Στην αραβική γλώσσα η λέξη waqf (τουρκικά: vakıf, ελληνική απόδοση: βακούφι) σημαίνει σταματώ, συγκρατώ, εμποδίζω, ακινητοποιώ. Κατά το μουσουλμανικό δίκαιο, το βακούφι είναι μια δικαιοπραξία μέσω της οποίας ένα φυσικό πρόσωπο παραιτείται από ένα ή περισσότερα αγαθά του και τα θέτει εκτός εμπορικής συναλλαγής, αφιερώνοντάς τα ισοβίως σε έναν ιερό, φιλανθρωπικό ή κοινωνικό σκοπό. Το βακούφι αποτελεί τον κατεξοχήν μηχανισμό για την επίτευξη της ελεημοσύνης (sadaka), έναν από τους κύριους άξονες του Ισλάμ. Από νομική άποψη, πρόκειται για μια από τις πιο πολύπλοκες κατασκευές του μουσουλμανικού δικαίου, η οποία, αν και διατήρησε όλα τα βασικά εννοιολογικά συστατικά του θεσμού, εξελίχθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια των αιώνων.
Θεμελιώδες στοιχείο της είναι η ιδρυτική πράξη (vakfiye) στην οποία εκφράζεται η βούληση του ιδρυτή· αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί. Στο έγγραφο αυτό προσδιορίζεται ο σκοπός σύστασης του βακουφίου, ο οποίος δεσμεύει οριστικά τον ιδρυτή και τους κληρονόμους του. Η ανελαστικότητα που του προσδίδει ο όρος αυτός είναι ωστόσο φαινομενική: Στην πράξη, το βακούφι αποδείχτηκε προσαρμοστικό κι ευέλικτο. Οι περιπτώσεις βακουφικών ακινήτων των οποίων μεταβλήθηκε το νομικό καθεστώς είναι πολυάριθμες κατά την Οθωμανική περίοδο. Μάλιστα, το 19ο αιώνα, το αυτοκρατορικό υπουργείο Βακουφίων δε δίστασε να εκποιήσει πλείστα βακουφικά ακίνητα που κρίνονταν οικονομικά ασύμφορα και των οποίων η νομική υπόσταση δεν ήταν –θεωρητικά– δυνατό να αλλάξει.
Το βακούφι δε συμπεριλαμβάνει αποκλειστικά ακίνητα πράγματα, αλλά ενίοτε αφορά και κινητά (βιβλία, σοδειές, εμπορεύματα κ.λπ.).
(Το κείμενο αυτό περιορίζεται στα βακουφικά ακίνητα.)
Αναφέρεται για πρώτη φορά αρχές του 11ου αιώνα. από τον Άγ. Ιωάννη Ξένο, σε διαθήκη το χωριό Πηγή στην περιοχή Άριος. Το 1583 είχε 275 κατοίκους, ενώ το 1928 με την άφιξη των Μικρασιατών είχε 446 κατοίκους και ήταν έδρα κοινότητας. Το 1881 ήταν έδρα ομώνυμου Δήμου, έχοντας 372 κατοίκους (365 Χριστιανούς και επτά Τούρκους). Το 2001 με 336 κατοίκους ανήκει στο Δήμο Αρκαδίου.
Είναι χτισμένη στο κέντρο εύφορης πεδιάδας και σύμφωνα με μία εκδοχή προήλθε από την ένωση των οικισμών Νίσπιτα (από ναυτικούς κατοίκους) και Άι Γιάννη που βρισκόταν στην παραλία, αλλά αναγκάστηκαν να μετοικήσουν εσωτερικά στον Άι Γιώργη (θέση της Πηγής), εξαιτίας των πειρατών. Η ονομασία της Πηγής φέρεται να προέρχεται από μια πλούσια πηγή με υπέροχο νερό, που βρισκόταν κοντά στις όχθες του ποταμού, στη θέση «Βουλισμένη» που όμως στείρεψε από σεισμό. Στην περιοχή της Πηγής βρέθηκαν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα: αγγεία, αμφορείς Μινωικής περιόδου (2600-1100), ρωμαϊκά νομίσματα, αλλά και βυζαντινές επιγραφές του 4ου μ.Χ. αιώνα. Υπάρχουν ακόμη επώνυμα από βυζαντινές οικογένειες: Βαρούχας, Καφφάτος, Καλλέργης, Λίτινας, Σκορδίλης που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και στο χωριό.
«Βακουφικό» χωριό Βαλιδέ Σουλτάτας με φιρμάνι του 1685
Το Γεράνι είναι ένα χωριό του νομού Ρεθύμνου που βρίσκεται 9 περίπου χιλιόμετρα από το Ρέθυμνο και σε μικρή απόσταση από την νέα εθνική οδό Ρεθύμνου-Χανίων, σε υψόμετρο 90 μέτρων.
Το χωριό αναφέρεται σε όλες τις βενετσιάνικες απογραφές του 16ου και 17ου αιώνα, καθώς και στην αιγυπτιακή και την τουρκική. Μάλιστα, σε τούρκικο έγγραφο του 1672, αναφέρεται ότι υπαγόταν στα βακουφικά χωριά του αγαθοεργού ιδρύματος του σουλτάνου Ιμπραήμ Χαν, το ομώνυμο τζαμί του οποίου υπάρχει σήμερα στην πόλη του Ρεθύμνου. Πάντως, πιθανότατα κατοικήθηκε νωρίτερα επί βυζαντινής εποχής, δίπλα στη θάλασσα στον όρμο που ήταν μικρό λιμανάκι. Οι επιδρομές των πειρατών ήταν αιτία να οπισθοχωρήσουν στη σημερινή θέση του χωριού.
Το 1280 γίνεται αναφορά του οικισμού σε συμβόλαιο.Στην απογραφή του Καστροφύλακα (Κ 102) αναγράφεται Crussona με 262 κατ. το 1583. Το 1834 είχε 140 χριστιανικές οικογένειες και ήταν βακουφικό χωριό, χωρίς Τούρκους, και ήταν αφιερωμένο στη συντήρηση του τεμένους του σουλτάνου Ιμπραήμ, στο ΡέθυμνοΤο 1821 στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους κατέφυγαν 350 Τούρκοι για να σωθούν και παρέλαβαν όμηρο το παιδί ενός αγωνιστή. Οι επαναστάτες με τη συγκατάθεση του πατέρα του παιδιού, άνοιξαν τρύπα στην οροφή της εκκλησίας (σώζεται μέχρι σήμερα) και μέσα από αυτήν έριξαν αναμμένες εύφλεκτες ύλες. Όλοι τους, όπως και το παιδί, πνίγηκαν από τον καπνό. Όσοι τόλμησαν να βγουν σκοτώθηκαν. Κατά την Επανάσταση του 1866 το χωριό πυρπολήθηκε από τους Τούρκους και οι ναοί του καταστράφηκαν.Την επανάσταση του 1821 έδρασαν οι Εμμανουήλ Μακατούνης,Γιαμαλής,Κοκολοζάχαρης και Μπαμνιεδομιχάλης. Την επανάσταση του 1866 έδρασαν οι Εμμανουήλ Βάμβουκας ,Μανούσος Χριστοδουλάκης,Λιανδροκωσταντής και τα αδέλφια Σπυριδάκη. Το 1881 είχε 1.269 κατοίκους.
Κατά τη Βενετοκρατία, τα Ανώγεια δεν αναφέρονται ως κέντρο Επαναστατών, όπως άλλα μέρη της Κρήτης. Το 1648, κυριεύτηκαν από τους Τούρκους αλλά στους κάτοικούς του παραχωρήθηκαν ειδικά προνόμια. Κατά την Τουρκοκρατία, τα Ανώγεια ήσαν βακουφικό (μοναστηριακό) χωριό, αφιερωμένο στα τζαμιά της Βαλιδέ Σουλτάνας και παράλληλα αποτέλεσε μείζον επαναστατικό κέντρο.
Κατά την Τουρκοκρατία το Τυμπακι ήταν Βακούφικο χωριό. Η θέση του στο δρόμο επικοινωνίας της δυτικής Κρήτης προς την πεδιάδα της Μεσαράς και η κατοχή του από τους επαναστάτες του Αμαρίου, του Αγ. Βασιλείου και των υψωμάτων του Ψηλορείτη, είχε αναγκάσει τους Τούρκους να εγκαταστήσουν στο Τυμπακι μόνιμη φρουρά για να φυλάσσει την διάβαση. Το 1822 είχαν συγκεντρωθεί στο Τυμπακι 2000 Τούρκοι με αρχηγούς του Μουσταφά Καψάλη και Αγριολιδη. Οι επαναστάτες με αρχηγό το Βουρδουμπα τον Τσουδερό και τον Κορμουλη ύστερα από μάχες στις οποίες σκοτώθηκαν 30 Τούρκοι και 15 επαναστάτες καταλάβανε το χωριό Κλήμα. Ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη στην πεδιάδα της Μεσσαράς.
Κατά την Τουρκοκρατία ήταν Βακούφικο χωριό.εκχωρήθηκε στον πορθητή του Χάνδακα Κιοπρουλί , ο οποίος το αφιέρωσε στο Βεζίρ Τζαμί (Άγιος Τίτος). Κατά την Επανάσταση του 1866 οι Τούρκοι κατέστρεψαν το χωριό και έκοψαν τα οπωροφόρα δέντρα.
Στην Αυτοκρατορία των σουλτάνων διαμορφώθηκαν, ήδη από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, πολλές κατηγορίες βακουφικών κτημάτων οριζόμενες με διαφορετικά κριτήρια: ταυτότητα των ιδρυτών (κράτος, ιδιώτες), εξωτερική μορφή (αστικά, αγροτικά), διοίκηση, καταβλητέα τέλη. Τα «σουλτανικά» ιδρύματα αποτέλεσαν το εκτενέστερο μέρος αυτού του τύπου γαιών. Στις πόλεις τα μεγαλύτερα σουλτανικά βακούφια ήταν αυτά που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη συντήρηση των κυριότερων μουσουλμανικών χώρων λατρείας. Για παράδειγμα, αναφέρεται το βακούφι του τζαμιού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, για το οποίο στις αρχές του 16ου αιώνα περισσότερα από 1.650 μαγαζιά και εργαστήρια στα όρια του ιστορικού κέντρου είχαν τεθεί εκτός συναλλαγής, θεωρούνταν «ακινητοποιημένα» και ανήκαν στο βακούφι, το οποίο τα εκμίσθωνε και χρησιμοποιούσε τα έσοδα από τα μισθώματα για τα έργα επισκευής του ναού. Όσα δεν ήταν σουλτανικά, χαρακτηρίζονταν «ιδιωτικά», σχηματίζοντας πλείστες άλλες υποομάδες και υποδιαιρέσεις. Κατά κανόνα, οι ιδιώτες που αφιέρωναν μέρος της περιουσίας τους στην εκπλήρωση κάποιου θεάρεστου έργου (π.χ. συσσίτια, μισθοδότηση μουεζίνη για απαγγελία προσευχών σε ορισμένες ώρες, συντήρηση σχολικού κτηρίου κ.λπ.) δεν ενεργούσαν με μοναδικό κίνητρο την ευσέβεια, αλλά και διότι θεωρούσαν ότι το νομοθετικό πλαίσιο του βακουφίου διασφάλιζε τα εφεξής «ακινητοποιημένα» αγαθά, ενώ παράλληλα παρείχε προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
3. Νομικό πλαίσιο των χριστιανικών βακουφίων
3.1. 19ος αιώνας
Επειδή διαθέτει δική του νομική προσωπικότητα, το βακούφι συμβάλλεται ελεύθερα με τρίτους μέσω των νομίμων αντιπροσώπων του, καλύπτοντας έτσι εν μέρει το κενό δικαίου που δημιουργεί η μη αναγνώριση των νομικών προσώπων από το οθωμανικό δίκαιο. Τους κανόνες όμως επιβεβαιώνουν οι εξαιρέσεις. Εξάλλου, στην αυτοκρατορία των σουλτάνων, η απόσταση ανάμεσα στο νομικό κανόνα και την πραγματικότητα ήταν συνήθως σημαντική. Τα νομικά πρόσωπα είναι λοιπόν έννοια καταρχήν και θεωρητικά «άγνωστη». Στην πράξη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, για παράδειγμα, τα ταμεία των επαγγελματικών συντεχνιών (esnaf sandıkları) είχαν σαφώς συμβατική ικανότητα, εφόσον παραχωρούσαν δάνεια σε φυσικά πρόσωπα – κατά κανόνα μέλη της συντεχνίας. Άλλη «εξαίρεση», ιδιαίτερα γνωστή στους Ρωμιούς της Πόλης: το οικόπεδο στο οποίο βρίσκονται ο ναός της Αγίας Τριάδας Σταυροδρομίου και το Ζάππειο Παρθεναγωγείο εγγράφηκε στο όνομα του «ρωμαίικου έθνους» (rum milletinin) την 11η μουχαρέμ 1191 (20 Φεβρουαρίου 1777).
Μένει να διερευνηθεί πώς και αν ένας θεσμός τόσο στενά συνδεδεμένος με τη φιλοσοφία και τους προσανατολισμούς της ισλαμικής θρησκείας όσο το βακούφι υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη του οθωμανικού εμπράγματου δικαίου, ο Σμυρνιός νομικός Ν. Π. Ελευθεριάδης απαντά ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές ως προς το σημείο αυτό. Αναφέρει ότι τα ρωμαίικα ευαγή ιδρύματα δε συστάθηκαν ποτέ ως βακουφικά ενώπιον του μουσουλμάνου ιεροδίκη και επομένως δεν εντάσσονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του. Η ύπαρξή τους οφείλεται στη μεγαλοψυχία και γενναιοδωρία των εκάστοτε σουλτάνων, οι οποίοι με ειδικό φιρμάνι παραχώρησαν άδειες ανέγερσης ναών, σχολείων, νοσοκομείων και δεν παρέλειψαν, σε κάθε ενθρόνιση νέου Πατριάρχη, να εκδώσουν αυτοκρατορικό βεράτι διευκρινίζοντας ότι η διαχείριση των εισοδημάτων του Πατριαρχείου ανήκε στον Πατριάρχη και την Ιερή Σύνοδο. Στο ίδιο βεράτι αναφέρεται συστηματικά, τονίζει ο Ελευθεριάδης, ότι «αι απανταχού του κράτους εκκλησίαι και μοναστήρια θα διατελώσιν ως έκπαλαι υπό την κυριότηταν και κατοχήν του τε Πατριάρχου και των κατά τόπους μητροπολιτών».
Οι περισσότεροι ορθόδοξοι ναοί της Πόλης, τα σχολικά κτήρια, τα νεκροταφεία και το νοσοκομείο έλκουν δηλαδή τη νομιμότητα της ίδρυσής τους από τη βούληση του σουλτάνου, η οποία αποτυπώνεται στο αυτοκρατορικό φιρμάνι που αποτελεί εφεξής οιονεί τίτλο κυριότητας. Αλλά κανένα από αυτά τα κοινοτικά ή εκκλησιαστικά ακίνητα δεν υπάγεται σε σαφώς προδιαγεγραμμένο καθεστώς. Αν και δηλώνει ότι δεν είναι βακουφικά, ο Ελευθεριάδης δεν ξεκαθαρίζει τη νομική τους υπόσταση.
Ωστόσο αξίζει να υπογραμμιστεί ότι, παρόλο που δεν είχαν την υποχρέωση, οι Ρωμιοί της Πόλης χρησιμοποίησαν τους βακουφικούς μηχανισμούς και τις διαδικασίες για να διαχειριστούν την κοινοτική ακίνητη περιουσία.
Σύμφωνα με τους γενικούς κανονισμούς του ρωμαίικου μιλλέτ που τέθηκαν σε ισχύ το 1862, η διοίκηση των ευαγών ιδρυμάτων αλλά και των εκκλησιαστικών και μοναστηριακών ακινήτων ανήκει στο Διαρκές Μεικτό Εθνικό Συμβούλιο, το οποίο διορίζει, κατ’ αντιστοιχία προς τους διαχειριστές (mütevelli) των μουσουλμανικών βακουφίων, εφόρους επιφορτισμένους με τον έλεγχο των ετήσιων προϋπολογισμών και απολογισμών.
Επίσης, οι περισσότερες ορθόδοξες ενορίες της Πόλης «διαθέτουν», όπως και τα τζαμιά, ακίνητα (κατοικίες, εργαστήρια, επαγγελματικούς χώρους), με τα μισθώματα των οποίων καλύπτουν τα έξοδα συντήρησης του ναού. Η γεωγραφική κατανομή των ακινήτων αυτών στον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας αναπαράγει εν πολλοίς το πρότυπο του (μουσουλμανικού) βακουφίου. Δύο παραδείγματα μεταξύ πλείστων άλλων: οι πολυκατοικίες (απαρτμάν) και τα εργαστήρια που βρίσκονται γύρω από το ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Πέρα (Μπέηογλου) «ανήκαν» στην ελληνική ορθόδοξη κοινότητα Σταυροδρομίου· το ίδιο ισχύει και για πολυάριθμα μαγαζιά στην αγορά του Καντίκιοϊ (Χαλκηδόνα), που βρίσκονταν πολύ κοντά στο ναό της Αγίας Ευφημίας.
Ωστόσο, καθ’ όλο το 19ο αιώνα, «ανήκουν στην κοινότητα» δε σημαίνει ότι η τελευταία έχει και τα αντίστοιχα δικαιώματα και τους τίτλους κυριότητας. Κατά κανόνα, εφόσον οι κοινότητες δεν αναγνωρίζονται ως νομικά πρόσωπα, τα προσοδοφόρα ακίνητα είναι εγγεγραμμένα εικονικά στο όνομα κάποιου φυσικού προσώπου, συνήθως ευυπόληπτου μέλους της ενορίας. Στο Πέρα, για παράδειγμα, τα περισσότερα κοινοτικά κτήματα ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα (mülk) σε Ρωμιές, συζύγους επιφανών δωρητών και άλλων ευεργετών της πολίτικης ρωμιοσύνης, οι οποίοι σπάνια είναι Οθωμανοί υπήκοοι και δεν μπορούν επομένως –μέχρι το 1868– να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία στην οθωμανική επικράτεια. Λύση ανάγκης, η εικονικότητα απαιτεί την επιλογή φυσικών προσώπων τα οποία η κοινότητα εμπιστεύεται απόλυτα, ακόμα κι αν κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τη συμπεριφορά των κληρονόμων τους. Για τη ρωμαιορθόδοξη κοινότητα, τα άτομα αυτά είναι μόνο κατ’ επίφαση αλλά όχι και κατ’ ουσία κύριοι των εγγεγραμμένων στο όνομά τους ακινήτων. Αλλά σε περίπτωση αμφισβήτησης, τα οθωμανικά δικαστήρια αναγνωρίζουν ως μόνους δικαιούχους αυτούς τους κατ’ όνομα ιδιοκτήτες, εφόσον τα τυχόν ενδοκοινοτικά έγγραφα που αποδεικνύουν το αντίθετο δεν έχουν νομική ισχύ έξω από το κοινοτικό πλαίσιο. Στην πράξη, ωστόσο, όπως συνάγεται από επίσημα έγγραφα της οθωμανικής δημαρχίας, οι αρχές όχι μόνο δεν αγνοούν τις πρακτικές της εικονικότητας αλλά φαίνεται ότι αποδέχονται τη «νομιμότητά» τους.
Οι νομικές σχέσεις των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων με το οθωμανικό κράτος ήταν δηλαδή αρκούντως περίπλοκες, ώστε η μελέτη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος προς το τέλος του οθωμανικού 19ου αιώνα να έχει αναγκαστικά περιπτωσιολογικό χαρακτήρα. Μια από τις δυσκολίες, με τις οποίες βρέθηκαν (και βρίσκονται ακόμη) αντιμέτωποι οι Ρωμιοί της Πόλης, είναι ότι στο μουσουλμανικό δίκαιο η κυριότητα του εδάφους και αυτή των εξαρτημάτων του είναι δικαιώματα διακριτά και διαιρετά. Η βασική αρχή του ρωμαϊκού και βυζαντινού δικαίου σύμφωνα με την οποία «τα επικείμενα ήκει τοις υποκειμένοις» (δηλαδή ο κύριος του οικοπέδου είναι αυτόματα και κύριος οποιουδήποτε κτίσματος ανεγείρεται ή πρόκειται να ανεγερθεί επ’ αυτού) δεν ισχύει στο Ισλάμ. Στον αστικό ιστό της οθωμανικής Πόλης είναι πάμπολλα τα κτήρια που έχουν κατασκευαστεί σε βακουφικό οικόπεδο αλλά ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα σε φυσικό πρόσωπο ξένο προς το βακούφι. Στην ευρύτατα διαδεδομένη αυτή μορφή ιδιοκτησιακής «συγκατοίκησης», ο κύριος του κτηρίου καταβάλλει ετήσιο μίσθωμα στο βακούφι για την κατοχή και χρήση του οικοπέδου. Οι ρωμαίικες ενορίες της Πόλης είχαν στην κυριότητά τους πλείστα τέτοια ακίνητα, γνωστά με το όνομα μουκατααλίδικα. Εννοείται ότι σε περίπτωση καταστροφής του «επικείμενου» κτίσματος (πυρκαγιά, σεισμός κ.λπ.), ο ιδιοκτήτης του δεν είχε πια εμπράγματα δικαιώματα στο «υποκείμενο» βακουφικό έδαφος.
3.2.1. Από τις αρχές του 20ού αιώνα έως τη Μικρασιατική Καταστροφή
Μετά το 1912, σταδιακά, η έννοια του «νομικού προσώπου» –που από το τέλος του 19ου αιώνα αφορούσε ήδη τις εμπορικές εταιρείες– γενικεύεται στο οθωμανικό δίκαιο. Οι μη μουσουλμανικές κοινότητες μπορούν στο εξής να εγγράφουν τα αστικά τους ακίνητα απευθείας στο όνομά τους θέτοντας τέρμα στις εικονικές μεταβιβάσεις. Αλλά τα χρόνια που θα ακολουθήσουν είναι ζοφερά τόσο για το οθωμανικό κράτος, που ζει το κύκνειο άσμα του, όσο και για την πολίτικη ρωμιοσύνη, που θα μπει πια οριστικά στην τροχιά της συρρίκνωσης. Οι αλλαγές δηλαδή δεν υπήρξαν θεαματικές: Σύμφωνα με αρχειακό υλικό της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων (Vakıflar Genel Müdürlüğü), μόνο πενήντα κτήρια που οικοδομήθηκαν από το 1847 μέχρι το 1914 δηλώθηκαν ως κοινοτικά.
3.2.2. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή
Στην πραγματικότητα, η έννοια των «κοινοτικών βακουφίων» (χριστιανικών και εβραϊκών, cemaat vakıfları) εισήχθη με το νόμο 2762/1935. Με τη δημιουργία αυτής της ιδιαίτερης κατηγορίας ιδρυμάτων, το νεοσύστατο κεμαλικό κράτος επιτυγχάνει τη συμμετοχή του στη διαχείριση των οικονομικών πόρων των κοινοτήτων. Ενώ δηλαδή τα ρωμαίικα ευαγή ιδρύματα της Οθωμανικής περιόδου διοικούνταν αποκλειστικά από το Διαρκές Μεικτό Εθνικό Συμβούλιο και χωρίς την ανάμειξη και τον έλεγχο του αυτοκρατορικού υπουργείου Βακουφίων, από το 1935 κι έπειτα υπόκεινται στην κηδεμονία της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων.
Ο νόμος 2762/1935 έδινε στις μειονότητες προθεσμία μερικών μηνών για να κάνουν την απογραφή των ακινήτων τους, να καταρτίσουν τους σχετικούς καταλόγους και να υποβάλουν μια δήλωση στην οποία θα παρείχαν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα έσοδα που απέφεραν τα συγκεκριμένα ακίνητα, τους διαχειριστές τους, το σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν. Στη δήλωση που κατέθεσαν μερικά ιδρύματα φρόντισαν ωστόσο να επισημάνουν ότι δεν είχαν ποτέ αποκτήσει την ιδιότητα του βακουφίου, εφόσον δε διέθεταν καν ιδρυτική πράξη (vakfiye). Με τον τρόπο αυτό δηλαδή οι μειονότητες διαμαρτυρήθηκαν, εκφράζοντας γραπτά την αντίθεσή τους με ένα καθεστώς που επιβλήθηκε μονομερώς από τις αρχές και το οποίο ήδη διαισθάνονταν ότι θα οδηγούσε στη σταδιακή απώλεια των ακινήτων τους.
Σύμφωνα με το νόμο του 1935, τα ιδρύματα των μειονοτήτων διοικούνται από επιτροπές που διορίζονται από τις κοινοτικές αρχές. Αλλά, θεωρούμενα ως βακούφια, υπόκεινται στο εξής στη σχετική τουρκική νομοθεσία. Ειδικότερα, καμιά μεταβολή της εξωτερικής τους όψης δεν είναι δυνατή χωρίς την προηγούμενη άδεια της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων. Το κυριότερο: Εφόσον εξομοιώθηκαν με τα βακούφια, τα μειονοτικά ιδρύματα δεν μπορούν πια να παρεκκλίνουν από τον αρχικό τους σκοπό. Ελλείψει ιδρυτικής πράξης, «αρχικός σκοπός» θεωρήθηκαν οι λειτουργίες που εκπλήρωναν όταν κατατέθηκε η δήλωση του 1935 και οι οποίες δεν ήταν πια δυνατό ν’ αλλάξουν.
Στην κεμαλική Τουρκία, όπως και στην Οθωμανική περίοδο, δίκαιο και πολιτική ήταν στενά συνδεδεμένα. Οι διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα και ειδικότερα το Κυπριακό επηρέασαν σαφώς τη στάση των αρχών απέναντι στις μειονότητες. Η απόφαση που εξέδωσε, τον Ιούλιο του 1971, το Ακυρωτικό Δικαστήριο, «κλείνοντας» τη δίκη που έφερε αντιμέτωπους το νοσοκομείο Μπαλουκλή και το κράτος, αποτελεί ηχηρό ραβδισμό. Εφόσον δεν περιλαμβάνονταν στη δήλωση του 1936, όσα ακίνητα περιήλθαν στην κατοχή των μειονοτικών ιδρυμάτων μετά τη χρονολογία αυτή αποκτήθηκαν παράνομα, όποιος κι αν ήταν ο τρόπος κτήσης τους (αγορά ή δωρεά). Αναδρομική λοιπόν ακύρωση των μεταβιβάσεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1936 και 1971, απόδοση των ακινήτων στους πρώην ιδιοκτήτες τους ή δήμευση αν αυτοί δεν είναι γνωστοί. Η επιχειρηματολογία; Πρώτον, σημειώνεται στην απόφαση, η τουρκική νομοθεσία απαγορεύει σε ξένα νομικά πρόσωπα να έχουν ακίνητη περιουσία στην Τουρκία. Δεύτερον, εφόσον τα μειονοτικά βακούφια στερούνταν ιδρυτικής πράξης, δεν ήταν γνωστή με ακρίβεια η βούληση του ιδρυτή ως προς την πρόσκτηση νέων ακινήτων και επομένως δε δικαιούνταν να αποκτήσουν νέα ακίνητα πέρα από αυτά που είχαν δηλωθεί το 1936. Η απόφαση αυτή προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων – και από Τούρκους νομικούς. Το πολιτικό κλίμα όμως στην Τουρκία του 1970 και 1980 κάθε άλλο παρά ευνοούσε τις ανοιχτές αντιπαραθέσεις και ειδικότερα σε θέματα που αφορούσαν τις μη μουσουλμανικές μειονότητες.
Στο πλαίσιο της υποψηφιότητας της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο νόμος 2767/1935 τροποποιήθηκε κατ’ επανάληψιν από το 2002 κι έπειτα. «Συμβιβαστικά», τα διάφορα νομοσχέδια προσέκρουσαν σε σοβαρές αντιδράσεις εκ μέρους των μειονοτήτων, αλλά και Τούρκων νομικών όσο και –για διαφορετικούς λόγους– ανώτατων φορέων του κράτους.Έπειτα από μακρόχρονες διαπραγματεύσεις και δημόσιες συζητήσεις, το τουρκικό κοινοβούλιο ψήφισε, το Φεβρουάριο του 2008, το νόμο 5737, που αντικαθιστά αυτόν του 1935. Αυτός ο τελευταίος νόμος-πλαίσιο, που αφορά όλα τα βακουφικά ιδρύματα, περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις και για τα «κοινοτικά βακούφια», διαλύοντας εν μέρει την ομίχλη του προηγούμενου νομοθετικού τοπίου. Εν πρώτοις, αναγνωρίζεται ότι τα μειονοτικά ιδρύματα είναι δυνατό να στερούνται ιδρυτικής πράξης. Διευκρινίζεται ότι τα μέλη τους είναι πολίτες της τουρκικής δημοκρατίας κι ότι τα διοικητικά τους συμβούλια εκλέγονται από τις μειονότητες σύμφωνα με εσωτερικό κανονισμό που επικυρώνεται από τη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων. Η διοίκηση των βακουφίων που μένουν «ακέφαλα» για δέκα συνεχή χρόνια περιέρχεται αυτόματα στη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων. Το καθεστώς αυτών που είχαν κηρυχθεί mazbut («κατειλημμένα», δηλαδή υπό την άμεση εποπτεία της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων) με δικαστική απόφαση πριν από το νόμο 5737/2008 δε μεταβάλλεται. Τα κοινοτικά βακούφια δικαιούνται στο εξής να αποκτήσουν νέα ακίνητα και να ανταλλάξουν –υπό όρους– ακίνητα που ήδη διαθέτουν ή να τα πωλήσουν. Σε περίπτωση που ο αρχικός σκοπός του ιδρύματος δεν μπορεί (de facto ή de jure) πια να επιτευχθεί, επιτρέπεται η αλλαγή του με τον όρο ότι ο νέος σκοπός δε θα αντίκειται στη βούληση του ιδρυτή: για τα κοινοτικά βακούφια, η μεταβολή του σκοπού είναι διαπραγματεύσιμη έπειτα από πρόταση των διοικητικών τους συμβουλίων.