Ενα παιδί μπροστά στο πετρόχτιστο πηγάδι με τη σβίγα? ένας γέροντας με μακρύ σαλβάρι στηριγμένος στο ραβδί του, ακολουθούμενος από την κατσικούλα του? άντρες με μαύρα κεφαλομάντιλα, ένας παπάς με το ράσο ν’ ανεμίζει, μια συντροφιά κάτω απ’ την κληματαριά του καφενείου, μια γυναίκα που αλωνίζει, μια γιαγιά στο γαϊδουράκι της.
Και σε απόσταση αναπνοής από τις πόλεις και τους ανθρώπους τους, αρχαία κιονόκρανα, μινωικά πιθάρια, ακέφαλα αγάλματα με πτυχωτούς χιτώνες, ρωμαϊκά αρχιτεκτονικά μέλη, πρωτοβυζαντινά ανάγλυφα. Είναι η Κρήτη που είδε και αποτύπωσε στις φωτογραφίες, τις ακουαρέλες και τα σχέδιά του με μαύρο και κόκκινο μολύβι ένας Γερμανός στρατιώτης της Βέρμαχτ, ένας «κατακτητής».
Στη Μεγαλόνησο τον έφερε το 1943 ο πόλεμος? το όνομά του Ρούντο Σβαρτς, απόφοιτος γεωργικής σχολής, ζωγράφος. Ενας ήσυχος άνθρωπος. Ενας ρομαντικός, που σαγηνεύτηκε από το υποβλητικό κρητικό τοπίο και από τον αρχαϊσμό της καθημερινής ζωής? ένα τυπικό δείγμα καλλιεργημένου Γερμανού, συγκινημένου από την πρωτόφαντη συνάντηση με το ελληνικό αίνιγμα, του οποίου η γριφώδης γοητεία υπήρξε ανέκαθεν ευθέως ανάλογη προς τη συγκλονιστική επίδραση που άσκησε στη Δύση.
Μαζί και τα «Κρητικά Ημερολόγιά» του, περιγραφές των τοπίων, των σπιτιών, της λαϊκής αρχιτεκτονικής, των λουλουδιών, των δέντρων και φυσικά των αρχαιοτήτων, που φωτογραφίζονται και σχεδιάζονται με τις μεγαλύτερες δυνατές λεπτομέρειες. Είναι οι δύο πλευρές της «κρητικής εμπειρίας» του Ρούντο Σβαρτς, που, παρότι στρατιώτης του εχθρού, θέλησε να γνωρίσει τον τόπο, αρχαίο και σύγχρονο, και επέτρεψε, σε ό,τι εξέλαβε ως ουσία του, να χαράξει βαθιά τον ίδιο και να εγχαραχθεί στο έργο του. Η σαγήνη του μικρού, του ταπεινού, του κάλλους που γεννά η ανάγκη, της ομορφιάς που συνδέεται με τη χρησιμότητα, από τη μια. Από την άλλη, ο συνεπαρμός από την αρχαιοελληνική αίγλη, από τον τρόπο του στοχάζεσθαι και του πράττειν εκείνη τη μακρινή εποχή.
Οι άνθρωποι Είναι, ασφαλώς, περιττό να μιλήσουμε για τη γερμανική αρχαιολατρία, όταν υπάρχουν τόσα ίχνη της ακόμα και μέσα στον ζόφο της πιο σκληρής κατοχής –όπως εκείνη η παράσταση του «Οιδίποδα τυράννου», που δόθηκε στον χώρο του θεάτρου της Φαιστού από Γερμανούς στρατιώτες, και μια σκηνή της αποτύπωσε με το μολύβι του ο Σβαρτς. Εκείνο που περισσότερο ενδιαφέρει είναι το φιλικό, σχεδόν οικείο βλέμμα που ρίχνει ο ζωγράφος-στρατιώτης στους ντόπιους και τις συνήθειές τους. Το σούρουπο στις Αρχάνες, «όταν πολλοί άνθρωποι βγαίνουν έξω να πιουν καφέ, μια ρακή ή ένα κρασί, ή στέκονται γύρω από τους πάγκους που έχουν πάνω τους όλων των λογιών τα φρούτα», τον γαληνεύει. «Βλέπεις τις σιλουέτες τους να ξεχωρίζουν στη φωτεινή είσοδο», γράφει, «ενώ το φως της λάμπας από μέσα γλιστρά προς τον δρόμο, με τρόπο που θυμίζει πολύ το φως σε κάποιους πίνακες του Ρέμπραντ. Οι δρόμοι και τα σοκάκια ζωντανεύουν πραγματικά μόνο το σούρουπο, όταν όλοι οι άνθρωποι κάθονται μπροστά στις πόρτες τους, κουβεντιάζοντας με τους γείτονες, κάνοντας εργόχειρα, απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι του βραδιού. Γιατί όσο ζεστή και να ’ναι η μέρα, μόλις ο ήλιος χαθεί προς τα δυτικά, πίσω από τον Γιούχτα, αμέσως πέφτει η θερμοκρασία. Μόνο εδώ μου ήρθε για πρώτη φορά η ιδέα ότι το γαλάζιο του ουρανού φαίνεται πολύ πιο σκούρο απ’ ό,τι είμαστε συνηθισμένοι να το βλέπουμε στην πατρίδα μας, ιδίως μάλιστα τις απογευματινές ώρες. Αυτή η εντύπωση γίνεται ίσως εντονότερη από την αντίθεση με τους ηλιόλουστους τοίχους των σπιτιών, τα καλντερίμια και τα ξεραμένα χόρτα όταν τα φωτίζει ο ήλιος».
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΕΣΣΑΡΑΣ
Ο άνθρωπος πίσω από τον φακό, ο άνθρωπος που κρατάει το πινέλο, «έχει μάθει πια την προσωδία του τόπου», όπως σημειώνουν ο Κώστας Μαμαλάκης και η Κλαίρη Μιτσοτάκη στον ωραίο κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης. Και είναι ο τόπος που τον ενδιαφέρει, πολύ περισσότερο από τον πόλεμο. Σπάνιες, αν όχι ανύπαρκτες, είναι οι αναφορές του Σβαρτς στο πλαίσιο του πολέμου? αντίθετα, με την περιέργεια και το ενδιαφέρον παλιού περιηγητή, αποτυπώνει την περιήγησή του στη Μεσαρά, το Μαλεβίζι, το Ηράκλειο, την Πεδιάδα και το Δυτικό Λασίθι «με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα και εμβρίθεια». Κι εμείς, που διαβάζουμε περικοπές από τα ημερολόγιά του και βλέπουμε γοητευμένοι τις λεπτές ακουαρέλες του και τα σχέδιά του με μολύβι, αιωνόβιες ελιές, αθάνατους, φραγκοσυκιές, παπάδες και ντόπιες όμορφες, αρχαίες κολόνες και οικιακά σκεύη, είναι σαν να συναντάμε έναν ακόμα από τους ελληνολάτρες που βίωσαν τον πόθο της Ελλάδας ως πόθο του χαμένου αντικειμένου. Εναν Γερμανό στρατιώτη, που είναι σαν να ακολουθεί, βήμα το βήμα, τις οδηγίες που έδινε ο Ζαν Ζενέ σ’ έναν νεαρό του φίλο ενόψει του ταξιδιού του στην Ελλάδα: «Κάθε φορά που φτάνεις σ’ έναν αρχαιολογικό χώρο, γύρισέ τον με τα πόδια. Πήγαινε παντού, ανακάλυψε τα πάντα, ολομόναχος. Με συγχωρείς που στα γράφω αυτά, αλλά εδώ και τριάντα χρόνια -με πρώτους και καλύτερους τους Ελληνες- προσβάλλουμε την Ελλάδα, που δεν είναι, βλέπεις, μια χώρα, αλλά η καταγωγή σου, η προηγούμενη ζωή σου. Κατανόησε ότι κάθε κοιλάδα, κάθε λόφος, κάθε πηγή, κάθε ρυάκι έχει το όνομά του –κάθε χαλίκι αξίζει να ονομαστεί. Φύγε και έσο ευτυχισμένος».
ΑΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ |
Αρθρο - Κατερινα Σχιζα
Πηγη - Καθημερινη