ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ ΗΤΑΝ ΣΩΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ ΗΤΑΝ ΣΩΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

 Τα παλιά χρόνια
         Ο θερισμός ήταν σωστό πανηγύρι. Άρχιζε στις αρχές του Ιούνη και τελείωνε μέσα Ιουλίου. Οι κάτοικοι του χωριού μετακόμιζαν οικογενειακώς στα χωράφια και έμεναν στις καλύβες σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Φόρτωναν στα μουλάρια τα πράγματά τους και ξεκινούσαν για τα χωράφια. Μαζί τους έπαιρναν τις κότες, τις κατσίκες και ότι άλλο νόμιζαν απαραίτητο. Το χωριό ερήμωνε.



     Τα  δρεπάνια   


Στο θέρο συμμετείχαν όλα τα μέλη της οικογένειας. Ακόμα και τα μικρά παιδιά, τα οποία κουβαλούσαν νερό, εργαλεία κά.  Μάλιστα οι γυναίκες που είχαν μωρά  τα  φορτώνονταν στην πλάτη τους και θέριζαν. 
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν τα δρεπάνια, η παλαμαριά και το λελέκι.

Στο αριστερό χέρι φορούσαν την παλαμαριά, ένα ξύλινο γάντι, για να πιάνουν τα στάχυα και να μην κόβονται και με το δεξί κρατούσαν το δρεπάνι για να τα κόβουν. Τα στάχυα τα έβαζαν δίπλα τους σε μικρούς σωρούς, τα δεμάτια.  Η δουλειά άρχιζε νωρίς το πρωί με τη δροσιά. Όταν ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, για να προστατευτούν, οι γυναίκες φορούσαν μια άσπρη μαντίλα, το τλουπάνι, ή ένα πανί, την κλάκα  και οι άντρες καπέλα, τις ασκιάδες, που έφτιαχναν πρόχειρα από στάχυα ή αγόραζαν. 





Η παλαμαριά

Κάποιος είχε τη φροντίδα να τα δένει. Έκανε ζωνάρια από τα ίδια τα στάχυα, τα οποία προηγουμένως είχε βρέξει να μαλακώσουν και να μη σπάζουν. Στη συνέχεια τα φόρτωνε στα μουλάρια και τα μετέφερε στο αλώνι. Εκεί τα τοποθετούσε το ένα πάνω στο άλλο, φτιάχνοντας μικρούς λόφους, τις θημωνιές.    




 Μερικοί στη μέση κάθε χωραφιού άφηναν μερικά στάχυα άκοπα, όρθια, για να είναι γεροί και την άλλη χρονιά.  
 Το μεσημέρι σταματούσαν για φαγητό  στη σκιά κάποιου δέντρου. Αν δεν υπήρχε δέντρο, τότε φρόντιζαν να φτιάξουν ένα πρόχειρο κιόσκι με ξύλα και κλαδιά. Το φαγητό τους ήταν πρόχειρο. Ψωμί, όσπρια, ελιές, ψάρι παστό, σκορδαλιά και ξυδοπαπάρα, την οποία έφτιαχναν με νερό, ξύδι , αλάτι και ψωμί. Μετά το μεσημέρι ξεκινούσαν και πάλι το θερισμό μέχρι αργά το απόγευμα. Για να τελειώνουν γρήγορα, η μία οικογένεια βοηθούσε την άλλη.
          Καθώς θέριζαν, για να περνάει ευχάριστα η ώρα, έλεγαν διάφορα χωρατά  
και τραγούδια:
«Λάλησε κούκι μ΄, λάλησε 
- Λάλησε κούκι μ’ λάλησε
όπως λαλούσες πρώτα.
- Βρε τι να λαλήσω μάτια μου
τι να πω να σας γλυκοκαρδίσω
μας ήρθε άνοιξη πικρή,
το καλοκαίρι μαύρο.
Ήλιε μ’ για βασίλεψε

Ήλιε μ’ για βασίλεψε
κατέβα παρακάτω
μπιζέρισε η εργατιά
μπιζέρισε κι ο κόσμος.
Μπιζέρισαν και τα μικρά
και κλαίνε για τις μάνες.
Ένας κοντός κοντούτσικος

Ένας κοντός κοντούτσικος
στη σειρά δεν τον έχουν,
παίρνει γυναίκα έμορφη
ξανθιά και μαυρομάτα.
Τον ζήλεψε ο κόσμος όλος
τον ζήλεψε κι ο βασιλιάς
με όλο το στρατό του.
Βαρύ χαράτσι του ΄βαλε.
Πουλάει αμπέλια ατρύγητα
τσιαίρια κουσισμένα
και πάλι δεν το φτάσαν.
Παίρνει και την έμορφη γυναίκα του
και πάει να την πουλήσει.
Στο δρόμο που επήγαινε
πραματευτή εσταύρωσε και τον ρωτά:
Πού πας κοντέ την έμορφη
πού πας τη μαυρομάτα;
Πάω να την πουλήσω,

Φεγγάρι μου που ‘ σαι ψηλά

Φεγγάρι μου που ‘ σαι ψηλά
και χαμηλά λογιάζεις
μην είδες μην αλόγιασες
τον αγαπητικό μου;
Σε τι ταβέρνες κάθεται
σε τι όμορφα τραπέζια
ποιες μαυρομάτες τον κερνούν
και ποιες τον προστατεύουν
Και ‘γω τον αναθύμησα
τον αγαπητικό μου.

      



   Όταν θερίζονταν όλα τα χωράφια, άρχιζε το αλώνισμα. Κάθε οικογένεια είχε το δικό της αλώνι κοντά στην καλύβα της. Το αλώνι ήταν ένας χώρος, τον οποίο προηγουμένως είχαν στρώσει με πλατιές πέτρες ή κοπριά αγελάδας διαλυμένη σε νερό. Η κοπριά έχει την ιδιότητα να σκληραίνει αφού στεγνώσει. Αυτό το έκαναν για να μη βγαίνει το χώμα από κάτω και ανακατεύεται με το σιτάρι. Στη μέση τοποθετούσαν έναν ξύλινο στύλο, στον οποίο έδεναν τα ζώα για να περιστρέφονται. 


Έπαιρναν μερικά δεμάτια και τα έστρωναν στο αλώνι.  Μετά ζεύανε στα μουλάρια ή στα βόδια τη δοκάνη. Η δοκάνη ήταν ένα πλατύ ξύλο, που στο κάτω μέρος είχε κοφτερές πέτρες. Πάνω στην δοκάνη καθόταν ένας άνθρωπος για να δίνει βάρος. Καθώς γύριζαν τα ζώα, η δοκάνη έκοβε στα στάχυα και έβγαινε το σιτάρι.

Η δοκάνη

 Επειδή  όμως ήταν ανακατεμένο  με άχυρα, για να το ξεχωρίσουν έπρεπε να το λιχνίσουν. Προϋπόθεση για να γίνει το λίχνισμα ήταν να φυσάει. Γι αυτό φρόντιζαν τα αλώνια να είναι σε ύψωμα. Γέμιζαν έναν κουβά με σιτάρι και άχυρα και τον άδειαζαν από ψηλά πάνω σε ένα χαλί. Τα άχυρα, που ήταν ελαφρότερα από το σιτάρι, τα έπαιρνε ο αέρας και το  σιτάρι  έπεφτε κάτω. Τέλος το κοσκίνιζαν με ένα κόσκινο, το δερμόνι. 

 Το δερμόνι

Όσοι όμως δεν είχαν ζώα ή αλώνι,  έπαιρναν τα δεμάτια και τα χτυπούσαν δυνατά με δύο ξύλα, το διράβδι, που ήταν ενωμένα μεταξύ τους με ένα σχοινί ή λουρί,.
Το σιτάρι το έβαζαν σε τσουβάλια, το φόρτωναν στα μουλάρια και το μετέφεραν στην αποθήκη και στη συνέχεια στο μύλο για να το κάνουν αλεύρι. Ένα μέρος από τη σοδειά το κρατούσαν για σπόρο. Το άχυρο το μαζεύανε κι αυτό στις καλύβες τους και το έδιναν για τροφή στα ζώα.




ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΕΤΟΣ 1939
φωτ - NELLY'S

Άλλες γυναίκες με το πρώτο αλεύρι που έβγαζαν από την καινούρια σοδειά, έκαναν μικρά ψωμάκια και τα μοίραζαν στη γειτονιά.
Ο θερισμός και το αλώνισμα κρατούσαν ως το τέλος του καλοκαιριού και το Σεπτέμβριο μετακόμιζαν πάλι  στο χωριό.          

Β. Ο Θέρος και το αλώνισμα σήμερα 
Τη δεκαετία του ‘70 έκανε την εμφάνισή της οι αλωνιστικές μηχανές η οποία δεν ήταν αυτοκινούμενη, αλλά σταθερή σε ένα σημείο. Οι γεωργοί μετέφεραν  τα δεμάτια. Εκεί ήταν και η μηχανή η οποία αλώνιζε. Έριχναν  τα δεμάτια μέσα στη μηχανή και από ένα σημείο έβγαινε το σιτάρι και από ένα άλλο το άχυρο. Αυτό ξεκούρασε αρκετά τους γεωργούς, αλλά η μεταφορά των δεματιών από τα χωράφια δεν ήταν μόνο κουραστική αλλά έπρεπε να έχουν και πολλά μουλάρια.  


Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε η πρώτη αυτοκινούμενη θεριζοαλωνιστική μηχανή, η οποία θέριζε και αλώνιζε. Οι σημερινές μηχανές παρέχουν πολλές ευκολίες στους γεωργούς, αφού διαθέτουν και κλιματισμό για τις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού.

Post Top Ad

.............