Αρχές της δεκαετίας του 1930 βάζει πλώρη απο την Αίγυπτο η οικογένεια Capsis όπου ιδρύει το πρώτο της ξενοδοχείο, το Capsis House Egypt. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Θάνος και η Μαρίκα Καψή δημιούργησαν στην Ελλάδα μία από τις πρώτες αλυσίδες ξενοδοχείων, τα Capsis Hotels.
Η αρχή έγινε στο Ηράκλειο της Κρήτης με το ξενοδοχείο Capsis Astoria στην πλατεία Ελευθερίας το έτος 1966. Ακολούθησε το Capsis Hotel στη Θεσσαλονίκη το έτος 1970 και μαζί με τα Capsis Beach Hotel and Bungalows στην Αγία Πελαγία Kρητης, το Metropolitan Capsis Hotel and Apartments στο νησί της Ρόδου και το Esperia Capsis Hotel στην Αθήνα, o όμιλος του Θάνου και της Μαρίκας έγραψε μια λαμπρή ιστορία και πορεία στον Ελληνικού τουρισμού και στην Ελληνική φιλοξενία. Μια πορεία γνωστή παγκοσμίως μιας και στα Capsis φιλοξενήθηκαν πανίσχυροι ηγέτες κρατών και διάσημες προσωπικότητες του τότε κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι.
Το 1986 η Μαρίκα Καψή απεβίωσε αφήνοντας πίσω μια τεράστια κληρονομιά στις κόρες τις Λένα και Ντία Καψή. Ακολούθησε διαχωρισμός του ομίλου με την Ντία να αναλαμβάνει την διοίκηση των μονάδων στην Αγία Πελαγία και στη Ρόδο και την Λένα τη διοίκηση του ξενοδοχείου Capsis Astoria στο Ηράκλειο και του Capsis Hotel στη Θεσσαλονίκη. Η Λένα Καψή συνεχίζοντας με καινοτόμο πνεύμα και αισιόδοξα οράματα, εργάστηκε σκληρά για να επιτύχει όλους τους στόχους και κατάφερε να αφήσει το προσωπικό της στίγμα στην ιστορία της νεότερης Ελληνικής βιομηχανίας του τουρισμού και της Ελληνικής φιλοξενίας.
Το Capsis Astoria στο Ηράκλειο συνέχισε να προσφέρει πολυτελή διαμονή στο κεντρικότερο σημείο της πόλης του Ηρακλείου και ως τις μέρες μας αποτελεί σημείο αναφοράς στη πρωτεύουσας της Κρήτης.
Το Capsis Astoria στο Ηράκλειο συνέχισε να προσφέρει πολυτελή διαμονή στο κεντρικότερο σημείο της πόλης του Ηρακλείου και ως τις μέρες μας αποτελεί σημείο αναφοράς στη πρωτεύουσας της Κρήτης.
Το Capsis Hotel Thessaloniki, που άνηκε κατά 50% μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 στην οικογένεια Βάρδα, εξαγοράστηκε πλήρως από τη Λένα Καψή. Ακολούθησε μια ριζική ανακαίνιση και το ξενοδοχείο αναβαθμίστηκε από 3 σε 4 αστέρων ξενοδοχείο. Αποτελεί δε ως τις μέρες μας το μεγαλύτερο ξενοδοχείο πόλεως στη βόρεια Ελλάδα με ένα από τα μεγαλύτερα συνεδριακά κέντρα.Στα τέλη της δεκαετίας 1990, με συνεχή πνεύμα καινοτομίας η Λένα Καψή ιδρύει το Capsis Bristol Hotel στα Λαδάδικα. το πρώτο Βoutique Hotel στη Θεσσαλονίκη.
Τα ξενοδοχεία Capsis αποτέλεσαν και αποτελούν χώρους φιλοξενίας πασίγνωστων κέντρων διασκέδασης. Οι ιστορικές Discotheque Piper λειτουργούσαν σε χώρους των ξενοδοχείων για πολλά χρόνια. Τα Pool Bars των ξενοδοχείων, RoofTop Piscina στη Θεσσαλονίκη και Aegean View στο Astoria στο Ηράκλειο είναι τα τελευταία χρόνια πολύ δημοφιλείς χώροι διασκέδασης και αναψυχής τους καλοκαιρινούς μήνες.
Σήμερα η διαχείριση των ξενοδοχείων της Λένας Καψή έχει περάσει στη τρίτη γενιά που διατηρώντας τις αρχές της φιλοξενίας και της εξυπηρέτησης συνεχίζει το έργο, το όραμα και την φιλοσοφία των προκατόχων, εξασφαλίζοντας ότι ο σεβασμός προς τις αξίες της οικογένειας τους διατηρείται και εξελίσσεται. Ο 21ος αιώνας βρίσκει τα Capsis Hotels σε ένα καινούργιο μονοπάτι. Εξελίσσονται σε ξενοδοχεία Τέχνης και Πολιτισμού. Έχοντας ήδη στο διάκοσμο των ξενοδοχείων κομμάτια τέχνης από την προσωπική συλλογή της Λένας Καψη, σήμερα η νέα γενιά των Capsis μεταμορφώνει τα ξενοδοχεία σε Gallery τέχνης και έκφρασης. Καλλιτέχνες εκθέτουν και φιλοτεχνούν στους χώρους μας και μεγάλες εκδηλώσεις τέχνης και πολιτισμού φέρνουν ανθρώπους από όλο τον κόσμο πιο κοντά.
Η «Αστόρια» σχεδιάστηκε από τον σημαντικό Αθηναίο αρχιτέκτονα Βασίλειο Κασσάνδρα, ο οποίος μαζί με τον επίσης σπουδαίο συνεργάτη του Λεωνίδα Μπόνη είχαν σχεδιάσει δύο από τα εμβληματικότερα κτήρια της πρωτεύουσας, το Κέντρο Θεαμάτων Ρεξ- Κοτοπούλη- Σινεάκ στην οδό Πανεπιστημίου και το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού που καταλαμβάνει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο των οδών Πανεπιστημίου, Σταδίου, Βουκουρεστίου κι Αμερικής και μεταξύ άλλων στεγάζει το κινηματοθέατρο «Παλλάς».
Την κατασκευή της «Αστόριας» είχε αναλάβει ο Ηρακλειώτης πολιτικός μηχανικός Περικλής Δρακάκης και τη διακόσμηση ο διακεκριμένος σκηνογράφος Γιώργος Ανεμογιάννης, ο οποίος το 1983 θα δημιουργούσε και θα στέγαζε το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στο οικογενειακό του σπίτι στη Μυρτιά, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα. Σ’ αυτόν οφείλεται το σχέδιο της περίφημης “μαργαρίτας” που κοσμεί το ταβάνι της αίθουσας και την οποία υλοποίησε ο ρεθυμνιώτικης καταγωγής τεχνίτης Παντελής Λίτινας, ενώ μέχρι κι οι απλίκες είχαν σχεδιαστεί σε φλοράλ μοτίβα.
Το κυρίαρχο χρώμα στην αίθουσα ήταν το “μπλε ανοικτό” στη μπούκα (το πλαίσιο) της σκηνής, στην αυλαία που σηκωνόταν κι έπεφτε αυτόματα με χειρισμό από την καμπίνα προβολής, και στην υφασμάτινη επένδυση των 970 καθισμάτων, από τα οποία τα 670 βρίσκονταν στην πλατεία και τα 300 στον εξώστη.
Το αδιαχώ́ρητο στην Αστό́ρια την ημέρα των εγκαινίων της (αρχείο Κώστα Χατζά́κη).
Η “σινεμασκοπική” όπως χαρακτηρίζεται οθόνη είχε διαστάσεις 13 x 5,50 μέτρα κι η σκηνή πλάτος 18, ύψος 9 και βάθος 6,5 μέτρα. Ο εξοπλισμός προβολής ήταν τελευταία μοντέλα μάρκας Cinemeccanica, η ηχητική εγκατάσταση επέτρεπε την εκπομπή υπερσύγχρονου τότε στερεοφωνικού ήχου, ενώ ως πρώτος μηχανικός προβολής εργάστηκε εκεί ο βετεράνος του επαγγέλματος Ανδρέας Αραβιτσάκης.
Καθώς ο Χατζάκης δεν προτίθετο να εγκαταλείψει τα ιατρικά του καθήκοντα, ανέθεσε αρχικά την οικονομική διεύθυνση στον Γιάννη Παπακαλιάτη και τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό στον Νοέλ Κωνσταντινίδη, έμπειρο από τη διεύθυνση του θερινού «Όασις» στο κατοπινό κηποθέατρο «Ν. Καζαντζάκης».
Εδώ ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω επίσης τον λογιστή και παππού του γράφοντα, Νίκο Γιακουμάκη, που για μεγάλο χρονικό διάστημα κρατούσε τα βιβλία της επιχείρησης. Τον Παπακαλιάτη διαδέχτηκαν ο Γιώργος Κιαγιαδάκης, διαχειριστής πολλών χειμερινών και θερινών κινηματογράφων της πόλης, κι αργότερα ο Γιώργος Κιοσκλής, μετέπειτα ιδιοκτήτης του αγαπημένου «Γαλαξία» στη λεωφόρο Ακαδημίας και πατέρας του Αρτέμη Κιοσκλή, κατοπινού μηχανικού της «Αστόριας».
Ο Ευάγγέλος Χατζά́κης με τον γιό του και σημερινό́ ιδιοκτή́τη της Αστό́ριας, Κώ́στα (αρχείο οικογέ́νειας Ν. Γιακουμά́κη)
Με τα χρόνια, τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο γιος του Χατζάκη και σημερινός ιδιοκτήτης, Κώστας. Η αίθουσα συνεργαζόταν μεταξύ άλλων με τις εταιρείες παραγωγής και διανομής Φίνος Φιλμς, Δαμασκηνός- Μιχαηλίδης, Σάββας Φιλμ και Σκούρας Φιλμ
Η Αστόρια το 1965 με το ξενοδοχείο Capsis υπό ανέγερση
(φωτό J. Miller, αρχείο Μιχάλη Ναλετάκη).
(φωτό J. Miller, αρχείο Μιχάλη Ναλετάκη).
Ο καβγάς για το όνομα
Η έναρξη της λειτουργίας της «Αστόριας» σημαδεύτηκε από μια αναπάντεχη αναστάτωση, που εκφράστηκε στον τύπο μόλις τρεις μέρες μετά τα εγκαίνια με αφορμή την ονομασία την οποία επέλεξε ο Χατζάκης για την αίθουσά του.
Δημοσιογράφοι και θεατές βρήκαν το αμερικανικό τοπωνύμιο ακατάλληλο για έναν κρητικό κινηματογράφο, ο οποίος έκριναν ότι έπρεπε “απόλυτα να συνδέεται με τον τόπον και η ονομασία του να αποτελέσει κρίκον της ιστορίας της Κρήτης από των αρχαιοτάτων μέχρι των νεωτάτων χρόνων”.
Διάφοροι έφτασαν μάλιστα μέχρι το σημείο να προτείνουν να συσταθεί επιτροπή και να διεξαχθεί ονοματοδοτικός διαγωνισμός για να επιλεγεί το πιο ταιριαστό όνομα στην ιστορία του τόπου, την οποία οι αρχαιομανείς αντιλήψεις της εποχής προσδιόριζαν ως σχεδόν αποκλειστικά μινωική.
Ανάμεσα στα ονόματα που πρότειναν συντάκτες κι αναγνώστες ήταν τα μινωικά Αριάδνη, Κνώσιον, Λάβρυς, Πασιφάη, αλλά και το ενετικό Κάντια. Ο Χατζάκης συνετά κατά τη γνώμη μας επέλεξε να μη δώσει σημασία στο ζήτημα, το οποίο ούτως ή άλλως ξεθύμανε γρήγορα.
H Αστόρια το 1966 (φωτό Adrian Gilstrap, αρχείο Μιχάλη Ναλετάκη).
Μετατροπές
Από τη δεκαετία του 1960 το κτήριο αρχίζει σταδιακά ν’ αλλάζει όψη. Το 1966 πάνω από το τον κινηματογράφο ανεγέρθηκε το συνώνυμο ξενοδοχείο της οικογένειας Καψή. Σε διαφορετική χρονική στιγμή, τμήμα του φουαγιέ διαχωρίστηκε κι ενοικιάστηκε ως εμπορικό κατάστημα, αλλά αργότερα επανασυνδέθηκε με τον υπόλοιπο χώρο της εισόδου. Κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, η επέλαση της τηλεόρασης και του βίντεο προκάλεσε το κλείσιμο μεγάλου αριθμού κινηματογραφικών αιθουσών.
Όσες επιχειρήσεις ήθελαν να επιβιώσουν έπρεπε ν’ ανανεωθούν και να εκσυγχρονίσουν τις συνθήκες θέασης, οι οποίες είχαν αλλάξει δραματικά από τη ‘χρυσή’ δεκαετία του 1960. Η «Αστόρια» ευτυχώς απέφυγε τη μοίρα που περίμενε τις περισσότερες αίθουσες παρομοίου μεγέθους στην υπόλοιπη Ελλάδα και τον κόσμο: τεμαχισμό σε μικρότερες αίθουσες, μετατροπή σε σούπερ- μάρκετ ή οριστικό κλείσιμο.
Ανακαίνισε αρχικά το φουαγιέ της το 1992 και την αίθουσα το 1996 σε μελέτη του αθηναϊκού αρχιτεκτονικού γραφείου Θέρος Αρχιτεκτονική και διακόσμηση από τον Ηρακλειώτη αρχιτέκτονα Νίκο Μουρέλλο, αφήνοντας τα παλιά της καθίσματα στον εξώστη για να θυμίζουν τις ένδοξες εποχές. Το 2007 η αίθουσα αποσύρθηκε από το εμπορικό κύκλωμα προβολής ταινιών, αλλά συνέχισε να φιλοξενεί θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες κι εκδηλώσεις, ενώ όπως είχε κάνει για την προηγούμενη λέσχη της πόλης, από το 2012 στεγάζει τις εβδομαδιαίες προβολές της Νέας Κινηματογραφικής Λέσχης Ηρακλείου.
Η Αστό́ρια υπό́ κατασκευή́
Κληρονομιά
Η «Αστόρια» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις κινηματογραφικές -κι όχι μόνο- αναμνήσεις όλων των μεταπολεμικών γενεών των Ηρακλειωτών. Μετά από εξήντα ολόκληρα χρόνια εξακολουθεί να διατηρεί την περίοπτη θέση της στην πλατεία Ελευθερίας, ως αρχιτεκτονικό υπόδειγμα μιας εποχής όταν όλα τα κινηματογραφικά μεγέθη ήταν μεγαλύτερα: η εικόνα, τα πλήθη, τα είδωλα και τα όνειρα.
Η αρχαιοπληξία που δημιούργησε παλιότερα την περιττή συζήτηση για την ονομασία της, δυστυχώς κυριαρχεί ακόμη εμποδίζοντας να γίνει αντιληπτή η σημασία των κινηματογραφικών αιθουσών ως μνημεία της νεότερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Η «Αστόρια» είναι ακριβώς αυτό, γιατί για πάνω από μισό αιώνα υποδέχτηκε χιλιάδες κόσμου που γέλασαν, συγκινήθηκαν, παρηγορήθηκαν, καλλιεργήθηκαν, ερωτεύτηκαν, προβληματίστηκαν, γνώρισαν κόσμους που δεν επισκέφτηκαν ποτέ. Μέχρι τώρα έχει γλιτώσει πολλές φορές από το κλείσιμο χάρη στην ευαισθησία του ιδιοκτήτη της.
Ακόμη όμως κι αν κάποτε κριθεί αναγκαίο, ας ελπίσουμε ότι δε θα επαναληφθεί το εγκληματικό λάθος του «Απόλλωνα» κι ότι κάποιος φορέας θα ενδιαφερθεί για τη διατήρησή της. Προς το παρόν, εμείς ευχόμαστε στην «Αστόρια» να μακροημερεύσει, παραμένοντας φιλόξενη, δραστήρια και μεγαλοπρεπής.
Toυ Νίκου Τσαγκαράκη, κριτικού – ιστορικού κινηματογράφου
ΠΗΓΗ
ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ