ΕΝΑΣ ΕΠΩΔΥΝΟΣ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
"Μια θλιβερή ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων!"
Λίγα χρόνια μετά την Κατοχή στο χωριό Απίδια Σητείας.
Η χώρα μας μόλις είχε βγει από τη φοβερή δοκιμασία. Πριν όμως προλάβει να συνέλθει, ξεκίνησε ο εθνοκτόνος διχασμός. Ευτυχώς στην περιοχή μας η κατάσταση ήταν ήρεμη. Η κάθε οικογένεια προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, να αντιμετωπίσει τα καυτά καθημερινά της προβλήματα.
Πρώτα από όλα τη διαβίωση των μελών της. Έτσι όργωναν, θέριζαν, αλώνιζαν, για να φτιάξουν το ψωμί, τα ζυμαρικά τους κ.ά. Καλλιεργούσαν ελιές για το λάδι, αμπέλια για τα σταφύλια, το κρασί και τα παράγωγά τους.
Περιποιούνταν με επιμέλεια κήπους για τα απαραίτητα λαχανικά, πατάτες, ζαρζαβατικά κλπ. Τρεχούμενα νερά από πηγές δεν υπήρχαν. Άνοιγαν βαθιά πηγάδια, έβρισκαν νερό. Με τενεκέδες και σκοινιά το «ανέσυρναν» ( έβγαναν στην επιφάνεια) και πότιζαν τους μπαξέδες τους. Δουλειά δύσκολη, κοπιαστική.
Στο σπίτι εκτρέφαμε κότες, «κούβους- ες» ( γαλοπούλες), κουνέλια. Είχαμε «μαρτάρικα» (οικόσιτα) ζώα, κατσίκες και «φλουμάρια» (πρόβατα), για να καλύπτομε τις ανάγκες μας σε γαλακτοκομικά προϊόντα.
Στο δικό μας σπίτι είχαμε, συνήθως, 2-3 κατσίκες, 1 γαϊδουράκι για τις ανάγκες μεταφορών και 1 αγελάδα για το όργωμα και το αλώνισμα. Σύζεφνε ο πατέρας μου με άλλους χωριανούς, συγγενείς ή φίλους, κι έτσι σχηματιζότανε ζευγάρι αγελάδες για τις παραπάνω εργασίες.
Είχαμε εξοικειωθεί με την παρουσία τους στο στάβλο, στην αυλή, στο κοτέτσι. Ζούσαν ανάμεσά μας, κυριολεκτικά μέσα στα πόδια μας. Με ενδιαφέρον παρακολουθούσαμε να τρέφονται, να μεγαλώνουν, να πολλαπλασιάζονται. Γνωρίζαμε τόσα πολλά γι αυτά. Τα είχαμε αγαπήσει. Η αδημονία μας, καθώς βλέπαμε την κοιλιά τους να φουσκώνει, για το πότε θα γεννήσουν οι κατσίκες μας, ήταν μεγάλη. Ρωτούσαμε και ξαναρωτούσαμε. Και ο παππούς, υπομονετικά, μας έλεγε:
«Μη βιάζεστε, θα έρθει η ώρα. Και μην ξεχνάτε αυτό που σας έχω πει: Το ούτσι- ούτσι (γουρούνι) 4 μήνες, η καρκαλόγα (κατσίκα) 5 μήνες και το σκυλί και το γατί μέρες 65, η αϊλιά ( αγελάδα) 9 μήνες και το γαϊδουράκι 12 μήνες
Κάποιες φορές είχαμε γίνει θεατές κατά την ώρα που η κατσίκα έφερνε στο φως του ήλιου τα μικρά της. Με αμείωτο ενδιαφέρον αλλά και δέος βλέπαμε την προσπάθεια της μάνας-κατσίκας μέχρι το μικρό, τυλιγμένο ακόμη με λεπτό υμένα, ακουμπήσει στο έδαφος.
Είχαμε δει τη μάνα να γυρίζει αμέσως το κεφάλι της και να γλείφει το σώμα του νεογέννητου. Κι αυτό τρικλίζοντας, τρεμουλιαστά, να προσπαθεί να σταθεί αμέσως όρθιο και να κάνει τα πρώτα του βήματα. Κι ακόμη σαν κάποιο αόρατο χέρι (το ένστικτο, η ίδια η φύση του) να το κατευθύνει στη « μουσταρά»( μαστό) της «μητέρας» για το πρώτο θήλασμα με το πρωτόγαλα.
Και μετά το πρώτο να γεννιέται δεύτερο και μερικές φορές και τρίτο κατσικάκι.
Τις επόμενες μέρες το ενδιαφέρον μας γι αυτά δυνάμωνε. Ήταν χάρμα οφθαλμών να τα βλέπεις ζωηρά και παιγνιδιάρικα, να τρέχουν εδώ κι εκεί. Να σπρώχνονται με τα κεφάλια τους, να χοροπηδούν, να τινάζονται κατακόρυφα και να πέφτουν με τα τέσσερα πόδια στο έδαφος. Πολλές ώρες, όταν δεν είχαμε σχολείο, τις περνούσαμε παρατηρώντας τα. Μερικές φορές βοηθούσαμε τα πιο αδύναμα να πλησιάσουν στη ρώγα του μαστού, εκτοπίζοντας τα δυναμικά και λαίμαργα, που το ήθελαν μονοπώλιο..
Έτσι κυλούσε ο καιρός. Σε δύο περίπου μήνες έφτανε η ώρα του απογαλακτισμού, του «σακάσματος», όπως λέγαμε. Είμαστε πια κοντά στο Πάσχα. Τις μέρες αυτές γινότανε κάτι φοβερό για μας. Χάναμε τα κατσικάκια, τα δικά μας κατσικάκια. Αυτά που τα είχαμε μοιράσει τα 4 αδέλφια. Είχε ο καθένας το δικό του.
Πολλές φορές τους δίναμε και ονόματα! Και τώρα χασάπηδες από τη Σητεία έφταναν στο χωριό, για να αγοράσουν και να φορτώσουν στο φορτηγό τα κατσικάκια μας αλλά και πολλών άλλων χωριανών.
Πιστεύω και άλλα παιδιά θα είχαν την ίδια θλίψη με μας. Άδειαζε η αυλή μα πιο πολύ άδειαζε η καρδιά μας! Πού όμως, τότε, να ξέραμε ότι ο πατέρας έπρεπε να πάρει κάποια χρήματα από την πώληση, για να καλύψει μερικές ανάγκες της πολυμελούς οικογένειάς μας, πόσο αγωνιζότανε για τις δικές μας πάλι ανάγκες? Στην ηλικία μας όμως κυριαρχούσε το συναίσθημα! Δεν είχε θέση ο ρεαλισμός!
Το ίδιο ακριβώς γινότανε περίπου κάθε 2 χρόνια με το μοσχαράκι, που γεννούσε και μεγάλωνε η αγελάδα μας. Ήταν τόσο παιγνιδιάρικο κι αυτό και πολύ αγαπητό σε όλους μας. Μας πλησίαζε, μας έγλειφε το χέρι.
Σκύβαμε μπροστά του κι αυτό με τη γλώσσα του την τραχιά σαν ξύστρα μας έγλειφε το κεφάλι. Θα μας έκανε καρέ τα μαλλιά! Κάτι σαν το ζελέ, που βάνουν οι νέοι τη σημερινή εποχή!
Χαϊδεύαμε το απαλό σαν βελούδο, ανοιχτό καφέ τρίχωμά του. Το ξύναμε ελαφρά στα πλευρά, στη ράχη και στην κοιλιά. Κι αυτό αφηνότανε στα χάδια μας! Όλα αυτά, βέβαια, σε απόσταση τέτοια, ώστε η δεμένη με σκοινί αγελάδα να μη φτάνει σε μας. Υπήρχε κίνδυνος, θέλοντας να προστατεύσει το μικρό της από υποτιθέμενο κίνδυνο, να μας έριχνε καμιά κουτουλιά!
Όμως, δυστυχώς, και γι αυτό έφτανε η ώρα του επώδυνου αποχωρισμού. Το έπαιρναν κάποιοι άγνωστοι σε μας χασάπηδες σε ώρες που είμαστε στο σχολείο. Ήταν σκόπιμα επιλεγμένη η ώρα της αγοραπωλησίας?
Όταν σχολούσαμε, δεν ξεχνώ τους ήχους, που έφταναν στα αυτιά μου, καθώς πλησίαζα στο σπίτι, με την υφαντή στο αργαστήρι «ντάσκα» (τσάντα) κρεμασμένη στον ώμο. Ήταν τα πονεμένα μουγκανητά της μητέρας- αγελάδας, που είχε χάσει το μικρό της. Φώναζε απεγνωσμένα, ξανά και ξανά. Τα μουγκανητά αντηχούσαν στα απέναντι πλάγια και τις ρεματιές. Ο ήχος αυτός σαν να ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά μου! Μια θλιβερή ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων!
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου