ΕΡΕΥΝΑ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ
O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος
Ο Άγγλος αξιωματικός σύνδεσμος Ανατολικής Κρήτης 1943-1945 Σάντυ Ρέντελ ή Αλέξης, εξέδωσε ένα βιβλίο με τις εμπειρίες που απέκτησε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί, με τίτλο: «Appointment in Grete», που στα Ελληνικά μεταφράζεται «Ραντεβού στην Κρήτη».
Στο βιβλίο του και στις σελίδες 209-210 ο Σάντυ Ρέντελ περιγράφει με ένα μοναδικό τρόπο την είσοδό του στα κατεστραμμένα από τους γερμανούς Ανώγεια, αρχές Σεπτεμβρίου 1944, μαζί με τον Παπαγιάννη Σκουλά.
Η περιγραφή των ερειπίων, των πυρπολημένων και κατεστραμμένων σπιτιών καθώς και ο διάλογός του με τον Παπαγιάννη, συγκλονίζουν. Μεταξύ άλλων, ο Σάντυ Ρέντελ γράφει:
«…τη δεύτερη μέρα ήρθε μαζί μας ο παλιός μου φίλος από τις μέρες της εκπαίδευσης στα αλεξίπτωτα, ο ρασοφόρος Καλόγερος (FRIAR TUCK), ο ιπτάμενος παπάς. Ήταν κάτι παραπάνω από ένα χρόνο από τότε που εκπαιδευόμαστε μαζί στη Χάιφα, αλλά φαινόταν, αναπολώντας τις παλιές περιπλανήσεις μας από τότε, σαν να είχαμε ζήσει μια ολόκληρη ζωή στην Κρήτη.
Και για το ρασοφόρο Καλόγερο τουλάχιστον ολόκληρη η πορεία της ζωής είχε βίαια αλλάξει. Ήταν πρεσβύτερος στα Ανώγεια, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ευημερούντα χωριά του νησιού.
Οι τέσσερις χιλιάδες κάτοικοί του ήταν φημισμένοι για τα ωραία χαλιά που ύφαιναν από το μαλλί των κοπαδιών τους στο όρος Ίδη, αλλά οι Γερμανοί ήξεραν ότι οι Ανωγειανοί μας βοηθούσαν. Ίσως είχαν το φόβο ότι οι Ανωγειανοί θα πυροβολούσαν τα οχήματά τους καθώς θα εγκατέλειπαν το Ηράκλειο δυτικά προς το Ρέθυμνο δια μέσου των λόφων. Έτσι ή αλλιώς, μερικές εβδομάδες νωρίτερα, τα Ανώγεια είχαν τελείως καταστραφεί.
Είναι δύσκολο για οποιονδήποτε που δεν το είδε να φανταστεί τη σκηνή της ηθελημένης εκτεταμένης καταστροφής. Οι Γερμανοί είχαν περικυκλώσει το χωριό αλλά οι περισσότεροι από τους άνδρες κοιμόταν τελευταία έξω από φόβο ξαφνικής επίθεσης κι έτσι ξέφυγαν. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Οι γυναίκες και τα παιδιά οδηγήθηκαν τότε στην πλαγιά του λόφου και άρχισε το έργο της κατεδάφισης. Αναφέρονταν ότι όσοι ήταν κατάκοιτοι κάηκαν ή ανατινάχτηκαν μέσα στα σπίτια. Πάντως μια ομάδα μηχανικών έμεινε στο χωριό για ένα δεκαπενθήμερο ανατινάζοντας μεθοδικά ή πυρπολώντας κάθε κατοικία.
Όταν δέκα μέρες μετά την αποχώρησή τους ο ρασοφόρος Καλόγερος με οδήγησε με ήρεμη υπερηφάνεια ανάμεσα στα χαλάσματα, ούτε ένα σπίτι δεν ήταν όρθιο. Οι Γερμανοί είχαν αφήσει τις τρεις εκκλησίες, αλλά ο δρόμος μας ήταν μπλοκαρισμένος σε κάθε βήμα μας από σωρούς από πέτρες και σπασμένα κεραμίδια ή κομμάτια από πιθάρια στα οποία αποθηκεύονταν το λάδι και το κρασί του χωριού. Στο δυσδιάκριτο πέρασμα των δρόμων του χωριού προχωρήσαμε πρώτα στην εκκλησία του ρασοφόρου Καλόγερου, τη μεγαλύτερη από τις τρεις. Ήταν απίστευτο να βρούμε ακόμα να κρέμονται στη θέση τους τις πλούσιες με ασήμι και επίχρυσες εικόνες τριγυρισμένες από μαραμένα λουλούδια. Έξω βρίσκεται σε κατάσταση σήψης με μυρωδιά που προκαλεί ναυτία ένα χοιρινό σφάγιο που κάηκε στον κοντινό στάβλο.
Από την εκκλησία ο Ρασοφόρος Καλόγερος με πήγε σε ένα σωρό από χαλίκια, τριγυρισμένο από κατάλοιπα από σπασμένες πέτρες, απομεινάρια από ότι αποτελούσαν πριν τέσσερις τοίχους, και τότε, στήνοντας στη μέση του τα κατάλοιπα μιας ξύλινης καρέκλας μ’έβαλε να καθίσω και ανασύροντας μια μικρή μποτίλια ρακί και μια ξύλινη κούπα σαν μεγάλη δαχτυλήθρα από την τσέπη του, είπε, με πλήρη συναίσθηση της δραματικής στιγμής αλλά όχι χωρίς αξιοπρέπεια, μ’ένα τόνο που ήταν ταυτόχρονα σοβαρός και κεφάτος:
-Λοιπόν, κύριε Αλέξη, πάντα έλεγα ότι κάποια μέρα θα σε καλωσόριζα στο σπίτι μου. Όπως βλέπεις δεν έμειναν πολλά, αλλά μπορούμε τουλάχιστον να σου προσφέρουμε ένα ποτήρι!
Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλο και ήπιαμε στην ελευθερία, τη νίκη και στην τιμή του σπιτιού. Σύντομα μας περιτριγύρισαν μια μικρή ομάδα από πρώτες, δεύτερες και τρίτες εξαδέλφες του Ρασοφόρου Καλόγερου κι ένα κοπάδι από εγγόνια που με κάποιο τρόπο ξεπήδησαν οπό τα χαλάσματα. Καλή λευτεριά ψιθύρισαν καθώς αδειάζαμε τα ποτήρια μας…».
Η τραγική εικόνα ενός ερειπωμένου χωριού, όπου οι ίδιοι οι κάτοικοί του δεν μπορούν να διακρίνουν τους δρόμους και δυσκολεύονται ακόμα να εντοπίσουν που βρίσκονταν το ίδιο τους το σπίτι, κάποιοι γκρεμισμένοι τοίχοι, μια μισοσπασμένη καρέκλα, ένα μπουκάλι ρακί και ένα ποτήρι σαν δαχτυλήθρα.
Αυτό είναι το σκηνικό. Και μια φωνή βγαλμένη από το στόμα του Ανωγειανού Παπαγιάννη, μοναδικού ιερέα αλεξιπτωτιστή στον κόσμο:
-Καλώς όρισες στο σπιτικό μου κύριε Αλέξη!
Αυτές οι εφτά λέξεις είναι το κείμενο της σκηνής.
Από τον Παπαγιάννη ειπώθηκαν σιγανά, με σεβασμό και αξιοπρέπεια προς τον καλεσμένο του Άγγλο αξιωματικό.
Κι όμως είχαν τόση ένταση, έγιναν δυνατές κραυγές που υψώθηκαν πάνω από τα Ανώγεια, απλώθηκαν σε όλες τις γειτονιές και τα σοκάκια του χωριού, αγκαλιάζοντας κι ένα γύρο τις πλαγιές του Ψηλορείτη.
«´…ο πάτερ Ιωάννης Σκουλάς είναι ιερεύς εις το μεγάλο χωρίον των Ανωγείων και υπήρξεν δυνατός υποστηρικτής και αρχηγός της κινήσεως αντιστάσεως εις την Κρήτην κατά την διάρκειαν ολοκλήρου της Γερμανικής κατοχής. Εβοήθησεν πολλούς Βρετανούς φυλακισμένους να διαφύγουν από την ΚΡΗΤΗΝ και δια τούτο συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1942. Μετά από 48 ημέρας εις την φυλακήν επέστρεψεν, αλλά αμέσως μετέβη εις τα όρη με τον σκοπόν να συνεχίση την ίδιαν δουλειάν, και εις την πραγματικότητα την συνέχισεν επιτυχώς επί αρκετούς μήνας και επίσης έδωσεν σπουδαίαν βοήθειαν εις την ομάδα Λη-Φέρμορ, μέχρις ότου απεσύρθη εις την Μέσην Ανατολήν.
Εκεί αν και ιερεύς έλαβεν ειδικήν άδειαν να ξυρίση τα γένεια του, και ξαναεισήλθεν εις Κρήτην ως πράκτορ της Δυνάμεως 133. Δια να κάμη τούτο, και παρά το γεγονός ότι είναι άνω των 45, πρώτον έλαβεν επιτυχώς εκπαίδευσιν αλεξιπτωτιστού και σαμποτέρ και κατόπιν επέστρεψεν εις ΚΡΗΤΗΝ με την ομάδα του Ταγματάρχου RENDEL τον Σεπτέμβριον του 1943. Επέστρεψεν εις την δικήν του περιοχήν και ειργάσθη με τον Αντισυνταγματάρχην DUNBABIN εις τα όρη μέχρις ότου οι Γερμανοί απεσύρθησαν εξ Ηρακλείου τον Οκτώβριον του 1944.
Κατά αυτόν τον χρόνον ανέλαβεν πολλάς και επικινδύνους αποστολάς Εμπιστευτικής Φύσεως, και ήτο δια κάθε τρόπου ο εμψυχωτής της περιφερείας του. Το χωριό του, Ανώγεια, το οποίον πάντοτε υπήρξεν κέντρον αντιστάσεως κατεστράφη ολοσχερώς υπό των Γερμανών, και από τότε επεσκέφθη την Μέσην Ανατολήν δια να αντιπροσωπεύση τα κατεστραμμένα χωριά της ΚΡΗΤΗΣ. Ο Σεβασμός και η αγάπη των οποίων ούτος χαίρει τόσον εις την περιοχήν του όσον και ολόκληρον την Κρήτην γενικώς, τον έκαμαν έναν εξαίρετον αντιπρόσωπον, και εν όψει των πολλών αρίστων παραδειγμάτων τα οποία η ορθόδοξος Εκκλησία έχει παραγάγει.
Εκ των πιστών και γενναίων ανθρώπων εναντίον της Κατοχής, δεν υπάρχει ουδείς καλύτερος από τον Πάτερ Σκουλά…».1
Με αυτές τις λίγες γραμμές περιγράφεται από τον Αντισυνταγματάρχη Τομ Ταμπάμπιν ο Παπαγιάννης Σκουλάς, μια ιδιαίτερη μορφή του Αντιστασιακού Αγώνα της Κρήτης τα χρόνια 1941-1945.
Ο Παπαγιάννης Σκουλάς γεννήθηκε στο χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου. Πατέρας του ο Μανόλης Σκουλάς ή Κανόνης από τον οποίο πήρε και το παρώνυμο Κανονόπαπας. Οι Σκουλάδες των Ανωγείων είναι μια ιστορική οικογένεια με παράδοση, ιστορία και ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς. Ποτέ δεν έλειψαν από τους αγώνες για ελευθερία και ανεξαρτησία, μετρούν δεκάδες θύματα και απ’αυτήν την οικογένεια αναδείχτηκαν μορφές και πρόσωπα που στο πέρασμα του χρόνου «ακούμπησαν» τα όρια του θρύλου.
Ο Παπαγιάννης Σκουλάς παντρεύτηκε την Καλλιόπη, το γένος Ξυλούρη και απέκτησε εφτά παιδιά. Τον Μιχάλη, τον Γιώργο, την Αγάπη, την Τερψιχόρη, τον Αριστόδημο, τη Ζαφειρένια και τον Ευάγγελο. Το έτος 1923 χειροτονήθηκε ιερέας του ιερού ναού της Παναγίας στο Περαχώρι Ανωγείων.
Ο Παπαγιάννης Σκουλάς το πρώτο σκληρό χτύπημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το δέχεται με την άφιξη της είδησης στα Ανώγεια του χαμού του αδερφού του Κώστα Σκουλά στα βουνά της Αλβανίας. Ο πόνος του είναι αβάσταχτος. Τον Μάιο του 1941, οι γερμανοί εξαπολύουν μια γιγαντιαία επιχείρηση για την κατάληψη της Κρήτης.
Ο Παπαγιάννης Σκουλάς αποφασίζει, αν και ιερέας, να υπερασπιστεί τα πατρογονικά εδάφη, όπως έκαναν και οι πρόγονοί του όταν το καλούσε η ώρα στις διάφορες επαναστάσεις. Έτσι οπλίζεται με ένα σταυρό κι ένα παλιοντούφεκο και κατηφορίζει στο Ηράκλειο. Την πρώτη και δεύτερη μέρα πολεμά με αυταπάρνηση τους αλεξιπτωτιστές στα περίχωρα του Ηρακλείου.
Στην Έκθεση της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων η συμμετοχή του Παπαγιάννη Σκουλά στη Μάχη της Κρήτης την 20η Μαΐου, πρώτη μέρα της μάχης, περιγράφεται ως εξής: «…το απόγευμα της 20ης Μαΐου 1941 ο εξ Ανωγείων Παπά-Γιάννης Σκουλάς ευρεθείς εις την περιοχήν Κουμπέδων έξωθι της πόλεως Ηρακλείου καθ’ην στιγμήν έπιπτον Γερμανοί αλεξιπτωτισταί εις περιοχήν Τσαλικάκι Μετόχι, μετ’άλλων ενόπλων άλλων χωρίων και πολλών Ανωγειανών έσπευσεν εις τον τόπον της πτώσεως των αλεξιπτωτιστών και συνεπλάκησαν μετ’υπερτέρων γερμανικών δυνάμεων εκ του συστάδην επί 24/ωρον, μεθ’ό ανεχώρησεν εις Μυλοπόταμον όπου έλαβε μέρος εις την μάχην του Λατζιμά…».
Για την πατριωτική του δράση ο Παπαγιάννης Σκουλάς τιμήθηκε με πολλά παράσημα από το ελληνικό κράτος αλλά και από τους Συμμάχους. Τη μεγαλύτερη τιμητική διάκριση έλαβε από τον Βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο τον ΣΤ΄ χορηγώντας στον Παπαγιάννη Σκουλά το Αξίωμα του Επίτιμου Μέλους του Πολιτικού Τμήματος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το παράσημο του παραπάνω αξιώματος απονεμήθηκε στον Παπαγιάννη Σκουλά σε τελετή της Αγγλικής Πρεσβείας στην Αθήνα, από τον πρέσβη κ. Νόρτον.
Τα τιμητικά αυτά παράσημα, ο Παπαγιάννης Σκουλάς τα επέστρεψε στους Άγγλους το 1957, μετά την καταδίκη και τον απαγχονισμό των Κυπρίων Καραολή και Δημητρίου.
Αρχές Ιουνίου 1943, ο Παπαγιάννης Σκουλάς μεταβαίνει στο Κάιρο.
Παρέμεινε τρεις μήνες στην Αίγυπτο. Εκπαιδεύτηκε κομάντος αλεξιπτωτιστής, ο μοναδικός αλεξιπτωτιστής ιερέας τότε στον κόσμο! Μετά την εκπαίδευσή του στη Μέση Ανατολή, ο Παπαγιάννης Σκουλάς ανήκε στη δύναμη Φορς 133 και γύρισε πίσω στην Κρήτη το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1943, μαζί με τον Αντισυνταγματάρχη Τομ Ταμπάμπιν.
Στην Παπαγιάννενα, Καλλιόπη Σκουλά Ξυλούρη, αδερφή του Αρχηγού Ανωγείων Χριστομιχάλη Ξυλούρη, οφείλεται μία από τις μεγαλύτερες αντιστασιακές πράξεις γυναικών στην Κρήτη, τα χρόνια της κατοχής. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ντυμένος γερμανός δεκανέας, μαζί με τον Στάνλεϋ Μος και ομάδα Κρητών, απήγαγε τον Στρατηγό Κράιπε τη νύχτα της 26ης Απριλίου 1944.
Αφού οι απαγωγείς πήραν τον Στρατηγό Κράιπε και κατευθύνθηκαν στα Ανώγεια, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ με τον Γιώργο Τυράκη παρέμεινε στο αυτοκίνητο, εγκαταλείποντάς το τελικά έξω από το χωριό Χελιανά Μυλοποτάμου, για να παραπλανηθούν οι γερμανοί. Στη συνέχεια, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ με τον Γιώργη Τυράκη πήραν τον δρόμο προς Ανώγεια. Ο ίδιος φορούσε ακόμη τη γερμανική στολή του δεκανέα, την οποία χρησιμοποίησε στην απαγωγή.
Φτάνοντας με τον Τυρογιώργη στα Ανώγεια, τις αντιδράσεις των Ανωγειανών στη θέα της γερμανικής στολής περιγράφει ο ίδιος ο Πάτρικ Λη Φέρμορ: «….συνειδητοποίησα για πρώτη φορά τι μεταχείριση θα δεχόταν ένα απομονωμένος γερμανός στρατιώτης στα κρητικά βουνά. Όλες οι κουβέντες και τα γέλια σταματούσαν στις γούρνες που έπλεναν τα ρούχα, οι γυναίκες γυρνούσαν την πλάτη και κοπανούσαν τα ρούχα οργισμένα. Οι βοσκοί με τις κάπες τους όταν τους χαιρετούσαμε κοιτούσαν σιωπηλοί το άπειρο. Μετά κοντοστέκονταν και μας κοιτούσαν μέχρι να χαθούμε από τα μάτια τους. Μια γριά έφτυσε στο χώμα. Οι γέροι με τα λευκά μουστάκια και τις γενειάδες που ήταν ξυρισμένες κάτω από το πιγούνι κάθονταν όλοι έξω από το καφενείο. Με τις βράκες τους, τα στιβάνια τους, τα μαντήλια στο κεφάλι, έγερναν πάνω στις ροζιασμένες γκλίτσες τους. (Γνώριζα μερικούς από αυτούς, αλλά η γερμανική στολή και το ξυρισμένο μουστάκι έκαναν τη μεταμφίεσή μου τέλεια.) Σταμάτησαν να μιλούν για μια στιγμή και ύστερα ξανάρχισαν, δυνατά, γυρνώντας με νόημα τα σκαμνιά τους έτσι που να προσφέρουν τη θέα της πλάτης τους σε στάσεις μελετημένης εχθρότητας Πόρτες και παράθυρα έκλειναν με πάταγο σε όλο τον δρόμο…».2
Με τον Γιώργη Τυράκη κατευθύνθηκαν στο σπίτι του φίλου του ιερέα Παπαγιάννη Σκουλά και χτύπησαν την πόρτα. Ο Παπαγιάννης μετά την επιστροφή του από τη Μέση Ανατολή, διέμενε στον Ψηλορείτη με την ανταρτική Ομάδα των Ανωγείων. Η παπαδιά, Καλλιόπη Σκουλά – Ξυλούρη, μόλις άνοιξε την πόρτα και αντίκρυσε τον Πάτρικ Λη Φέρμορ με στολή γερμανού δεκανέα, τον έφτυσε στο στήθος, στο μέρος του πουκαμίσου. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ξαφνιάστηκε, αλλά αμέσως μετά έβαλε τα γέλια. Αυτό δεν το περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του, ίσως από ευγένεια, όμως το γνωρίζουν, το βίωσαν και το διηγούνται αρκετοί Ανωγειανοί.
Αυτή είναι μια από τις υπέρτατες αντιστασιακές πράξεις γυναικών στην Κρήτη τα χρόνια 1941-1945. Γιατί, αν ήταν στην πραγματικότητα γερμανός υπαξιωματικός ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, πράγμα που δεν το γνώριζε η Παπαγιάννενα, θα την είχε εκτελέσει αμέσως.
Κάνοντας αυτό η Παπαγιάννενα, δεν λογάριασε η ίδια ούτε τα εφτά παιδιά της, ούτε τη ζωή της.
«… έκουσα χτύπους κι ένοιξα την πόρτα. Είδα να στέκεται ομπρός μου ένας γερμανός. Μόλις τον είδα, έκανα να κλείσω την πόρτα αλλά μετά τον έφτυξα. Στο ποκάμισο, που το΄χε ανοιχτό. Λέω ότι εδά θα με σκοτώσει. Και έκλεισα τα μάθια μου. Λέω πάλι, καλά το’κανες Καλλιόπη. Αλλά αυτός ήτανε ο Φιλεντέμ, ο Εγγλέζος ο φίλος του αντρούς μου Παπαγιάννη. Και έδωκέ μου αγνώρα και εβάλαμε τα γέλια. Και πιο πίσω ακλούθα ντου ο Τυρογιώργης…».3
Τον Δεκέμβριο του έτους 1992, ο επικεφαλής της απαγωγής Πάτρικ Λη Φέρμορ, από την Καρδαμύλη Μεσσηνίας στέλνει μια σύντομη επιστολή στον φίλο του και Αρχηγό της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου-Λασιθίου Μιχάλη Ακουμιανάκη. Όπως είναι γνωστό, στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας, σε μια πανέμορφη και απόκρημνη ακρογιαλιά, βρίσκεται το σπίτι του Πάτρικ Λη Φέρμορ.
Στην επιστολή του, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ή Μιχάλης ή Φιλεντέμ, όπως ήταν γνωστός στους Κρητικούς τα χρόνια της κατοχής, σχολιάζει την ανέγερση του μνημείου της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε. Και όπως συνάγεται από την επιστολή, η σκέψη του Πάτρικ Λη Φέρμορ ήταν να γίνει μεταξύ δύο τοποθεσιών. Στον τόπο της απαγωγής, (διακλάδωση Αρχάνες-Πατσίδες-Καστέλλι Πεδιάδος), ή στην ψηλότερη κορυφή της Νίδας του Ψηλορείτη, εκεί απ’όπου πέρασαν οι απαγωγείς τον Στρατηγό Κράιπε. Τελικά προκρίθηκε η θέση της διακλάδωσης των Αρχανών κι εκεί βρίσκεται σήμερα το μνημείο. Διαφορετικά θα υψώνονταν στο ιστορικό βουνό του Ψηλορείτη, ένα βουνό που έδωσε τα χρόνια της Κατοχής άσυλο στις πρώτες ένοπλες ομάδες Αντίστασης στην Ευρώπη κατά των δυνάμεων του Άξονα. Η επιστολή του Πάτρικ Λη Φέρμορ, προς τον Μιχάλη Ακουμιανάκη, αναφέρει τα εξής:
«Καρδαμύλη Μεσσηνίας
Τρίτη 14.12.1992
Αγαπητέ μου Μίκη
Ευχαριστώ πολύ δια το γράμμα σου. Μου φαίνεται πολύ σωστή και καλή η απόφαση της επιτροπής δια τα μνημεία και προπάντων αυτή δια την απαγωγή. Πού όμως ; Η πρώτη μου σκέψη είναι δια την διακλάδωση που έγινε.
Μια άλλη είναι η ψηλότερη θέση στη διαδρομή μας πάνω απ’την Νίδα, που περάσαμε με τον Στρατηγό.
Η επιγραφή θέλει πολύ σκέψη. Νομίζεις πως θα έχομε φασαρίες όπως με την άλλη; (Να) μας φυλάξει ο Θεός!
Φεύγομε Κυριακή δια την Ισπανία δια δύο εβδομάδες και μετά πάλι εδώ. Όλες τις ευχές μας δια Χριστούγεννα και το Νέον έτος και πολύ αγάπη από πάντα σε σένα και τη Ρένα Πάντυ
(Πάτρικ Λη Φέρμορ).
1 Tom Dunbabin, Αντ/χης Κρητικών Δυνάμεων, 5 Μαρτίου 1945, σημείωμα με τίτλο «Προς εκείνον που τον αφορά».
2 Πάτρικ Λη Φέρμορ, Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, μετάφραση Μυρσίνη Γκανά, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016, σελ. 81-82.
3 Βαγγέλης Σκουλάς, διήγηση της μητέρας του, απομαγνητοφωνημένη συζήτηση, Ανώγεια, 10 Σεπτεμβρίου 2009.
* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΠΑΤΡΙΣ”