Απο το πολύ ενδιαφέρον site του Συγγραφέα, ιστορικού και δημοσιογράφου Νίκου Ψιλάκη ΚΑΡΜΑΝΩΡ αντλούμε το επίκαιρο άρθρο με αφορμή την εορτή του Αγίου Μηνά.
Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που παρατούσε το παιδί της στην πόρτα του Αγίου Μηνά. Συνήθεια παλιά ήταν ν' αφήνουν εκεί τους καρπούς των παράνομων ερώτων οι μωρομάνες, ήξεραν πως ο Άγιος με την ψαρή φοράδα δεν θα τ' άφηνε να χαθούν. Τούτη, όμως, βιαζόταν πολύ. Δεν ήξερε τα κατατόπια του Μεγάλου Κάστρου, χανόταν στα στενά σοκάκια κι είχε δρόμο μακρύ να κάμει μέχρι να φτάσει στο χωριό της, το Κουτουλουφάρι της Χερσονήσου. Ήταν και το παιδί που δεν σώπαινε, δεκάξι μηνών πια, κορίτσι, μπουσουλούσε και μιλούσε· έπρεπε να περιμένει να το πάρει ο ύπνος πριν σιμώσει στην πόρτα και το αφήσει στα χέρια του Αγίου. Αύγουστος ήταν, λίγο μετά το πανηγύρι της Παναγιάς.
Ήξερε πως κάποιες άλλες καρφίτσωναν χαρτάκια στα ρούχα των παιδιών, αν ήταν βαφτισμένα γράφανε τα ονόματά τους, αν ήταν άρρωστα γράφανε λίγα λόγια για την αρρώστια τους. Η Μαρία, έτσι την έλεγαν, δεν έγραψε τίποτα. Και τι να πει, δηλαδή; Πώς να μιλήσει στον αγέρωχο Άγιο με την ψαρή φοράδα για μια παράνομη σχέση;
Παντρεμένη ήταν από χρόνια, μα άντρα δεν είχε χορτάσει. Λίγο καιρό μετά τον γάμο ο Γιάννης της ταξίδεψε στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Αμερική. Δεν είχε σκοπό να μείνει, να δουλέψει μόνο, να κάμει κι αυτός ένα μικρό κομπόδεμα και να γυρίσει στο σπίτι του.
Πριν ακόμη φέξει η μέρα η Μαρία, ξαλαφρωμένη από το βάρος του παιδιού, βρισκόταν κιόλας στις Ρουσσές, ανατολικά του Κάστρου, κάπου εκεί που φτιάξανε αργότερα το αεροδρόμιο. Στράφηκε πίσω, κοίταξε για στερνή φορά την αγουροξυπνημένη πολιτεία, μέσα στην αχλή του αυγουστιάτικου πρωινού ξεχώριζε ο τρούλος του Αγίου Μηνά. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα, αν ήταν μοναχή, αν είχε κάποια ή κάποιον δίπλα της, αυτές οι αποκοτιές δεν γίνονται ποτέ στα φανερά, όσο πιο λίγοι γνωρίζουν τόσο το καλύτερο.
Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ο καντηλανάφτης του Αγίου Μηνά άκουγε κλάματα την ώρα που προχωρούσε στα στενά σοκάκια γύρω από τη Μητρόπολη κι ετοιμαζόταν ν' ανοίξει, αξημέρωτα πάντα, την πόρτα της εκκλησίας. Έτρεχε, ψαχούλευε στο μισοσκόταδο, τόσους χρόνους επίτροπος, είχε μάθει. Τις πιο πολλές φορές άφηναν τα έκθετα μπροστά στην κεντρική πύλη, άλλες φορές προτιμούσαν την πλαϊνή πόρτα, τη νοτική, κι άλλες κάποια γωνιά της αυλής, εκεί που δεν έπιανε άνεμος ή βροχή. Ήξερε κι εκείνος πως τούτος ο Άγιος, που τον έβλεπε κάθε μέρα γαλήνιο και άγριο μαζί να τον κοιτάζει από την εικόνα του τέμπλου, δεν ήταν μόνο πολιούχος. Σαν δικό τους τον λογάριαζαν οι Καστρινοί, άγιο, συγγενή και φίλο μαζί. Αν τους τύχαινε συμφορά, σ' εκείνον έτρεχαν να το πουν, αν οσμίζονταν κίνδυνο στέκονταν μπροστά του και παρακαλούσαν τάζοντας αφιερώματα φτιαγμένα μ' ασήμι, αν τους τύχαινε καλό κουβαλούσαν λάδι στη χάρη του, άναβαν κεριά, κρεμούσαν χρυσαφικά στην εικόνα του. Οι παλιές ιστορίες έδιναν κι έπαιρναν στις αποσπερίδες, άλλος είχε ακούσει τον ταχύ βηματισμό του αλόγου του στο πλακόστρωτο, άλλος τον είχε δει να κρατά το χαλινάρι και να το δένει στην άκρη της πλατείας, εκεί που βρίσκονταν ακόμη κάμποσα μικρά σπιτάκια και κάμποσα μικρομάγαζα. Σε τούτον τον τόπο οι καβαλάρηδες άγιοι έχουν μια θέση ξεχωριστή στις καρδιές των ανθρώπων. Ο Μηνάς, ο Γιώργης, ο Δημήτρης, ο Νικήτας. Λεβέντες όλοι, με δόρατα στα χέρια, άλλος να τσαλαπατά τους δράκοντες κι άλλος να κοιτάζει μπροστά, στην άκρα του ορίζοντα, δηλαδή στην άκρα του κόσμου. Με τέτοιες ιστορίες ανατράφηκε κι ο Καζαντζάκης κι έβαλε τον δικό του Άγιο Μηνά, τον δικό μας Άγιο Μηνά, να παίρνει στο κατόπι τους Τούρκους, να καλπάζει στην πόλη κι ύστερα ν' ανεβαίνει μαζί με το ιδρωμένο άλογο στην εικόνα.
Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που ο ψαρογένης άγιος από την Αίγυπτο έγινε προστάτης και των νόθων παιδιών. Σε ποιον άλλον να τα μπιστεύονταν οι Καστρινοί; Ποιος ήταν πιο δυνατός και πιο καλοσυνάτος από τον μπάρμπα Μηνά τους;
Η ιστορία της Μαρίας από τη Χερσόνησο δεν τελείωσε εκείνο το αυγουστιάτικο ξημέρωμα. Άγνωστο πως, το πράμα μαθεύτηκε. Άλλωστε, όλοι στο χωριό ξέρανε για το νόθο παιδί κι όλοι είχαν μάθει πως ο Γιάννης ο Αμερικάνος, ο άντρας της, θα επέστρεφε από μέρα σε μέρα! Είχε φροντίσει, μάλιστα, να στείλει και γράμμα στη Μαρία του να τον περιμένει!
Είναι φορές που μια ειδησούλα δέκα γραμμών στα ψιλά μιας εφημερίδας μπορεί να κρύβει μιαν ιστορία ολόκληρη. Κάποτε-κάποτε κι ένα δράμα. Γιατί κι εγώ την ιστορία της Μαρίας τη διάβασα σε μια παλιά εφημερίδα, του 1925: «Η Μαρία σύζυγος Ιωάννου [...] έχουσα νόθον τέκνον 16 μηνών, πληροφορηθείσα την επάνοδον του εν Αμερική συζύγου της, εισήλθεν εις Ηράκλειον και εγκατέλειψε το νόθον τέκνον της προ της θύρας του Αγίου Μηνά. Πληροφορηθείς το γεγονός ο σταθμάρχης Χερσονήσου συνέλαβε αυτήν άμα τη επανόδω εις το χωρίον της...».
Λίγα λόγια. Δεν χρειάζονταν περισσότερα για να καταλάβει κανείς. Ακόμη κι από τα χωριά κουβαλούσαν τα νόθα στον Άγιο του Κάστρου. Ήξεραν... Κανένα δεν θα χανόταν. Το Μεγάλο Κάστρο ήταν πάντα μια ζωντανή πολιτεία. Καφέ αμάν, καφέ σαντάν, κέντρα, εξοχικά, ξενυχτάδικα. Κι ο περίφημος Λάκκος με τα πορνεία στις δόξες του.
Πριν από πολλά χρόνια είχα την τύχη ν' ακούσω την ιστορία του Αγίου Μηνά ως προστάτη των νόθων παιδιών από το στόμα ενός εξαίρετου αφηγητή και -παρά τη διαφορά της ηλικίας μας- εκλεκτού μα και σεβάσμιου φίλου. Του αξέχαστου Μητροπολίτη Πέτρας Δημητρίου Μπουρλάκη. Όταν τον άκουγε κανείς νόμιζε πως περπατούσε στο Μεγάλο Κάστρο του 19ου αιώνα, μύριζε αγιόκλιμα τις αυλές του, έβλεπε τις σφαλιχτές πόρτες των ξεπεσμένων Αγάδων, τις χανούμισσες με τις μεγάλες μαντίλες. Ο Δημήτριος ήξερε τα πάντα για την πόλη και τους ανθρώπους της. Οι δικές αφηγήσεις με παρακίνησαν να μάθω περισσότερα. Κι έμαθα. Μια καλή τύχη μ' έφερε κάποτε να μιλήσω ακόμη και με μια γριούλα στην Ξύλινη Ντάμπια. Είχε αφήσει κι αυτή κάποτε έκθετο το παιδί της στον Άγιο Μηνά. Έκλαιγε ακόμη. Κι έλεγε πως ονειρευόταν κάθε βράδυ τον άγιο να τρέχει καβαλάρης στους δρόμους. Φορούσε χρυσό φωτοστέφανο, το άλογο άσπρο, γερό. Και στα καπούλια καθόταν πάντα το δικό της παιδί. «Δεν πειράζει που δεν το ξανάδα. Το βλέπει ο άγιος», είπε.
Ας επιστρέψομε, όμως, στην ιστορία της Μαρίας και του νόθου κοριτσιού της.
Πέρασαν τα χρόνια, το 2005 τυπώθηκε το βιβλίο μου "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη" με δυο παραγράφους για την ιστορία της. Ιδέα δεν είχα για την τύχη του έκθετου κοριτσιού. Ένα χρόνο μετά, σε ώρα εκπομπής στο ραδιόφωνο, δέχτηκα ένα τηλέφωνο. Κάποια κυρία ζητούσε να μου μιλήσει. Ήθελε να ευχαριστήσει που -επιτέλους- μάθαινε την ιστορία της μητέρας της!
Έμεινα έκπληκτος. Ένα έκθετο κορίτσι μάθαινε τυχαία την περιπέτεια της ζωής του. Κι εγώ μάθαινα, πάλι τυχαία, τη συνέχεια μιας μικρής ανθρώπινης ιστορίας. Ζήτησα να τη συναντήσω. Ήταν ήδη πάνω από 80 χρονών.
«Μετά χαράς! Θα χαρεί κι εκείνη να μιλήσει μαζί σας».
Δυστυχώς δεν τα καταφέραμε. Κάπου ανάμεσα στα αμέτρητα τηλέφωνα της εκπομπής χάθηκε η σημείωση με το τηλέφωνό της. Θυμάμαι πως τότε, το 2006, ζούσε στη Φορτέτσα. Ίσως με τη σημερινή δημοσίευση να βρεθεί ευκαιρία να μιλήσομε πάλι. Όλο και κάποιος θα τη γνωρίζει... Το έκθετο του 1925 θα έχει περάσει πια τα ενενήντα... Μα φαντάζομαι πως θα είναι κράση γερή, φόβο δεν θα 'χει. Το λέγανε οι παλιοί Καστρινοί: «Ο Άη Μηνάς δεν ξεχνούσε ποτέ τα παιδιά που αφήνανε οι κακότυχες γυναίκες στα χέρια του».
Το άρθρο αυτό δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα ΚΑΡΜΑΝΩΡ: http://www.karmanor.gr/el/article/ta-psyhopaidia-toy-ai-mina
Ηράκλειο, 11 Νοεμβρίου 2016.
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ