«Μαμά είσαι
χαρούμενη;» ρώτησε η κόρη μου τη γυναίκα μου στον δρόμο της επιστροφής.
Κλείνει τα 3 της χρόνια τον άλλο μήνα και μέσα στις συνεχείς ερωτήσεις
της «γιατί, πού, πώς, τι» άρχισε να διερευνά και τον κόσμο των
συναισθημάτων. «Δεν είμαι πολύ καλά γιατί οι διακοπές τελείωσαν» της
απάντησε αυθόρμητα εκείνη, και ακολούθησε για κάποια δευτερόλεπτα μια
αμήχανη σιωπή.
Δεν
ξέρω αν συμφωνείτε μαζί μου, αλλά αυτό το καλοκαίρι μού φάνηκε
διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα. Χάρηκα την παραλία, τη θάλασσα και
το κολύμπι όσο ποτέ άλλοτε, το ψάρεμα κι ας μην είχα και πολλή τύχη,
απόλαυσα τη δύση, το φεγγάρι να βγαίνει από το βουνό, ξύπνησα να δω το
χάραμα, τον ήλιο να ανατέλλει μέσα από το νερο
Απεχθάνομαι τα
μελό και τα κλισέ, αλλά πολλές φορές αυτό τον Αύγουστο αισθάνθηκα σαν
να έχω μια πελώρια μπαταρία στην πλάτη μου και να θέλω να τη φορτίσω με
κάθε τι που συνέβαινε γύρω μου. Τις πανέμορφες εικόνες της χώρας μας,
δηλαδή που συνειδητοποίησα ότι υποτιμούσα τόσα χρόνια θεωρώντας τις
δεδομένες και αυτονόητες. Διασκέδασα μάλιστα στην ιδέα ότι θα κρατήσω
την μπαταρία μου φορτισμένη με καλοκαιρινές αναμνήσεις, σε πείσμα των
άγνωστων δυσκολιών που επιφυλάσσει ο χειμώνας που έρχεται και ουδόλως
συζητήσαμε με την παρέα των διακοπών σαν να ’μαστε συνεννοημένοι ότι η
λέξη «κρίση» είναι απαγορευμένη.
Μου συνέβη
όμως και κάτι ακόμη παράδοξο το καλοκαίρι που φεύγει (αρνούμαι να γράψω
έφυγε). Χωρίς να το καταλάβω, κατέγραφα και ό,τι στραβό έβλεπα γύρω. Τον
χοντρό κύριο που οδηγούσε καθημερινά το τζιπ του κατά κυριολεξία μέχρι
το κύμα, δένοντας την ομπρέλα του από τον προφυλακτήρα!
Τα πεταμένα
πλαστικά μπουκάλια στα πλαϊνά των δρόμων που οδηγούσαν στη θάλασσα. Τους
τρεις υπαλλήλους της μοναδικής τράπεζας που έκλειναν πεισματικά στη
1.30, παρότι οι τουρίστες δεν είχαν άλλο τρόπο να βγάλουν χρήματα. Τους
ψαράδες που διαμαρτύρονταν ότι είναι μικρό το λιμάνι, ξεχνώντας ότι όλο
το μώλο τον καταλαμβάνουν εκείνοι πλαγιοδετώντας, μαζί με τις αμέτρητες
νοικιάρικες βάρκες που δεν αφήνουν χώρο σε κανέναν επισκέπτη. Τον μάτσο
τύπο που κάπνιζε αρειμανίως και έμπηγε τα τσιγάρα του στην άμμο, λες και
δεν θα τα ’βρισκε την επομένη. Τους ξέχειλους κάδους που ο δήμος
τοποθέτησε μεν, αλλά δεν άδειαζε δε. Τα μηχανάκια με την κομμένη
εξάτμιση που κανένας αστυνόμος δεν σταμάτησε ποτέ κι ας ενοχλούσαν τους
πάντες μέρα νύχτα. Τους εστιάτορες που εν είδει αποδείξεων έδιναν τα
δελτία παραγγελίας. Τον καβγά με τον πιτσιρικά που είχε ανάψει τη μηχανή
πριν καλά καλά δέσει το πλοίο. Αλλά και το εξόφθαλμα παράνομο (και
σίγουρα επικίνδυνο) φόρτωμα όλων των πλοίων με τα Ι.Χ. να απέχουν μόλις
πέντε εκατοστά μεταξύ τους αποκλείοντας μέχρι και τις σκάλες των
επιβατών.
Κι όμως όλα
αυτά και πολλά άλλα στραβά που είμαι σίγουρος ότι κι εσείς
ξανασυναντήσατε στις διακοπές σας, φέτος δεν με ενόχλησαν τόσο κι ας μου
γέννησαν τη σκέψη ότι γι’ αυτήν την απεχθέστατη πλευρά της Ελλάδας δεν
φταίει κανένα μνημόνιο, καμία τρόικα. Με ένα περίεργο φίλτρο ήδη μού
μένουν μόνον οι θετικές αναμνήσεις. Τα ζεστά πρωινά τυροπιτάκια της
Μίας. Το ζουμερό και πάντα κερασμένο καρπούζι του Πολυβίου. Η βάρκα που
μας δάνεισαν η Ζέτα και ο Γιάννης. Το δώρο που σκέφτηκαν να μου φέρουν
από την Αθήνα ο έτερος Γιάννης και η Πηνελόπη. Η πολύχρωμη «ηλεκτρική»
ρακέτα του Χάρη που μας προστάτευε από τα κουνούπια. Οι καλοκαιρινοί
κουραμπιέδες της Ηλέκτρας. Η φράση του Σπύρου «μην είστε Ελληνάρες» όταν
προσπαθήσαμε να πληρώσουμε το δωμάτιο της θείας του που μας φιλοξένησε.
Τα ψάρια που έβγαζε με το ψαροντούφεκο ο Γιώργης και κερνούσε κάθε
βράδυ όλη την παρέα. Η ιστορίες της Τζένης και του Γιώργου, και οι
πλάκες με τον Ακη, τον Σπήλιο και τον Χρήστο. Μέχρι κι ο συνήθης
οικογενειακός τσακωμός των διακοπών εξατμίστηκε πριν καλά καλά
φουντώσει.
«Μαμά να είσαι
χαρούμενη γιατί ο παππούς λέει ότι θα ξανάρθει καλοκαίρι», φώναξε η
κόρη μου μετά την αμήχανη σιωπή που προκάλεσε η αρνητική απάντηση της
γυναίκας μου. Κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε και το περιμένουμε...
Tου Kωνσταντινου Zουλα
ΦΩΤ ΑΡΧΕΙΟ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ