Μια βεγγέρα του παλιού καιρού σ ένα χωριό της Κρήτης - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Μια βεγγέρα του παλιού καιρού σ ένα χωριό της Κρήτης

Γράφει η Ευγενία Σπαντιδάκη-Ζαμπετάκη Συν/χου δασκάλα
Αναδημοσίευση από 

Έλα Νικολή, πιε μια τσικουδιά ν’ αναντρανίσεις, να στρώσω το τραπέζι, να φάμενε με τα κοπέλια, να ετοιμαστούμενε γερά – γερά για θα ’ρθουνε οι βεγγεριστάδες απόψε.
Εκουράστηκα γυναίκα ούλη μέρα βαστώ την όχερη  και βολο­σέρνω τ’ αλέτρι με τα βούγια.
Εδά  που θα πρεμαζωχτούνε οι φίλοι οι γειτόνοι κι δικολογιές μας, θα πούμενε που και μπουνταλέ να ξεκουραστείς γιατί ’ναι ζ’αβαλε μεγάλες οι νύχτες κι αργεί να ξημερώσει.
Λαλείτε κοπέλια, κάμετε το σταυρό σας, κουρκουμιαστείτε τσι κοιμητέ  σας γιατί ‘’ναι κρυγιότη
Καλοπίταγα  τα μεγάλα κοπέλια δεν εβγάλανε άχνα, εκάμανε ότι ’πενε η μάνα ντονε. Μόνο το Σηφαλιώ αναστουλούχανε και παρακάλιενε τη μάννα ν-του.
Να κάτσω μάνα, εγώ δε πάω στο σκολειό;
Όσκες  να πας και συ για ύπνο.
Να ’ρθει κι ας η γιαγιά μου, να μου πει ένα παραμύθι;
Άναψενε η Αργυρένια δυο λύχνους, έφερενε ο άντρας τση μια μεγάλη κουτσούρα, την εβάλενε στη μ-παρασιά εσύμπανε  τα δαυλούδια τσ’ ελιάς και λαμπουρδάνιασενε η φωθιά. Έφερενε η μάνα ν-του η Αυγενιώ δυο διπλοχαχαλές  κουκιά και τ’ ασφεντούριξενε στη χόβολη να ψηστούνε να μοσκομυρίσει το σπίτι. Είναι ο καλύτερος μεζές τση ρακής.
Η Αργυρένια έστεσενε το τηγάνι στη φωτιά και όντε ν-έκαψενε το λάδι έβαλενε μέσα δυο χαχαλές ροβύθια. Όντε ψήνουνται χοροπη­δούνε μέσα στο λάδι γι’ αυτό τα λένε «περιστέρια» σ’ άλλους τόπους, της Κρήτης τα λένε «τζιριντούλια». Τ’ αλατσίζουνε, ρίχνουνε στο λάδι λεμόνι και είναι ο καλύτερος κρασομεζές. Εγεμίσανε το τραπέζι με καρύδια, σύκα, σταφίδες, αμύγδαλα, ομορφοσιασμένα σε πήλινες ξομπλια­στές πιατέλες. Πράμα δεν αγοράζανε, εμπορεύγουνταν με τα καλο­λο­είδια πούχανε στα σπίτια ντονε.
Επρεμαζωχτήκανε οι βεγγεριστάδες οι γι-άντρες, οι γυναίκες, καλοδεχούμενοι ούλοι εκάτσανε γύρου – γύρου στη φωτιά και στη μέση έφερενε η Αργυρένια το «σοφρά»  με τα καλολοείδια το κρασί, τη ρακή, τα ποτήρια, τα πιατέλα.
Ούλες οι γυναίκες εκρατούσανε εργόχειρα: Η Ζαχαρένια έκλω­θε­νε, η Βλαβία με τα χειρότεχνα έβγανενε τη ρασέ  η Αγγελική έξενε μαλλιά, η Ζαμπιά έπλεκενε, ούλες εδουλεύανε. Ήτανε μεγάλη ντροπή να ξαργούνε. Επίνανε ρακή, κρασί, ετρώγανε τα τραταμέντα τση νοικοκύρισσας του σπιτιού, ελέγανε τα νέα του χωριού, εκουβεντιάζανε για τα βάσανα και τσι κόπους τση μέρας, δεν είχανε τοτεσάς ραδιό­φωνα και τηλεοράσεις να κατένε τα νέα τση χώρας τονε και του κόσμου να στενοχωρούνται. Εδουλεύανε ουλημερνήσιως  τση μέρας και το βράδυ στη βεγγέρα εξεκουράζουντανε, εκουτσοπίνανε ετρώγανε τρατα­μέντα και σιγά-σιγά εβγαίνανε στο κέφι. Ελέγανε παρατσάφαλα, αστεία παραμύθια, παροιμίες και διασκεδάζανε.
- Μπάρμπα Μανούσο πέ μας εδώ την ιστορία του παπά απού τη λέεις όμορφα και γελάξομενε.
- Τόσες βολές  σας την έχω πωμένη, ούλοι τη γ-κατέτε, ας τη πει εδά κιανείς άλλος.
- Όι μπάρμπα, κιανείς δε ν-τη λέει σα και σένα, τού πενε ο Αντρουλής, άντε δά μη γ-κάνεις τα κουκορέξια σου, αρχίνηξε.
Εκαλόκατσενε ο Μανούσος στο γ-καναπέ, εσήκωσενε τη χερού­κλα ν-του εχάιδεψενε τ’ άσπρα γένια ν-του εσπιθίσανε τα μαύρα ματάκια ν-του κι αρχίνηξενε το παραμύθι.
Ήτανε μια βολά σ’ ένα χωριό ένας παπάς που λειτούργανε σε δυο-τρία χωριά. Κάθε Κυριακή σ’ άλλο χωριό. Όντε ν’ έλειπενε ο παπάς, έβανενε η παπαδιά τον αγαπητικό στο σπίτι. Ένας γείτονας μια Κυριακή πρωί, επαραφύλαε ν-το μ-παπά, αρπά το χαλινάρι του γαϊδάρου και του κάνει νόημα να σταματήσει. Εξαφνιάστηκενε και τον ερώτηξενε:
- Καλημέρα γείτονα, είντα τρέχει κοντό κι εκόπιασες ταχυνή - ταχυνή;
Δε συνεικάζω το ντουσουλμέ  σου.
- Το πράμα είναι μπεϊλί παπά μου κι ούλοι το κατένε  στο χωριό, η παπαδιά όντε λείπεις, βάνει τον αγαπητικό στο σπίτι.
Εξαφνιδιάστηκενε ο παπάς και του λέει:
- Δε το πιστεύγω οξό να το δω με τα μάθια μου.
- Πόσα θα μου δώσεις να σου το φανερώσω;
- Εσύ πόσα θέλεις;
- Εκατό ριάλια θέλω και το γάϊδαρο να πιαίνω.
Εκλείσανε τη συμφωνία, είπενε ο παπάς τση παπαδιάς πως θα πάει στη χώρα και θα ξωμείνει γιατί ’χει δουλειά. Αναμαζώνει η παπαδιά το λεγάμενο, ντύνεται ο γείτονας με κουρέλια, αναβαστά το παπά σ’ ένα τσουβάλι, ακουμπισμένο στη ράχη ν-του, κακό πράμα ήτανε ο κακομοίρης (λίγος και κιουλιάς, από τσι πολλές νηστείες) και ζητά ελεημοσύνη από τη παπαδιά.
Είναι νύχτα, άφησμε ν’ ακουμπήσω επαέ στο καναμπεδάκι γιατί ’μαι μαϊναρισμένος απού τη κούραση, ν’ ακουμπήσω επαέ στο χειρόμυλο το σακί με τσ’ ελεημοσύνες των ανθρώπω.
Έκαμενε η παπαδιά το χρέος τση και ελέησενε το διακονιάρη. Ύστερα εμπήκενε στη κρεβατοκάμερα κι αρχίνηξενε τα παιχνίδια. Άκουγενε ο διακονιάρης, εχτύπανε στο τσουβάλι το μ-παπά και του λέγενε: «Άκουε σακί δεμένο χειρομυλακουμπισμένο, τα εκατό μου ριάλια θέλω και το γάϊδαρο να πιαίνω…».
Απής ησυχάσανε, βγαίνει ο παπάς απού το τσουβάλι και καταχτυπά τη μ-πόρτα. Εξετρουμίστηκενε η παπαδιά και χώνει το ν-αγαπητικό σ’ ένα πιθάρι. Κάνει την ανήξερη η παπαδιά περιποιείται το παπά, σα να μη συμβαίνει πράμα. Βράζει ο παπάς ένα σιδεροτσίκαλο νερό και μέχρι να βράσει, επήγαινενε η παπαδιά στην αποθήκη, εξεσκέ­παζενε το πιθάρι έβλεπε τον αγαπητικό και τονε παρηγόρανε: «Κάνε κουράγιο εγώ σε μια ουλιά ώρα, θα σ’ ελευθερώσω». Σαν έβρασενε το νερό, το πάει ο παπάς στην αποθήκη, ανοίγει το πούμα και τ’ ασφε­ντουρά μέσα. «Η γούγια μου λέει η παπαδιά κι είντα θα γενούμενε δα απού θα σε βάλουνε στο χάψ γιατί ’καψες τον άνθρωπο!» «Δε το κάτεχα εγώ βαλα το νερό για να πλύνω το πιθάρι. Βάνει ο παπάς το ζεματισμένο σ’ ένα σακί τονε δένει στη μια μπάντα του σομαριού, σκυλομαχιάζει απάνω στο σομάρι τη παπαδιά, «για να μη κινούμε τις υποψίες» τση ’πενε ο παπάς. Ελάλιενε ο παπάς το γάιδαρο κάθε λίγο και λιγάκι ακούμπανε από πίσω τη μ-παπαδιά και τη ρώτανε: «Καλά ’σαι μπρέ και με τη σομαροβελόνα έραφτενε τα ρούχα τζη, με το τσουβάλι του αποθαμένου. Απής εξετέλεψενε τη ραφτική άρχιξενε τη ψαλμωδία: «Αιωνία η μνήμη, τρεις πάνε κι ένας γιαγέρνει».
Όντε ν’ εφτάξανε στο γκρεμνό λέει τση παπαδιάς «παίξε του μπρέ μια να πέσει». Όπως ήτανε τα ρούχα τζη ραμμένα με το τσουβάλι, εγκρεμνοτσακίστηκενε και η παπαδιά. Ετσά εξέμπλεξενε ο παπάς «άμαχα κι ατάραχα».
Ετελείωσενε η βεγγέρα και ούλοι ευχαριστηθήκανε για την τιμω­ρία, που με τόση εξυπνάδα, έκαμενε ο παπάς στους αμαρτωλούς, χωρίς να μπλέξει…

Άγνωστες λέξεις
όχερη = λαβή του αλετριού
εδά = τώρα
δικολογιά = συγγενολόι
κουρκουκιαστείτε = κουκλωθείτε
κοιμητέ = μέρος κατάλληλο για να κοιμάται κάποιος
κρυγιότη = κρύο
καλοπίταγα = πειθαρχημένα
όσκες = όχι
εσύμπανε τη φωτιά = έτριψε τα ξύλα μεταξύ τους
10 διπλοχαχαλές = διπλές χουφτές
11 ξομπλιαστές = στολισμένες
12 σοφρά = μικρό στρογγυλό τραπέζι με κοντά πόδια
13 ρασέ = μαλλιά για λεπτό νήμα
14 ουλημερνήσιως = αδιάκοπα όλη μέρα
15 βολές = φορές
16 ταχυνή = πολύ πρωί
17 συνεικάζω = συμπεραίνω
18 ντουσουλμέ = βαθιά σκέψη
19 μπεϊλί = φανερό
20 κατένε = ξέρουνε
21 ριάλι = νόμισμα Ισπανικό 50 λεπτών
22 απής = αφ’ ότου
23 χάψι = φυλακή
24 σκυλομαχιάζω = κακομεταχειρίζομαι

Post Top Ad

.............