Χαμέζι ( Ά μέρος )
Ήλιος βαρύς είχε βγεί σήμερα, σκόρπισαν τα σύννεφα. Ζεστοκοπούσε ο καιρός, περασμένη Άνοιξη, τα δέντρα είχαν πετάξει τα σγουρά τους φυλλαράκια και καμάρωναν. Είχα περάσει και άλλες φορές άνοιξη, αλλά πρώτη φορά όμως είδα πως όλα γίνονται ένα! Πως η ψυχή ακολουθεί και αυτή το δρόμο για να βρεί τη δική της άνοιξη! Όλα ακολουθούν το νόμο της φύσης. Πάντα μετά την άνοιξη να ακολουθεί το καλοκαίρι και αμέσως μετά το φθινοπώρι. Όλα αυτά σε αταλάντευτο ρυθμό και στη μέση ο άνθρωπος να ψάχνει αιώνες τώρα το νομοθέτη...Να τον χει μέσα του,δίπλα του, παντού και αυτός να τον ψάχνει...
Με όλες αυτές τις σκέψεις ανηφόριζα μέσα σε κατάφυτους ελαιώνες. Λίγο διαφορετικοί μου φάνηκαν τούτοι. Μικρά λιόφυτα κοντά και λεπτοκαμωμένα, σκαρφαλωμένα σε πετρόχαρες πλαγιές. Και ανάμεσα τους, συκιές και αμπέλια απλωμένα και το θυμάρι μοσχομύριστο, ακούραστο μέσα στη καλοκαιρινή ζέστη να δίνει το άρωμα του. Σταμάτησα λίγο να ξεκουραστώ. Έκανα να κάτσω πάνω σε μια πέτρα, αλάφρωσα. Και ξάφνου στην ησυχία μια παρέα προστέθηκε. Μια μέλισσα χωμένη στα άνθη εμφανίστηκε να χορευτακίζει ασταμάτητα. Να παίρνει τη γύρη τόση όση χρειάζεται να φεύγει για το μελίσσι της και να ξαναγυρνάει. Όση χρειάζεται. Όχι σαν τον άνθρωπο που ενώ έχει ότι χρειάζεται να θέλει πάντα παραπάνω και κάθε φορά που το αποκτά να θέλει..και άλλο παραπάνω! Ίσως γιαυτο η μέλισσα τούτη να πηγαινοέρχεται χαρούμενη συνέχεια ενώ οι άνθρωποι σπάνια. Με όλες αυτές τις σκέψεις ξανακίνησα για το ανηφόρι. Στο βάθος διέκρινα μια συστάδα από σπίτια, με πέτρα αριστοτεχνικά φτιαγμένα, σαν μια καστροπολιτεία δεμένα μεταξύ τους. Φιλικό και ξένοιαστο μου φάνηκε τούτο το χωριό, σίμωσα κοντά του, η ταμπέλα έλεγε Χαμέζι..
Αποσπάσματα από το βιβλίο μου
Από τη Κρήτη στο Augsburg