Τη δεκαετία του 50, η ζωή, η
καθημερινότητα όλων μας στις πόλεις και την ύπαιθρο δεν ήταν εύκολη, με
αντιξοότητες και μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, καθώς η χώρα και η
Κρήτη βέβαια, πρόσφατα είχε εξέλθει από την πολύχρονη Γερμανική κατοχή,
που κόστισε πολύ σε ανθρώπινες ζωές και μηδενισμό της όποιας προόδου.
Στο
χωριό μας (Σμαρι Ηρακλειου) εκείνα τα χρόνια, όπως και σε κάθε άλλο
τόπο εξ άλλου, η επιβίωση στηρίζονταν στο πενιχρό αγροτικό και
κτηνοτροφικό εισόδημα του ημιορεινού τόπου μας. Τα γεωργικά εργαλεία, τα
μέσα, τα λιπάσματα, ήταν ανύπαρκτα ή υποτυπώδη και η έλλειψη νερού για
τις καλλιέργειες σχεδόν καθολική. Το όργωμα, οι σπορές, οι συγκομιδές,
γίνονταν με τον ανθρώπινο μόχθο και την ουσιαστική συνδρομή των χρήσιμων
υποζυγίων.
Το Σμάρι τότε ήταν πολυπληθές με φαμίλιες πολύτεκνες. Οι κάτοικοι ιδιαίτερα εργατικοί μοχθούσαν καθημερινά για τη βελτίωση του εισοδήματός τους, εργαζόμενοι στο χωριό και σε άλλα μέρη, ενώ ένας μεγάλος αριθμός Σμαριανών συνέχιζε με μεγάλη επιτυχία να ασχολείται με το εμπόριο της φέτσας και την παραγωγή σαπουνιού, μετακινούμενοι συνεχώς, κάνοντας γνωστό το χωριό και την τέχνη μας σε όλη την Κρήτη ακόμη μέχρι και τις μέρες μας.
Το Σμάρι τότε ήταν πολυπληθές με φαμίλιες πολύτεκνες. Οι κάτοικοι ιδιαίτερα εργατικοί μοχθούσαν καθημερινά για τη βελτίωση του εισοδήματός τους, εργαζόμενοι στο χωριό και σε άλλα μέρη, ενώ ένας μεγάλος αριθμός Σμαριανών συνέχιζε με μεγάλη επιτυχία να ασχολείται με το εμπόριο της φέτσας και την παραγωγή σαπουνιού, μετακινούμενοι συνεχώς, κάνοντας γνωστό το χωριό και την τέχνη μας σε όλη την Κρήτη ακόμη μέχρι και τις μέρες μας.
Πολλές νέες και νέοι μπαίναν στη χώρα (Ηράκλειο), ακολουθώντας τις τέχνες, τα επαγγέλματα, τη μόρφωση.
Η δυναμική όλων στο χωριό και στην πόλη υπήρξε αξιοζήλευτη, η εργατικότητα και ευρηματικότητα δεδομένη και η άνοδος του κοινωνικού και βιοτικού επιπέδου μας έρχονταν αργά άλλά σταθερά.
Με άλλα λόγια υπήρχε μια συνεχής κινητικότητα των Σμαριανών για τις όποιες ανάγκες και δουλειές τους.
Το χωριό, οι άνθρωποι, τα προϊόντα, οι παραγγελιές, εξυπηρετούνταν σε πολύ καλό επίπεδο με το Σμαριανό κόκκινο λεωφορείο, σε χρόνια όπου το οδικό δίκτυο ήταν σε άσχημη κατάσταση ενώ ιδιωτικά αυτοκίνητα είχαν μόνο οι λίγοι της πλουτοκρατίας των Αθηνών. Το λεωφορείο δεν ήταν πολυτελές και χωρίς μεγάλες ανέσεις, όμως διέθετε μηχανή σκληρή και αξιόπιστη με οδική συμπεριφορά απόλυτης ασφάλειας, ενώ οι υπεύθυνοι που το χειρίζονταν, ο Χρήστος και ο Αντώνης Δαβάκης, γνώριζαν καλά τη δουλειά τους και την αποστολή τους. Ήταν μικτής χρήσης δηλαδή το 60 τοις εκατό του μήκους του επιβατικό και το υπόλοιπο μέρος του φορτηγό κλειστό από όλες τις πλευρές, ενώ υπήρχε και η γνωστή εξωτερική σχάρα για τα επιπλέον φορτία. Είχε καθίσματα για 14 επιβάτες αλλά στην ανάγκη χωρούσε και 20, με το άνοιγμα μικρών καθισμάτων κατά μήκος του διαδρόμου του. Το δάπεδό του, σανιδωτό, ενώ στα παράθυρά του κρέμονταν όμορφα με βιόλες υφασμάτινα κουρτινάκια, που προστάτευαν τους επιβάτες από την αντηλιά. Εξυπηρετούσε τις μεταφορικές ανάγκες του χωριού μέχρι το 1965 που αποσύρθηκε, κάνοντας καθημερινά, το δρομολόγιο Σμάρι - Ηράκλειο και αντίστροφα. Ξεκινούσε το χάραμα της μέρας χειμώνα - καλοκαίρι από τη Ρουσσά μεταφέροντας τους συγχωριανούς, τα προϊόντα τους, τις παραγγελιές τους έγκαιρα με σιγουριά και τάξη.
Καθένας μας γνώριζε καλά ότι κατεβαίνοντας στην πλατεία, θα το 'βρισκε να περιμένει εκεί, είτε για να ταξιδέψει ο ίδιος, για τον όποιο λόγο, είτε για να παραδώσει στον Αντώνη ένα καλάθι, μια βούργια γεμάτη με αγαθά ανάλογα με την εποχή, μια κανίστρα λάδι, ένα σημείωμα ή μια προφορική παραγγελιά για τους Σμαριανούς στη πόλη.
Τα καλάθια, οι βούργιες, ήταν γεμάτες με προϊόντα της ευλογημένης Σμαριανής γης, όπως βρούβες, γιαχνερά, χοχλιούς, σκορδουλάκους, λουκάνικα, γάλα στη μποτίλια, το τυροζούλι, τα αυγά καλά συσκευασμένα, ψωμί φτάζυμο, παξιμάδι μιγάδι, φρούτα κάθε εποχής όπως σταφύλια, σύκα, απίδια και εκτός από τα φαγώσιμα, το μπουκέτο με τις μαχαιρίδες ή τις κόκκινες και μώβ παπαρούνες.
Στο Ηράκλειο, το λεωφορείο στάθμευε στο παλιό πυρασβεστείο, από 'ξω από το Σμαριανό καφενείο και οι συγχωριανοί γνώριζαν ότι τις απογευματινές ώρες, πηγαίνοντας εκεί σ' αυτό το στέκι, θα 'βρισκαν το μεταφορικό μέσο, θα έβλεπαν συγχωριανούς, συγγενείς, φίλους και πάνω απ' όλα θα μάθαιναν νέα από το χωριό. Από εκεί ξεκινούσε με επιβάτες και φορτία κάθε είδους για την επιστροφή του στο χωριό, κάνοντας μια δύσκολη διαδρομή 37 χλμ από τα Πεζοκούναβα και προσεγγίζοντας τελικώς την περιβόητη, δύσβατη Σμαριανή διακλάδωση. Από νωρίς τα κοπέλια του χωριού, που ήταν πολλά τότε, περίμεναν ανυπόμονα και με μεγάλη χαρά, έξω από το χωριό στη Ρογδιά, να φανεί το αυτοκίνητο από το βάθος του δρόμου που ήταν στενός, χωμάτινος, με λακκούβες, σωμαράκια και χαλίκια.
Βάζαν το αυτί στο χώμα για να ακούσουν το βουητό της μηχανής και να εκτιμήσουν την απόσταση.
Ο Χρήστος, έμπειρος οδηγός, βλέποντας το μπουλούκι, έκοβε ταχύτητα για να δώσει τη δυνατότητα στα παιδιά να πιαστούν σαν σταφύλια από τη σχάρα και τα άλλα σημεία του λεωφορείου, για να κάμουν την περίφημη "αυτοκινητάδα". Το κύκλωναν τρέχοντας πίσω του και φωνάζοντας χαρούμενα, όταν αυτό έμπαινε θριαμβευτικά, μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, στη Ρουσσά. Σταματούσε στο βορειοδυτικό άκρο, ενώ οι συγχωριανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά ήδη είχαν κατέβει στην πλατεία για να υποδεχθούν του δικούς τους, το σύζυγο, το γιο, την παντρεμένη θυγατέρα,
τα εγγόνια.
Ο Αντώνης, άνδρας χειροδύναμος και ανοιχτοκουταλάτος, ξεφόρτωνε γρήγορα τις βούργιες, τα δοχεία, τα σακιά. Και τις βραδινές πια ώρες στα ντουκιάνια του χωριού, (μαγαζιά μικτής μορφής που λειτουργούσαν σαν μπακάλικα και καφενεία) έβλεπε κανείς προϊόντα και φαγώσιμα από την πόλη, όπως κονσέρβες, σαρδέλες, ζυμαρικά, ζάχαρη και τόσα άλλα που τότε ονομάζονταν αποικιακά, ενώ στα σπίτια τα παιδιά απολάμβαναν το καστρινό κουλούρι, το χάσικο ψωμί, το ζαχαρωτό που ο πατέρας ή ο θείος έφερνε από την πόλη.
Έτσι περίπου ήταν τότε η καθημερινότητα και πιστεύω ότι, το λεωφορείο είχε το δικό του θετικό μερίδιο στη ζωή του χωριού μας εκείνα τα όμορφα και αλησμόνητα χρόνια.
Η δυναμική όλων στο χωριό και στην πόλη υπήρξε αξιοζήλευτη, η εργατικότητα και ευρηματικότητα δεδομένη και η άνοδος του κοινωνικού και βιοτικού επιπέδου μας έρχονταν αργά άλλά σταθερά.
Με άλλα λόγια υπήρχε μια συνεχής κινητικότητα των Σμαριανών για τις όποιες ανάγκες και δουλειές τους.
Το χωριό, οι άνθρωποι, τα προϊόντα, οι παραγγελιές, εξυπηρετούνταν σε πολύ καλό επίπεδο με το Σμαριανό κόκκινο λεωφορείο, σε χρόνια όπου το οδικό δίκτυο ήταν σε άσχημη κατάσταση ενώ ιδιωτικά αυτοκίνητα είχαν μόνο οι λίγοι της πλουτοκρατίας των Αθηνών. Το λεωφορείο δεν ήταν πολυτελές και χωρίς μεγάλες ανέσεις, όμως διέθετε μηχανή σκληρή και αξιόπιστη με οδική συμπεριφορά απόλυτης ασφάλειας, ενώ οι υπεύθυνοι που το χειρίζονταν, ο Χρήστος και ο Αντώνης Δαβάκης, γνώριζαν καλά τη δουλειά τους και την αποστολή τους. Ήταν μικτής χρήσης δηλαδή το 60 τοις εκατό του μήκους του επιβατικό και το υπόλοιπο μέρος του φορτηγό κλειστό από όλες τις πλευρές, ενώ υπήρχε και η γνωστή εξωτερική σχάρα για τα επιπλέον φορτία. Είχε καθίσματα για 14 επιβάτες αλλά στην ανάγκη χωρούσε και 20, με το άνοιγμα μικρών καθισμάτων κατά μήκος του διαδρόμου του. Το δάπεδό του, σανιδωτό, ενώ στα παράθυρά του κρέμονταν όμορφα με βιόλες υφασμάτινα κουρτινάκια, που προστάτευαν τους επιβάτες από την αντηλιά. Εξυπηρετούσε τις μεταφορικές ανάγκες του χωριού μέχρι το 1965 που αποσύρθηκε, κάνοντας καθημερινά, το δρομολόγιο Σμάρι - Ηράκλειο και αντίστροφα. Ξεκινούσε το χάραμα της μέρας χειμώνα - καλοκαίρι από τη Ρουσσά μεταφέροντας τους συγχωριανούς, τα προϊόντα τους, τις παραγγελιές τους έγκαιρα με σιγουριά και τάξη.
Καθένας μας γνώριζε καλά ότι κατεβαίνοντας στην πλατεία, θα το 'βρισκε να περιμένει εκεί, είτε για να ταξιδέψει ο ίδιος, για τον όποιο λόγο, είτε για να παραδώσει στον Αντώνη ένα καλάθι, μια βούργια γεμάτη με αγαθά ανάλογα με την εποχή, μια κανίστρα λάδι, ένα σημείωμα ή μια προφορική παραγγελιά για τους Σμαριανούς στη πόλη.
Τα καλάθια, οι βούργιες, ήταν γεμάτες με προϊόντα της ευλογημένης Σμαριανής γης, όπως βρούβες, γιαχνερά, χοχλιούς, σκορδουλάκους, λουκάνικα, γάλα στη μποτίλια, το τυροζούλι, τα αυγά καλά συσκευασμένα, ψωμί φτάζυμο, παξιμάδι μιγάδι, φρούτα κάθε εποχής όπως σταφύλια, σύκα, απίδια και εκτός από τα φαγώσιμα, το μπουκέτο με τις μαχαιρίδες ή τις κόκκινες και μώβ παπαρούνες.
Στο Ηράκλειο, το λεωφορείο στάθμευε στο παλιό πυρασβεστείο, από 'ξω από το Σμαριανό καφενείο και οι συγχωριανοί γνώριζαν ότι τις απογευματινές ώρες, πηγαίνοντας εκεί σ' αυτό το στέκι, θα 'βρισκαν το μεταφορικό μέσο, θα έβλεπαν συγχωριανούς, συγγενείς, φίλους και πάνω απ' όλα θα μάθαιναν νέα από το χωριό. Από εκεί ξεκινούσε με επιβάτες και φορτία κάθε είδους για την επιστροφή του στο χωριό, κάνοντας μια δύσκολη διαδρομή 37 χλμ από τα Πεζοκούναβα και προσεγγίζοντας τελικώς την περιβόητη, δύσβατη Σμαριανή διακλάδωση. Από νωρίς τα κοπέλια του χωριού, που ήταν πολλά τότε, περίμεναν ανυπόμονα και με μεγάλη χαρά, έξω από το χωριό στη Ρογδιά, να φανεί το αυτοκίνητο από το βάθος του δρόμου που ήταν στενός, χωμάτινος, με λακκούβες, σωμαράκια και χαλίκια.
Βάζαν το αυτί στο χώμα για να ακούσουν το βουητό της μηχανής και να εκτιμήσουν την απόσταση.
Ο Χρήστος, έμπειρος οδηγός, βλέποντας το μπουλούκι, έκοβε ταχύτητα για να δώσει τη δυνατότητα στα παιδιά να πιαστούν σαν σταφύλια από τη σχάρα και τα άλλα σημεία του λεωφορείου, για να κάμουν την περίφημη "αυτοκινητάδα". Το κύκλωναν τρέχοντας πίσω του και φωνάζοντας χαρούμενα, όταν αυτό έμπαινε θριαμβευτικά, μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, στη Ρουσσά. Σταματούσε στο βορειοδυτικό άκρο, ενώ οι συγχωριανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά ήδη είχαν κατέβει στην πλατεία για να υποδεχθούν του δικούς τους, το σύζυγο, το γιο, την παντρεμένη θυγατέρα,
τα εγγόνια.
Ο Αντώνης, άνδρας χειροδύναμος και ανοιχτοκουταλάτος, ξεφόρτωνε γρήγορα τις βούργιες, τα δοχεία, τα σακιά. Και τις βραδινές πια ώρες στα ντουκιάνια του χωριού, (μαγαζιά μικτής μορφής που λειτουργούσαν σαν μπακάλικα και καφενεία) έβλεπε κανείς προϊόντα και φαγώσιμα από την πόλη, όπως κονσέρβες, σαρδέλες, ζυμαρικά, ζάχαρη και τόσα άλλα που τότε ονομάζονταν αποικιακά, ενώ στα σπίτια τα παιδιά απολάμβαναν το καστρινό κουλούρι, το χάσικο ψωμί, το ζαχαρωτό που ο πατέρας ή ο θείος έφερνε από την πόλη.
Έτσι περίπου ήταν τότε η καθημερινότητα και πιστεύω ότι, το λεωφορείο είχε το δικό του θετικό μερίδιο στη ζωή του χωριού μας εκείνα τα όμορφα και αλησμόνητα χρόνια.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ Ι. ΤΣΙΡΙΓΩΤΑΚΗΣ
Πηγή πληροφοριών: Περιοδικό "Αρισμαρί"
http://www.cretainfo.net/product.asp?lang=0&id=267
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου