Καλεσμένος μας ένας φίλος, ο Κωστής Μουδάτσος. Μουσικός, συγγραφέας – και πόσα άλλα πράγματα… Άνθρωπος απλός, δυναμικός, έντιμος, σεμνός, με δραστηριότητες όχι κομματικές, αλλά πολιτικές – κατά τον Αριστοτελικό ορισμό του πολίτη.
ΤΕΤ Α ΤΕΤ
Ελένη Ζάχαρη: Κωστή, καλώς όρισες στο περιοδικό μας. Χαίρομαι που παρουσιάζω έναν αγαπημένο φίλο, ένα φίλο πολλών ανθρώπων της διαδικτυακής κοινωνίας που, λόγω της σεμνότητας η οποία σε διακρίνει, δε γνωρίζουν ποιος είσαι και τι έχεις πράξει εδώ και πολλά χρόνια.
Κωστή, από ποιο μέρος της Κρήτης είσαι;
Κωστής Μουδάτσος: Καλώς σας βρήκα! Ελένη χαίρομαι να συναντώ ανθρώπους που ταιριάζουν τα φέσια μας!
Είμαι Μεσαλασιθιώτης. Από ένα χωριό του οροπεδίου Λασιθίου, στη Δίκτη. Ο τόπος μας, από τα αρχαία χρόνια ήταν τόπος για λεύτερους ανθρώπους. Γεμάτος θρύλους, μύθους και ιστορίες. Εκείνα τα χρόνια, τα παιδιά μάθαιναν τον αγώνα της επιβίωσης. Πολλές δουλειές ξέραμε να τις ξετελεύομε από μικροί. Στο σπίτι μας είχαμε βιβλιοθήκη, όλοι διαβάζαμε. Η μάνα μου είχε στο μαξιλάρι ποιήματα του Καρυωτάκη, την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, την Ασκητική του Καζαντζάκη κτλ. Ο πατέρας μου είχε παίξει σαν κομπάρσος στην ταινία » Ο Χριστός ξανασταυρώνεται «, του Ζυλ Ντασέν, σε χωριά του Μεραμπέλου.
Ήταν τότε δύσκολες εποχές, αλλά είχαν μια δική τους γοητεία. Μπαίναμε νωρίς στα τσαλίμια του έρωτα, του παιγνιδιού της ζωής και μαθαίναμε να αναζητούμε την ομορφιά. Στους κήπους σμίγαμε όλα τα γειτονάκια, αγόρια και κορίτσια: δουλειά και πειράγματα και χτυποκάρδια. Μαθαίναμε βέβαια και τις κατσουκανιές της ζωής. Μεγαλώνοντας, οι παρέες επεκτάθηκαν και στα δεκαοχτώ χωριά του τόπου μας. Γλέντια, ρεφενέδες κι ατελείωτες συζητήσεις…
ΕΖ: Διάβαζα για τα παιδικά χρόνια σου με τον παππού, τη γιαγιά, τους ανθρώπους του χωριού. Φαίνεται πως ξεχωρίζει για σένα η μορφή του προπάππου σου. Τι τον έκανε ξεχωριστό στα μάτια σου τότε και τώρα;
ΚΜ: Ο προπάππους μου, ο Λαμπογιώργης, ήξερε όλο τον Ερωτόκριτο απέξω κι ανεκατωτά. Επειδή οι παππούδες και οι γιαγιάδες ήταν πολύ νέοι, δούλευαν στα χωράφια, έτσι σαν μικρό κοπέλι έμενα στον προπάππου ή στο σπίτι της άλλης προγιαγιάς. Άκουγα τον πρόπαππο να παίζει θιαμπόλι και να τραγουδά Ερωτόκριτο ή παλιά τραγούδια και όμορφα σκοπουλάκια. Έπινε ρακί ή κρασί και κερνούσε και μένα, σε ένα μικρό, σκαλισμένο από τον ίδιο, ποτηράκι. Χόρευε πολύ μερακλίδικα και, ώρες – ώρες, παρατούσε τη φλογέρα κι άρχιζε να χορεύει μαζί μου. Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν μας αποχαιρέτησε, και λίγες ώρες πριν αναχωρήσει ζήτησε από τον πατέρα μου να τον βοηθήσει να χορέψει στο παράθυρο του οντά, βλέποντας για τελευταία φορά, τον τόπο, τα βουνά και τον κάμπο.
Στο αλώνι, οι προγιαγιάδες και οι γιαγιάδες μάς διηγιόνταν παραμύθια, τραγουδούσαν, έλεγαν ιστορίες για νεράιδες, παλιά κατορθώματα των προγόνων μας, κλεψιές κοριτσιών από τους αγαπητικούς… Και πολλές ιστορίες για τον αγώνα της λευτεριάς! Κυριαρχούσαν όμορφες ιδέες και, παρά τη φτώχεια, η ελπίδα και ο έρωτας για τη ζωή! Μου άρεσε που σε σπρώχναν να ανάβεις το κερί της ζωής και από τις δυο πλευρές και να χορεύεις πάνω στις φλόγες!
Οι παλαιοί χωριανοί μου πολέμησαν ενάντια στους Τούρκους, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους, στην Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, στον πόλεμο της Αλβανίας, στην Κατοχή, παντού. Δεν μας έμαθαν όμως να κάνομε τους ψευτόμαγκες με τα πιστόλια και τα ψευτονταηλίκια. Κορόιδευαν τους ψευτοκαπετάνιους! Ούτε έκαναν επίδειξη με τα όπλα. Το χωριό μου οι Γερμανοί το απέκλεισαν, μάζωξαν τους χωριανούς στην πλατεία κι έψαξαν για όπλα, μα δεν βρήκαν. Κι όμως το χωριό ήταν οπλισμένο και συμμετείχε στους αγώνες…
ΕΖ: Από τα μικράτα σου ήσουν φύση ανήσυχη. Πώς αντιλαμβανόσουν, ως μαθητής, αυτά που συνέβαιναν σε εποχές γκρίζες ακόμα για τον τόπο;
ΚΜ: Ελένη, αντιδρούσα πάντα σε ότι θεωρούσα άδικο. Τα χωριανάκια μας, γενικά είχαν προοδευτικούς προσανατολισμούς κι έτσι επηρεάζαμε ο ένας τον άλλο. Διαβάζαμε σημαντικά βιβλία που είτε τα αγοράζαμε, είτε μας έφερναν οι φοιτητές που έρχονταν στο χωριό για διακοπές. Οι φιλοσοφικές συζητήσεις ήταν ζωηρές κι επίμονες. Οι ιδεολογικές, μετά καβγάδων, στο τέλος κατέληγαν στη ρακοποσία. Γενικά βγήκαμε μια γενιά καλά παιδιά. Αγαπούσαμε τον Ξυλούρη, τον Θεοδωράκη, τους σπουδαίους μας ποιητές, αρχίζαμε να ψάχνομε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία καθώς και τη μαρξιστική. Προσπαθούσαμε να γράψομε και κάτι δικό μας, που συνήθως το σκίζαμε μόνοι μας. Μετά, στην τρίτη Λυκείου έφυγα για τα Χανιά. Εκεί έμοιαζα σαν το βοσκό που κατεβαίνει από τα όρη και δεν ξέρει να περπατήσει στην άσφαλτο. Τεράστια διαφορά: μαθητικά κινήματα, εκδηλώσεις, πορείες, εκδρομές, καφεδάκια στο λιμάνι, φροντιστήρια, παρέες, συναυλίες στο γήπεδο… Στον κινηματογράφο βλέπαμε Αγγελόπουλο, Γιλμάζ Γκιουνέι, κτλ… Ακόμη θυμάμαι το Εξπρές του Μεσονυχτίου…
ΕΖ: Πώς καταφέρνεις να θρέψεις το ανήσυχο μυαλό σου σε μια εποχή λογοκρισίας και – ας μου επιτραπεί να το πω ευθέως – «χαφιεδισμού»; Πιθανόν να ενοχληθούν κάποιοι αλλά πρόκειται για μια οδυνηρή πραγματικότητα για τον τόπο γενικά. Όταν αναγκάστηκες λόγω συνθηκών να δεις τα βιβλία του Ρίτσου να καίγονται, πώς αισθάνθηκες;
ΚΜ: Στην εποχή της χούντας ήμουν μικρός. Κοπέλι! Θυμάμαι κάποια πράγματα αλλά πιο πολύ έζησα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο κόσμος είχε ελπίδες και οράματα παρά τις δυσκολίες. Τα βάσανα των προηγούμενων χρονών έγιναν καλαμπούρια στα καφενεία κι οι χωριανοί έδιναν αγώνα για να μας μεγαλώσουν. Το ΠΑΣΟΚ έδειχνε ότι θα άλλαζε το πολιτικό σκηνικό και η Αριστερά έβγαινε από τον πάγο. Υπήρχε μια αισιοδοξία και το αίσθημα της αλλαγής πλανιόταν παντού. Ήρθε βέβαια λίγο αργότερα το 1981 και, παρά τις αρχικές καλές προθέσεις, μας απογοήτευσε. Δυστυχώς! Η Αριστερά δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο που θα έπρεπε. Εκείνο το χρόνο είμαι στα Χανιά. Στην έκθεση για τα εβδομηντάχρονα του Γιάννη Ρίτσου, πήρα σχεδόν όλο του το μέχρι τότε έργο. Τον χειμώνα ο ξάδερφος μου, φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, πήρε μέρος σε διάφορες πορείες και τον συνέλαβαν. Το έγραψαν οι φυλλάδες και κάποιος πονήρακας στο χωριό, το έδειξε στη θεία, την αδερφή της μάνας μου. Εκείνη θυμήθηκε τα παλιά και τις διώξεις κι έκαψε όλα τα βιβλία του ξαδέρφου. Μέσα σε αυτά και τις ποιητικές συλλογές του Ρίτσου, που του είχα δανείσει. Μου έμειναν μόνο «Ο Αφανισμός της Μήλου» και η «Οστράβα». Η καημένη η θεία φοβήθηκε. Μας αγαπούσε πολύ και μας είχε μάθει πολλά. Λίγους μήνες αργότερα πέρασε από το σπίτι, στα Χανιά, ένας πλανόδιος πωλητής που πουλούσε τα άπαντα του Κωστή Παλαμά. Δεκαέξι δεμένους τόμους, με κόκκινα εξώφυλλα. Τα αγόρασα με δόσεις, τις τελευταίες τις πλήρωσε η θεία. Και αντικατέστησα την καμένη ποίηση! Ήμουν στη τρίτη Λυκείου τότε. Τσούμαρος, απείθαρχος, ονειροπόλος αλλά και με τρομερό πάθος για τη ζωή!
ΕΖ: Γράφεις κάπου πως «τα νιάτα γλένταγαν μεταξύ ανταρσίας και αναρχίας έχοντας αίσθηση της ελευθερίας κι επίγνωση της δυσκολίας για αξιοπρεπή ζωή». Έχεις αναρωτηθεί μήπως για κάποιους όλα αυτά θα ήταν απλώς ένας….εξωραϊσμός «της παρελθούσης παιδικής και εφηβικής ηλικίας»;
ΚΜ: Οι αναμνήσεις εξωραΐζουν τη ζωή! Πάντα κρατάς όμορφες εικόνες, αλλά θυμάσαι και τις δυσκολίες και τα βάσανα, με νοσταλγία και χιούμορ. Η ζωή στο χωριό είχε πολλά θετικά. Βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, δούλευαν παρέα και το βράδυ στο καφενέ όλοι μαζί το έριχναν στη ρέγουλα της ρακής με τα εκλεκτά μεζεδάκια. Η γενιά των γονέων μας, μεγάλωσε ξυπόλητη, φτωχοντυμένη κι έζησαν τα φρικαλέα χρόνια της Κατοχής και τα πέτρινα χρόνια των μετεμφυλιακών εποχών. Βέβαια, στα δικά μου χρόνια φορούσαμε παπούτσια, καινούργια ρούχα, είχαν βγει παιδικές τροφές, είχαμε βιβλία, δωρεάν παιδεία. Το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στο χωριό λίγο πριν πάω στο Δημοτικό σχολείο. Ακόμη θυμούμαι το γάτο της θείας μου, να βγαίνει στο τραπέζι και να χύνει το λάδι, από τον λύχνο, στα τετράδια και στα βιβλία του ξαδέρφου μου. Η γενιά του Πολυτεχνείου πρόλαβε και τις δυο εποχές. Στα παιδιά πού έφευγαν για σπουδές στην Αθήνα ή σε άλλη πόλη, οι δικοί τους, τους έστελναν λίγα χρήματα, λάδι, πατάτες, φασόλια, ντάκους παξιμάδια, παστό χοιρινό κρέας… Δούλευαν και οι σπουδαστές για να επιβιώσουν, όπου έβρισκαν μεροκάματο. Αρκετοί συμμετείχαν στην εξέγερση στη Νομική Σχολή και αργότερα στο Πολυτεχνείο. Θυμούμαι που κάποιους τους έφεραν κρυφά από την Αθήνα και τους έκρυβαν στα σπίτια.
ΕΖ: Θες να μου πεις λίγα λόγια γι’ αυτά που αποκόμισες ερχόμενος στην Αθήνα; Ποια εποχή ήταν, κατ’ αρχάς; Ήξερες κατά πού ήσουν προσανατολισμένος; Τα έβλεπες όλα ρόδινα;
ΚΜ: Στην Αθήνα έφτασα περίπου ένα χρόνο πριν τις εκλογές του 1981. Τότε πρωτοταξίδεψα με βαπόρι. Στην Αθήνα ήταν πολλοί χωριανοί, συγγενείς και φίλοι από τα δικά μου μέρη. Έμεινα στην Αγίου Μελετίου και Μ. Βόδα. Επειδή ήμουν καχύποπτος με το ΠΑΣΟΚ, είχα προσανατολιστεί στην Αριστερά. Σαν νέος άνθρωπος είχα μια τρομερή περιέργεια να γνωρίσω τη ζωή της Αθήνας, τα θέατρα, τις μουσικές σκηνές… Η πρώτη θεατρική παράσταση που πήγα ήταν το «Ντα» με το Μάνο Κατράκη και μετά η «Σάρα» με την Έλλη Λαμπέτη. Ο κινηματογράφος, τα κρητικά κέντρα και τα ρεμπετάδικα ήταν όλα στις επιλογές μας. Στις πορείες και στις συγκεντρώσεις πηγαίναμε ταχτικά. Όμορφες παρέες με παιδιά από όλη τη χώρα. Το σπίτι ήταν κέντρο συνάντησης. Αναζητήσεις, κουβέντες, βόλτες, διαβάσματα – σε μια έντονη περίοδο που αργότερα θα μας προσγείωνε ανώμαλα. Καρτέρια, ερωτικά νυχτέρια και στέκια στα Εξάρχεια, στη Φωκίωνος Νέγρη αλλά και σε άλλα μέρη. Με τα πόδια αλωνίζαμε την Αθήνα. Ήταν μια περίοδος που δεν είχαμε λεφτά. Ένα βράδυ γυρνώντας από το μάθημα είδα ένα σημείωμα στο τραπέζι. «Φίλε, βρήκα σήμερα μεροκάματο και σου αφήνω δυο κατοστάρικα κι ένα μπολ με ρεβίθια. ΝΒ». Βρήκα τα χρήματα αλλά τα ρεβίθια δεν τα έβλεπα πουθενά. Πάω στη κουζινίτσα και βλέπω το μπολ με ένα σημείωμα.»Επειδή πεινούσαμε, σου αφήσαμε τα δυο κατοστάρικα και φάγαμε τα ροβίθια. Αδερφοί Κ.».
Εκείνο το καιρό συνέχιζα να αυτοσχεδιάζω, να γράφω και μετά να σκίζω ό, τι έγραφα. Ένιωθα ότι είχα ακόμη πολύ για να φτάσω εκεί που ήλπιζα πως θα άνοιγα κάποιο δικό μου δρόμο. Τον Οχτώβρη του 1981, λίγες μέρες μετά τις εκλογές, έφευγα για τη Ρουμανία, με το λεωφορείο και με καλή παρέα.
ΕΖ: Το επόμενο ταξίδι – σταθμός είναι το Βουκουρέστι της Ρουμανίας των Τσαουσέσκου. Ποια τα κριτήρια της επιλογής σου να σπουδάσεις εκεί; Ποια τα οφέλη και ποιες οι απογοητεύσεις που αποκόμισες;
ΚΜ: Ξεκινήσαμε με όνειρα και με φιλοδοξίες. Ένα λεωφορείο γεμάτο πόθους κι ελπίδες. Επιλέξαμε την Ρουμανία επειδή ήταν η μόνη από τις τότε ανατολικές χώρες που είχε μορφωτική συμφωνία με την Ελλάδα, Σπούδαζαν περίπου 5000 Έλληνες εκείνη την εποχή στα ρουμάνικα πανεπιστήμια. Ακόμη, υπήρχαν πάρα πολλοί πολιτικοί πρόσφυγες, από την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Οι πρώτες εντυπώσεις δεν με ενθουσίασαν. Αλλιώς τα περίμενα κι αλλιώς τα βρήκα. Η προσωπολατρία με εκνεύριζε αφάνταστα. Παντού η φωτογραφία του ηγεμόνα και τα πάντα ξεκινούσαν από εκείνα που έλεγε ο φωτισμένος αιωνόβιος ηγέτης. Η securitate, η ρουμάνικη ασφάλεια, ήταν φόβος και τρόμος. Το σημαντικό είναι ότι βλέπαμε ένα οικονομικό μοντέλο που δεν τραβούσε πια. Είχε ξεπεραστεί, ενώ η διαφθορά και η διαπλοκή είχαν αγκαλιάσει όλο το σύστημα. Λύσεις υπήρχαν αλλά η υπάρχουσα δομή δεν ευνοούσε τις αναγκαίες αλλαγές και το σύστημα γινόταν ολοένα και πιο αντιδημοκρατικό, σκληρό και ελεγχόμενο. Τα κομματόσκυλα οργίαζαν και πλούτιζαν ενώ οι λαϊκές ανάγκες συμπιέζονταν συνεχώς. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα είχαν επιβάλλει τρομακτικές πολιτικές λιτότητας, ανελέητες πληρωμές δανείων με υψηλά επιτόκια και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους είχαν απεριόριστες εξουσίες. Τα πανεπιστήμια είχαν υψηλό επίπεδο, όπως και η δημόσια υγεία, όμως η εξοντωτική λιτότητα επηρέαζε τα πάντα αρνητικά. Δεν τολμούσε κανείς να γράψει για τα προβλήματα και για διαφορετικές λύσεις από αυτές που πρότεινε το κόμμα του αλάνθαστου ηγέτη, του «πιο αγαπημένου ανάμεσα στους γήινους!» Γνώρισα πνευματικούς ανθρώπους, συζητήσαμε πολλές φορές και έβλεπα απαισιοδοξία και προβληματισμούς. Αδράνεια και παθητικότητα. Φόβο και ανασφάλεια. Και μια τρομερή securitate να παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα. Οι ελλείψεις σε βασικά προϊόντα μας εκνεύριζαν και άλλα θέματα μας πονούσαν.
Βέβαια, σαν νέοι άνθρωποι, φτιάξαμε παρέες με παιδιά από κάθε γωνιά της γης. Τα φοιτητικά γλέντια στις Εστίες έγραψαν ιστορία. Ο ρουμάνικος λαός αγαπούσε τους Έλληνες. Ήρεμοι άνθρωποι, φιλόξενοι, με ανοιχτές καρδιές. Πίναμε κρασί η τσούικα, ένα είδος παραδοσιακής ρακής, και ξεχαλινώναμε σε γιορτές, κυρίως σε σπίτια, αυλές και κοινωνικές εκδηλώσεις. Σε γάμους και βαπτίσεις έπαιζα μουσική με ηχητικά συστήματα της εποχής. Δίσκους και κασέτες. Θυμάμαι, στις όχθες του Δούναβη, τριήμερα γλέντια με εκπληκτικές τσιγγάνικες ορχήστρες, χορούς και πανηγύρια. Μου άρεσε η παρέα με τους τσιγγάνους αλλά και με όλους τους άλλους. Οι σχέσεις ήταν πιο ελεύθερες και άνετες. Υπήρχαν βέβαια θέματα με την αστυνομία αλλά ξεπερασμένα πια για μας… Τι να θυμηθείς τώρα και γιατί να τα θυμηθείς! Είχαμε φοιτητικούς συλλόγους σε κάθε πόλη με διάφορες δραστηριότητες και πετύχαμε, ο τότε Υπουργός Παιδείας της Ελλάδας, ο Απόστολος Κακλαμάνης, να επισκεφτεί τις Εστίες που μέναμε και να ζητήσει βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Κάτι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής στην Ρουμανία. Στον Σύλλογο Πολιτικών Προσφύγων κάναμε γιορτές, ομιλίες και διάφορες δραστηριότητες, πολιτιστικές, πολιτικές κτλ. Οι πρόσφυγες μας βοήθησαν πολύ. Ακόμη, προσπαθούσαν να μας πείσουν να είμαστε συνεπείς με τη σχολή. Είχα γνωρίσει εξαίσιες φυσιογνωμίες που δεν είχαν ακόμη επαναπατριστεί. Κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ εκείνη την εποχή ήταν μια έκτρωση. Κάποια φίλη έμεινε έγκυος από το φίλο της, που αργότερα παντρεύτηκαν κι έχουν σήμερα οικογένεια. Τότε οι εκτρώσεις απαγορευόταν δια ροπάλου στη Ρουμανία με εξοντωτικές ποινές. Τι να κάναμε ; Να αφήσομε αβοήθητους τους φίλους μας; Δεν γινόταν. Μαζέψαμε χρήματα, βρήκαμε μια νοσοκόμα και η έκτρωση έγινε σε ένα δωμάτιο της φοιτητικής εστίας για ξένους, με χίλιους κινδύνους για την υγεία της κοπέλας και εάν το έπαιρναν χαμπάρι οι χαφιέδες της ασφάλειας θα την πληρώναμε ακριβά όλοι μας, ντόπιοι και ξένοι. Φυλακή, αποβολή από τη σχολή και απελάσεις. Βέβαια είμαστε μπαγαπόντηδες. Στο απέναντι δωμάτιο στήσαμε γλέντι με τρελή φασαρία για να μην ακούγονται οι φωνές της κοπέλας. Η τρέλα μας κάλυψε τα πάντα. Η βοήθεια ήταν πολυεθνική, Ρώσοι, Έλληνες, Κινέζοι, Λατίνοι, Αφρικανοί, Ρουμάνοι… όλοι βοήθησαν. Οι αστυνομικοί στην είσοδο δεν πήραν πρέφα. Κι ευτυχώς η κοπέλα δεν αντιμετώπισε πρόβλημα υγείας με τις πρωτόγονες συνθήκες της επέμβασης. Θα μπορούσε να έχει πεθάνει εξαιτίας ενός ηλίθιου νόμου που στηριζόταν σε ηλίθια, αναπτυξιακά μοντέλα: αυξάνονται οι γεννήσεις, αυξάνονται τα χέρια εργασίας και παράγεται περισσότερος πλούτος. Ξεπερασμένα στατιστικά μοντέλα στα χέρια φρικτών κομματικών εξουσιαστών. Βλέποντας όλα αυτά και άλλα πολλά, αρχίσαμε να ψάχνομε διαφορετικά μοντέλα σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Στη σχολή με τους καθηγητές συζητούσαμε για την αναγκαιότητα διαφορετικών πολιτικών, αλλά δημόσια δεν τολμούσε να μιλήσει κανείς. Κάποιοι προσπάθησαν αλλά το κόστος ήταν τεράστιο. Καθαιρέσεις, απομόνωση κτλ. Ένας φίλος καθηγητής έβγαλε χαρτί από το τρελάδικο για να αποφύγει τη φυλακή. Το έγκλημα και το καμπαέτι ήταν ότι μίλησε για τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις εξωτερικού εμπορίου, σύμφωνα με όσα ορίζει η επιστημονική οικονομική θεωρία και μέθοδος. Έγινε εκείνα τα χρόνια μια προσπάθεια από την τότε Σοβιετική Ένωση αλλά απέτυχε. Πολλά είναι τα αίτια αλλά δεν είναι της παρούσης. Πιστεύω ότι ο σημαντικότερος παράγοντας είναι ο άνθρωπος και οι δημοκρατικές διαδικασίες. Χωρίς αυτές τα αδιέξοδα είναι αξεπέραστα. Σήμερο, την πτώση των καθεστώτων των ανατολικών χωρών την πληρώνουμε όλοι, γιατί ο καπιταλισμός αποθρασύνεται, απλώνει τα πλοκάμια σε όλο τον κόσμο. Η επίθεση ενάντια στον κόσμο της εργασίας και της δημιουργίας είναι πολυμέτωπη και αδίστακτη.
ΕΖ: Επιστρέφεις και ξεκινάς να δραστηριοποιείσαι στο χώρο του ραδιοφώνου, σε τοπικούς Σταθμούς, παράλληλα γράφεις σε εφημερίδες, εργάζεσαι, αρχίζεις τις μουσικές συνεργασίες και συναυλίες, ασχολείσαι με την παραγωγή, για να βγουν στο φως σπάνιες ηχογραφήσεις, το θέατρο είναι ενεργά στη ζωή σου, δημιουργείς μουσικά σχήματα ή συμμετέχεις σε κάποια… Στόχος σου ο πολιτισμός, η παράδοση, η φύση, η ζωή. Αισθάνθηκες ποτέ πώς θυσιάζεις κάτι από ‘σένα ή τους ανθρώπους σου, άσκοπα;
ΚΜ: Από την Ρουμανία επέστρεψα το Φθινόπωρο του 1987. Έμεινα ένα διάστημα στην Αθήνα. Εκείνα τα χρόνια, με το πολιτιστικό στέκι της Οδού Αγαθουπόλεως, κάναμε καταλήψεις παλαιών κτιρίων και τα μετατρέπαμε σε πάρκα. Η βίλα του Δρακόπουλου στο τέρμα της Πατησίων, η βίλα Κλωναρίδη στην Αγαθουπόλεως και άλλα. Ωραίες δράσεις και ωραίες αναμνήσεις. Το 1989 επέστρεψα στη Κρήτη. Έφυγα πάλι για λίγο, στρατιώτης, και την άνοιξη του 1991 εγκαταστάθηκα στο Ηράκλειο. Ξεκίνησα να κάνω μουσικές εκπομπές και να αρθρογραφώ σε τοπικές εφημερίδες. Εκείνα τα χρόνια άρχισα να δουλεύω στην ΔΕΠΤΑΗ και το 1995-96 ξεκίνησα την συνεργασία με τον Γιάννη Ξυλούρη. Λίγο αργότερα ξεκίνησα τις μουσικές παραγωγές. Από τις σπάνιες ηχογραφήσεις ξεχωρίζουν αυτές του Κώστα Μουντάκη και οι Μελαμπιανές παρέες. Εκείνη την εποχή διασκεύαζα τον Ερωτόκριτο για τη Θεατρική Σκηνή Ηρακλείου. Σαν ανέβηκε, τη μουσική επιμελήθηκε ο Γιάννης. Από εκεί συνεχίσαμε τη δουλειά και αργότερα παρουσιάσαμε την μουσική εργασία «Ο Ερωτόκριτος». Πολύ όμορφη δουλειά που συνεχίζει και σήμερα να εκδίδεται. Την ίδια εποχή γράψαμε με τον Γιώργο Γκερεδάκη το «Πρωί και βράδυ». Το 2006 ξεκινήσαμε τη συνεργασία με τον Μιχάλη Ξυδάκη και παρουσιάσαμε το μουσικό σχήμα Το Κάλεσμα της Φύσης. Μέχρι τώρα έχομε δώσει τρεις μουσικές εργασίες, την ομώνυμη, την Κραυγή της Φύσης, με την συνεργασία των Μιχάλη και Αλέκου Κακέπη και λίγο αργότερα τις Αδέσποτες Κουβέντες. Λίγο πριν, είχα εκδώσει με τον Νίκο Λιανέρη ακόμη ένα μουσικό έργο, το Ορμή και Θύελλα. Ο Ξυδάκης είναι πολύτιμος φίλος κι εκλεκτός συνεργάτης. Εκείνος επιμελείται την μουσική κι εγώ τους στίχους. Το μεράκι μας κάνομε. Δεν ασχοληθήκαμε ποτέ με τι θα βγάλομε και τι θα κερδίσομε. Μπορέσαμε να παρουσιάσομε εκλεκτές δουλειές και όμορφες συναυλίες. Τα τελευταία χρόνια έχομε πάει σε αρκετές πόλεις της Τουρκίας σε διάφορα φεστιβάλ. Οι παρέες με τους Τουρκοκρητικούς, μας έδωσαν την ιδέα να παρουσιάσομε μια νέα εργασία με θέμα την προσφυγιά, από το 1924 και τις ανταλλαγές, μέχρι σήμερα. Τα δράματα που εκτυλίσσονται στις μέρες μας, με τις προσφυγικές ροές και τις πολιτικές των μεγάλων συμφερόντων. Πιστεύω το χειμώνα να μπούμε για ηχογραφήσεις.
Ό, τι κάνω μου αρέσει. Διαφορετικά δεν θα το έκανα. Άλλωστε ό, τι μου πιπιλίζει άσκοπα το νου το πετάω πέρα χωρίς πολλά – πολλά! Το μόνο που με απασχολεί είναι να είμαστε δημιουργικοί και χρήσιμοι στην κοινωνία.
ΕΖ: Σε δεδομένη χρονική στιγμή εγκαταλείπεις τους πολιτιστικούς συλλόγους. Γιατί;
ΚΜ: Από παλαιότερα διέκρινα την αλλοτρίωση των πολιτιστικών συλλόγων. Κατάντησαν θεραπαινίδες μικρών και μεγάλων εξουσιών. Δημόσια είπα τις απόψεις μου και κατέκρινα εθνικισμούς, παραδοσιολαγνείες και παραδοπιστίες. Δεν θέλω η ανάγκη του χρήματος και η προβολή για θέσεις, εξουσίες ή παραγοντιλίκια δίπλα σε εξουσιαστικούς τύπους, να καθορίζουν την τέχνη και το πολιτισμό. Η φτηνοκαψούρα και η φτηνοδιασκέδαση να κυριαρχούν με τα σκυλάδικα, και η υπέρτατη αξία να είναι η επίδειξη πλούτου, ματαιοδοξίας και ηλίθιας σπατάλης. Σαχλαμάρες! Τυραννία του χρήματος κι ενός λανθάνοντος εθνικισμού που στρέφει τον άνθρωπο εναντίον του ανθρώπου. Για να ξεκαθαρίζω κάτι, τα λαϊκά γλέντια με καλή μουσική μου αρέσουν και συμμετέχω. Άλλωστε έχω μεγαλώσει με Ψαρογιάννη, Ψαραντώνη, Μουντάκη, Κλάδο, Σκορδαλό, με τα ρεμπέτικα και τους λαϊκούς χορούς. Στις συναυλίες των μεγάλων μας συνθετών πήγαινα πάντα. Το ίδιο και στις θεατρικές παραστάσεις… Δεν μπορώ όμως την κακογουστιά και την επίδειξη! Δεν μπορώ οι εταίρες των πολιτικάντηδων, που αποδείχτηκαν λαμόγια, να καθορίζουν το δικό μου πολιτισμό. Δεν αντέχω την ελεεινή πολιτική της βιομηχανίας του θεάματος. Δεν υποφέρονται οι καλλιτέχνες που λένε σοβαροφανείς σαχλές μαντινάδες σε υπουργούς και πρωθυπουργούς για να γλείφουν το κόκκαλο. Μουσεία κατάντησαν τους δημιουργικούς λαϊκούς πολιτισμούς. Τα ίδια και πολλές φιέστες των δήμων. Θυμήσου σπατάλες και υπερβολές. Τρελές αμοιβές και υπερφίαλες πολιτικές πολιτισμού. Και τι έμεινε; Εάν δεν σταματήσουμε να μαϊμουδίζουμε δεν θα συνέλθομε!
ΕΖ: Τι είναι, τι σημαίνει για σένα «Το Κάλεσμα της Φύσης»;
ΚΜ: Το Κάλεσμα της Φύσης είναι ό, τι αισθάνεται ο καθένας. Είναι η φωνή του έρωτα, η κραυγή της ζωής, η φωνούλα που βγαίνει από τα σπλάχνα και σε σπρώχνει να αγαπήσεις τον άνθρωπο και όλα τα όντα. Η φωνούλα από το χάος του νου, που επιζητεί την δημιουργία με τη δύναμη της ψυχής. Το άγιο πάθος, η φωτιά που τρώει τα σκώτια, τα πνευμόνια κι όλα τα σωθικά, για να ανοίγομε παράθυρα στον ήλιο. Είναι η κραυγή για τη προστασία του κόσμου μας. Το κάλεσμα για την αναζήτηση της ομορφιάς και της αρμονίας. Κι αυτό σημαίνει ότι ο στίχος και η μουσική πρέπει να είναι αληθινά, διαφορετικά, όσο κι αν στολίζομε με εξωτερικά πλουμίδια και στολίδια, δεν καταφέρνομε να κρύψομε την ασχήμια και την αναισθησία. Το ίδιο είναι και η ζωή. Όσα στολίδια και να φτιάξομε στη λύρα, δεν προσθέτουν αξία, εάν δεν παίζει όμορφα, εάν δεν έχει καλόηχα κελαηδίσματα. Το ίδιο και η κοινωνία. Όλος ο κόσμος θα μένει στο σκοτάδι εάν δεν βγει ο ήλιος! Αναζητούμε το ήλιο της ζωής. Ο όμορφος άνθρωπος δεν βρίσκει χαρές στα μολυσμένα νερά και τρόφιμα. Χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον, μας περιμένουν δεινά που ούτε φανταζόμαστε!
ΕΖ: Κωστή, είσαι συγγραφέας τριών βιβλίων. Στα βιβλία αυτά εκφράζονται οι ανησυχίες, οι προβληματισμοί σου, ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα να εξελίσσονται… Ποιο είναι στην ουσία το βαθύτερο θέμα τους;
ΚΜ: Νομίζω ότι μέσα μας κρύβομε όμορφα πράγματα αλλά και δυνάμεις ικανές να ομορφύνουν τη ζωή και τον κόσμο, αλλάζοντας πράγματα. Γι αυτό η τέχνη είναι η απελευθέρωση τέτοιων δυνάμεων που λάμπουν στο φως. Εγώ προσπαθώ να εκφραστώ μέσω της τέχνης του λόγου. Εάν κάνω ή όχι τέχνη είναι άλλο θέμα, που θα το κρίνετε εσείς και ο χρόνος. Είναι, αν θέλεις, μια σχέση χωρίς όρια ανάμεσα στο δικό μου εσωτερικό κόσμο και στην κοινωνία ή τον έξω κόσμο. Επειδή η κοινωνία βρίσκεται πάντα σε κίνηση, προσπαθώ να επηρεάσω αυτές τις μεταβολές και τους προσανατολισμούς. Ξέρω, από την άλλη, ότι όλα τούτα είναι ένα όμορφο παιγνίδι που με σαγηνεύει και το παίζω όσο καλύτερα και απολαυστικότερα μπορώ. Σαν αλήτης επιζητώ την Θεία Άλη, τις αλήθειες, το όνειρο και το παιγνίδι της ζωής. Περιπλανούμαι στους δρόμους της ψυχής και της ζωής, του έρωτα και της επανάστασης, όπως λέμε στη Κρήτη. Γι αυτό αγαπώ τους ζωντανούς ανθρώπους, τους αγαπητικούς της ζωής. Εκτιμώ τους οραματιστές γιατί, χωρίς όραμα η κοινωνία είναι καταδικασμένη στη στασιμότητα, τον μαρασμό και την παρακμή, δηλαδή στην καταστροφή της. Για μένα δεν υπάρχουν ξένοι. Υπάρχουν φίλοι που άλλους έχω γνωρίσει και άλλους πρέπει να γνωρίσω στο μικρό, πλανητικό χωριό μας.
Έχω εκδώσει τέσσερα βιβλία. το 2004 τους «Αλήτες στα Βαλκάνια», το 2006 τον «Άσωτο που δεν επέστρεψε ποτέ», το 2009 τον «Διογένη το Μοσκοκούζουλο» και φέτος το Μάη, «Τα Πουλιά της ψυχής μου».
ΕΖ: Τον Μάιο του 2010 συμμετείχες στο 2ο Πανελλήνιο συνέδριο «Τέχνη και Ψυχιατρική». Αλήθεια, πόσο ευεργετικός είναι ο ρόλος της μαντινάδας και του ριζίτικου τραγουδιού;
ΚΜ: Ελένη, συμμετείχα στο 2ο συνέδριο που έγινε στη Σούδα, στα Χανιά. Είχα πάρει τον τόμο με τα υλικά του 1ου συνεδρίου που πραγματικά είχε πολύ ενδιαφέρον. Το 2ο ήταν συνέχεια του πρώτου. Χρειάζονται τέτοια συνέδρια για να ψάχνομε τον εσωτερικό κόσμο και τις σχέσεις με τον εξωτερικό, τις μεταβολές και τις αλληλοεπιδράσεις. Άλλωστε η ίδια η τέχνη αντανακλά τέτοιες σχέσεις, ίσως είναι και η ουσία της. Η μαντινιάδα είναι τρόπος έκφρασης που στην Κρήτη έχει αναπτυχθεί ποικιλοτρόπως. όλοι ξέρουν και κάποιοι έχουν το ταλέντο να αυτοσχεδιάζουν με μοναδικό τρόπο. Οι αντικριστές μαντινιάδες στις παρέες είναι απολαυστικές. Η σύνθεση προϋποθέτει γνώσεις, άσχετα αν είναι σε εμπειρική μορφή η θεωρητική βάση. Η μελέτη του Ερωτόκριτου και παλαιών μαντινιάδων προσφέρει πλούσιες γνώσεις και τεχνικές. Έχουν διασωθεί πολλές παλιές από τη προφορική παράδοση, από τις ηχογραφήσεις των παλαιών καλλιτεχνών αλλά και από συλλογές όπως εκείνη της Μαρίας Λιουδάκη, του Αντώνη Γεναράκη, του Κριαρά, του Παυλάκη κτλ. Τους περαζόμενους καιρούς υπήρχαν αρκετοί που ήξεραν απέξω όλο τον Ερωτόκριτο. Ήταν φανταστικό να τους ακούς να απαγγέλλουν ή να τραγουδούν με τις ώρες αποσπάσματα από αυτό το τεράστιο έργο της κρητικής αναγέννησης. Βασική προϋπόθεση ήταν να το διαβάζουν τακτικά και να το λένε συχνά. Μοναδικός τρόπος έκφρασης και δημιουργίας, αλλά και σάτιρας και αυτοχλευασμού.
Τα ριζίτικα τραγούδια είναι από τους πολυτιμότερους θησαυρούς που κρύβει στα σεντούκια του ο λαϊκός πολιτισμός της Κρήτης. Πρέπει να τα προσέχομε σαν τα μάτια μας. Αυστηρά, λιτά σε μέτρο και ρυθμό, μεγαλοπρεπή, γεμάτα φως και δύναμη. Είναι ανάταση της ψυχής. Τα τραγουδείς και αισθάνεσαι να βγαίνεις από τον εαυτό σου, να ξεπερνάς τα όρια σου! Η μουσική τους είναι η μουσική της ανταριασμένης κρητικής μαδάρας, η ψυχή της λεύτερης Κρήτης, εκείνης που είναι γεμάτη έρωτα, ήλιο, φωτιές κι αλμύρα, το φως του βράχου! Δηλαδή ο έρωτας και η επανάσταση!
ΕΖ: Άρα ξαναγυρίζουμε στην γενική πλέον παραδοχή της Ψυχιατρικής, της Ψυχολογίας, της Νευρολογίας ακόμα, πως η Τέχνη είναι μέσο θεραπευτικό. Πόσο μάλλον όταν προέρχεται κι από την αυτοέκφραση του ατόμου μέσα από οικείους δρόμους. Και μιλάμε για εξωτερίκευση συναισθημάτων, πράγμα σπουδαίο γιατί κανένα φάρμακο δεν το πετυχαίνει αυτό, όπως δεν πετυχαίνει και την κοινωνικοποίηση του ατόμου! Η Τέχνη όμως, τα κατορθώνει αυτά.
ΚΜ: Τα συνέδρια, οι διαλέξεις ή τα σεμινάρια χρειάζονται. Είναι αναγκαία για πολλούς και διάφορους λόγους. Ευκολονόητους. Αυτό που δεν χρειάζεται είναι η άσκοπη σπατάλη χρημάτων και οι ανούσιες επαναλήψεις για να δικαιολογούν τις σπατάλες. Είχε γεμίσει ο τόπος συμπόσια, διαλέξεις, εισηγήσεις και ημερίδες, talk shows και κύκλους συζητήσεων. Ο λογαριασμός δεν κλείνει, είναι ατελείωτος. Ποια ήταν όμως τα κίνητρα των διοργανωτών; Ολόκληρος στρατός δημιουργείται. Μηχανισμοί από διοργανωτές, διαμεσολαβητές, επαγγελματίες και προσωπικό, διαφημίσεις, γραφεία τύπου και δημοσίων σχέσεων. Ακολουθούν οι παρουσιαστές και οι συμμετέχοντες. Μια βιομηχανία θεάματος με ευαίσθητες ιεραρχίες. Οι σταρ, οι κομπάρσοι, οι βιρτουόζοι και εκείνοι που βαριούνται τη ζωή τους εξαιτίας της συμμετοχής τους. Οι τιμές και οι αμοιβές ανεβοκατεβαίνουν σαν χρηματιστήριο σε τρελές στιγμές. Χρηματοδοτήσεις, επιδοτήσεις, χορηγίες και στυγνή επιχειρησιακή λογική. Κάποιοι αυτές τις δραστηριότητες τις εκμεταλλεύτηκαν αποκτώντας τρελά εισοδήματα. Ο νόμος της επανάληψης κυριαρχεί. Εκπλήξεις δεν υπάρχουν. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις υπάρχουν αλλά δεν χαρακτηρίζουν την βιομηχανία του περιπλανώμενου τσίρκου. Το πανηγύρι, το γλέντι και τρελή χαρά είναι το κριτήριο. Οι δημόσιοι πόροι που σπαταλήθηκαν είναι τεράστιοι και λίγες δραστηριότητες άξιζαν.
ΕΖ: Τι πιστεύεις για την Ελλάδα του σήμερα; Είμαστε σε αδιέξοδο; Αρκούν η Τέχνη και η Παιδεία για να μας λευτερώσουν ή χάσαμε το τραίνο;
ΚΜ: Νιώθω γύρω μου ότι πολλοί προσπαθούν να περισώσουν ό, τι μπορούν…. Άλλος το βιός του και να βοηθήσει τα παιδιά του και άλλοι τις λαμογιές τους… Εγώ πιστεύω ότι ακούω τις κραυγές της θλίψης και της απόγνωσης αλλά και τον θυμό για τον ακρωτηριασμό των ονείρων και της ζωής. Βλέπω την οικολογική καταστροφή που ίσως γίνει μη αναστρέψιμη, αλλά και το γενετικό απαρτχάιντ που έρχεται. Πιστεύω ακόμη ότι μέσα στον πόνο είναι η χαρά και μέσα στη χαρά βρίσκεται ο πόνος. Χρειαζόμαστε απαντήσεις για τις αυθαιρεσίες και τις καταχρήσεις αλλά και όραμα για να βγούμε από την τρύπα… Χρειαζόμαστε ενθουσιασμό κι ελπίδα… Νιώθω ότι το παλιό κατεστημένο ψυχομαχεί αλλά ζει ακόμη ενώ το καινούργιο έρχεται χωρίς να μας έχει φτάσει… Ίσως δεν έχει γεννηθεί αλλά εμείς ξέρομε ότι κυοφορείται…. Πριν από κάθε γεγονός προηγείται η πνευματική αφύπνιση. Καιρός είναι να καταλάβομε ότι η διαπλοκή και διαφθορά έκαναν τα λαμόγια αφεντικά, που καταλήστευσαν τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Καιρός είναι να αφυπνιστούν οι πνευματικοί άνθρωποι και να ξυπνήσουν από το λήθαργο τους. Καιρός είναι κι εμείς να δώσομε λόγο και ύπαρξη σε δυνάμεις που έχομε καταχωνιάσει στα τάρταρα του περιθωρίου. Καιρός είναι να βγούμε σαν δημιουργικές δυνάμεις με λόγο και προτάσεις. Όσο θα κάνουν κουμάντο τα ΔΝΤ και οι δανειστές, το μέλλον θα είναι δυσοίωνο! Η Ευρωπαϊκή Ένωση με τις πολιτικές που εφαρμόζει τρέφει το τέρας του φασισμού και στριμώχνει ακόμη περισσότερο τους λαούς. Ας βρούμε την άκρη της κλωστής κι ας αρχίσουμε να ξετυλίγομε το μίτο.
Στις σύγχρονες οικονομικές κρίσεις και καταστάσεις κερδίζουν οι πλουσιότεροι. Έρχεται όμως ακόμη ένας παράγοντας. Ο κόσμος, λένε οι διανοητές. Το κλίμα, το νερό, ο αέρας, η φωτιά, η γης, η χλωρίδα, η πανίδα, το σύνολο των έμβιων όντων. Αυτή είναι η σύγχρονη οικουμενική κατάσταση. Για να βρούμε τρόπους να αλλάξουμε τις εποχές των κρίσεων πρέπει να αλλάξουμε τις αντιλήψεις μας. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Οι θεσμοί δεν ακολούθησαν τις αλλαγές. Ο πλανήτης έρχεται στο προσκήνιο. Είμαστε ακόμη οι δημιουργοί του μέλλοντος, αλλά με νέες επινοήσεις. Ο λαός και οι εκπρόσωποι του πρέπει να σταματήσουν να αποτελούν ακέφαλο τσούρμο που περιφέρεται, και η κάθε λαϊκή ψυχή να γίνει φρούριο προστασίας των δημιουργικών και παραγωγικών δυνάμεων του τόπου. Δεν αποτελεί ντροπή για μια κοινωνία το ποσοστό της υψηλής ανεργίας και ο ξενιτεμός των νέων παιδιών; Η κλεψιά των αποθεμάτων των επόμενων γενεών, δεν αποτελεί ντροπή για τους τωρινούς; Για πολλά ντρεπόμαστε, για πολλά δεν μιλάμε αλλά θα έρθει η στιγμή που οι επόμενες γενεές θα ντρέπονται που εμείς ήμασταν πρόγονοί τους!
ΕΖ: Συμμετέχεις σε μια ταινία Βελγικής παραγωγής, με θέμα τον αγώνα ενός Κούρδου να φτάσει στη Γερμανία για να βρει την κοπέλα του. Ο κουρδικός λαός υποφέρει από τους Τούρκους εδώ και αιώνες κι αγωνίζεται να φτιάξει κράτος δίνοντας αίμα. Ταυτόχρονα έχεις παρέες με Τουρκοκρητικούς και πιθανόν με Τούρκους, λόγω του Φεστιβάλ στο οποίο συμμετέχεις. Ποια η γνώμη σου για τον τρομερό τουρκικό λαό; Τι μας χωρίζει; Υπάρχουν πράγματα να μας ενώνουν; Το ζήτημα των Κούρδων;
ΚΜ: Η ταινία λέγεται ZAGROS και ο σκηνοθέτης Sahim. Γυρίσματα έγιναν στα μέρη μας, στην Κωνσταντινούπολη και σε ευρωπαϊκές χώρες. Το κουρδικό είναι ένα θέμα που πρέπει να λυθεί με ειλικρινή διάλογο από όλες τις πλευρές. Οι λαοί έχουν δίκιο και ο αγώνας τους είναι ιερός. Ο διάλογος είναι το μέσο επίλυσης των προβλημάτων και ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η ευρύτερη περιοχή που ζούμε, βρίσκεται σε ανάφλεξη. Πολλά θέματα πρέπει να βρουν ουσιαστικές και βιώσιμες λύσεις χωρίς εξαναγκασμούς και εμπόλεμες καταστάσεις. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου, των λαών και της κάθε μειονότητας είναι βασικές προϋποθέσεις. Τις λύσεις πρέπει να τις βρουν οι ίδιοι οι λαοί και εμείς θα στηρίζουμε τον αδύνατο, τον κατατρεγμένο και τον κάθε καταπιεζόμενο. Ο κουρδικός λαός έχει περάσει πολλά και συνεχίζει να αγωνίζεται. Ζήσαμε τον τιτάνιο αγώνα τους ενάντια στον ISIS, στο Κόμπανυ, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ανατολής. Έχει τη συμπάθεια και την αλληλεγγύη μας στις προσπάθειες και στους αγώνες του.
Ο τούρκικος λαός έχει πολλά κοινά με εμάς. Είμαστε γειτόνοι και πρέπει να βρούμε το δρόμο της καλής γειτονίας, φιλίας και συνεργασίας. Θύματα του διαίρει και βασίλευε των μεγάλων δυνάμεων και αλόγιστων πολιτικών από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές είναι οι λαοί της ευρύτερης περιοχής. Όμως εάν δεν βρούμε λύσεις στα προβλήματα μας, θα είμαστε και οι δυο λαοί, υποχείρια των δυνατών της γης. Σταθερά βήματα και αλληλοσεβασμός. Επικοινωνία και συνεργασία. Υπάρχουν διεθνείς κανόνες και διεθνές δίκιο και το αμοιβαίο συμφέρον και των δύο λαών. Μακριά από εθνικισμούς, «μεγάλες ιδέες» και ενέργειες που περισσότερο βλάφτουν παρά ωφελούν. Είναι καιρός οι ελληνοτουρκικές σχέσεις να μπουν σε νέα φάση, προς όφελος και των δύο χωρών και να σταματήσουν οι προκλητικές ενέργειες των παραβιάσεων και των προκλήσεων από τη γειτονική χώρα.
Οι παρέες με τους Τουρκοκρητικούς είναι πάρα πολύ όμορφες. Όλα ξεκίνησαν από τη φιλία με τον Kamil Sumbasi. Μια έντονη προσωπικότητα με ποικίλη δράση. Ήταν ο Δήμαρχος που ξεκίνησε τις συναυλίες στο μεγάλο θέατρο της Αρχαίας Εφέσου με τον Μίκη Θεοδωράκη, την Τζόαν Μπαέζ, Τομ Τζόουνς κ.α. Ανάμεσα στα άλλα έργα του, είναι το «Μουσείο Μνήμης» στο Δήμο του Σελτζούκ, στην Αρχαία Έφεσο. Ο παππούς και ο πατέρας του είχαν γεννηθεί στη Κρήτη, στο Σοκαρά, ένα χωριό στη Μεσσαρά… Από το Ηράκλειο κατάγεται και η μαμά του. Έφυγαν από την Κρήτη με τις ανταλλαγές του 1923. Αυτή την πρωτόγνωρη συμφωνία ανάμεσα σε δυο κράτη, που στην ουσία ήταν εκτόπιση πληθυσμών με βάση την εθνικότητα που στηριζόταν στο θρησκευτικό κριτήριο. Θυμηθείτε τους Μικρασιάτες, τους Πόντιους πρόσφυγες στη χώρα μας. Ο Καμίλ μας πρότεινε και από τότε έχει ξεκινήσει μια συνεργασία με συναυλίες, σε φεστιβάλ Τουρκοκρητικών , σε διάφορες πόλεις. Από το βορρά μέχρι το νότο. Έτσι έχομε στήσει όμορφες φιλίες, που άλλοτε φιλοξενούμε εμείς εδώ στη Κρήτη κι άλλοτε εκείνοι στα μέρη τους. Είναι φιλόξενοι, φιλότιμοι και διατηρούν ήθη και έθιμα της Κρήτης. Είναι συγκινητικές οι ιστορίες και οι μνήμες. Στο τελευταίο βιβλίο, Στα Πουλιά της Ψυχής μου, έχω ένα διήγημα που περιγράφω το τρόπο και την αγωνία του Καμίλ, να βρει και να δει το χωριό που γεννήθηκε ο πατέρας και ο παππούς του. Στο ίδιο βιβλίο έχω ακόμη ένα διήγημα που γράφω για τη πορεία της προσφυγιάς μιας ποντιακής οικογένειας, που έφυγε από την Κερασούντα και ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Στην Τουρκία, συνάντησα ανθρώπους που μιλούν την κρητική διάλεκτο όπως οι παππουδογιαγιάδες μας. Στη Σμύρνη, βρήκα βιβλίο με τον Ερωτόκριτο, στην ελληνική γλώσσα, έκδοση του 1884. Τον είχε πάρει μαζί του, το 1924, ένας Τουρκοκρητικός σαν έφευγε από το Ηράκλειο. Παππούς ενός φίλου. Στα χωριά ζήσαμε συγκινητικές στιγμές με ηλικιωμένους ανθρώπους. Βρέθηκα σε χωριό που όλοι, μικροί – μεγάλοι, μιλούν την κρητική διάλεκτο μεταξύ τους. Αυτές οι πολιτιστικές σχέσεις βοηθούν στη καλλιέργεια θετικού κλίματος φιλίας, αλληλεγγύης, συνεργασίας και ειρήνης μεταξύ των λαών μας. Πάνω από όλα, η ανθρωπιά και το φιλότιμο!
ΕΖ: Μιχάλης Ξυδάκης & Κωστής Μουδάτσος! Δέκα χρόνια μαζί! Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια; Τι κάνει δυνατή μια συνεργασία και φιλία;
ΚΜ: Με τον Μιχάλη συνεργαζόμαστε περίπου δέκα χρόνια, Γνωριζόμαστε πολύ περισσότερα. Από την αρχή εκτίμησα τις απόψεις του αλλά και τον ακέραιο χαρακτήρα του. Καθαρός κι έντιμος άνθρωπος. Ξέρω καλά τους αγώνες του για να μάθει λύρα, με δάσκαλο τον Κώστα Μουντάκη. Ένα καλοκαίρι, έφηβος ακόμη, έσκαβε χαντάκια στους βράχους και στις πέτρες του Προφήτη Ηλία και με τα χρήματα που εξοικονόμησε, από τα μεροκάματα, αγόρασε την λύρα του, από τον Μανόλη Σταγάκη. Πάνω από όλα είμαστε φίλοι και μετά συνεργάτες. Ευαίσθητος, κοινωνικός και αληθινός άνθρωπος είναι ο Μιχάλης. Ταιριάζουν τα φέσια μας! Τώρα ετοιμάζομε αυτή την μουσική δουλειά με θέμα τους πρόσφυγες, από το 1924 μέχρι σήμερα. Αυτά που έζησαν οι προηγούμενες γενιές και αυτά που ζούμε εμείς σήμερα!
ΕΖ: Πριν κλείσουμε θα σε ρωτήσω κάτι που σχετίζεται και με την κρίση και είναι και το τίμημα που πληρώνει κάποιος χωρίς να το ξέρουν οι άλλοι… Μα θα ρωτήσω μ’ έναν “ κλεμμένο” τίτλο από την επίσης Κρητικιά, Μάρω Βαμβουνάκη: “Η μοναξιά είναι από χώμα”; Ή είναι μια καταχνιά που κάποιες ώρες σε σκεπάζει και δεν αντέχεται;
ΚΜ: Η ζωή έχει καταχνιές και σκοτεινιές και γι αυτό αναζητούμε τα φωτεινά διαστήματα. Η ομίχλη, εάν ξέρεις τον τόπο και περπατάς προσεχτικά στα μονοπάτια που θα σε βγάλουν στο φως, έχει τη δική της μαγεία. Κι επειδή είμαστε σπόρος , χρειαζόμαστε το χώμα, το νερό και τον ήλιο για να βλαστοανθοκαρποδέσομε! Κι επειδή ζούμε σε παρακμιακές εποχές, που κυριαρχούν οι μέτριοι και ασήμαντοι, ας βρούμε το θάρρος να σκάψομε στον άνυδρο τόπο για να βρούμε νερό.
ΕΖ: Κωστή, αγαπημένε φίλε, συμπορευτή, εμπνευστή για συνέχιση ενός αγώνα χωρίς νταβαντούρια και επιδειξιομανίες, σ’ ευχαριστώ για την κουβέντα, σ’ ευχαριστούμε όλοι που μας έκαμες πιο πλούσιους, Το “ Περί ου” είναι περήφανο για τους αυθεντικούς ανθρώπους της παρέας του. Να είστε καλά με τον Μιχάλη, να μας δίνετε όμορφα πράγματα, να είμαστε όλοι καλά και να πορευόμαστε όπως διάλεξαν οι καρδιές μας…
ΚΜ: -Ελένη σε ευχαριστώ!
«Του γέρου κόσμου η καρδιά, καινούργιο αίμα θέλει
γιατί την εκρεμάσανε οι σκύλοι στο τζιγκέλι!»
( στίχοι Κ.Μ μουσική Μ.Ξ )