Άλλαξε, πώς αλλιώς, η «απάνω αγορά» στα χρόνια που εγώ τη θυμούμαι. Τώρα έχει και μαγαζιά με τσάντες, ρούχα και τουριστικά. Μα είναι πάντα «αγορά», με τα μανάβικά της, τα χασάπικα, τα ψαράδικα και τα παντοπωλεία, μα και με τυράδικα, ψωμάδικα, καφεκοπτεία, ακόμη και κομπολογάδικα και υπαίθριους που πουλούνε χόρτα και χοχλιούς. Χαρά οφθαλμών και ανάταση ψυχής. Στα «Γρουσουζάδικα», όπως ήτανε και είναι γνωστή η οδός Αρχιμανδρίτου Φωτίου Θεοδοσάκη, δρόμος κάθετος στο δρόμο της αγοράς, λειτουργούν ακόμη καμιά δεκαριά φαγάδικα, ψητάδικα και μεζεδοπωλεία.
Οινομαγειρεία λέγανε κάποια όταν πρωτοπήγα να «γρουσουζιαστώ», μαθητής του γυμνασίου με τον πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία κουμπάρο μας, το Δημήτρη από το Ίνι. Ακόμη το θυμούμαι. Και ακόμη τρως καλά κρεατικά. Από τα διπλανά χασάπικα, που πουλούνε από κεφαλάκια αρνίσια, χοιρινά και μοσχαρίσια, μέχρι πατσές και ποδαράκια, έρχονται τα κρέατα στα Γρουσουζάδικα, αλλά και οι χασάπηδες για μεζέ. Τον Ανωγειανό που έχει το παραδιπλανό τυράδικο τον θυμούμαι επίσης μια ζωή. Μαύρα μαλλιά, μαύρο πουκάμισο, μουστάκα και στιβάνια, παλιά. Τα ίδια τώρα, μόνο που σήμερα τα μαλλιά και το μουστάκι είναι ψαρά. Με αυτά και αυτά πήγε μεσημέρι. Στην μπάντα οι καφέδες. Έρχεται η ώρα της ρακής. Στο «ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ» πίνεις πάντα καλή ρακή. Πολύ καλή ρακή, Αδέλφια. Από την καλύτερη που έχω πιει εδώ και μισό περίπου αιώνα που ασχολούμαι με το σπορ. Στο καραφάκι τη φέρνει ο Γιώργης, με το μεζέ σε πιατάκια του καφέ. Ελιδάκια, παξιμάδι, αυγό, ντομάτα, γίγαντες, τυρί, κανένα αλλαντικό και το μαγειρευτό της μέρας που μαγειρεύεται επί τόπου του μαγαζιού, από τον ίδιο.
Αλλάζει και το σκηνικό. Τέρμα η μονοκρατορία των ΚΑΠΗ. Τώρα παίζουν μπάλα μερακλήδες κάθε ηλικίας που ’ρχονται για τη ρακή. Γιατί για ρακάδικο, για καλό ρακάδικο, είναι πιο πολύ γνωστό το «ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ». Και η μπουκάλα στα χέρια του παππού Γιώργη στην παλιά φωτογραφία λέει πως γύρω-γύρω από τη ρακή γύριζε από τότε το μαγαζί. Ε, είναι και στη Κρήτη. Έχει πια, το καλοκαίρι, και ξένους περαστικούς τουρίστες, που γουστάρουν φολκλόρ και τους φώτισε ο Θεός να πάνε βόλτα στην αγορά, μπας και δούνε επί τέλους πώς διάολο μοιάζει το ζώο που βγάζει τη μπριτζόλα τους, πώς τα όσπρια ζυγίζονται από το σακί με τη σέσουλα, πώς τα λαχανικά και τα φρούτα υπάρχουν σε αφθονία και όχι, όλα τούτα, μόνο σε συσκευασίες σε πλαστικές σακούλες, όπως συμβαίνει στη χώρα τους (και στη δική μας δυστυχώς, όλο και περισσότερο). Στο μεγάφωνο αυτή την ώρα ο Τσιτσάνης.
Τσιτσάνη έπαιζε το μεγάφωνο και λίγα χρόνια πριν και Μάρκο κι εγώ έπινα ρακή με φίλους. Να τα καραφάκια παρέλαση! Και όπως φτιαχτήκαμε, πιάνω την κουβέντα με το Γιώργη για την παρέα μας, για μπουζουκοπαιξίες, και άλλα ηθικοπλαστικά δρώμενα. Και ο Γιώργης γουστάρει. Μερακλής είπαμε. Κοντός ψαλμός αλληλούια, δεν έχασα την ευκαιρία. Είναι και χώρος μαγκιά για μπουζουκοκραιπάλη. Όθεν και κραιπάλες τούτες, λες και μας λείπουν άλλες, μπήκαν στο πρόγραμμα. Με φίλους οργανοπαίχτες και μη που κατεβαίνουμε από την Αθήνα και με άλλους φίλους μουσικούς από το Ηράκλειο. Και κραιπαλιαζόμαστε από μεσημβρίας έως εσπέρας ενίοτε ή άλλη φορά από εσπέρας έως βαθείας νυκτός. Με μπουζούκια και κιθάρες και ακορντεόν ακόμη. Μάρκος, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστος, Μπαγιαντέρας, μα και Τούντας και Δελιάς και Γιοβάν Τσαούς, όλοι περνάνε από κει. Με το Γιώργη, μα και τους πελάτες να τραγουδάνε μαζί μας, να χορεύουν και να κερνάνε ρακή. Δέκα καραφάκια κεράσματα μέτρησα μια φορά, μπορεί και παραπάνω, σουρωμένος ήμουνα. Δέκα νοματαίοι παρέα δεν είμαστε. Με τους περαστικούς να σταματάνε, κάποιους να κάθονται και να κερνάνε, κάποιους να γίνονται παρέα μας.