Η μάνα σου , κοιμήθηκε; Ναι, δεν την ακούς, κάνει σαν προπέλα. Η δικιά σου; Νομίζω. Έχει σκεπαστεί με το σεντόνι γιατί την κυνηγάει μια μύγα.
Πάμε, κι ο Θεός βοηθός. Τα καλοκαίρια ο μεσημεριανός ύπνος ήταν απαράβατο δικαίωμα για τους μεγάλους και ανειλημμένη υποχρέωση για τους μικρούς. «Μην ακούσω κιχ!», έλεγε η μάνα μου και η θεία μου συμφωνούσε προειδοποιώντας ότι αν δεν κοιμηθούμε, «το απόγευμα δεν έχετε να πάτε πουθενά!». Βγαίναμε πάντα από την πόρτα της κουζίνας, που έτριζε λιγότερο από την άλλη. Με βήματα αέρινα, σαν μπαλαρίνες , το κορμί σκυμμένο προς τα εμπρός σε μια αργή ρυθμική κίνηση της ράχης πάνω – κάτω, σαν τα αιλουροειδή καθώς φθάνουν στο θήραμά τους, με βλέμμα πονηρό και ανυπόμονο και τα χέρια μας να κρατούν το στόμα σφιχτά για να συγκρατήσουν τα γέλια που θα μας έπνιγαν για λίγο ακόμη. Μια αρμαθιά κλειδιά σε μεταλλικό μπρελόκ ήταν πάντα στην κλειδαριά . Τα χουφτώναμε όλα μαζί καθώς ανοίγαμε την πόρτα για να μην ακουστούν επειδή την τελευταία φορά που κουδούνισαν μας έκανε άνω κάτω.
Πάντως, εμείς από τότε μάθαμε τον ασφαλέστερο δρόμο για την ελευθερία. Και όταν νοιώθαμε ότι η απόδρασή μας ήταν γεγονός και είχαμε πλέον βγει από το σπίτι, τότε ορθώναμε το κορμί και αρχίζαμε να τρέχουμε στο χωράφι, σαν να μας κυνηγούν. Τα παντοφλάκια μας πετάγονταν στο αέρα και τα ξαναμαζεύαμε, χωρίς να μειώσουμε ταχύτητα. Ο ήλιος μας έκαιγε δυνατά κι εμείς τον κοιτούσαμε με θράσος κατάματα. Κουνούσαμε τα κεφάλια δεξιά – αριστερά για να ανεμίζουν τα μαλλιά μας. Τρέχαμε επάνω στα ξερά χόρτα και τις τσουκνίδες και αυτά μας τσιμπούσαν τα πόδια, καμιά φορά μάτωναν, αλλά δεν μας ένοιαζε. Μετά από δύο λεπτά είχαμε φτάσει στο αγαπημένο μας , μεσημεριανό καταφύγιο: Κάτω από τη συκιά του Γιάννη, του νερουλά. Ένα δέντρο που φαινόταν στα μάτια μας, θηριώδες. Είχε πολύ χοντρό κορμό, κουφάλα , πυκνό φύλλωμα, λίγα σύκα και πολλά τζιτζίκια. Με τα μάγουλα κατακόκκινα, ιδρωμένες, λαχανιασμένες και σκασμένες στα γέλια , ξαπλώναμε στη σκιά του. Με τα κεφάλια ενωμένα και πόδια – χέρια ανοιχτά , παίζαμε κρυφτό με τις αχτίνες του ήλιου που περνούσαν ανάμεσα στα κλαδιά και τα φύλλα. Και τότε, άρχιζαν οι τζίτζικες το κεφάτο πρόγραμμά τους. Λες και μας περίμεναν για να δυναμώσουν το τραγούδι. Πλησιάζαμε αργά αργά στο δέντρο και βλέπαμε τα κορμιά τους , κολλημένα επάνω στο φλοιό , με τα κεφάλια να κοιτάζουν προς τα επάνω, ντυμένοι σαν φαντάροι με στολή παραλλαγής. Στρογγυλεύαμε τις χούφτες μας , πλησιάζαμε αργά – αργά και τους καπακώναμε.
Αυτοί συνέχιζαν τώρα, παγιδευμένοι μέσα στα φλιτζανάκια των χεριών μας, να τραγουδούν πιο δυνατά, με άλλο ίσως ρεπερτόριο, πιο ροκ. Ίσως και χαρντ ροκ . Δεν ξέρω , είναι αλήθεια ότι δεν συμμεριζόμαστε την αγωνία τους. Εμείς πάντως δεν είχαμε καμιά πρόθεση να τους τρομάξουμε. Θέλαμε απλώς, να τραγουδούν μόνο για μας. Prive, που λένε. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε πολύ και γελούσα δυνατά, όταν ο καλλιτέχνης προσπαθούσε να ξεφύγει και κουνώντας τα φτερά και τα πόδια του, μου γαργαλούσε τα δάχτυλα. Γι αυτό και τον απελευθέρωνα, με μια μικρή καθυστέρηση. Αυτό γινόταν με όλα τα τζιτζίκια… του κορμού της συκιάς του Γιάννη του νερουλά. Κάθε μεσημεράκι καλοκαιρινό. Το απόγευμα, καρπούζι στη βεράντα, ψωμί με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα, σχεδιασμός για την επόμενη ημέρα: «Τι θα φάμε αύριο;» «Γεμιστά» «Έλα ρε μαμά, πάάάλι γεμιστά;» Το σπίτι της θείας της Τασίας , ήταν ένα σπιτάκι μια σταλιά που χωρούσε μέσα, τον κόσμο όλο. Κι η καρδιά της, το ίδιο. Τα πάντα μού χουν λείψει από τότε. Τα πάντα. Εικόνες, συναισθήματα, γεύσεις, μυρωδιές, ήχοι…
Τις προάλλες ο γιος μου , που είναι πια παλικαράκι, φιλοξενήθηκε από την οικογένεια κάποιου συμμαθητή του, στην Κρήτη. Μιλούσαμε από το skype και άκουγα τα τζιτζίκια νάχουν στήσει τρελό πανηγύρι. Του ζήτησα να πιάσει ένα και να μου το φέρει σε κουτί. Με κορόιδεψε, με το δίκιο του. Έχω στο μπαλκόνι μια ελιά σε γλάστρα. Έχω και μερικά δεντράκια ακόμη. Σε γλάστρα και αυτά. Ξέρω πως δεν είναι το κατάλληλο περιβάλλον για να δημιουργήσει ο καλλιτέχνης , έστω και αν είναι έντομο. Είχα όμως σκοπό, ειλικρινά, να τον φιλοξενήσω. Χωρίς ζαβολιές και βασανιστήρια , αυτή τη φορά. Ο γιος μου, τελικά , δεν μου έφερε τζιτζίκια στο κουτί. Του είχα όμως εγώ, μία έκπληξη: Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, αλλά το πρωί ξυπνήσαμε με το τζιτζίκισμα από δύο καλλιτέχνες που είχαν πιάσει ένα μονότονο αλλά ολόγλυκο σκοπό, κολλημένοι… επάνω στον κορμό της ελιάς σε γλάστρα, στο μπαλκόνι μου.
... ΤΗΣ ΔΩΡΑΣ ΒΛΑΧΟΥ
ΦΩΤ ΑΡΧΕΙΟ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
Πηγή: www.lifo.gr