την μάσκα για να ρίχνουμε μικρές κλεφτές ματιές, και τον
αναπνευστήρα για όχι-και-τόσο-κλεφτές ματιές.
*Τα
highlights της ημέρας μέσα στο νερό ήταν εκείνη η ανάποδη τούμπα που
μέρες προσπαθούσαμε να τελειοποιήσουμε, αφού είχαμε ξεπεράσει τον φόβο
της βουτιάς χωρίς να κλείνουμε τη μύτη ή τα μάτια. Κι ύστερα, θα
δημιουργούσαμε αυτοσχέδιους «βατήρες» με τους φίλους, για να γίνουν όλο
και πιο θεαματικές – καμία σημασία δεν είχε που τελικά πέφταμε
κατευθείαν με την κοιλιά ή την πλάτη, και πονούσαμε για ώρες.
*Ακόμη
και τότε, μπορούσαμε να ξεκουραστούμε λίγο έξω από το νερό, να
θαυμάσουμε «πωωω πόσες ώρες ήμασταν μέσα» και πόσο μούλιασαν τα δάχτυλά
μας, και να επιδοθούμε σε αμμουδερές ανασκαφές, που δεν σταματούσαν παρά
όταν βρίσκαμε... νερό – ούτε για το πετρέλαιο της ΑΟΖ τόση χαρά.
*Κι
ύστερα, οι γνωστές φωνές, που κάναμε πως δεν ακούγαμε. Το soundtrack
της Ελληνίδας μαμάς, να φωνάζει να μην πας στα βαθιά. Να μην
πλατσουρίζεις και βρέχεις την αδερφή σου. Να περιμένεις να περάσουν
τρεις ώρες από το μεσημεριανό φαγητό. Να βγεις να φας τα σνακ που κρύβει
στην μαγική τσάντα θαλάσσης της, που χωρούσε περισσότερο εμπόρευμα από
ένα mini market. Αλλά εσύ, από ένα σημείο και μετά, όντως δεν την
άκουγες. Ίσως γιατί ήσουν ήδη αρκετά μακριά, κοντεύοντας στον στόχο,
εκείνη την πορτοκαλί σημαδούρα που σε προκαλούσε να τη φτάσεις και να
την προσπεράσεις. Ίσως και γιατί, βλέποντάς σε να πλησιάζεις εκείνη τη
σημαδούρα, η μαμά σου είχε ήδη λιποθυμήσει πάνω στην ψάθα.
*Κι
εκείνες οι γεύσεις του καλοκαιριού, που δεν έχουν τελειωμό... Σειρά
έχει ο ζαχαρένιος λουκουμάς, από τον ιδιαιτέρως ηλιοκαμένο κύριο που
περνά ανά πεντάλεπτο από την παραλία. Και αργότερα, το βράδυ, ένα
ολόκληρο καλαμπόκι, φρεσκοψημένο και μυρωδάτο από τη σχάρα του πλανόδιου
στην περαντζάδα.
*Μαζί
με τη νύχτα, έβγαιναν παγανιά και τα κουνούπια. Και σίγουρα κανείς δεν
ξεχνάει την εικόνα του εαυτού του να ξύνει τα «κουνούπια» (αυτολεξεί,
και όχι το φλύαρο «τσιμπήματα κουνουπιών») σαν να μην υπάρχει αύριο. Το
προτιμούσαμε από το να μυρίζουμε από χιλιόμετρα αουτάν.
*Οι
γνωριμίες με παιδιά που δεν είχες ξαναδεί στη ζωή σου, και ούτε θα
ξαναέβλεπες, ήταν καθημερινές. Το μόνο που σε ένοιαζε ήταν να βρεις
συμπαίκτες για το βραδινό κρυφτό ή κάποιους για να πας στην διπλανή
παιδική χαρά, όσο «οι μεγάλοι» τρώνε στην ταβέρνα το χειρότερο φαγητό
του κόσμου μετά τις φακές: Μπλιαχ, ψάρια.
*Αγαπημένη
ασχολία, να ξεφλουδίζεις το μαύρισμά σου – τότε δεν μας ενδιέφερε να
διατηρήσουμε το ομοιόμορφο tan μέχρι τον Οκτώβριο.
*Επιστροφή
στη θάλασσα: Αμφιβάλλουμε αν σας είναι άγνωστη η εικόνα σας να παίζετε
θαλασσομαχίες, ανεβαίνοντας οι πιο αδύνατοι στους ώμους των πιο
μεγαλόσωμων και προσπαθώντας να ρίξετε ο ένας τον άλλο.
*Ώρα
για επικίνδυνες αποστολές: Να προσπαθείς να ισορροπήσεις όρθιος πάνω σε
ένα στρώμα θαλάσσης, αλλά τελικά να πέφτεις κάθε φορά, κάνοντας
μούσκεμα τα μαλλιά της παρέας κοκέτων συνταξιούχων γυναικών, που
παρίσταναν τα αγάλματα μέσα στο νερό λίγο πιο δίπλα. Αχ, αυτή η
νεολαία...
*Τέλος,
περνούσαμε τα καλοκαίρια μας σε τόσο υπέροχα μέρη χωρίς να
συνειδητοποιούμε πόσες παραστάσεις καλοκαιριού και ελληνικής γεωγραφίας
μαζεύουμε στο υποσυνείδητό μας. Το αντιλαμβανόμαστε τώρα, που πλέον
εκτιμάμε έναν προορισμό με βάση την φήμη του, και όχι γιατί
καταναλώνουμε όλη μας την ενέργεια για να περάσουμε καλά σ' αυτόν. Τι
μας ένοιαζε αν ήμασταν στην Σαντορίνη ή στο τελευταίο χωριό του Ολύμπου;
Οι διακοπές μας έκαναν το μέρος και όχι το μέρος τις διακοπές μας.
Δεν κουβαλούσαμε παιχνίδια. Τα παιχνίδια μας τα βρίσκαμε εκεί. Παίζαμε μαζεύοντας μεταλλικά καπάκια από τις ταβέρνες, ψαρεύοντας με μια απλή πετονιά κοκοβιούς και σπάρους και το βράδυ με την απόχη και φακό μαγευόμαστε από τις γαρίδες που φωσφόριζαν στα σκούρα νερά της θάλασσας. Σκαρφαλώναμε και κόβαμε τα πόδια μας στις συκιές για να κόψουμε σύκα, γιατί πιστεύαμε ότι το σύκο από το δέντρο είναι πιο νόστιμο (κι ακόμα το πιστεύουμε). Και όταν τσακωνόμασταν με τους φίλους μας, μετά τα βρίσκαμε και φτιάχναμε βραχιολάκια φιλίας από χρωματιστές κλωστές συνοδευόμενα από όρκους αιώνιας φιλίας.
Παίζαμε μήλα και αμπάριζα και τα πρώτα μας φιλιά τα δίναμε όταν παίζαμε «στημένη» μπουκάλα.
Και
τον χειμώνα δεν ανταλλάζαμε τηλέφωνα, μόνο διευθύνσεις. Και στέλναμε
γράμματα στους καλοκαιρινούς μας φίλους σε φύλλα αλληλογραφίας
αρωματισμένα με Μυρτώ.
Αυτά ήταν τα καλοκαίρια μας, που έφυγαν και δεν θα ξανάρθουν. Πάντα όμως θα μας ενώνουν».
του Γιώργου Κόκουβα
ΦΩΤ ΑΡΧΕΙΟ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ