Κοιμάται η θάλασσα,
κομματιάστηκε ο δρόμος κι όμως ήρθες
υπάρχεις λοιπόν, εξαντλημένος
επαναστάτης, μάτια άγρυπνα
κι εγώ που νόμιζα πως χρόνια
τώρα σε είχε φιλήσει
στα χείλη η λησμονιά.
Ήρθες απαλλαγμένος από την
ενοχή
κι είχε τόση ψύχρα εκείνο το
δειλινό
και δεν υπήρχε χρόνος για
δεύτερη πλάνη.
Ήρθες εδώ στην άγονη άμμο,
ρουμπίνι στάζει το αίμα
και χρώμα άλικο από τα νοτισμένα
θαλασσόξυλα
η αλμύρα πιο δυνατή από την
άγνοια μετρά απουσίες
ώρα που οι κίβδηλοι ήχοι
χάνονται προς το βενετσιάνικο κάστρο
αφήνοντας στα γλαροπούλια την έρημη
ακτή,
πικρό το αναφιλητό στην ψεύτρα
συμφορά
η συνείδηση το ξέρεις, δεν
έχει θέση στο παρελθόν
και ο έρωτας από το αναγκαίο
στο αδύνατο
γράφει το τέλος μιας σπαταλημένης
αθωότητας.
Τα σύννεφα είχαν ανάψει τα
πρώτα γαρύφαλλα
να βγει το τελευταίο
φθινοπωρινό φεγγάρι
να κριθεί το δάκρυ στα
ματοτσίνορα
να χαϊδέψω ξανά τα μαλλιά σου,
γκρίζα πια,
ν’ αγαπήσουμε απ’ την αρχή στον ορίζοντα την αστραπή,
τη βροχή, τον κεραυνό, τη θύμηση,
να συλλαβίσουμε σταλαγματιές την απόγνωση,
το λάθος,το πάθος.
Κλείνουν πληγές στο καρνάγιο
οι καραβομαραγκοί
τα σφυριά χτυπούν, χέρια
χαραγμένα
με τις παλιές συνήθειες οργώνει
η μνήμη σκουριές
στην πόλη που αγάπησες κι εσύ
δραπετεύουν τα αισθήματα
στην πάνω πλατεία, στο μεγάλο
συντριβάνι
στο καντούνι του Σολωμού, στις
πολεμίστρες στο Νέο Φρούριο,
τόσο μακριά η όμορφη πόλη,
από την απιστία στη νίκη τής
αρετής σε μιαν ασπρόμαυρη φωτογραφία
λιτανεύω τους αμφίβολους
όρκους
καίνε οι λέξεις.
Στο τέλος της σκιάς που ρίχνουν
τα κυπαρίσσια
κουρελιασμένο το λευκό
πουκάμισο στο μουράγιο
με μια χούφτα φύκια μού
δείχνεις τον φόβο ξανά
δεν έχεις άλλους στόχους
κι εμένα ξέρεις δεν μού
περισσεύουν πολλές στιγμές
ευγνώμων στη συνηγορία τού
πρώτου άστρου και στη σιωπή
συμβαίνει καμιά φορά σε μια
μπόρα να τελειώνει ο λυγμός
ή και ο κόσμος
αυτός που ονειρεύτηκες.
Αύριο, εν ονόματι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 30 Νοέμβρη 2019