«Αγαπημένη μου μητέρα,σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα και τα αδέρφια […] μην ξεχνάς ομως μητέρα, ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και την θλίψιν, χαρίζει όμως και υπόσχεται ελπίδα και υπομονή. Υπομονή, λοιπόν, μητέρα και θα δοξάσουμε όλοι τον Θεό μια μέρα».

Αυτά ήταν μερικά από τα λόγια που ήταν γραμμένα στο τελευταίο αποχαιρετιστήριο γράμμα του Βασίλη Λυμπέρη, του τελευταίου θανατοποινίτη που εκτελέστηκε επί ελληνικού εδάφους.


«Ο Βασίλης Λυμπέρης, εκτελέστηκε μετά από σε βάρος του καταδίκη για ποινικό αδίκημα. Η εκτέλεσή του που πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 25 Αυγούστου 1972, ήταν η τελευταία που έλαβε χώρα εντός ελληνικού εδάφους, καθώς η θανατική ποινή από το 1974 και μετά δεν εφαρμόστηκε ποτέ, μέχρι την κατάργησή της με νόμο το 1994 και συνταγματικά το 2001» αναφέρει ο κ. Νίκος Γερακάρης, ο μοναδικός δικαστικός συντάκτης που παρακολούθησε από κοντά την τελευταία εκτέλεση, στο newsbeast.gr.
Η θανατική καταδίκη επιβλήθηκε από το κακουργιοδικείο της Αθήνας μετά την ομολογία της ενοχής του θύτη ότι έκαψε ζωντανούς, την σύζυγό του Βασιλική Λυμπέρη, την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου και τα δυο ανήλικα τέκνα του.
Την θανατική ποινή είχε ζητήσει βέβαια κι ο ίδιος ο κατηγορούμενος λίγες μέρες μετά την σύλληψή του. «Αυτό που δημιούργησα εγώ δεν υπάρχει πλέον. Γιατί να ζω;» είχε πει χαρακτηριστικά.

Το χρονικό της εκτέλεσης
Παρά το ότι δεν γνώριζε την ακριβή μέρα, το προηγούμενο της εκτέλεσης βράδυ ζήτησε να γράψει στη μητέρα του, σαν να είχε διαισθανθεί πως ο χρόνος του τελείωνε. Μόλις ολοκλήρωσε το γράμμα, το άφησε στο κρεβάτι και περίμενε τον ιερέα της ενορίας Κων. Ασπετάκη για να τον κοινωνήσει. Μπροστά του ο Β. Λυμπέρης δάκρυσε και παρακάλεσε «να τον συγχωρέσουν ο Θεός και οι άνθρωποι».
Λίγο αργότερα, στις 4:20 μπήκε στο κελί του ο αρχιφύλακας Γιάννης Καβαλιεράκης. Τον οδήγησε στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Εκεί, παρουσία του αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου του γραμματέα της Εισαγγελίας, του Διοικητή της Χωροφυλακής, ενός νεαρού ιερέα και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων, του ανακοινώθηκε η ποινή του δικαστηρίου, η απόφαση του θανάτου καθώς και η ώρα της εκτέλεσης.
Η διαταγή είχε φτάσει 48 ώρες νωρίτερα. Όταν ο διοικητής της ΣΕΑΠ κάλεσε όλους τους στρατιώτες του Λόχου Διοικήσεως, από τον οποίο θα έπαιρνε τους εθελοντές για τη στελέχωση του εκτελεστικού αποσπάσματος, τους περιέγραψε τα εγκλήματα του Λυμπέρη. «Περιέγραψε καρέ - καρέ πως έβαλε τη φωτιά και πως έκαψε ζωντανούς τους τέσσερις ανθρώπους. Σ΄ αυτόν τον εγκληματία αξίζει παραδειγματική τιμωρία, τους έλεγε» αναφέρει ο κ. Γερακάρης. Οι στρατιώτες που προθυμοποιήθηκαν να πάρουν μέρος στην εκτέλεση ήταν τριάντα από τους οποίους επελέγησαν δώδεκα, ως όριζε ο κανονισμός.
«Σύμφωνα με το νόμο 3861/1929 «περί εκτελέσεως της θανατικής ποινής» την εκτέλεση πραγματοποιούσε στρατιωτικό απόσπασμα αποτελούμενο από 12 άνδρες και έναν αξιωματικό , ενώ σφαίρες είχαν μόνο τα έξι τυφέκια. Με μεταγενέστερες εγκυκλίους και σύμφωνα με τον σωφρονιστικό και στρατιωτικό κώδικα οριζόταν ως ώρα της εκτέλεσης η στιγμή που χαράζει, ώστε ο μελλοθάνατος να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο. Μια πρόβλεψη φιλευσπλαχνίας στην αγριότητα του τελετουργικού» συμπληρώνει ο κ. Γερακάρης.
«Στο άκουσμα πως η μοιραία ώρα είχε φτάσει, ο Λυμπέρης κατέρρευσε. Σωριάστηκε στην καρέκλα του δωματίου. Είχε παραλύσει. Ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να ανάψει το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι του και το άφησε πάνω στο γραφείο.
Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι, το ίδιο αμήχανοι και συγκλονισμένοι μπροστά στο επερχόμενο τέλος, ανέσυραν κάποια λόγια συμπαράστασης. Παρέμειναν στο γραφείο για λίγη ώρα ακόμα.
Στις 5:15’ η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ο μελλοθάνατος, διασχίζοντας με αργά βήματα τους διαδρόμους, επιβιβάστηκε στο όχημα που θα τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες.
Μόλις έφτασαν στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (Σ.Ε.Α.Π.) στην περιοχή «Δύο Αοράκια», αν και αδύνατος και αξύριστος ο Λυμπέρης φαινόταν σχετικά ψύχραιμος» διηγείται ο συντάκτης.
Ο κ. Γερακάρης εκείνη την εποχή υπήρξε δικαστικός συντάκτης της ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας «Τα Σημερινά».
«Προσπαθούσα από πολύ καιρό να μάθω πότε θα γινόταν η εκτέλεση Λυμπέρη, γιατί ήθελα να κάνω μία δημοσιογραφική επιτυχία» μας λέει. «Έτσι το πρωί της Πέμπτης, 24ης Αυγούστου του 1972, πήγα στο γραφείο του φωτορεπόρτερ, Βασίλη Καραμανώλη και του ζήτησα να έρθει μαζί μου, να καλύψουμε αποκλειστικά την εκτέλεση του Λυμπέρη.

Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο, είπαμε στη ρεσεψιόν να μας ξυπνήσουν στις 3 τα ξημερώματα. Είχαμε κανονίσει να μας περιμένει ένα ταξί, που θα μας οδηγούσε στις φυλακές Αλικαρνασσού. Περιμέναμε την έξοδο του αγήματος με τον θανατοποινίτη. Στις 3.30, εντελώς νύχτα ακόμα, άναψαν ξαφνικά πολλά φώτα στις φυλακές. Ακολουθήσαμε το άγημα και φτάσαμε στο σημείο της εκτέλεσης». Το στρατιωτικό απόσπασμα περίμενε ήδη εκεί. Λίγο πριν ξημερώσει, στο άγριο τοπίο του πεδίου βολής, οι καρδιές είχαν παγώσει. Ο επικεφαλής αξιωματικός έλεγε ανέκδοτα στους στρατιώτες την προσπάθειά του να τους κρατήσει ψύχραιμους. Εγώ προχώρησα προς το σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι οι υπόλοιποι. Ο Β. Καραμανώλης, που δεν του επιτρεπόταν να πλησιάσει, απαγορευόταν η δημοσιότητα των εκτελέσεων, έμεινε πιο πίσω. Λίγο αργότερα, έφθασε στην περιοχή ένας δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας «Πατρίδα» ο οποίος άφησε το αυτοκίνητό του στο σημείο που βρισκόταν που βρισκόταν ο Βασίλης. Έτσι κρύφτηκε πίσω από αυτό, έστησε τις μηχανές του και προσπάθησε να εστιάσει στο σημείο βολής όσο το επέτρεπαν τα μέσα της εποχής» συνεχίζει ο κ. Γερακάρης.
«Μόλις ο Β. Λυμπέρης έφθασε στον τόπο της εκτέλεσης, τον πλησίασε ο ιερέας και ύστερα ο γιατρός για να τον εξετάσει. Το πλέον παράδοξο του κανονισμού ήταν πως προέβλεπε ότι ο μελλοθάνατος θα έπρεπε να είναι υγιής κατά τη στιγμή της εκτέλεσής του, αλλιώς η διαδικασία αναβαλλόταν! Τελευταίος πήγε κοντά του ο αντιεισαγγελέας. «Θέλεις να πεις κάτι; Έχεις καμιά τελευταία επιθυμία;» τον ρώτησε. «Όχι, τίποτα» απάντησε ο Β. Λυμπέρης. Θυμάμαι πως δεν ήθελε ούτε να καπνίσει.
Απέμεναν μόνο λίγα λεπτά για να ξημερώσει. Τα λεπτά αυτά φάνηκαν αιώνες και σε εμάς και στον ίδιο τον Λυμπέρη » σημειώνει με συγκίνηση ο Ν. Γερακάρης.
Ο μελλοθάνατος ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. Ο επικεφαλής υπολοχαγός του αποσπάσματος του τα έκλεισε με ένα λευκό μαντήλι. Στη συνέχεια, δύο χωροφύλακες τον οδήγησαν, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του, σε έναν μικρό λόφο στην άκρη του πεδίου βολής. Στεκόταν απέναντι σε δεκάδες μάτια που τον κοιτούσαν και τους δώδεκα παραταγμένους άντρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ο αξιωματικός κατευθύνθηκε στο απόσπασμα και φώναξε: «Οπλίσατε – Επί σκοπόν».


Όταν άρχισαν τα παραγγέλματα, κάποιοι κρύφτηκαν πίσω από το στρατιωτικό όχημα για να μην βλέπουν. Τα όπλα, τύπου Μ-1, «χόρευαν» στα χέρια των αντρών του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ο Λυμπέρης δεν αντέδρασε, δεν πανικοβλήθηκε, δεν φώναξε. Στεκόταν εκεί παραδομένος στη μοίρα του αναμένοντας το «πυρ»…
Το παράγγελμα ήρθε και έσβησε αυτόματα μέσα σε μία ομοβροντία πυροβολισμών. Οι σφαίρες γάζωσαν το σώμα του, που έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας. Τον αχό των πυροβολισμών διέτρησε η σπαρακτική φωνή της μητέρας του Λυμπέρη, Σοφίας, η οποία ήταν παρούσα -από κάποια απόσταση μαζί με τον αδερφό του. Θυμάμαι πως φώναξε «Βασίλη μου!». Για λίγα δευτερόλεπτα, μερικές ματιές στάθηκαν πάνω της. Αυτή η κραυγή της μάνας σαν να βεβαίωσε όλους όσους ισχυρίζονταν πως έπρεπε να καταργηθεί η θανατική ποινή.
Μόλις κατακάθισε το σύννεφο της σκόνης που σήκωσαν οι σφαίρες, ήταν η σειρά του επικεφαλής υπολοχαγού να εκτελέσει τη χαριστική βολή. Όμως η ταραχή του ήταν έκδηλη. Έτσι διέταξε έναν επιλοχία να τον αντικαταστήσει. Ο επιλοχίας είχε την ίδια ταραχή. Άφησε το περίστροφο που κρατούσε και πήρε ένα αυτόματο όπλο. Πλησίασε το πεσμένο σώμα του Β. Λυμπέρη, έστρεψε το βλέμμα του αλλού και πυροβόλησε. Από τον εκνευρισμό του, το όπλο εκπυρσοκρότησε τρεις φορές και οι τρεις σφαίρες παραμόρφωσαν το κρανίο του νεκρού. Για πολλούς μήνες μετά, λεγόταν πως ο επιλοχίας κυκλοφορούσε στο στρατόπεδο σαν αδέσποτο σκυλί μονολογώντας πως οι δικές του σφαίρες ήταν αυτές που σκότωσαν τον Λυμπέρη. Παρόλο που οι συνάδελφοι το διαβεβαίωναν πως είχε πεθάνει από τις έξι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος, εκείνος δεν μπορούσε να το δεχτεί. Μέχρι που ο διοικητής της Σ.Ε.Α.Π. τον απάλλαξε για έξι μήνες από τα καθήκοντά του» μας πληροφορεί ο κ. Γερακάρης.
Όταν διαπιστώθηκε ο θάνατος, το πτώμα παραλήφθηκε από μία νεκροφόρα και μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο της Νέας Αλικαρνασσού. Εκεί βρισκόταν ήδη η μητέρα του, η οποία είχε καλύψει το πρόσωπό της με μαύρο μαντήλι και ο αδελφός του με τη γυναίκα του. Θρηνούσαν, αλλά διατηρούσαν ακέραια την αξιοπρέπειά τους. Μόνον όταν έφθασε το φέρετρο, η Σοφία Λυμπέρη ξέσπασε: «Βασίλη μου, που είσαι;». Το πτώμα του Β. Λυμπέρη τάφηκε στο νεκροταφείο της Ν. Αλικαρνασσού, σε έναν τάφο που είχε ανοιχτεί τα χαράματα, λίγη ώρα πριν από την εκτέλεση. Θυμάμαι πως αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν τότε πως ακόμα και οι νεκροθάφτες είχαν επηρεαστεί από το ζοφερό κλίμα των στιγμών.
Αλλά και οι κρατούμενοι, Όπως μας είχε πει τότε ο Δημοσθένης Δώδος, την ημέρα της εκτέλεσης δεν προσήλθαν στο συσσίτιο, τα μεγάφωνα της φυλακής δεν έπαιζαν μουσική και κατά τον προαυλισμό κανείς δεν έπαιξε ποδόσφαιρο». Όπως διευκρινίζει ο κ. Γερακάρης έχει και η κοινωνία της φυλακής τους δικούς της κανόνες.
Την επομένη, στην πρώτη και την τρίτη σελίδα της εφημερίδας «Τα Σημερινά» δημοσιεύτηκε εκτενές ρεπορτάζ του κ. Γερακάρη συνοδευόμενο από τις φωτογραφίες του Β. Καραμανώλη. Αποτελούσε μία μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία καθώς η υπόθεση είχε συνταράξει τότε την κοινή γνώμη.
«Για εμάς βέβαια ήταν περισσότερο μια καθοριστική για τη συνείδησή μας εμπειρία, που μένει αλησμόνητη έως σήμερα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο δικαστικός συντάκτης.
Την ίδια μέρα, αν και επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο συνεργός του Β. Λυμπέρη, Παύλος Αγγελόπουλος, ο οποίος είχε επίσης καταδικασθεί από το Κακουργιοδικείο Αθηνών με την ποινή «τετράκις εις θάνατον», η εκτέλεση δεν πραγματοποιήθηκε λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Ο Π. Αγγελόπουλος ήταν τότε μόλις 18 ετών. Μετά από τρία χρόνια, η ποινή του μετατράπηκε -σύμφωνα με το νόμο- σε ισόβια κάθειρξη.


Το ειδεχθές έγκλημα
Η πορεία προς το εκτελεστικό απόσπασμα όμως δεν είχε ξεκινήσει εκείνη τη μέρα, αλλά 7,5 μήνες νωρίτερα, στις 5 Ιανουαρίου του 1972, όταν ξέσπασε φωτιά στη μονοκατοικία στο τέρμα της οδού 28ης Οκτωβρίου στα Βριλήσσια.
Ο 30χρονος, Αντώνης Στρογγυλούδης, που έτυχε να περνά εκείνη την ώρα έξω από το σπίτι, αντιλήφθηκε τη φωτιά και στην προσπάθειά του να βοηθήσει μπήκε στο σπίτι.
Ανάμεσα στις φλόγες αντίκρισε τα απανθρακωμένα πτώματα της Αντ. Μάρκου και των μικρών παιδιών. Η Βασιλική, αν και έφερε πολλαπλά εγκαύματα, ήταν ακόμα ζωντανή.
Οι μάρτυρες του τραγικού συμβάντος μόλις διαπίστωσαν πως βρισκόταν ακόμη εν ζωή, αποφάσισαν να την μεταφέρουν στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο με το αυτοκίνητο του Αντ. Στρογγυλούδη.
Στις 20 ώρες που κρατήθηκε στη ζωή σε εκείνο το δωμάτιο του νοσοκομείου, η Βασιλική πρόλαβε να διηγηθεί στη θεία της Αθηνά Μάρκου, καλόγρια στη Φιλοθέη, και στη συνέχεια στους αστυνομικούς και στους γιατρούς την αλήθεια…
«Κοιμόμουνα και άκουσα θόρυβο. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και είδα τον άνδρα μου να σκορπά με ένα δοχείο βενζίνη. Μόλις με είδε, μου φώναξε πως θα πληρώσω για όλα. Του φώναξα πως είναι κακούργος και έβαλα τις φωνές, αλλά κανείς δεν με άκουγε. Με άρπαξε και με πέταξε στις φλόγες και με κρατούσε εκεί για να καώ ζωντανή. Έκλεισε και την πόρτα για να μην γλιτώσουμε».
Την στιγμή που η Βασιλική διηγούνταν στους αστυνομικούς το φρικτό έγκλημα του συζύγου της, ο Βασίλης Λυμπέρης βρισκόταν στο εργοστάσιο συσσωρευτών όπου εργαζόταν. Ενημερώθηκε για το γεγονός από τον πατέρα του και αμέσως μετέβη συντετριμμένος στον τόπο του εγκλήματος. Αν και ο ίδιος έφερε ελαφρά εγκαύματα στο πρόσωπο και στο αριστερό πόδι, προσπάθησε να τα δικαιολογήσει με την ανάφλεξη καμινέτου. Ο Λυμπέρης άλλωστε δεν διέμενε στο σπίτι των Βριλησσίων αλλά σε πανσιόν στο κέντρο της Αθήνας από τότε που ήταν εν διαστάσει με την σύζυγό του.
Μόλις έφτασε στο σπίτι της οδού 28ης Οκτωβρίου, κάποιος από το συγκεντρωμένο πλήθος τον αναγνώρισε, φωνάζοντας προς τους αστυνομικούς: «Αυτός είναι ο πατέρας των παιδιών». Αστραπιαία η ατμόσφαιρα έγινε τεταμένη, ο κόσμος άρχισε να κινείται απειλητικά εναντίων του προσπαθώντας να τον λυντσάρει. Η αλήθεια είχε ήδη μαθευτεί.


Ο Λυμπέρης δεν άργησε να παραδεχτεί την ενοχή του. «Εγώ το έκανα αλλά δεν ήθελα να κάνω κακό στα παιδιά μου. Αιτία ήταν η πεθερά μου» είπε στην αστυνομία αν και μαρτυρίες ήθελαν τον Λυμπέρη να διατηρεί εξωσυζυγική σχέση και εξαιτίας αυτού να θέλει να βγάλει από την μέση την σύζυγό του.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε με το περιπολικό στο τμήμα Χαλανδρίου όπου ομολόγησε την πράξη του καταδεικνύοντας τους συνεργούς του. Επρόκειτο για τους συγκάτοικούς του στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου, τον 17χρονο εργατοτεχνίτη Παύλο Αγγελόπουλο και τον 24χρονο εργάτη ξάδερφο του Αγγελόπουλου, Θόδωρο Καπρέτσο. Και οι δυο συνελήφθησαν άμεσα, χωρίς όμως να ομολογούν αρχικά τη συμμετοχή τους.
Οι πληροφορίες που είχε δώσει ο ίδιος ο Λυμπέρης, ήταν τόσο αναλυτικές που δεν άργησαν να παραδεχτούν την αλήθεια, ομολογώντας τη συμμετοχή τους στην τετραπλή δολοφονία. Από τις διαδοχικές, αντικρουόμενες καταθέσεις, οι αστυνομικοί κατέληξαν, τελικά, στο «σενάριο» του εγκλήματος: Ο Β. Λυμπέρης γνωρίστηκε με τον Π. Αγγελόπουλο και τον Θ. Καπρέτσο, τις ημέρες των Χριστουγέννων του 1971, παίζοντας μαζί τους χαρτιά στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου. Από καιρό, στο μυαλό του γυρόφερνε την ιδέα να βγάλει από τη μέση την πεθερά του Αντ. Μάρκου, την οποία θεωρούσε ως βασική υπαίτια για τον κλονισμό της σχέσης του με τη Βασιλική. Εκμυστηρεύτηκε τη σκέψη του στον Π. Αγγελόπουλο και ζήτησε να τον βοηθήσει με την υπόσχεση να του δωρίσει ένα αυτοκίνητο. Ο Αγγελόπουλος αν και αρχικώς στάθηκε επιφυλακτικός, εν τέλει προσχώρησε στα σχέδια του Β. Λυμπέρη, ενημερώνοντας μάλιστα σχετικώς και τον Θ. Καπρέτσο.
Το βράδυ της Δευτέρας 4 Ιανουαρίου, ο Β. Λυμπέρης συνάντησε τον Π. Αγγελόπουλο και τον Θ. Καπρέτσο σε μία ταβέρνα και τους ξαναμίλησε για το σχέδιό του. Ήθελε να τρομοκρατήσει την Αντ. Μάρκου, ώστε να πάψει να δημιουργεί εμπόδια στην σχέση του με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Υπό την επήρεια του ποτού, όπως είχε δηλώσει αργότερα σε συνέντευξή του ο Αγγελόπουλος, αποφάσισαν να δράσουν. Στο δρόμο ο Αγγελόπουλος εξέφρασε στον Λυμπέρη το ενδεχόμενο να είναι στο σπίτι η γυναίκα του και τα παιδιά του. Έτσι ο Λυμπέρης πήρε τηλέφωνο την πεθερά του με τη δικαιολογία πως θέλει να πάει στο σπίτι να τους δει. Τότε εκείνη του απάντησε πως ήταν μόνη της σπίτι, οι υπόλοιποι έλειπαν στο Πέραμα.
Αγόρασαν τα σπίρτα από ένα περίπτερο, ενώ ο Λυμπέρης είχε προμηθευτεί νωρίτερα τρία μπιτόνια βενζίνη. Λίγη ώρα μετά τα μεσάνυχτα, πάρκαραν σε ένα χωράφι κοντά στο σπίτι. Ο Λυμπέρης και ο Αγγελόπουλος μπήκαν στο σπίτι ενώ ο Καπρέτσος έμεινε στο αυτοκίνητο να ελέγχει την περιοχή. Πριν μπουν φόρεσαν γάντια για να μην αφήσουν ίχνη. Ο Β. Λυμπέρης άνοιξε την πόρτα με τα δικά του κλειδιά. Προχώρησαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Αρχικά έβαλαν φωτιά στο δωμάτιο της Αντ. Μάρκου και στη συνέχεια προχώρησαν προς το δωμάτιο της Βασιλικής. Ο θόρυβος της φωτιάς από το δωμάτιο της μητέρας της ξύπνησε την Βασιλική, η οποία χίμηξε πάνω στον Λυμπέρη ουρλιάζοντας. Τότε εκείνος την έσπρωξε στο κρεβάτι, πέταξε το σπίρτο και έκλεισε την πόρτα. Σε αυτή του την προσπάθεια ήταν που οι φλόγες τον έκαψαν ελαφρά στο πρόσωπο. Ο Λυμπέρης πάλεψε για λίγο με την Βασιλική και τελικά έτρεξε προς την έξοδο. Βγαίνοντας κλείδωσε την εξωτερική πόρτα για να εγκλωβίσει στο εσωτερικό τα θύματα.
Μόλις γύρισαν στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου, γύρω στις δύο τα ξημερώματα, οι τρεις συνεργοί συμφώνησαν την δικαιολογία με το καμινέτο για να δικαιολογήσουν τα εγκαύματα, πέταξαν τα καμένα ρούχα κι έπεσαν για ύπνο….


Το χρονικό της τετραπλής δολοφονίας που διέπραξε ο Λυμπέρης μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη με τον τίτλο οι Σατανάδες της Νύχτας με τους Γιάννη Κατράνη, Έλενα Τσαλδάρη, ΆΡη Μιχόπουλο, Βαγγέλη Τραϊφόρο, Χρήστο Καλαβρούζο, Δημήτρη Μπισλάνη και Βασίλη Μητσάκη, σε σκηνοθεσία Μάριου Ρετσίλα. Προβλήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1972 και έκοψε 56.560.



Πηγή: newsbeast.gr