Ο Ανδρέας Λενακάκης γεννήθηκε στον Καλοχωραφίτη του Δήμου Τυμπακίου. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία και εργάζεται ως καθηγητής φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη λαογραφία.
Η ερμηνεία του τοπωνυμίου Πυργιώτισσα, για την οποία ουδέποτε μέχρι σήμερα ήρθησαν αμφιβολίες περί της ορθότητάς της, υποστηρίζει ότι παράγεται από τη λ. πύργος. Πρώτος προσεγγίζει ετυμολογικά το τοπωνύμιο ο Στέφανος Ξανθουδίδης: «Υπήρχεν κατά την βυζαντ. εποχήν κατά την παραλίαν του σημερινού Τυμπακίου πύργος προς άμυναν κατά των πειρατών και εξ αυτού η παρακειμένη εκκλησία της Παναγίας εκαλείτο Παναγία Πυργιώτισσα και ούτως και σήμερον ακούγεται η σωζομένη παλαιά εκκλησία. Οι Ενετοί οχυρώσαντες πλησίον πύργον και καταστήσαντες αυτόν έδραν του Καστελλάνου εδέχθησαν το εγχώριον όνομα, διαστρέψαντες μόνον αυτό εις Priotissa»
Την ερμηνεία Ξανθουδίδη αποδέχεται ο Giuseppe Gerola και Στέργιος Σπανάκης. Ο πρώτος μεταγλωττίζοντας το τοπωνύμιο το αποδίδει στα ιταλικά ως Madona turrita, «η οποία σίγουρα («certo»)» γράφει «οφείλει αυτό το επίθετο σε ένα αρχαίο πύργο που υπήρχε εκεί» και υποστηρίζει ότι «από αυτόν τον πύργο πήρε το όνομά της η εκκλησία και αυτή με τη σειρά της έδωσε το όνομα στην γύρω περιοχή, κυρίως όμως το νέο ανακατασκευασμένο φρούριο, το οποίο αργότερα χαλάστηκε και καταστράφηκε ακόμα περισσότερες φορές» Ο Σπανάκης αναφέρει ότι «λέγεται Πυργιώτισσα από ένα βυζαντινό πύργο, που ήταν εκεί κοντά, για την προστασία του τόπου από τους πειρατές. Άρα τόσο η εκκλησία με την ονομασία Πυργιώτισσα όσο και ο πύργος υπήρχαν από τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο και τη διατήρησαν οι Βενετοί, ονομάζοντες την επαρχία Πυργιώτισσα (Priotissa)….»
Από τις προαναφερθείσες απόψεις η πρώτη που χρίζει επανεξέτασης και αποκατάστασης είναι η άποψη του Ξανθουδίδη, που σιωπηρά γίνεται αποδεκτή από όλους μέχρι σήμερα τους μελετητές, σχετικά με τη «διαστροφή» από του Ενετούς του τοπωνυμίου Πυργιώτισσα σεPriotissa. Μια τέτοια άποψη δεν μπορεί ισχύει, επειδή η φωνητική απόδοση του τοπωνυμίου δεν είναι Πυρjιώτισσα, αλλά Πρυjιώτισσα. Ακόμα και σήμερα οι κάτοικοι του Τυμπακίου και των Βόρων, κυρίως οι ηλικιωμένοι, όταν χρησιμοποιούν το όνομα ως μικροτοπωνύμιο, τόσο στην εμπρόθετη μορφή όσο και στην ονομαστική πτώση του, μετατοπίζουν και προφέρουν το ρ πριν από το υ: η Πρυjιώτισσα, στη bρυjιώτισσα, στο Πρυjιωθιανό bέρασμα. Η γραφή, επομένως, Priotissa των βενετσιάνικων εγγράφων δεν είναι εσφαλμένη μεταγραφή του ονόματος, όπως μέχρι σήμερα θεωρείται, αλλά πιστή μεταφορά της φωνητικής απόδοσης του τοπωνυμίου από τους ντόπιους. Οι Ενετοί δεν είχαν πρόβλημα να καταγράψουν την καστελανία ως Pirgiotissa ή Piriotissa. Δεν δημιουργούσε γι’ αυτούς γλωσσικό-φωνητικό πρόβλημα η μεταφορά στην ιταλική γλώσσα του ονόματος αυτού καθ’ αυτού, παρά μονάχα η απόδοση της συλλαβής -jιώ-, επειδή δεν υπάρχει αντίστοιχο γράμμα στα ιταλικά για να αποδώσει τη φωνητική της αξία του jι-. Από τη στιγμή όμως που το ευήκοον βενετσιάνικο αφτί άκουγε Πρυγιώτισσα, μετάφερε στα ιταλικάPriotissa, παραβλέποντας το γ, όπως κάνουν σήμερα πολλοί νεοέλληνες με τη λέξη καινούργιος, την οποία συχνά γράφουν καινούριος.
Είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε ότι δεν ήταν αρκετά τα 465 περίπου χρόνια βενετσιάνικης κατοχής, για να αντιληφθούν οι αρχές και οι λόγιοι της εποχής την ορθή ονομασία και γραφή της περιοχής. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι οι Ενετοί άκουγαν Πρυγιώτισσα και έγραφαν Priotissa. Σε όλες τις περιπτώσεις που αρχικά υπήρχε σφάλμα στη φωνητική απόδοση ονόματος οικισμού (πχ. Margaritari, Camadis), επανέρχονται στην επόμενη απογραφή με διορθωμένη την απόδοση του τοπωνυμίου (Magharicari ή Magaricari, Camares) Η ίδια διόρθωση φαίνεται να έγινε και στην περίπτωση του ονόματος της καστελανίας. Ενώ η αρχαιότερη γραπτή αναφορά του ονόματος της επαρχίας σε έγγραφο διανομής του 1212 καταγράφεται ως Priotissa, ο Cristoforo Buondelmonti που την επισκέφτηκε το 1415, την καταγράφει ωςPiriotissam Σε όλες τις βενετσιάνικες απογραφές (του Francesco Barozzi το 1577 του Pietro Castofilaca το 1583, και του FrancescoBasilicata το 1630 το σφάλμα του Buondelmonti διορθώνεται στο ορθό Priotissa.
Μια δεύτερη διαπίστωση δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη: οι Ενετοί όταν μεταγλωττίζουν τα τοπωνύμια που είναι θεοτοκωνύμια ή αγιωνύμια, σε μια προσπάθεια οικειοποίησής τους τα εξιταλίζουν (πχ. Santa Veneranda για την Αγία Παρασκευή, Santa Maria για οικισμούς με το όνομα Παναγιά). Στην περίπτωση της Πυργιώτισσας δεν μεταγλωττίζουν το τοπωνύμιο ως θεοτοκωνύμιο σε Santa Maria di Priotissa ήMadona di Priotissa (πρβλ. Παναγία των Αγγέλων < Santa Maria degli Angeli), αλλά σε απλό Priotissa. Η επιλογή αυτή μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι οι καινούργιοι κατακτητές, κατά την άφιξη τους, δεν είχαν επίγνωση και ότι – πράγμα μάλλον απίθανο – καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής του νησιού δεν κατανόησαν ότι πρόκειται για θεοτοκωνύμιο, ούτε καν αυτός ο Cristoforo Buondelmonti με την ιδιότητα του μονασχού. Το γεγονός ότι στα χρόνια της ενετοκρατίας ουδέποτε εμφανίζεται στα διάφορα έγγραφα κάποια πληροφορία για την ιδιότητα του τοπωνυμίου της καστελανίας ως θεοτοκωνυμίου, μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι οι Ενετοί, καθ’ όλη τη διάρκεια των 465 χρόνων κυριαρχίας τους στο νησί, ουδέποτε το εξέλαβαν ως τέτοιο. Γι’ αυτούς δηλαδή δεν υπήρχε Santa Maria di Priotissa, αλλά μονάχα η καστελανία με το δυσνόητο, προφανώς, όνομα Priotissa.
Ωστόσο, και μετά από αυτές τις διαπιστώσεις, η παραγωγή του τοπωνύμιου Πρυγιώτισσα από τη λέξη πύργος είναι ερμηνεύσιμη, καθώς το φαινόμενο της έλξης του ρ από το π, όταν αυτό βρίσκεται στην αρχή λέξεων (Πυργιώτισσα > Πρυγιώτισσα) δεν είναι μοναδικό στο παράδειγμα της Πυργιώτισσας. Το συναντάμε στο επίθετο πικρός και τα παράγωγά του, το οποίο στην κρητική διάλεκτο γίνεται πρικιός (πρίκα, πρικάδα, πρικαίνομαι, πρικαμένος, πρικαλύγδαλο, πρικί, πρικίζω, πρικοριζικό, πρικύς), στα ρήματα πρεμαζώνω (< περιμαζώνω) και προπατώ (< περιπατώ) και τα παράγωγά του (προπατηξά, προπατηχτά, προπατηχτός,) και στο ουσιαστικό πρυόβολος (< πυρόβολος).
Ένα τρίτο στοιχείο, που επίσης θεωρείται δεδομένο, χωρίς να έχει αποδειχτεί ιστορικά ή αρχαιολογικά, είναι η άκριτη αποδοχή της ερμηνείας του τοπωνυμίου από την εκεί παρουσία κάποιου βυζαντινού πύργου. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι κανείς από τους προαναφερθέντες μελετητές (Ξανθουδίδης, Gerola, Σπανάκης) δεν αναφέρει την πηγή άντλησης της πληροφορίας για την ύπαρξη του βυζαντινού πύργου, την οποία, ωστόσο, θεωρούν βέβαιη. Εκείνο που σίγουρα είναι βέβαιο είναι ότι καμιά ιστορική πηγή, από αυτές που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, και καμιά αρχαιολογική έρευνα, από όσες έχουν γίνει στην περιοχή, δεν έχει αποδείξει ότι υπήρξε βυζαντινός πύργος, πάνω ή κοντά στον οποίο οικοδομήθηκε το βενετσιάνικο καστέλι.
Ο μύθος της ύπαρξης βυζαντινού πύργου στη συγκεκριμένη περιοχή πλάσθηκε, πιστεύω, στην προσπάθεια των μελετητών να ερμηνεύσουν το τοπωνύμιο Πυργιώτισσα ως θεοτοκωνύμιο, στη λογική ότι για να υπάρχει το προσωνύμιο Πυργιώτισσα της Παναγίας, που τιμάται στο μικρό εκκλησάκι λίγες εκατοντάδες μέτρα από την παραλία, προϋποθέτει την ύπαρξη πύργου παλαιότερου της βενετσιάνικης περιόδου, δηλαδή ενός βυζαντινού πύργου. Παραβλέπεται, ωστόσο, η κοινή λογική, που επιβάλλει η θέση των βυζαντινών πύργων παρακολούθησης για τη μετάδοση φωτεινών σημάτων (φρυκτωρίες) να είναι περίοπτη, στοιχείο που δεν ανταποκρίνεται στη θέση της εκκλησίας της Παναγίας και του βενετσιάνικου καστελιού, αν δεχτούμε ότι αυτά τα δυο συνυπήρχαν στο ίδιο σημείο. Περίοπτη θέση καταλαμβάνει το κοντινό ύψωμα Περιστεριάς και όχι η πεδινή περιοχή της Πυργιώτισσας, η οποία λόγω της μορφολογίας του εδάφους δεν προσφέρει τη δυνατότητα ελέγχου της θάλασσας και της γύρω περιοχής. Υπολείμματα ογκώδους κτιρίου εντοπίζονται σε μια άλλη περίοπτη θέση, στον Κόκκινο Πύργο, ακριβώς δίπλα στη θάλασσα Επειδή δεν έχει υλοποιηθεί ανασκαφική έρευνα, μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι πρόκειται για τα θεμέλια του βυζαντινού πύργου από τον οποίο πήρε το όνομά της η συγκεκριμένη περιοχή.
Σ’ αυτά τα ιστορικά και αρχαιολογικά κενά, που ωστόσο είναι απαραίτητα για την ερμηνεία του τοπωνυμίου, πρέπει να προσθέσουμε και τα αντίστοιχα γλωσσικά. Αν ήθελε δηλωθεί η ιδιότητά της Θεοτόκου ως «Παναγίας του Πύργου», θα έπρεπε, ακολουθώντας τους κανόνες της ντοπιολαλιάς, να λέγεται Πυργού (Παναγία η Πυργού = η έχουσα πύργο) ή Πυργιανή (Παναγία η Πυργιανή = η καταγόμενη από τον Πύργο. Πρβλ Παναγία Καλυβιανή, Φωτεινιανή, Παλιανή). Δεν ακολουθείται δηλαδή στην περιοχή, αλλά και στην Κρήτη γενικότερα, ο κανόνας που θέλει το σχηματισμό των πατριδωνυμικών θεοτοκωνυμίων με το επίθημα –(ι)ώτισσα πχ. Αθηνιώτισσα, Βαλουκλιώτισσα, Λαυριώτισσα, Κυκκώτισσα, Ρουμελιώτισσα, Προυσιώτισσα, κ.α. Από την άλλη δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι το επίθετο Πυργιώτισσα ως πατριδωνύμιο προϋποθέτει την ύπαρξη του αρσενικού Πυργιώτης (πρβλ. Χανιώτισσα < Χανιώτης, Ηρακλειώτισσα < Ηρακλειώτης κα.). Η ύπαρξη του αρσενικού τύπου Πυργιώτης διασώζεται στο τοπωνύμιο του Δ.Δ. Τυμπακίου στο Πυρjιωθιανό bέρασμα ή Πρυjιωθιανό bέρασμα: Το επίθετοΠυργιωτιανός > Πυργιωθιανός παράγεται από το αρσενικό Πυργιώτης και όχι από το θηλυκό Πυργιώτισσα, από το οποίο το παράγωγο επίθετο θα ήταν Πυργιωτισσανός. Το ίδιο ισχύει, όμως και με το τοπωνύμιο Καρδιώτισσα, η (στη Gαρδιώτισσα), από την οποία παράγεται το τοπωνύμιο Καρδιωθιανό Ργυάκι, το (στο Καρδιωθιανό Ρjυάκι). Επειδή όμως στην περίπτωση της Καρδιώτισσας ορθώνονται σοβαρά επιχειρήματα για την φυτωνυμική ερμηνεία του τοπωνυμίου με περιεκτική σημασία, μάλλον πρέπει να δεχτούμε ότι πρόκειται για τοπική λεκτική ιδιορρυθμία των τύπων Καρδιωτισσανό > Καρδιωθιανό και Πρυγιωτισσανό > Πρυγιωθιανό.
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί μια άλλη πληροφορία, που προκύπτει από τη συνολική μελέτη των τοπωνυμίων της επαρχίας Πυργιωτίσσης: το επίθημα –ιώτισσα, εκτός από το όνομα της επαρχίας και ως μικροτοπωνύμιο του Τυμπακίου, απαντάται μια φορά στην εδαφική περιφέρεια των οικισμών Καμηλαρίου – Άη Γιάννη με περιεκτική σημασία στο τοπωνύμιο Αμπελιώτισσα, η (στην Αbελιώτισσα) και προσδιορίζει την περιοχή με τα αμπέλια και μια δεύτερη στην περιοχή των Βόρων στο τοπωνύμιο Καρδιώτισσα, η (στη Gαρδιώτισσα), όπου το ομώνυμο μοναστήρι της Παναγίας της Καρδιώτισσας, το οποίο και αυτό πιθανόν να έχει περιεκτική σημασία: Καρυδιώτισσα < Καρδιώτισσα.
Αν δεχτούμε την περιεκτική αξία του τοπωνυμίου τότε η Πυργιώτισσα είναι η περιοχή με τους πολλούς βυζαντινούς πύργους, άποψη, όμως, που δεν έχει αποδειχτεί ούτε ιστορικά ούτε ανασκαφικά. Η περιεκτική σημασία του τοπωνυμίου αποκτά περιεχόμενο αν δεχτούμε ότι η ορθή εκφορά του ονόματος δεν είναι Πυργιώτισσα, αλλά Priotissa, όπως την κατέγραφαν οι Ενετοί, ή Prijotissa, όπως την προφέρουν οι κάτοικοι της περιοχής. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να εγκαταλείψουμε την κυρίαρχη μέχρι σήμερα ερμηνεία για τη προέλευση του τοπωνυμίου από τη λέξη πύργος και να την αναζητήσουμε στο ομηρικό πρηών, -ῶνος (ο), από το οποίο παράγονται τα τοπωνύμια Πρηγιός και το μεγεθυντικό του Πρήγιονας
Στην εδαφική περιφέρεια των Βοριζίων Καινουργίου υπάρχει τοπωνύμιο Πρηγιός, ο (στο bρηjιό) και αναφέρεται σε περιοχή με κάθετη εγκοπή βράχου, πάνω από την οποία υπάρχει βατό έδαφος («από πάνω κάνει σαν την πεζούλα» περιγράφει χαρακτηριστικά ο πληροφορητής). Στον ίδιο οικισμό χρησιμοποιείται μάλιστα ο όρος πρηγιός και το μεγεθυντικό του πρήγιονας, για να προσδιορίσει κάθε κάθετη εγκοπή βράχου ή γης (πχ. «εκέ μέσα μέσα που κάνει τον πρήγιονα» προσδιορίζει ηλικιωμένος στα Βορίζα έναν χώρο με κάθετη εγκοπή του εδάφους). Πρηγιός καιΠρήγιονας λέγεται δηλαδή μια περιοχή με κάθετες απολήξεις, εγκοπές, κρημνώδης. Το ίδιο τοπωνύμιο συναντάται και στην περιοχή Καπετανιανών Μονοφατσίου στον πληθυντικό αριθμό, στσι Πρηγιόνους. Ο Στέφανος Ξανθουδίδης δίνει στο τοπωνύμιο την ερμηνεία «προέχων βράχος», «χαράκια που γκρεμίζουνε», «δέτης χαμηλός»
Η παραγωγή του τοπωνυμίου, την οποία προσωπικά υποστηρίζω, από το ομηρικό πρηών καθορίζει ως ορθή τη γραφή Πρηγιώτισσα (= η περιοχή με τους πρηγιούς), στην οποία, όπως ήδη ειπώθηκε, το επίθημα –ώτισσα λειτουργεί περιεκτικά, όπως στην περίπτωση των τοπωνυμίωνΑμπελιώτισσα και Καρδιώτισσα.
Περιοχές με κάθετες απολήξεις και γκρεμούς - πρηγιούς υπάρχουν πολλές στην περιοχή της Πρηγιώτισσας: το τμήμα από τα το ακρωτήριο Λίθινο, τα Μάταλλα μέχρι τον Κομμό, ο Κώλος του Ασφεντιλιά (στην εδαφική περιφέρεια Πιτσιδίων), ο Περιστεριάς (δυτικά του οικισμού Καλαμάκι, στο όριο της εδαφική περιφέρειας Τυμπακίου), το Κακόσκαλο, στο δυτικό άκρο του κόλπου της Μεσαράς μέχρι και την Αγία Γαλήνη. Ακόμα και μέσα στον κάμπο, ο λόφος της Φαιστού και ο αντικρινός σ’ αυτόν λόφος χαρακτηρίζονται από τις κάθετες απολήξεις – κρημνούς, που φέρουν μάλιστα ονόματα ενδεικτικά της μορφολογίας του εδάφους. Στο λόφο της Φαιστού απαντώνται τα τοπωνύμια Γέρο Δέτης, Χάλαρα και Χαλικιάδες – Χαλικιάς. Το πρώτο προσδιορίζει τη βόρεια κλιτή του λόφου και εκτείνεται από τον αρχαιολογικό χώρο της Φαιστού μέχρι σχεδόν τον αντίστοιχο της Αγίας Τριάδος. Στον απέναντι λόφο, ο οποίος διατηρεί και σήμερα τις κάθετες απολήξεις του χρησιμοποιούνται τα τοπωνύμια Δέτης και Άσπα της εδαφικής περιφέρειας Βόρων. Αλλά και η εικόνα της περιοχής που αντικρίζει κάποιος εισερχόμενος από τη θάλασσα στον κόλπο της Μεσαράς, είναι η προσβάσιμη παραλία μήκους περίπου 6 χιλιομέτρων, που περικλείεται από κάθετες απολήξεις – εγκοπές βράχων και λόφων.
Μια τέτοια ερμηνεία μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Ενετοί έκτισαν τον πύργο τους στην περιοχή με τους πρηγιούς, τηνΠρηγιώτισσα, που ως τοπωνύμιο προϋπήρχε της κατάκτησής τους, και του έδωσαν το όνομα Castello di Priotissa. Από αυτό πήρε το όνομά της τόσο η κατσελανία όσο και την μικρή εκκλησούλα της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής, η οποία ακόμα και σήμερα διατηρεί το όνομα της Παναγία Πρηγιώτισσα. Αργότερα και εξαιτίας της παρουσίας του βενετσιάνικου κάστρου ή πύργου, που τόσο καθαρά αποτυπώνεται στο χάρτη τουFrancesco Basilicata τόσο το θεοτοκωνύμιο όσο και η ευρύτερη περιοχή παρετυμολογήθηκε σε Πυργιώτισσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου