Ένα ακόμη περιστατικό από τα πολλά της μαθητικής μου ζωής στο Γυμνάσιο Σητείας είναι το παρακάτω:
Ήταν παραμονή των διακοπών του Πάσχα. Την επόμενη ημέρα σταματούσαν τα μαθήματα και θα φεύγαμε για το χωριό. Συγκεντρωθήκαμε μερικοί Απιδιανοί μαθητές στο σπίτι του Μανώλη Κουφάκη του Λευτέρη ( έχει φύγει δυστυχώς για πάντα από κοντά μας), που συγκατοικούσε με το συμμαθητή μου Αντώνη Μαμαντάκη. Νοίκιαζαν το σπίτι του Χατζόπουλου (Εμμ.Ι.Κουφάκη, συγχωριανού μας). Ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο, με την παράξενη πρόσβαση-σκάλα. Εκεί διάβαζαν και είχαν τα κρεβάτια τους. Υπήρχε κι ένα άλλο δωμάτιο, ισόγειο, με ανεξάρτητη είσοδο, ακριβώς κάτω από το πρώτο. Οι τοίχοι του κακοσοβαντισμένοι και μαυρισμένοι, από τη χρήση ξύλων στην παραστιά, χωρίς καπνοδόχο, και τη φουβού για το μαγείρεμα.
Εκεί αρχίσαμε τα σχέδια για την οδοιπορία της επόμενης ημέρας προς το χωριό, απόστασης περί τα 25 χιλιόμετρα. Δε θα πηγαίναμε με το λεωφορείο. Θα βάναμε στην πλάτη μια τσάντα, με όσα άπλυτα είχαμε, και θα ξεκινούσαμε αμέσως μετά το μάθημα. Το δρομολόγιο γνωστό, αφού και άλλες φορές το είχαμε ακολουθήσει: Σητεία, Νταρκάς, Πισκοκέφαλο, Χαλέπα, Μαρωνιά, μέσα από την κοίτη του Παντέλη ποταμού, Χελιδονιές, με τις ανηφορικές στροφές και τους γκρεμούς, Πραισός, Βαβέλοι, Δρομονερό, Χαντράς, Χαντριανή Κεφάλα και τέλος το χωριό μας, το Απίδι.
Τα στομάχια μας όμως άρχισαν να γουργουρίζουν και να διαμαρτύρονται. Ο Αντώνης με το Μανώλη σκέφτηκαν να μαγειρέψουν κάτι πρόχειρο και γρήγορο, για να φάμε όλοι μαζί. Τι καλύτερο από τον τραχανά? Έτσι ψαχουλεύοντας ο Μανώλης μέσα στο μισοσκόταδο, στο κασόνι με τους πάνινους σακουμάδες (σακκουλάκια), που είχαν τα μαγερέματα, βρήκε ένα που η αφή του απ’ έξω έδειχνε πως είχε τραχανά. Το άνοιξε γρήγορα και, χωρίς να το κοιτάξει,άδειασε το περιεχόμενό του στο καυτό νερό του τσικαλιού, που κόχλαζε πάνω στη φλόγα της γκαζιέρας.
Σε λίγα λεπτά ο τραχανάς θα ήταν έτοιμος. Θα κόβαμε κομμάτια κρίθινο παξιμάδι μέσα σε μια αλοιφτή λεκάνη, θα βάναμε αλάτσι και μπόλικο ελαιόλαδο και θα πιάναμε τα κουτάλια! Θα τρώγαμε όλοι από την ίδια λεκάνη. Πού τέτοια πολυτέλεια για χωριστά σερβίτσια!
Όταν πια νόμισαν, ότι ο τραχανάς είναι ψημένος, ανέλαβε ο Μανώλης να δοκιμάσει. Άνοιξε το τσικαλοσκέπασμα και με την κουτάλα ανακάτεψε. Παραξενεύτηκε. Το περιεχόμενο ήταν πολύ αραιό. Έβαλε μια κουταλιά και την πλησίασε στο στόμα του να δοκιμάσει. Αυτομάτως το φτύνει κάτω αηδιασμένος. Ήταν σαλαμούρα. Αντί για τραχανά είχε αδειάσει στο τσικάλι χοντρό αλάτσι της αλυκής, που μάζευαν, τότε, οι γονείς μας από τους αρολίθους της Καλής Αλυκής στο Γούδουρα. Η πρώτη αντίδρασή μας ήταν η έκπληξη, που όμως πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε τρανταχτά γέλια.
Τελικά τη «βγάλαμε» κι αυτό το βράδυ με το γνωστό σε όλους μας λαδόψωμο ( ο σήμερα εξευγενισμένος ντάκος) και μπόλικες ελιές! Καλά λένε ότι το καλύτερο φαγητό είναι η πείνα. Τότε είχαμε όρεξη και δεν είχαμε αρτηριακή πίεση, ώστε να πρέπει να μετρούμε ακόμη και τις ελιές, που τρώμε! Αξέχαστα νεανικά χρόνια παρά τις τόσες δυσκολίες εκείνης της εποχής!
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου