Τ Ο Ζ Υ Μ Ω Τ Ο
Στην αποθήκη στο χωριό είχε το κάθε σπίτι
όλα του κόσμου τα καλά, τίποτε να μη λείπει.
Στάρι, κριθάρι και κρασί, λάδι και παξιμάδι,
να τρώνε και να πίνουνε όλοι, μικροί μεγάλοι.
Από το ψ ω μ ο π ί θ α ρ ο, πριν το ψωμί τελειώσει,
ο νοικοκύρης προσπαθεί, για να ξαναζυμώσει.
Στο μύλο πάει τον καρπό, αλεύρι να τον κάνει,
να το ζυμώσει ύστερα, ψωμιά για να το κάνει.
Από τα γύρω τα βουνά φ ο υ ρ ν ό κ λ α δ α μαζεύει,
‘πιδέξια αγκαλιάζει τα, στο φούρνο τα πηγαίνει.
Νοικοκυρά αποβραδίς προζύμι «αναπιάνει»,
δυο-τρεις φορές ζυμώνει το, περσότερο το κάνει.
Την άλλη μέρα το πρωί προζύμι φουσκωμένο
μ’ αλεύρι ανακατεύεται, ως είν’ συνηθισμένο.
Σκάφη μεγάλη, ξύλινη, γεμίζει μέχρι πάνω,
σκεπάζεται για «ν’ ανεβεί» ακόμη παραπάνω.
«Ανεβασμένο» πλάθει το κ ο υ λ ο ύ ρ ε ς ή λ α ζ ά ρ ι α,
σε τάβλες τα τοποθετεί κι όλα είναι καθάρια.
Ξανασκεπάζει το ψωμί, πρέπει «ν’ ανέβει» πάλι
κι αν χρειαστεί, φέρνει κοντά κάρβουνα στο μαγκάλι.
Ώσπου φουσκώσει το ψωμί, φουρνόκλαδα ανάβει
κι ο φούρνος πολύ γρήγορα ομορφολαμπαδιάζει.
Καίει, πυρώνει ο θολωτός, ο φούρνος, όντε κάψει,
πάρα πολλά φουρνόκλαδα, απού ‘χουνε ανάψει.
Με το μακρύ το σ κ ά λ ε θ ρ ο στην άκρη του τα φέρνει,
τις στάχτες και τα κάρβουνα σ’ ο θ ή κ η τα πηγαίνει.
Σα σφουγγαρίστρα γίγαντας ο π α ν ι σ τ ή ς φαντάζει,
στου φούρνου το καθάρισμα καθόλου δεν τρομάζει.
Ο πανιστής με τα πανιά καλά είναι βρεγμένος,
πανίζει τον το φούρνο μας, να ‘ναι καθαρισμένος.
Οι στάχτες είναι καυτερές κι έχουν και καρβουνάκι
κι ο πανιστής κάνει βουτιές στης γούρνας το νεράκι.
Στην α θ ο θ ή κ η πέφτουνε στάχτες και καρβουνάκια
κι εμείς εκειά τα ψήναμε οφτά τα πατατάκια.
Ήταν ωραίος ο μεζές, να πιούνε τη ρακή τους,
είναι πολύς ο κόπος τους, ευφραίνει την ψυχή τους.
Αφού καλά καθαριστεί του φούρνου μας ο πάτος,
φ ο υ ρ ν ό φ τ υ α ρ ο παίρνει σειρά, δεν έχω κάνει λάθος.
Ως να φουσκώσει πιο καλά, με γρηγοράδ’ αρχίζει,
με το μακρύ φουρνόφτυαρο στο φούρνο το φουρνίζει.
Στην πλατυσμένη κεφαλή λαζάρια ή κουλούρες,
φουρνίζουνται ‘πιδέξια, για να ψηθούνε ούλες.
Γεμίζει ο φούρνος με ψωμιά καλά «ανεβασμένα»,
σε λίγη ώρα βγαίνουνε ομορφοροδισμένα.
Στις τάβλες όλα αχνιστά τα βάζουν ένα-ένα,
‘πιδέξιο χέρι κόβει τα, ως πρέπει το καθένα.
Αν είν’ λαζάρια, κάθετα, τις εγκοπές τις έχουν,
να γίνουν ντάκοι τραγανοί, καθόλου δεν τους βρέχουν.
Αν είν’ κουλούρες, κόβονται ‘πιτήδεια από τη μέση,
πριν να ψηθούν, χαράσσονται από αυτή τη θέση.
Θα ‘ναι το π α ν ω κ α ύ κ α λ ο πιο τραγανό λιγάκι,
ποκάτω κ α τ ω κ α ύ κ α λ ο το σπάζει το δοντάκι.
Τα σκολιαρούδια διάλειμμα κάνουν αυτή την ώρα,
στο φούρνο με το αχνιστό φτάνουν πολλά με φόρα.
Κόβουν κομμάτια απ’ το ψωμί, παιδιά αποχερίζουν
κι αυτά στο σπίτι γρήγορα σαν αστραπή γυρίζουν.
Στο ένα χέρι έχουνε την αχνιστή κ ο μ μ ά τ α,
στο άλλο χέρι με ελιές, είν’ και τα δυο γεμάτα.
Νόστιμο είναι κολατσιό, δεν έχουν κάτι άλλο
και στο σχολειό γυρίζουνε με γρήγορο το ζάλο.
Πίσω στο φούρνο ο φουρνιστής συνέχεια φουρνίζει,
‘πιδέξια όλα κι όμορφα στο φούρνο συγυρίζει.
Σαν τελειώσει κλείνει τον καλά με λαμαρίνα,
χοντρή, βαριά ‘ναι η πόρτα του, σφαλίζει τονε φίνα.
Μέσα εκειά πομένουνε σκιας εικοστέσσερις ώρες,
να παξιμαδιαστούν καλά, δεν είναι ‘δά και ζόρες;
Παιδιά στα ξεφουρνίσματα πηγαίνουν, ξεφουρνίζουν,
με ντάκους και με καύκαλα κοφίνες τσοι γεμίζουν.
Πηγαίνουν και τσ’ αδειάζουνε όλες στην αποθήκη,
εκεί στο ψωμοπίθαρο ψωμί καθείς να βρίσκει.
Να τρώει, να ευφραίνεται μ’ ελιές το παξιμάδι,
τυρί, ντομάτα και κρασί να τρώει πρωί και βράδυ.
Μόνο με μπόλικο ψωμί το σώμα συστυλώνει,
γιατί όλα φ ά δ ι λέγονται και το ψωμί σ τ η μ ό ν ι.
Γ Ε Ω Ρ Γ Ι Ο Σ Ε Μ Μ. Α Υ Γ Ο Υ Σ Τ Ι Ν Α Κ Η Σ
συνταξιούχος δάσκαλος
Στην αποθήκη στο χωριό είχε το κάθε σπίτι
όλα του κόσμου τα καλά, τίποτε να μη λείπει.
Στάρι, κριθάρι και κρασί, λάδι και παξιμάδι,
να τρώνε και να πίνουνε όλοι, μικροί μεγάλοι.
Από το ψ ω μ ο π ί θ α ρ ο, πριν το ψωμί τελειώσει,
ο νοικοκύρης προσπαθεί, για να ξαναζυμώσει.
Στο μύλο πάει τον καρπό, αλεύρι να τον κάνει,
να το ζυμώσει ύστερα, ψωμιά για να το κάνει.
Από τα γύρω τα βουνά φ ο υ ρ ν ό κ λ α δ α μαζεύει,
‘πιδέξια αγκαλιάζει τα, στο φούρνο τα πηγαίνει.
Νοικοκυρά αποβραδίς προζύμι «αναπιάνει»,
δυο-τρεις φορές ζυμώνει το, περσότερο το κάνει.
Την άλλη μέρα το πρωί προζύμι φουσκωμένο
μ’ αλεύρι ανακατεύεται, ως είν’ συνηθισμένο.
Σκάφη μεγάλη, ξύλινη, γεμίζει μέχρι πάνω,
σκεπάζεται για «ν’ ανεβεί» ακόμη παραπάνω.
«Ανεβασμένο» πλάθει το κ ο υ λ ο ύ ρ ε ς ή λ α ζ ά ρ ι α,
σε τάβλες τα τοποθετεί κι όλα είναι καθάρια.
Ξανασκεπάζει το ψωμί, πρέπει «ν’ ανέβει» πάλι
κι αν χρειαστεί, φέρνει κοντά κάρβουνα στο μαγκάλι.
Ώσπου φουσκώσει το ψωμί, φουρνόκλαδα ανάβει
κι ο φούρνος πολύ γρήγορα ομορφολαμπαδιάζει.
Καίει, πυρώνει ο θολωτός, ο φούρνος, όντε κάψει,
πάρα πολλά φουρνόκλαδα, απού ‘χουνε ανάψει.
Με το μακρύ το σ κ ά λ ε θ ρ ο στην άκρη του τα φέρνει,
τις στάχτες και τα κάρβουνα σ’ ο θ ή κ η τα πηγαίνει.
Σα σφουγγαρίστρα γίγαντας ο π α ν ι σ τ ή ς φαντάζει,
στου φούρνου το καθάρισμα καθόλου δεν τρομάζει.
Ο πανιστής με τα πανιά καλά είναι βρεγμένος,
πανίζει τον το φούρνο μας, να ‘ναι καθαρισμένος.
Οι στάχτες είναι καυτερές κι έχουν και καρβουνάκι
κι ο πανιστής κάνει βουτιές στης γούρνας το νεράκι.
Στην α θ ο θ ή κ η πέφτουνε στάχτες και καρβουνάκια
κι εμείς εκειά τα ψήναμε οφτά τα πατατάκια.
Ήταν ωραίος ο μεζές, να πιούνε τη ρακή τους,
είναι πολύς ο κόπος τους, ευφραίνει την ψυχή τους.
Αφού καλά καθαριστεί του φούρνου μας ο πάτος,
φ ο υ ρ ν ό φ τ υ α ρ ο παίρνει σειρά, δεν έχω κάνει λάθος.
Ως να φουσκώσει πιο καλά, με γρηγοράδ’ αρχίζει,
με το μακρύ φουρνόφτυαρο στο φούρνο το φουρνίζει.
Στην πλατυσμένη κεφαλή λαζάρια ή κουλούρες,
φουρνίζουνται ‘πιδέξια, για να ψηθούνε ούλες.
Γεμίζει ο φούρνος με ψωμιά καλά «ανεβασμένα»,
σε λίγη ώρα βγαίνουνε ομορφοροδισμένα.
Στις τάβλες όλα αχνιστά τα βάζουν ένα-ένα,
‘πιδέξιο χέρι κόβει τα, ως πρέπει το καθένα.
Αν είν’ λαζάρια, κάθετα, τις εγκοπές τις έχουν,
να γίνουν ντάκοι τραγανοί, καθόλου δεν τους βρέχουν.
Αν είν’ κουλούρες, κόβονται ‘πιτήδεια από τη μέση,
πριν να ψηθούν, χαράσσονται από αυτή τη θέση.
Θα ‘ναι το π α ν ω κ α ύ κ α λ ο πιο τραγανό λιγάκι,
ποκάτω κ α τ ω κ α ύ κ α λ ο το σπάζει το δοντάκι.
Τα σκολιαρούδια διάλειμμα κάνουν αυτή την ώρα,
στο φούρνο με το αχνιστό φτάνουν πολλά με φόρα.
Κόβουν κομμάτια απ’ το ψωμί, παιδιά αποχερίζουν
κι αυτά στο σπίτι γρήγορα σαν αστραπή γυρίζουν.
Στο ένα χέρι έχουνε την αχνιστή κ ο μ μ ά τ α,
στο άλλο χέρι με ελιές, είν’ και τα δυο γεμάτα.
Νόστιμο είναι κολατσιό, δεν έχουν κάτι άλλο
και στο σχολειό γυρίζουνε με γρήγορο το ζάλο.
Πίσω στο φούρνο ο φουρνιστής συνέχεια φουρνίζει,
‘πιδέξια όλα κι όμορφα στο φούρνο συγυρίζει.
Σαν τελειώσει κλείνει τον καλά με λαμαρίνα,
χοντρή, βαριά ‘ναι η πόρτα του, σφαλίζει τονε φίνα.
Μέσα εκειά πομένουνε σκιας εικοστέσσερις ώρες,
να παξιμαδιαστούν καλά, δεν είναι ‘δά και ζόρες;
Παιδιά στα ξεφουρνίσματα πηγαίνουν, ξεφουρνίζουν,
με ντάκους και με καύκαλα κοφίνες τσοι γεμίζουν.
Πηγαίνουν και τσ’ αδειάζουνε όλες στην αποθήκη,
εκεί στο ψωμοπίθαρο ψωμί καθείς να βρίσκει.
Να τρώει, να ευφραίνεται μ’ ελιές το παξιμάδι,
τυρί, ντομάτα και κρασί να τρώει πρωί και βράδυ.
Μόνο με μπόλικο ψωμί το σώμα συστυλώνει,
γιατί όλα φ ά δ ι λέγονται και το ψωμί σ τ η μ ό ν ι.
Γ Ε Ω Ρ Γ Ι Ο Σ Ε Μ Μ. Α Υ Γ Ο Υ Σ Τ Ι Ν Α Κ Η Σ
συνταξιούχος δάσκαλος