Στην Κρήτη δημιουργήθηκαν από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας τέσσερα Κέντρα Κεραμικής, ένα σε κάθε Νομό. Δεν γνωρίζουμε τα αίτια αυτής της διάταξης ούτε τους ακριβής λόγους της επιλογής των χώρων, μιας και παντού στη Μεγαλόνησο υπάρχουν πλούσιες πηγές αργίλων.
Τα Κεραμικά Κέντρα αποτελούν χωριά όπου ένα ποσοστό μόνο του πληθυσμού ασχολείται με την αγγειοπλαστική, το δε επάγγελμα δεν μεταδίδεται αναγκαστικά από πατέρα σε γιο. Ως χειρονακτικό επάγγελμα άλλωστε θεωρείται από τους αγγειοπλάστες αλλά και από τους Κρήτες γενικά, σαν το χειρότερο του είδους, εξαιτίας της συνεχείς επαφής με λάσπες και το χαμηλό εισόδημα που απέφερε.
Οι αγγειοπλάστες διαιρούνται σε ειδικούς κατασκευαστές πιθαριών, τους «πιθαράδες» και σε αγγειοπλάστες μικρότερων μορφών. Απαραίτητοι βοηθοί είναι ο χωματάς που αναγνωρίζει και εξορύσσει τα στρώματα αργίλου και επεξεργάζεται την πρώτη ύλη έως τον πηλό και ο καμινιάρης που είναι ο ειδικός στη ρυθμίσει της φωτιάς, όταν ψήνεται στο καμίνι η φουρνιά των δοχείων. Η ευθύνη του τελευταίου είναι μεγάλη γιατί τα παραδοσιακά καμίνια δεν είχαν θερμόμετρα, ούτε δείχτες θερμοκρασίας και οποιοδήποτε λάθος στο 10-12ωρο ψήσιμο του καμινιού σήμαινε την αχρήστευση της παραγωγής.
Στα δυο μεγαλύτερα Κεραμικά Κέντρα οι αγγειοπλάστες λειτουργούσαν συντεχνιακά, δημιουργώντας μικρές ομάδες έξη ατόμων, το «τακίμι», που σκόρπιζαν σε όλη την Κρήτη, κάθε χρόνο από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο. Η κάθε ομάδα θα εργαζόταν όλη την περίοδο σε ένα προκαθορισμένο τόπο όπου υπήρχε πηγή αργίλου, νερό και καμίνι, ζώντας στην ύπαιθρο και απόμακρα από τα χωριά. Η εποχιακή μετακίνηση της συντεχνιακής ομάδας λέγονταν βεντέμα (τρύγος, συγκομιδή στα Ιταλικά) γιατί οι αγγειοπλάστες διάλεγαν κάθε χρόνο μια περιοχή όπου οι ελαιώνες θα είχαν καλή συγκομιδή (βεντέμα) και οπότε οι καλλιεργητές είχαν ανάγκη από πιθάρια, το πιο προσοδοφόρο αντικείμενο.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Η ομάδα αποτελείται από 6 άτομα το καθένα με συγκεκριμένη ειδικότητα. Επικεφαλής και υπεύθυνος της παρέας είναι ο Μάστορας , κατασκευαστής πιθαριών και
μεγάλων αντικειμένων. Ο Σοτομάστορας (υπό το μάστορα) ασχολείται μόνο με τα μικρότερα δοχεία όπως πιάτα, κανάτια, ποτήρια, μικρές λεκάνες, στάμνες κλπ.
Ο Χωματάς ασχολείται με την εξόρυξη των αργίλων και την επεξεργασία τους. Ο Καμινιάρης ετοιμάζει την καύσιμη ύλη και ελέγχει τη φωτιά του καμινιού.
Ο Τροχάρης ενεργοποιεί το χειροκίνητο μικρό τροχό, το τροχί , στο οποίο πλάθεται το πιθάρι. Τέλος ο Κουβαλητής με το γάιδαρο του εκτελεί χρέη μεταφοράς των
αργίλων, της καύσιμης ύλης και των νέων αγγείων προς πώληση στα γύρω χωριά.
Η ανεύρεση καινούργιου, κάθε χρόνο, χώρου εργασίας για την ομάδα, γίνεται το χειμώνα από το Μάστορα που περιοδεύει σε διάφορα μέρη της Κρήτης ψάχνοντας περιοχές
όπου οι ελιές θα έχουν πολύ καρπό το επόμενο φθινόπωρο, γνωρίζοντας ότι το δένδρο αυτό αποδίδει μια χρονιά στις δύο.
Εφόσον βρεθεί η επιθυμητή περιοχή πρέπει να ενοικιάσει κάποιο καμίνι με συμφωνία του ιδιοκτήτη του. Στο θέμα αυτό υπάρχει ειδική παράδοση στην Κρήτη.
Ας υποθέσουμε ότι μια ομάδα βρήκε κατάλληλο χώρο, αλλά εκεί δεν υπάρχει καμίνι. Ο Μάστορας διαλέγει έναν τόπο, πλησίον κοιτάσματος αργίλου, πηγής νερού
και ευνοϊκού εδάφους για την κατασκευή του καμινιού, που συνήθως είναι αρκετά μεγάλων διαστάσεων. Διαπραγματεύεται με τον ιδιοκτήτη του τόπου την άδεια
οικοδόμησης και φθάνοντας ενωρίς την άνοιξη με την ομάδα του κατασκευάζει το καμίνι μέσα σε 2-3 εβδομάδες. Το καμίνι μένει από εκεί κι ύστερα στην ιδιοκτησία
του αγρότη που έχει τον τόπο.
Από χρόνο σε χρόνο το ενοικιάζει σε άλλους αγγειοπλάστες, ενδεχόμενα και πάλι στην ομάδα που το κατασκεύασε. Έτσι τα καμίνια της διασποράς ανήκουν στους
γαιοκτήμονες και όχι στους αγγειοπλάστες. Με τα χρόνια δημιουργήθηκαν σε όλη την Κρήτη πληθώρα καμινιών και οι συντεχνιακές ομάδες δεν δυσκολεύονταν για
την ανεύρεση και χρήση του απαραίτητου αυτού κτιρίου.
Όταν την άνοιξη έφταναν οι τεχνίτες στο χώρο εργασίας με τα βασικά τους εργαλεία, τον τροχό για τα μικρά αντικείμενα και τα 5-6 τροχιά για τα πιθάρια, καθώς
και μερικά άλλα εφόδια φορτωμένα σε 2-3 γαϊδούρια, είχαν να οργανώσουν την εγκατάσταση, που μπορεί να μην είχε χρησιμοποιηθεί ένα έως και περισσότερα χρόνια.
Δεν χρησιμοποιούσαν σκηνές και οι άνδρες κοιμόντουσαν στην ύπαιθρο, σε σημεία που βόλευε τον καθένα. Μαγείρευαν μια φορά την ημέρα, με βασικό προϊόν τα κοπανιστά
ξερά κουκιά. Η εργασία ξεκινούσε την αυγή και τελείωνε με το λυκόφως. Οι δυο αγγειοπλάστες δούλευαν συνεχώς στους τροχούς τους, με βοηθό τον τροχάρη.
Ο χωματάς όπως και ο καμινιάρης μετέφεραν στην περιοχή του καμινιού τον απαραίτητο άργιλο και τα ξύλα για την πυρά των αγγείων, όπως επίσης το νερό από
κάποια κοντινή πηγή. Η μεταφορά γίνονταν με το ένα ή δυο γαϊδούρια που διέθεταν.
Τα νεόπλαστα αγγεία, τοποθετημένα σε σειρές στέγνωναν δυο-τρεις μέρες και στη συνέχεια ψήνονταν στο καμίνι. Οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές ερχόντουσαν στο χώρο
εργασίας και αγόραζαν τα αγγεία που είχαν ανάγκη, με χρήμα ή συχνότερα με είδος που έκανε το περισσότερο ανάγκη στους αγγειοπλάστες, όπως στάρι, κριθάρι και όσπρια.
Η διαδικασία για τα πιθάρια ήταν διαφορετική: ο πελάτης παράγγελνε αναγκαστικά τα δοχεία αυτά ανά ζεύγος. Ο πιθαράς με τον κουβαλητή τα πήγαιναν στο χωριό τ
ου παραγγελιοδόχου ο οποίος έλεγχε το καλό ψήσιμο ή τυχόν ελαττώματα, όπως ρωγμές, ενώπιον του πιθαρά ώστε σε περίπτωση διαφωνίας να γίνονταν αμέσως
ο συμβιβασμός. Στο τέλος της θερινής περιόδου, η περίσσια παραγωγή μικρών και μεγάλων αντικειμένων φορτώνονταν σε μικρές παρτίδες στα γαϊδούρια και οι συνοδοί
τα μετέφεραν από χωριό σε χωριό, ή σε κάποιο τοπικό παζάρι, για την απ’ ευθείας διάθεση των κεραμικών στην τοπική κοινωνία.
Οι «Βεντεμάριδες» επέστρεφαν στο χωριό τους με τις πρώτες, νυκτερινές υγρασίες και βροχές του φθινοπώρου. Τα κέρδη από τις πωλήσεις της θερινής περιόδου
μοιράζονταν σε 6 μερίδες και ο καθένας αμείβονταν σύμφωνα με την ειδικότητα του και την ευθύνη που επωμίζονταν: ο μάστορας και ο καμινιάρης έπαιρναν ο καθένας
από 1 ¼ , ο σοτομάστορας, ο χωματάρης και ο τροχάρης από 1 και ο κουβαλητής ½ μερίδιο.
Το Θραψανό
Ν. Ηρακλείου, 25 χιλ. Ν.Α του Ηρακλείου. 1200 κάτοικοι, 26 αγγειοπλάστες, πληθυσμός ωφελούμενος από την τέχνη 55%. Το Θραψανό (από το θράψαλα:
όστρακα σπασμένων αγγείων που αφθονούν γύρω από τα καμίνια) είναι το μεγαλύτερο αγγειοπλαστικό κέντρο της Κρήτης, όχι μόνο για δημογραφικούς ,
αλλά και για επαγγελματικούς λόγους.
Οι πληροφορίες που έχουμε για τα 150 τουλάχιστον τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνουν ότι οι Θραψανιώτες εφάρμοζαν αποκλειστικά την εποχιακή μετανάστευση,
ενώ στον οικισμό λειτουργούσαν ελάχιστα πρόχειρα καμίνια ηλικιωμένων πια αγγειοπλαστών, για την παραγωγή μικρών αγγείων.
Οι Θραψανιώτες αριθμούσαν πολύ περισσότερους πιθαράδες από τους Μαργαριτιανούς και γενικά διακρίνονταν για την άριστη δεξιοτεχνία τους στην κεραμική,
που την αποδέχονταν όλοι οι Κρητικοί αγγειοπλάστες.
Οι Θραψανιώτες κατασκεύαζαν με μεγάλη δεξιοτεχνία όλες τις μορφές αγγείων και μιμούνταν αυτές που χρησιμοποιούνταν μόνο σε ορισμένες περιοχές.
Οι βεντέμες και γενικότερα η μαζική παραγωγή σταμάτησε στο Θραψανό μέσα στη δεκαετία του ’60. Μετά όμως το 1980 η αυξανόμενη ζήτηση σε τουριστικά
αντικείμενα και σε παραδοσιακά δοχεία για διακοσμητική χρήση, παρότρυνε αρκετούς αγγειοπλάστες να κατασκευάσουν καμίνια και να ξαναρχίσουν την παραγωγή.
Καμίνια της αναγεννησιακής περιόδου, βρέθηκαν μέσα στο σημερινό οικισμό και στην περιφέρειά του. Είναι μικρής χωρητικότητας και παρήγαγαν εμφιαλωμένα δοχεία.
Η ύπαρξη καμινιών στο Θραψανό την εποχή εκείνη σημαίνει ότι, τουλάχιστον ένα μέρος των αγγειοπλαστών, δούλευαν μόνιμα στον οικισμό. Δεν αποκλείει όμως τ
ην πρακτική της βεντέμας για εφυαλωμένα κεραμικά. Βρέθηκε πράγματι ένα παρόμοιο εργαστήρι στη Μεσαρά και υπάρχουν ενδείξεις για άλλα σε ορισμένες
περιοχές της Κρήτης.
Οι Μαργαρίτες
Ν. Ρεθύμνου, 28 χιλ. Α.Ν.Α. του Ρεθύμνου, 700 κάτοικοι, 22 αγγειοπλάστες, ωφελούμενοι από την τέχνη 40%.
Υπάρχουν δύο εκδοχές για την ετυμολογία του τοπωνυμίου:
Η πρώτη αναφέρει ότι κάποια Μαργαρίτα, βασίλισσα της Ελεύθερνας (αρχαία πόλη της Επαρχίας Μυλοποτάμου) έμεινε μαγεμένη από την πραγματικά πολύ όμορφη
περιοχή όπου βρίσκεται το χωριό και δώρισε τα κοσμήματά της στους κατοίκους της περιφέρειας για να αναγείρουν έναν οικισμό. Έτσι η καινούργια συνοικία πήρε το όνομα της.
Ίσως πολύ απλά, οι Μαργαρίτες βαφτίστηκαν έτσι από τα ομώνυμα όμορφα ανοιξιάτικα λουλούδια. Ο οικισμός υπήρξε πρωτεύουσα της Επαρχίας Μυλοποτάμου.
Το αγγειοπλαστικό κέντρο βρίσκεται σε ένα από τα ομορφότερα τοπία του Β. Ρεθύμνου και έως το 1980 διακρίνονταν για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του ποιότητα.
Εδώ οι αγγειοπλάστες λειτουργούν σχεδόν όπως στο Θραψανό. Υπερτερούν όμως αριθμητικά οι μόνιμα εγκατεστημένοι κεραμιστές μικρών δοχείων.
Οι πιθαράδες, με μια ομάδα μικρή, έφευγαν για τις εποχιακές βεντέμες σε απόμακρες περιοχές.
Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής διακινούταν με υποζύγια στο Ρέθυμνο και στην περιφέρεια, ενώ το υπόλοιπο έφθανε έως τη Μεσαρά (με το ίδιο μεταφορικό μέσο) γιατί εκεί οι τιμές ήταν καλύτερες.
Οι ομάδες βεντέμας κινούνταν σε όλη την Κρήτη (ιδιαίτερα κεντρική και δυτική) και στις ίδιες περιοχές όπου εργάζονταν οι Θραψανιώτες.
Παρόλη την ανταγωνιστικότητα που προέκυπτε από τους Θραψανιώτες, δεν σημειώνονταν σοβαρά επεισόδια στην περίοδο για την οποία μπορούμε να έχουμε πληροφορίες.
Οι αγγειοπλάστες των Μαργαριτών δεν υστερούν σε δεξιοτεχνία από τους άλλους συναδέλφους τους. Μιμούνται ή ανακαλύπτουν διάφορα σχήματα αγγείων, ώστε να ικανοποιούν τους πελάτες τους.
Μορφολογικά τα αγγεία που κατασκευάζονται στις Μαργαρίτες παρουσιάζουν ελαφρές παραλλαγές σε σχέση με αυτά των άλλων κέντρων. Διαφοροποιούνται όμως από τον έγχρωμο αργιλικό διάκοσμο καστανο-κόκκινης απόχρωσης, που καλύπτει με γεωμετρικά ή αφηρημένα σχήματα στις παρειές ορισμένων τύπων δοχείων.
Η παραδοσιακή παραγωγή παρουσιάζει μια κάμψη στη δεκαετία του ’60. Η εποχιακή μετανάστευση διακόπτεται, αλλά αρκετοί τεχνίτες συνεχίζουν την παραγωγή μικρών χρηστικών δοχείων. Οι έμποροι, με μηχανοκίνητα τώρα μέσα, τα διακινούν σε όλες τις περιοχές όπου χρησιμοποιούνται ακόμα. Μετά το 1980 η ζήτηση «τουριστικών προϊόντων» δημιουργεί κίνητρα για μερικούς νέους αγγειοπλάστες, που παράγουν μικρογραφίες των παραδοσιακών προτύπων και αντίγραφα ευρωπαϊκών μορφών.
Η εγκατάσταση αγγειοπλαστών στις Μαργαρίτες είναι πολύ μεταγενέστερη από την ίδρυση του οικισμού, που εύκολα μπορεί να χρονολογηθεί με τεκμήριο τις τρεις μεσαιωνικές εκκλησίες του.
Η έρευνα μέσα στο χωριό και στην ευρύτερη περιφέρεια των παλαιών καμινιών (Κρυστάλλι), μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι αγγειοπλάστες άρχισαν να λειτουργούν από το μεσαίωνα αλλά δεν ασχολήθηκαν ποτέ με την εφυάλωση των αγγείων.
Τα Νοχιά
Ν. Χανίων, 27 χιλιόμετρα Δ. των Χανίων, 270 κάτοικοι, 21 αγγειοπλάστες, πληθυσμός ωφελούμενος από την τέχνη 60%.
Δεν υπάρχει τοπική ετυμολογία για την περίεργη αυτή ονομασία. Ίσως πρόκειται για παράφραση της λέξης «τα δοχειά», που συνηθίζεται με αυτό τον τονισμό σε ορισμένα σημεία της Ελλάδας.
Στα Νοχιά οι αγγειοπλάστες είναι μόνιμα εγκατεστημένοι και παράγουν κυρίως μικρά αντικείμενα, που διανέμονται ιδιαίτερα στις βόρειες Επαρχίες του Νομού.
Τα καμίνια εδώ είναι εντελώς διαφορετικά από των άλλων κέντρων, γιατί είναι ορθογώνια και επιστέφονται με τρούλο. Η σχετικά μικρή διάσταση των καμινιών και η εγγύτητα της πηγής αργίλου (μόλις 300 μέτρα από τον οικισμό), επιτρέπουν στους κεραμιστές να δουλεύουν με ελάχιστους βοηθούς.
Οι μορφές των αγγείων είναι όμοιες με της υπόλοιπης Κρήτης, εκτός από τη στάμνα. Το σφαιρικό της σχήμα, ο κοντός λαιμός και το ανοιχτό στόμιο, θυμίζουν αρχαίους αμφορείς.
Η κεραμική δραστηριότητα παύει στις αρχές της δεκαετίας του ’60, λίγο νωρίτερα από τα άλλα κέντρα.
ΠΗΓΗ: http://www.cretanethnologymuseum.gr