Το μικρό οροπέδιο της ΜΟΝΑΣΤΡΑΣ , με τα πολλά πηγάδια, τους γόνιμους κήπους και μερικούς ανεμόμυλους , είναι σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το χωριό μας(Απίδια Σητείας) προς τα Δυτικά. Σήμερα, βέβαια, δεν υπάρχουν κήποι, ούτε ανεμόμυλοι. Μόνο το μικρό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία δεσπόζει πάνω στο ύψωμα και μας θυμίζει τα αξέχαστα πανηγύρια του.
Εκεί μας έστελνε πολλές φορές ο πατέρας μου για να ποτίσομε τον κήπο. Ανοίγαμε τη στέρνα, που είχε γεμίσει με το γύρισμά του ο ανεμόμυλος και ποτίζαμε τις πατάτες, τα ζαρζαβατικά και τα άλλα λαχανικά.
Σε μια τέτοια επίσκεψη, θα ‘ταν Μάιος ή Ιούνιος μήνας, και αφού τέλειωσα το πότισμα, έτρεξα να εξερευνήσω τα γύρω βουνά. Εκεί στην περιοχή ΑΜΟΝΑΧΛΑΔΕΣ Βορειοδυτικά του Οροπεδίου, από όπου περνά το δρομάκι που οδηγεί ανάμεσα από τα βουνά στα Επάνω Περβολάκια, μια περδικομάνα πέταξε σχεδόν μέσα από τα πόδια μου με ένα πέταγμα θορυβώδες και άτσαλο, προσποιούμενη την τραυματισμένη, για να με ξεγελάσει και να γλιτώσει τα μικρά περδικόπουλά της. Όμως εγώ ήμουν καλά πληροφορημένος. Είχα ακούσει σχετικές συζητήσεις των μεγάλων… Έψαξα , λοιπόν μέσα στα κλαδιά, τα θυμάρια τις αγκαραθιές και τις φασκομηλιές και βρήκα τα περδικόπουλα κουρνιασμένα, ζαρωμένα, φοβισμένα και μερικά απ’ αυτά ξαπλωμένα ανάποδα, με τα ποδαράκια προς τα πάνω σαν κιτρινωπά ξυλάκια. Έβγαλα το σακάκι μου και μέσα σ’ αυτό τύλιξα 6-7,αν θυμάμαι καλά, περδικόπουλα.
Γεμάτος χαρά και υπερηφάνεια για το κατόρθωμά μου γύρισα στο χωριό. Πήγα κατευθείαν στον παππού μου το Γιακουμάκη, ίσως για να του αποδείξω ότι ,αν και μικρός, ήμουν κυνηγός καλός σαν κι αυτόν. Διηγήθηκα στον παππού τα καθέκαστα. Περίμενα το μπράβο του. Όμως ο παππούς μού είπε ότι είναι αμαρτία να χαθούν τόσες πέρδικες(άραγε το έλεγε από οικολογική ευαισθησία ή από καθαρό υπολογισμό πως μεγάλες οι πέρδικες την επόμενη χρονιά μπορεί να πέσουν από τα σκάγια ενός δίκανου, εμπροσθογεμούς κυνηγετικού)? Δεν μπορώ ακόμη να δώσω απάντηση…
Είδε που στεναχωρήθηκα, όταν μού είπε να τα γυρίσω εκεί που τα βρήκα και γι αυτό για να απαλύνει τον πόνο μου, μού είπε να κρατήσω ένα και να το μεγαλώσομε στο σπίτι. Έτσι ακριβώς έγινε. Κράτησα ένα και όλα τα άλλα περδικόπουλα τα γύρισα και τα άφησα ελεύθερα στο ίδιο σημείο στις Αμοναχλάδες.
Με τη φροντίδα μας μεγάλωσε, καθώς περνούσε ο καιρός. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το Φθινόπωρο και ο Χειμώνας και η μικρή πέρδικα ήμερη περνούσε «μια χαρά» μέσα στο σπίτι. Τρύπωνε στην αποθήκη ανάμεσα στα πιθάρια, έβγαινε ακόμα και στην αυλή. Μπερδευόταν με τις κότες, έτρωγε σπόρους μαζί τους. Ήρθε η Άνοιξη. Τα δέντρα άνθισαν , η φύση ζωντάνεψε, πρασίνισε και λουλούδισε με πολύχρωμα χρώματα κι αρώματα. Τα κελαηδήματα των πουλιών, πραγματικές συναυλίες, ακούγονταν πρωί και βράδυ. Πού και πού ακούγονταν και τα κακαρίσματα των περδίκων από τα γύρω βουνά. Η δική μας πέρδικα, μεγάλη πια, χοροπηδούσε στην αυλή, έκανε κάποια μικρά φτερουγίσματα μέχρι το μπεντένι της αυλής σαν να ‘κανε εξάσκηση και πρόβα. Από εκεί ακριβώς ένα πρωινό, ακούγοντας το κάλεσμα της φύσης για ζευγάρωμα, πέταξε μακριά και δεν ξαναγύρισε. Εκεί στα γύρω βουνά θα βρήκε το ταίρι της για τη συνέχιση της ζωής.-
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος