Η Κρητική Χωροφυλακή ήταν το ένοπλο σώμα στρατιωτικά οργανωμένο που είχε αστυνομικά καθήκοντα στην Κρητική Πολιτεία. Δημιουργήθηκε το 1899 και συγχωνεύθηκε με την Βασιλική Χωροφυλακή το 1913. Έμεινε πιστή στον πρίγκηπα Γεώργιο κατά την επανάσταση του Θέρισου, συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς και στο κίνημα της λεγόμενης Εθνικής Άμυνας.
Στα μέσα του περασμένου αιώνα το Κρητικό ζήτημα κυριαρχούσε στα Διεθνή νέα. Οι Κρητικοί, μην υποφέροντας την οθωμανική κυριαρχία, επαναστατούσαν σε κάθε ευκαιρία. Το 1878 με τη σύμβαση της Χαλέπας ένα από τα πράγματα που πέτυχαν ήταν η δέσμευση του Σουλτάνου ότι η Κρήτη θα αστυνομευόταν μόνο από Κρητικούς. Αποφασίσθηκε μάλιστα η δημιουργία σώματος Χωροφυλακής μόνο από κατοίκους της Κρήτης, στο οποίο οι Χριστιανοί θα μπορούσαν να γίνουν και αξιωματικοί.
Ωστόσο, οι Τουρκικές δεσμεύσεις δεν κράτησαν. Το 1889, καταργώντας το συγκεκριμένο άρθρο της σύμβασης, το οποίο όριζε ότι η Κρήτη θα αστυνομευόταν μόνο από Κρητικούς, ο Σουλτάνος, ανέθεσε στον συνταγματάρχη Ταξίν την αστυνόμευση της Κρήτης θέτοντας τον επικεφαλής σώματος 200 ανδρών που στρατολογήθηκαν στην Μακεδονία. Αξίζει να σημειωθεί πως ο συνταγματάρχης Ταξίν είναι αυτός που αργότερα σαν στρατηγός παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στον προελαύνοντα Ελληνικό Στρατό. Το 1896, επειδή οι ταραχές συνεχιζόταν, ο Σουλτάνος, κάτω από την πίεση των ξένων δυνάμεων, δέχθηκε τη δημιουργία και αποστολή στο νησί Σώματος 100 Μαυροβούνιων χωροφυλάκων με διοικητή τον Άγγλοταγματάρχη Μπορ. Αυτοί παρέμειναν στο νησί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1899. Οι σφαγές που έκαναν οι Τούρκοι στο Ηράκλειο τον Αύγουστο του 1898 οδήγησαν τους ξένους ναυάρχους στην απόφαση για την απομάκρυνση των Τούρκων. Η Τουρκική χωροφυλακή αποχώρησε μαζί με τον Τουρκικό στρατό, ενώ οι ναύαρχοι ανέλαβαν την διοίκηση της Μεγαλονήσου. Στο διάστημα που μεσολάβησε έως την άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου, τον Δεκέμβριο του 1898, η Μεγαλόνησος διοικείτο από τους Διοικητές των Διεθνών στρατευμάτων. Οι Άγγλοι διοικούσαν το νομό Ηρακλείου, οιΡώσοι το Νομό Ρεθύμνου, οι Γάλλοι το Νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακίων.
Η κατάσταση από πλευράς δημόσιας ασφάλειας στο νησί κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν. Στην Κρήτη οπλοφορούσαν οι πάντες, Χριστιανοί καιΜουσουλμάνοι, και εκτός από τα εθνικά προβλήματα υπήρχαν και προσωπικά, κομματικά και βεβαίως ενδημικά προβλήματα, όπως η ζωοκλοπή,βεντέτες κλπ. Οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και κατέφευγαν στις μεγάλες πόλεις για προστασία. Οι ξένοι διοικητές για να ενισχύσουν τις διεθνείς αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να συγκροτήσουν τμήματα χωροφυλακής από Κρητικούς, ο κάθε ένας στο νομό που διοικούσε. Φυσικά η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας του καθενός από τα τέσσερα σώματα χωροφυλακής που δημιουργήθηκαν, ήταν σύμφωνη με τα ισχύοντα στη χώρα του κάθε διοικητή, αλλά και με την εμπειρία που είχε η κάθε χώρα από ανάλογες περιπτώσεις. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να αστυνομεύεται η Κρήτη από τέσσερα ανεξάρτητα σώματα χωροφυλακής, τα οποία ήταν οργανωμένα επάνω σε τελείως διαφορετικά πρότυπα.
Αυτονομία. Ίδρυση και στελέχωση της Κρητικής Χωροφυλακής
Όταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος ανέλαβε τα καθήκοντα του ως Ύπατος Αρμοστής, ένας από τους πρωταρχικούς στόχους που έθεσε ήταν η δημιουργία κλίματος ασφάλειας και ευταξίας. Αυτό αποσκοπούσε τόσο στο να φανεί ότι οι Κρητικοί ήταν άξιοι για αυτονομία όσο και επειδή η εντός 3 ετών ειρήνευση του νησιού ήταν ο πρώτος από τους όρους των Μεγάλων Δυνάμεων. Για το σκοπό αυτό αποφασίσθηκε ο αφοπλισμός όλων των κατοίκων και η δημιουργία σώματος χωροφυλακής. Σαν πυρήνας της Κρητικής χωροφυλακής χρησιμοποιήθηκαν τα μικρά σώματα που είχαν δημιουργήσει οι Ξένες Δυνάμεις.
Τον Ιανουάριο του 1899 ο πρίγκιπας κάλεσε στα Χανιά τους αρχηγούς χωροφυλακής των τεσσάρων διαμερισμάτων για ν' ακούσει τις προτάσεις τους όσον αφορά τη δημιουργία Κρητικής Χωροφυλακής. Στη συνάντηση αυτή, διαπιστώθηκε ότι ο μόνος που ήταν ειδικός και είχε σοβαρές προτάσεις επί του θέματος ήταν ο Ιταλός αντιπρόσωπος. Έτσι, η Ιταλική πρόταση έγινε δεκτή και αποφασίσθηκε η οργάνωση Σώματος Χωροφυλακής παρομοίου με αυτό των Ιταλών καραμπινιέρων, που, εκείνη την εποχή, εθεωρείτο από τα καλύτερα Σώματα Χωροφυλακής της Ευρώπης.
Το καλοκαίρι του 1899, ο λοχαγός των καραμπινιέρων Φεντερίκο Κραβέρι, διορίσθηκε επίσημα διοικητής και οργανωτής της Κρητικής Χωροφυλακής. Με τη βοήθεια μιας ομάδας 140 περίπου αξιωματικών και υπαξιωματικών των καραμπινιέρων ανέλαβε να οργανώσει την Κρητική Χωροφυλακή, χρησιμοποιώντας ως πυρήνα του Σώματος τα στελέχη των τεσσάρων Σωμάτων Χωροφυλακής που είχαν δημιουργήσει οι διοικητές των Διεθνών στρατευμάτων. Στην επίτευξη αυτού του στόχου δύο συγκυρίες αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκές:
- Η πρώτη ήταν η διάθεση των νέων της Κρήτης, που, εμπνεόμενοι από φιλοπατρία κυρίως, έσπευσαν να καταταγούν στο μοναδικό αυτό στρατιωτικό σώμα της Κρητικής Πολιτείας. Το γεγονός αυτό βοήθησε ώστε το επίπεδο των κατατασσόμενων να είναι υψηλό. Η κατάταξη στην Χωροφυλακή, η οποία είχε και στρατιωτικά καθήκοντα (η ίδρυση της Εθνοφυλακής αναβαλλόταν διαρκώς λόγω ελλείψεως χρημάτων), εθεωρείτο προσφορά στο έθνος, κάτι ιδιαίτερα τιμητικό και κανείς δεν σκεφτόταν να το θεωρήσει επάγγελμα. Στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, όταν σε όλο τον κόσμο κυριαρχούσαν τα Εθνικά ιδεώδη και όταν ο Ελληνισμός εγαλουχείτο με την Μεγάλη Ιδέα, η προσφορά στο Έθνος ήταν τρόπος ζωής.
- Η άλλη συγκυρία που βοήθησε τον λοχαγό των καραμπινιέρων στην εξασφάλιση της ευταξίας στο νησί ήταν τόσο η πολύ καλή συνεργασία του με τον πρίγκιπα Γεώργιο και την Κυβέρνηση, όσο και το γεγονός ότι ο Πρίγκιπας είχε τη δυνατότητα της ανεξέλεγκτης απελάσεως των υπόπτων και επικινδύνων ατόμων. Το μέτρο αυτό, που είχε αρχικά εφαρμοσθεί από τις Διεθνείς αρχές, συνεχίσθηκε και μετά, αφού το Σύνταγμα του 1899 προέβλεπε την άσκηση του για δύο έτη ως προνόμιο του Πρίγκιπας. Μάλιστα δε, προβλεπόταν πως κανείς από όσους απομακρύνθηκαν είτε από τους Ναυάρχους είτε από τον Πρίγκιπα δεν είχε το δικαίωμα να ξαναγυρίσει στην Κρήτη παρά μόνο μετά από σχετικό Ηγεμονικό Διάταγμα.
Οργάνωση
Η Κρητική Χωροφυλακή αποτελείτο από 1 τάγμα πέντε λόχων. Παρόλο που προβλεπόταν δύναμη 1600 ανδρών, επί Ιταλικής Διοικήσεως το σύνολο ποτέ δεν ξεπέρασε τους 1275. Οι λόχοι ήταν τοποθετημένοι ένας σε κάθε νομό. Την διοίκηση των 5 λόχων (μοιραρχιών) είχαν υπολοχαγοί των καραμπινιέρων, οι οποίοι στην Κρήτη είχαν το βαθμό του λοχαγού. Όταν τον Ιούνιο του 1900 ο Κραβέρι αντικαταστάθηκε από τον Βαλντουίνο Καπρίνι δημιουργήθηκε και έκτος λόχος (Επιτελείο). Οι πρώτοι διοικητές λόχων ήταν οι:
- Φερντινάντο Μενσιτιέρι, υπασπιστής και Διοικητής μοιραρχίας Επιτελείου
- Λουίτζι Μπάσι, διοικητής εσωτερικής μοιραρχίας Χανίων
- Έτορε Λόντι, διοικητής εξωτερικής μοιραρχίας Χανίων (Σφακιά)
- Αρκάντζελο ντε Μαντάτε, διοικητής μοιραρχίας Ηρακλείου
- Εντίτζιο Γκαρόνε, διοικητής μοιραρχίας Ρεθύμνου και
- Φιλιμπέρτο Βιλιάνι, διοικητής μοιραρχίας Λασιθίου.
Η στολή ήταν από σκούρο μπλε ύφασμα. Οι οπλίτες φορούσαν κρητική βράκα, ενώ οι αξιωματικοί παντελόνι. Το καπέλο των οπλιτών ήταν στρογγυλό χωρίς γείσο, των δε αξιωματικών ίδιο με αυτό των αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού. Η θερινή στολή ήταν λευκή. Αξιωματικοί και οπλίτες φορούσαν μαύρες μπότες. Όσον αφορά τον οπλισμό, από φωτογραφίες διαπιστώνεται ότι διέθεταν τουφέκι, ξιφολόγχη και περίστροφο, ενώ αρκετοί οπλίτες έχουν στην ζώνη τους το κλασσικό Κρητικό μαχαίρι.
Κάθε λόχος είχε 3 ή 4 υπομοιραρχίες με διοικητή ανθυπασπιστή των καραμπινιέρων και κάθε υπομοιραρχία περίπου 6 ενωμοτίες (σταθμούς) με διοικητή υπενωμοτάρχη ή και οπλίτη καραμπινιέρο. Αρχικά όλοι οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί ήταν Ιταλοί, όσο όμως περνούσε ο καιρός αυτοί αντικαθίσταντο από Κρητικούς. Οι Κρητικοί, πολλοί από τους οποίους, όπως προαναφέρθηκε, ήταν μορφωμένοι, προάγονταν γρήγορα στους επόμενους βαθμούς κατόπιν εξετάσεων μετά από τρίμηνη φοίτηση στις στρατιωτικές σχολές, οι οποίες λειτουργούσαν στο αρχηγείο. Μέχρι την έλευση της ελληνικής αποστολής όλοι οι αξιωματικοί ήταν Ιταλοί, οι δε Κρητικοί έφθαναν μέχρι τον βαθμό του ανθυπασπιστού. Εκείνο που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι φαίνεται πως κάποιοι Ιταλοί αξιωματικοί είχαν εξελληνίσει τα ονόματα τους. Ο Βαλντουίνο Καπρίνι για παράδειγμα υπέγραφε ως Καπρίνης.
Όσο αφορά την δράση της Κρητικής Χωροφυλακής, αυτή πέτυχε, χάρη στην σωστή εκπαίδευση, το ήθος και την γενναιότητα των στελεχών της, να κερδίσει σε πολύ μικρό διάστημα την εμπιστοσύνη, τόσο των Κρητικών όσο και των ξένων, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό εάν σκεφθεί κανείς την προκατάληψη που υπήρχε εναντίον των Κρητικών εκ μέρους των Διεθνών δυνάμεων.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1912, τα χριστιανικά κράτη των Βαλκανίων κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η προέλαση του ελληνικού στρατού υπήρξε ραγδαία και στις 26 Οκτωβρίου ο Ταξίν Πασάς παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προβλέποντας τα προβλήματα που θα εμφανιζόταν μετά την απελευθέρωση της πόλης στον τομέα της αστυνόμευσής της και γνωρίζοντας ότι οι Βούλγαροι σύμμαχοι αλλά και οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις θα προωθούσαν μία εικόνα άναρχης πόλης και μίας ελληνικής πολιτείας ανίκανης να επιβάλλει την τάξη, φρόντισε, από τις 24 Οκτωβρίου, πριν ακόμη απελευθερωθεί η πόλη, να διατάξει την μεταφορά δυνάμεως της Κρητικής Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη.
Έτσι, στις 24 Οκτωβρίου 1912 αναχώρησε από τα Χανιά για την Αθήνα και ακολούθως τη Θεσσαλονίκη ο αρχηγός της Κρητικής Χωροφυλακής μαζί με 4 αξιωματικούς, 2 ανθυπασπιστές και 150 οπλίτες. Η δύναμη αυτή έφθασε στη Θεσσαλονίκη με το ατμόπλοιο«Αρκαδία», ενισχύθηκε δε τις επόμενες ημέρες έτσι ώστε τελικά μεταφέρθηκε τμηματικά στη Θεσσαλονίκη το σύνολο σχεδόν της Κρητικής Χωροφυλακής. Σημειώνεται ότι στις 14 Οκτωβρίου 1912, με απόφαση του Γενικού Διοικητή Κρήτης Στεφάνου Δραγούμη κλήθηκαν στα όπλα οι έφεδροι Υπαξιωματικοί και Χωροφύλακες των κλάσεων 1903-1911.
Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν μία διεθνής πόλη. Εκτός από τους Έλληνες, υπήρχαν πολλοί Τούρκοι, πολυάριθμες ευρωπαϊκές παροικίες, πολύ μεγάλη εβραϊκή κοινότητα και Βουλγαρίζων πληθυσμός. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είδαν ευχάριστα την έλευση των Ελλήνων στην πόλη: οι Ευρωπαίοι, επειδή θεωρούσαν πως θα έχαναν εμπορικά προνόμια που είχαν, οι Ισραηλίτες, επειδή για εμπορικούς λόγους προτιμούσαν αυστριακή διοίκηση ή διεθνοποίηση της Θεσσαλονίκης, ενώ οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι και οι Αυστριακοί επειδή θα ήθελαν την πόλη για δική τους ο καθένας.
Η σύνθεση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, λίγο πριν την απελευθέρωση της, με βάση απογραφή που έγινε εκείνο το διάστημα ήταν:
- Ισραηλίτες: 61.000
- Τούρκοι: 43.000
- Έλληνες: 40.000
- Βουλγαρίζοντες: 6.000
- Διαφόρων Εθνοτήτων: 5.000
Στους αριθμούς όμως των πολιτών πρέπει να προστεθούν και άλλοι. Λόγω του πολέμου ο πληθυσμός της πόλης είχε σχεδόν διπλασιασθεί. Υπήρχε ο ελληνικός στρατός, ο βουλγαρικός στρατός, συμμορίες κομιτατζήδων, τα πληρώματα των αγγλικών, ρωσικών, αυστριακών και γαλλικών πολεμικών πλοίων που είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη για να προστατεύσουν τους υπηκόους τους και οι Τούρκοι αξιωματικοί, οι οποίοι σύμφωνα με τη συνθήκη για την παράδοση της πόλης κυκλοφορούσαν ελεύθεροι. Ακόμη, υπήρχε η τουρκική χωροφυλακή και η αστυνομία, οι οποίες βάσει της συνθήκης δεν είχαν αφοπλισθεί άμεσα και πάρα πολλοί Τούρκοι λιποτάκτες, αρκετοί από τους οποίους ήταν και οπλισμένοι. Τέλος, υπήρχαν οι Μουσουλμάνοι πρόσφυγες που είχαν μαζευτεί στην πόλη δημιουργώντας μεγάλο πρόβλημα υγιεινής.
Ανάληψη δράσης
Ήταν δύσκολη λοιπόν η Αστυνόμευση μίας πόλης με τέτοια ανομοιογένεια πληθυσμού, με φυλετικές αντιθέσεις, με τα οικονομικά προβλήματα που δημιούργησαν οι επιπτώσεις από την αλλαγή του καθεστώτος, με νωπές τις συνέπειες από τις πρόσφατες μάχες, αλλά και με δεδομένη την έλλειψη της υποδομής για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Παρά τις αντιξοότητες, η Κρητική Χωροφυλακή ανταποκρίθηκε στα καθήκοντα της και δικαίωσε τις προσδοκίες του Ε. Βενιζέλου.
Αρχικά, η Κρητική Χωροφυλακή φρόντισε να εγκαταστήσει τους πρόσφυγες σε προάστια της πόλης δίνοντας τη δυνατότητα στους εργάτες του Δήμου να καθαρίσουν την πόλη. Ακολούθως δε φρόντισε ώστε όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως εθνικότητας, να νοιώθουν ασφαλείς. Κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό του πληθυσμού. Η Γαλλική «L' illustration», σε άρθρο του πολεμικού της ανταποκριτού Ζαν Λεν, αναφέρει:
Κάτι άλλο προσελκύει κατά διαστήματα την προσοχή του πλήθους. Η διεύλευσις μιας περιπόλου Κρητών χωροφυλάκων, με την εθνικήν των στολήν, μπόττες, σαλβάρι, μικρόν χιτωνίοκον και ίσιον σκούφον (τόκα) τολμηρώς τοποθετημένον προς τα πλάγια επί της κεφαλής. Είναι ωραίοι άνδρες, μελαχρινοί, υψηλοί με βάδισμα σταθερόν... Η υπερηφάνεια φωτίζει τα μέτωπα των. Οποίον όνειρον δεν ζουν άλλωστε, αυτοί οι οποίοι επί τόσον μακρόν διάστημα υπήρξαν τα παίγνια των Τούρκων εις το δυστυχισμένον νησί των, με το να βλέπουν σήμερον ότι είναι επιφορτισμένοι να κρατούν την τάξιν εντός της Θεσσαλονίκης, την οποίαν απέσπασαν από τους Τούρκους και η οποία κατοικείται ακόμη από τόσους εκ των παλαιών κατακτητών της, οι οποίοι οφείλουν τώρα να τους υπακούουν! Η παρουσία αυτής της χωροφυλακής, η οποία δεν αστειεύεται, θα ησυχάση ίσως ολίγον τους βουλγάρους στρατιώτας. Καθ' εσπέραν αυτοί μεθούν υπερβολικών και κατόπιν δημιουργούν σκάνδαλα από παντού όπου διέρχονται.
Η «ΠΡΩΙΝΗ» Θεσσαλονίκης:
Οι Κριτές Χωροφύλακες επιβάλλουσιν εξ ίσου το κράτος του Νόμου και εις τους πολίτας και εις τους αντάρτας και εις τους στρατιώτας, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, όλοι τους υπακούουν, εις όλους επιβάλλονται, διότι όλοι τους σέβονται και τους φοβούνται.
Ο «ΧΡΟΝΟΣ» της Μόσχας:
Δυστυχώς δεν έχουσιν όλα τα Κράτη, τους γενναίους και πειθαρχικούς άνδρας της Κρήτης δια να καταρτίσωσι Χωροφυλακήν.
Οι Βούλγαροι δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες να εμφανίσουν την Θεσσαλονίκη σαν αναρχούμενη ή και συγκατεχόμενη πόλη. Το βράδυ της 31ης Οκτωβρίου, πέντε μόλις ημέρες από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ομάδα κομιτατζήδων ανατίναξε μία μεγάλη τουρκική αποθήκη πυρομαχικών στο προάστιο Ζεϊτελίκ (Αγία Παρασκευή). Από την έκρηξη σκοτώθηκαν μερικοί Τούρκοι αιχμάλωτοι και Έλληνες στρατιώτες του Ιππικού. Αμέσως μετά οι κομιτατζήδες άρχισαν να βάζουν φωτιές, να σφάζουν και να ληστεύουν τον Τουρκικό πληθυσμό. Η Κρητική Χωροφυλακή επιτέθηκε χωρίς καθυστέρηση εναντίον τους και τους ανάγκασε να διαλυθούν και να καταφύγουν στους Στρατώνες του Βουλγαρικού Στρατού. Τις αμέσως επόμενες ημέρες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα τζαμιά της πόλης μεταξύ των οποίων και την Αγία Σοφία για να τα μετατρέψουν σε εξαρχικές εκκλησίες προσβάλλοντας ταυτόχρονα τα σύμβολα και το θρησκευτικό αίσθημα των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, οι οποίοι και διαμαρτυρήθηκαν στις Ελληνικές αρχές. Η Κρητική χωροφυλακή μαζί με τον στρατό επενέβη και σταμάτησε αμέσως αυτές τις εκδηλώσεις.
Οι Βούλγαροι δεν σταματούσαν να δημιουργούν επεισόδια εις βάρος του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, δε δεχόταν να υπακούσουν στις διαταγές του Ελληνικού Φρουραρχείου, ενώ συμπεριφέρονταν προκλητικά στους Έλληνες αξιωματικούς. Συνέπεια ενός τέτοιου επεισοδίου ήταν το κλείσιμο του γαλλικού ταχυδρομείου, όταν ένας Βούλγαρος αξιωματικός πυροβόλησε τους υπαλλήλους επειδή δεν έγιναν δεκτά τα βουλγαρικά χαρτονομίσματα που έδωσε. Όπως αναφέρει ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζαν Λεν, ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης τους αντιπάθησε με μοναδική εξαίρεση τους Εβραίους, οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, με εντολή του Αυστριακού προξένου, έθεσαν στην διάθεση των Βουλγάρων όλα τα κτίρια που διέθεταν και τα οποία είχαν αρνηθεί στον Ελληνικό Στρατό, αλλά αργότερα και η Ισραηλιτική κοινότητα άλλαξε στάση.
Στις 17 Ιουνίου του 1913 οι Βούλγαροι χωρίς να κηρύξουν πόλεμο επιτέθηκαν εναντίον του Ελληνικού Στρατού. Η Δευτέρα Μεραρχία και η Κρητική Χωροφυλακή επιφορτίστηκαν με το έργο της εξουδετερώσεως της Βουλγαρικής φρουράς Θεσσαλονίκης. Η Κρητική Χωροφυλακή ανέλαβε να εξουδετερώσει τις διάσπαρτες μέσα στην πόλη εστίες αντιστάσεως των Βουλγάρων, η δε Δευτέρα Μεραρχία την εξουδετέρωση του κυρίως όγκου του Βουλγαρικού Στρατού. Σε κάποια στιγμή της μάχης οι Βούλγαροι ύψωσαν λευκή σημαία. Μόλις οι Κρητικοί προχώρησαν για να τους συλλάβουν οι Βούλγαροι πυροβόλησαν ύπουλα εναντίον τους τραυματίζοντας 2 χωροφύλακες. Τότε κάνοντας έφοδο με εφ’ όπλου λόγχη οι Κρητικοί διέλυσαν τους Βουλγάρους συλλαμβάνοντας όλους όσους επέζησαν.
Συγχώνευση και Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Τον Ιούλιο του 1913, η Κρητική Χωροφυλακή συγχωνεύθηκε με την ελληνική. Παρά την συγχώνευση όμως, το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού της παρέμεινε στη Μακεδονία, ενώ η στολή της δεν άλλαξε. Το 1914 δημιουργήθηκε «τάγμα χωροφυλακής στρατού εκστρατείας», το οποίο αποτελείτο από 4 λόχους και το προσωπικό του ήταν κυρίως έφεδροι χωροφύλακες της Κρητικής Χωροφυλακής. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται ο όρος «μοιραρχία» όταν γίνεται αναφορά σε μονάδα επιπέδου λόχου της χωροφυλακής, ενώ αντίστοιχα χρησιμοποιείται ο όρος «λόχος» όταν γίνεται αναφορά σε ανάλογη μονάδα του τάγματος χωροφυλακής στρατού εκστρατείας.
Τον Αύγουστο του 1914 ξεκίνησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να διαπραγματευθεί την έξοδο της στον πόλεμο, ώστε σε περίπτωση νίκης να έχει το μέγιστο δυνατό εδαφικό όφελος. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1915, παρά την ουδετερότητα της χώρας, Άγγλοι και Γάλλοι προχώρησαν στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τα σχέδια τους για το Μακεδονικό μέτωπο και κατόπιν αδείας του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, η οποία δόθηκε χωρίς την συγκατάθεση της βουλής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου Ιταλοί και Γάλλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα συγκεντρώνοντας εκεί τα υπολείμματα του |Σερβικού στρατού και τη Σερβική κυβέρνηση.
Με το τέλος του 1915 είχε γίνει πια φανερό ότι η ουδετερότητα ήταν ακατόρθωτη και ότι η ελληνική κυριαρχία καταλυόταν μέρα με τη μέρα. Μία ομάδα εγκρίτων πολιτών της Μακεδονίας και αξιωματικών βλέποντας τον κίνδυνο να δώσουν οι σύμμαχοι τη Θεσσαλονίκη και την Μακεδονία στους Σέρβους, αλλά και πιστεύοντας στις ωφέλειες για την Ελλάδα από πιθανή νίκη των Αγγλογάλλων, σκέφθηκε την κήρυξη επαναστάσεως για την έξοδο της Ελλάδας στον Πόλεμο υπέρ των δυνάμεων της Αντάντ. Η ομάδα αυτή ονομάσθηκε «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης» και την αποτελούσαν οι Δ. Λίγκας, Περικλής Αργυρόπουλος, Αλέξανδρος Ζάννας, Κ. Αγγελάκης, Ν. Μάνος, Πάζης, Γραικός, Εμμανουήλ Χ. Ζυμβρακάκης, θ. Κουτούττης κ.ά. Η αρχηγία δόθηκε στον Ε. Βενιζέλο, ο οποίος όμως για να την αναλάβει έθεσε ως όρο τη συμμετοχή στρατιωτικών μονάδων στο κίνημα, το οποίο επιθυμούσε σε πανελλήνιο επίπεδο και όχι μόνο στη Μακεδονία.
Αρκετοί αξιωματικοί της Κρητικής χωροφυλακής ήταν ήδη μυημένοι στα της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, όπως για παράδειγμα ο διοικητής της πρώτης μοιραρχίας Ευάγγελος Σαρρής, ο οποίος είχε νυμφευθεί στην Θεσσαλονίκη την Καλλιόπη Τάττη, δισέγγονη του φιλικού Κωνσταντίνου Τάττη, και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με τον Α. Ζάννα.
Τον Μάρτιο του 1916 οι Γερμανοβούλγαροι με τη σειρά τους άρχισαν να καταλαμβάνουν ελληνικά εδάφη στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Η Θεσσαλονίκη άρχισε να δέχεται ξανά πρόσφυγες, Έλληνες αυτή την φορά. Οι Κρητικοί, αλλά και άλλοι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί άρχισαν να παρουσιάζονται ως εθελοντές στο στρατό του Σαρράιγ για να πολεμήσουν εναντίον των Βουλγάρων. Το τάγμα χωροφυλακής στρατού εκστρατείας μετεγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Εξαίρεση αποτέλεσε ο 2ος λόχος βρακοφόρων που έμεινε στην Θεσσαλονίκη με διοικητή τον ανθυπομοίραρχο Εμμανουήλ Τσάκωνα.
ΠΗΓΗ - ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου