8 Μέρες Στην Τρύπα (Το Σαμποτάζ Της Δαμάστας, 8 Αυγούστου 1944) - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

8 Μέρες Στην Τρύπα (Το Σαμποτάζ Της Δαμάστας, 8 Αυγούστου 1944)

Του Γιώργου Καλογεράκη
Δημοσιευμένο και στην εφημερίδα του Ηρακλείου “ΠΑΤΡΙΣ”
Στις 8 Αυγούστου 1944, άνδρες του συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής με επικεφαλής τον Στάνλεϋ Μος και αντάρτες της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων υπό τις διαταγές του Νικολάου Σταυρακάκη ή Αεροπόρου, διενήργησαν το σαμποτάζ της Δαμάστας.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ο αντάρτης της Α.Ο.Α. Μανόλης Σπιθούρης – Νταμπακομανόλης τραυματίστηκε στην κοιλιακή χώρα με εμπρηστικό βλήμα πυροβόλου όπλου.
%25CE%25941

Αφού επιδέθηκε πρόχειρα το σοβαρό του τραύμα, αφέθηκε στη σκιά ενός πρίνου για  να πεθάνει. Κανείς δεν πίστευε ότι θα επιζήσει. Και ο Λοχαγός Μος πίστεψε ότι ο  θάνατος για τον Νταμπακομανόλη ήταν ζήτημα ωρών.
Όταν επέστρεψαν μετά την επιχείρηση οι  αντάρτες, με μοναδικό σκοπό να πάρουν  το σώμα του και να το μεταφέρουν στα Ανώγεια,  δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ο  Νταμπακομανόλης ήταν ακόμη ζωντανός. Τον μετέφεραν στη σπηλιά «Αχυρόσπηλιος» (κοντά στο χωριό Αηδονοχώρι), όπου πέρασε τη νύχτα.
Την επόμενη ημέρα, 9 Αυγούστου 1944, μεταφέρθηκε στα Ανώγεια στο σπίτι του  πατέρα του, Βασίλη Σπιθούρη. Εκεί έμεινε τρεις ημέρες, όταν ήρθε το μαντάτο πως οι Γερμανοί βαδίζουν προς το χωριό. Ο Γεώργιος Δραμουντάνης ή Στεφανογιώργης, στις 12 Αυγούστου 1944, λίγο πριν βραδιάσει, δίνει εντολή να μεταφερθεί ο  τραυματίας στο λημέρι των ανταρτών στον Ψηλορείτη.
Η Ειρήνη Χαιρέτη περιγράφει την αναχώρηση των ανταρτών από τα Ανώγεια, το δειλινό της 12ης Αυγούστου προς τον Ψηλορείτη και τη μεταφορά του τραυματία  Νταμπακομανόλη:
«…μετά  το  σαμποτάζ  στη  Δαμάστα  είχανε  τον  τραυματία  Νταμπακoμανόλη  στα  Σπιθουριανά  στο  σπίτι  του.  Εμείς  είμαστε  στο  χωριό.  Εκάνανε  το  σύνθημα  ότι  έρχουνται  οι  Γερμανοί.  Είχανε  ένα  σύνθημα  αυτοί  που  βλέπανε  τότε  και  όντε  σφυρίζανε  σου  λέει  έρχονται  Γερμανοί.  Σφυρίζανε  για  να  το  γροικούνε  οι  άλλοι.  Μια  στιγμή  βλέπομε  ένα  τσούρμο  κι  ερχόντανε  από  τα  Σπιθουριανά  κι  έχουνε στο  φορείο  το  Νταμπακομανόλη.  Ο  Δραμουντάνης  ο  Γιώργης  λέει:
-Ιφιάνασα,  Ειρήνη  ακολουθήσετέ  μας.
Η  Ιφιάνασα  είναι  η  πιο  μεγάλη  μου  αδερφή.  Όπως  είμαστε  ακολουθήσαμε.  Η  Ιφιάνασα  εγύρισε  και  πήρε  μια  πετσέτα,  αυτές  τσι  Ανωγειανές  τσ’υφαντές,  άσπρη  και  τη  βαστούσε.  Κι  όταν  περάσαμε  τη  Ζώμινθο  απάνω  ψηλά  λένε:
-Δε  βαστά  κανείς  τίποτα  πετσέτα,  μαντήλι,  να  το βάλομε  στο  πρόσωπο  γιατί  κρυώνει  ο  τραυματίας;
Και  δίνει  η  Ιφιάνασα  την  πετσέτα  που  κρατούσε  και  την  βάνουνε  στον  τραυματία.  Εφτάξαμε  στη  Μίθια  και  στο  λημέρι  εκεί  που  ήτανε  τ’ ανταρτικό. Μαζί  με  τον  τραυματία  Νταμπακομανόλη…»1
Οι Γερμανοί εισήλθαν στα Ανώγεια το πρωί της 13ης Αυγούστου 1944. Αμέσως ξεκίνησαν την λεηλασία, πυρπόληση και καταστροφή του χωριού.
Στη θέση Μίθια βρίσκονται οι αντάρτες της Ανεξάρτητης Ομάδας Ανωγείων  και  πολλά  γυναικόπαιδα. Η είδηση της καταστροφής του χωριού δεν αργεί να φτάσει.  Στο λημέρι επικρατεί σκεπτικισμός μεταξύ των ανταρτών. Οι Γερμανοί έχουν  εκδιώξει από το χωριό τα γυναικόπαιδα και 80 ηλικιωμένους Ανωγειανούς έχουν  αποστείλει στο Ηράκλειο. Το χωριό παραδίδεται στις φλόγες. Ο αρχηγός  Χριστομιχάλης Ξυλούρης περιμένει. Οι  Γερμανοί δεν κατευθύνονται ακόμη προς  τον Ψηλορείτη. Την επόμενη ημέρα  14 Αυγούστου το δειλινό, συγκαλεί  σύσκεψη.  Πρέπει να δοθεί λύση σε δυο προβλήματα. Τι θα απογίνουν οι άμαχοι που  βρίσκονται στο λημέρι στη Μίθια και  τι θα κάνουν τον τραυματία Νταμπακομανώλη.
Αποφασίζουν ομόφωνα να προσπαθήσουν να διασπάσουν τον κλοιό προς την  επαρχία Μυλοποτάμου και να διαφύγουν. Απέστειλαν τους άοπλους και τα  γυναικόπαιδα με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Αθανασίου Σκουλά ή Φρουδά  προς την κατεύθυνση της Ρούσας Λίμνης, για να διαφύγουν προς το χωριό  Ζωνιανά. Κινήθηκαν σε μια φάλαγγα και το πρωί  έφτασαν στα Ζωνιανά,  όπου  αρκετά γυναικόπαιδα παρέμειναν και τα υπόλοιπα κινήθηκαν προς τον Άγιο  Ιωάννη Μυλοποτάμου, απ’όπου στη συνέχεια διασκορπίστηκαν σε όλα τα χωριά του  Μυλοποτάμου.
Ξημερώνοντας η 15η  Αυγούστου 1944 το πρόβλημα με τους αμάχους είχε λυθεί. Το  σοβαρότερο ήταν του τραυματία Νταμπακομανόλη. Δεν μπορούσαν να τον πάρουν  μαζί τους και να διασπάσουν τον κλοιό. Ο Χριστομιχάλης Ξυλούρης αποφασίζει να  τον κρύψουν σε μια τρύπα που έκτοτε ονομάστηκε «του Νταμπάκη η Τρύπα»2. Το πρότεινε ο ίδιος ο Μανόλης Σπιθούρης  βγάζοντας από τη δύσκολη θέση τον αρχηγό  Χριστομιχάλη.
%25CE%25942


Ο ταύκος βρισκόταν ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Μάμα και  σε κοντινή απόσταση από το λημέρι της Μίθιας. Αφού τον μετέφεραν προσεκτικά  στην τρύπα και μετά την ιατρική γνωμάτευση του γιατρού Γιάννη Σταυρακάκη ότι ο  τραυματίας δεν είχε ελπίδες επιβίωσης, ο Χριστομιχάλης Ξυλούρης έδωσε την  εντολή να τον κατεβάσουν.
Η αδερφή του Νταμπακομανόλη, Μαρία Σπιθούρη ή Νταμπακομαρία, είπε στους  αρχηγούς ότι θα  μείνει κι αυτή με  τον τραυματία.
Ο Χριστομιχάλης με τον  Στεφανογιώργη δέχτηκαν. Την Νταμπακομαρία ακολούθησαν και άλλες τρεις  γυναίκες στην  τρύπα.
Η ξαδέρφη του Νταμπακομανόλη Σπιθούρη Αικατερίνη του Εμμανουήλ,  η Ξυλούρη Αικατερίνη ή Καδενιάδενα και η Ευφροσύνη  Ανδρεαδάκη-Καλομοίρη.
Ο Νταμπακομανώλης κατέβηκε στην τρύπα με τις τέσσερις γυναίκες. Και αρχίζει το  μαρτύριο των οχτώ ημερών. Από τις 15 Αυγούστου το πρωί ως τις 22 Αυγούστου το  μεσημέρι.
Η τρύπα ήταν βάθους τριών-τεσσάρων μέτρων και έστριβε δεξιά. Και  κάποιος να κοίταζε από πάνω δεν θα έβλεπε τίποτα. Οι γυναίκες είχαν πάρει μαζί  τους, μοναδικά εφόδια, ένα γουλίδι κρέας, μισό κεφάλι τυρί και ένα μπουκάλι νερό.  Οι Γερμανοί έφτασαν στο λημέρι το μεσημέρι της 15ης  Αυγούστου.
Αφού  κατέστρεψαν ό,τι βρήκαν, αποφάσισαν να στρατοπεδεύσουν στη βρύση της Μίθιας.  Ο τραυματίας βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη των 80 μέτρων από τη βρύση. Οι  γυναίκες με τον τραυματία ήταν μέσα στην τρύπα. Ούτε φαγητό, ούτε νερό. Το  κρέας και το νερό το έδιναν στον Νταμπακομανόλη. Δύσκολα μερόνυχτα.
Το φαγητό  τους ήταν ο καρπός του θάμνου που οι Ανωγειανοί αποκαλούν λουτσά. Η αδερφή  του τραυματία Νταμπακομαρία μαζί με την ξαδέρφη της Κατίνα Σπιθούρη έβγαιναν  τη νύχτα από την τρύπα κι απλώνοντας το κεφαλομάντηλό τους κάτω από τους  θάμνους, με ένα βεργάλι χτυπούσαν σιγανά τα κλαδιά και ο λουτσόκαρπος έπεφτε  στο μαντήλι.
Το δίπλωναν και σιγά σιγά κατέβαιναν πάλι στην τρύπα. Δεν έπρεπε να  τους ακούσουν οι Γερμανοί. Για να ταιριάξει και η μαντινάδα:
…στη Μίθια  σ ’ανεβάσανε στη τρύπα τ ’Άγιου Μάμα
κι έτρωγες αλουτσόκαρπο και γιάτρευες το τραύμα…
Και η πηγή με το νερό βρισκόταν κοντά, αλλά  με τους Γερμανούς που είχαν  στρατοπεδεύσει δίπλα της, πώς να πάει κανείς; Η αποστολή των Γερμανών ήταν  η  εξερεύνηση του Ψηλορείτη και η καταστροφή των μητάτων.
Κάθε πρωί ξεκινούσαν  από τη Μίθια, αφού άφηναν μια μικρή δύναμη στο λημέρι  και ασχολούνταν με το  καταστρεπτικό τους έργο.
Τη νύχτα σέρνοντας το σώμα τους λαμβάνοντας προφυλάξεις, πήγαιναν οι γυναίκες  στη βρύση ανατολικά της Μίθιας στη θέση «Κορίτσι» και έπαιρναν λίγο νερό.
Καλοκαίρι, μήνας Αύγουστος. Η  ζέστη αφόρητη. Ο Νταμπακομανόλης  διαψεύδοντας όλους τους γιατρούς, που δεν του έδιδαν ελπίδες, ζούσε ακόμη. Αυτό  αναπτέρωνε το ηθικό των τεσσάρων γυναικών.
Έβλεπαν τον τραυματία μέρα με  τη  μέρα  να βελτιώνεται η κατάσταση της υγείας του και έκαναν υπομονή. Οι  Γερμανοί δεν έφευγαν από τον Ψηλορείτη. Στρατοπεδευμένοι στη βρύση της Μίθιας.
Ένα πουκάμισο που είχε η Νταμπακομαρία σκίζονταν σε λουρίδες και  τοποθετούνταν στην πληγή. Τη νύχτα άπλωναν τις λουρίδες του πουκαμίσου στην  είσοδο του ταύκου για να στεγνώνουν. Τα ίδια πανιά χρησιμοποιούσαν ξανά την  επόμενη  μέρα.
Πάνω στις οχτώ ημέρες οι Γερμανοί έφυγαν από τη Μίθια και το μαρτύριο των  γυναικών και του τραυματία τελείωσε προσωρινά. Στις 20  Αυγούστου 1944, οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις διατάχτηκαν από τον επικεφαλής της επιχείρησης Συνταγματάρχη Μπέτμαν να σταματήσουν τις  επιχειρήσεις στον Ψηλορείτη. Οι  Γερμανοί εγκαταλείπουν το οροπέδιο στις 21-22  Αυγούστου.
Το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου 1944, οι γυναίκες αντικρίζουν τους Γερμανούς να  βαδίζουν συγκεντρωμένοι και να κατευθύνονται στη θέση «Κορίτσι».  Καταλαβαίνουν ότι φεύγουν. Ανεβάζουν τον τραυματία στην είσοδο της τρύπας  παρακολουθώντας και ο ίδιος την αποχώρησή τους. Στον ταύκο έχουν συμπληρώσει  οχτώ ημέρες. Οι τρεις από τις τέσσερις γυναίκες αφήνουν τον τραυματία και  κατεβαίνουν με προφυλάξεις στο χωριό τους.
Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τη σκηνή της απόγνωσης των τεσσάρων γυναικών, όταν αντικρίζουν την εικόνα των  ερειπίων.  Όπως  και  τη λύπη και  στενοχώρια του ίδιου του Νταμπακομανόλη, όταν επιστρέφοντας η αδερφή του  Μαρία,  αναγγέλλει το γεγονός της  καταστροφής του  χωριού.
«…στη  ζωή  μου  δεν  έχω  κλάψει  ποτέ. Μόνο όντεν εγύρισε  η  αδερφή  μου  οπίσω  από το χωριό και μου’πε :
-Μανόλη,  δεν υπάρχει  χωριό.  Όλα τα σπίτια τα γκρεμίσανε οι  γερμανοί.
-Μα ήντα λες; Δε στέκει πράμα ορθό;
-Μόνο οι εκκλησές,  μου  λέει η αδερφή μου.
Και τότε εστάξανε στα μάτια μου δυο δάκρυα…»3.
Μία από τις τέσσερις γυναίκες που κατέβηκαν στην «Τρύπα του Ταμπάκη» και  έμειναν με τον τραυματία διατηρώντας τον στη ζωή,  είναι η ξαδέρφη του  Αικατερίνη Σπιθούρη – Ξυλούρη. Η Αικατερίνη Σπιθούρη-Ξυλούρη θυμάται την  περιπέτειά της με τον τραυματία Νταμπακομανόλη:
«…το τραύμα του Νταμπακομανόλη ήτανε διαμπερές. Εχώριε να μπει μέσα στην  πληγή του ένας γρόθος ενός μικρού παιδιού. Από τη μια μεριά ίσαμε την άλλη.  Ερχότανε ο γιατρός ο Σταυρακάκης και έλεγε ότι ο τραυματίας δεν έχει ελπίδες.
Γάζες να βάνομε του τραυματία δεν είχαμε. Τον άλλασε ο γιατρός ο Σταυρακάκης,  όταν οι αντάρτες ήτανε ακόμη στη Μίθια και τσι παλιές γάζες τσι τυλίσαμε και τσι  πετρώναμε.  Ύστερα που ο γιατρός δεν ήτανε εκειά και δεν είχαμε γάζες, πηγαίναμε  τη νύχτα και τσι ξεπετρώναμε, εδιαλέγαμε τσι πιο καθαρές και του τσι βάναμε στη  πληγή.
%25CE%2594%25CE%2595

Εσκίσαμε κι ένα ποκάμισο σε λουρίδες και το χρησιμοποιούσαμε για γάζες.
Εφύγανε οι αντάρτες και ήρθανε στη Μίθια οι Γερμανοί. Εμείς μέσα στη τρύπα τσι  γρικούσαμε. Δεν εβγαίναμε την ημέρα έξω ούτε να χύσομε νερό μας. Όχι. Μόνο τη  νύχτα. Μέσα στη τρύπα εμείς κι ο τραυματίας. Δεν εσκέφτουντανε αυτός τότε  πόνους. Μόνο εξάνοιγε να μας παρηγορήσει. Είχε το τραύμα του,  είχε και την  έγνοια μας. Γιατί εμείς εφοβούμαστε ότι θα’ρθούνε οι γερμανοί να μας  εσκοτώσουνε, να μας εκάνουνε καταφρόνια. Και ο Νταμπακομανόλης μας έλεγενε:
-Δε σας  εκάνουνε πράμα οι Γερμανοί. Γιατί την ώρα που θα προβάλουνε και θα μας  εδούνε, θα πετάξουνε μια χειροβομβίδα και θα διαλυθούμε. Μη φοβάστε. Άλλο  πράμα δεν θα ιδείτε.
Ο  Νταμπακομανόλης, σ’όλη αυτή τη κατάστασή του δεν επίστεψε ποτέ πως  θα  ποθάνει. Το τραύμα του ήτονε βαρύ. Αλλά αυτός δεν επίστεψε ότι δε θα ζήσει. Εγώ  έχω μεγάλη  ευχαρίστηση που εβοήθησα  το τραυματία και δεν επήγε χαμένος ο  κόπος  κι  η  θυσία…»4
Η Μαρία Σπιθούρη-Νταμπακομαρία, αδερφή του Μανόλη Σπιθούρη- Νταμπακομανόλη, μία από τις τέσσερις γυναίκες που κλείστηκαν μαζί του στην  τρύπα από τις 15 ως τις 22 Αυγούστου 1944, αφηγείται:
«…όντεν εφύγανε οι αντάρτες από τη Μίθια,  μ’άφηκε ο γιατρός ο Σταυρακάκης  γάζες να κάνω του  τραυματία  αλλαγές. Μα εγώ δεν εμπόρουνε και του  τσι’κανε η  Κατίνα του Σπιθούρη. Ήρθανε οι Γερμανοί κι εξερευνούσανε τ’αόρι κι εμείς οι  γυναίκες μαζί με τον τραυματία ήμαστε κλεισμένες σε μια τρύπα. Κι είχαμε μόνο  μισό μπουκάλι νερό και εγραίναμε τ’αχείλι του τραυματία. Εμάς, τω γυναικώ, έκαμε  τ’αχείλι μας τσιπαλίδα και εγλείφαμε τσι δροσερές πέτρες να ξεκολιτσανίσει η  μπούκα μας. Και λέω τση Φροσύνης:
-Κάμε το σταυρό σου, παρακάλεσε το Θεό να μας ε σώσει, που’σαι του παπά  θυγατέρα και θα σ’ακούσει. Γιατί εγώ είμαι αμαρτωλή και δε με γροικά.
Έκαμε η Φροσύνη το σταυρό τζη. Εκάτεχε αγικά τροπάρια και τα’λεγε. Έπεψε η  δύναμη του Θεού και εφύγανε οι γερμανοί που ήτανε κοντά στη τρύπα. Κι επήγα τη  νύχτα να πάρω νερό από τη βρύση τση Μίθιας και έχασα τον τόπο. Όλη τη νύχτα  ετριγύριζα τσι  κορφές. Νεϊκή ήμουνε, μα ταλαιπωρημένη κι εκουράστηκα. Άμα  εξημέρωσε, εγνώρισα τον τόπο.
Επήγα στην εκκλησά του Αγίου Μάμα. Έκαμα το σταυρό μου και επροσκύνησα την  εικόνα. Ίσαμε να γιαγύρω, ήτανε στη βρύση τση Μίθιας παγωμένη η Κατερίνη κι  επήρε νερό.
Εβγάλαμε τον τραυματία από το σπηλιάρι όξω, στον ήλιο.
Και κάτσαμε  τριγύρω ντου οι τέσσερις γυναίκες: εγώ και η Κατερίνη Ξυλούρη, η Φροσύνη  Ανδρεαδάκη και η Κατίνα Σπιθούρη.
Και μας ε λέει ο τραματίας :
-Πηγαίνετε να φέρετε αλουτσόκαρπο να φάω, να φάτε κι εσείς.
Εστρώσαμε μαντήλια κάτω από τσι  αλουτσές. Μ’ένα ξύλο τσι ραβδίζαμε κι έπεφτε  ο αλουτσόκαρπος μέσα στα μαντήλια. Έφαε ο τραματίας αλουτσόκαρπο, εφάγαμε κι  εμείς. Γλυκύς σα τα σταφύλια ήτανε. Καλό νταγιάντε μας έκανε. Και μου λέει η  Κατίνα:
-Εποκάμανε τα τρόφιμα και οι γαλέτες, που μας εφήκανε οι Εγγλέζοι, μόνο να πας  στο χωριό να φέρεις τρόφιμα, να (γ)ιδείς ανέ ζούνε κι οι γέροι μας.
Έβαλα το δρόμο ομπρός μου και πάω αργά στην Αξό. Εκειά ήτανε πολλές  Ανωγειανές οικογένειες και μου λέει η κουνιάδα μου, η Παλιολλαδίταινα:
-Να’ρθεις να πάμε στο χωριό και στα Σπιθουριανά, στο ξεροπήγαιδο, έχωσα  βελέτζες να τσι πάρομε, να σκεπάζουνται τα κοπέλια μου και οι γέροι μας.
Την ταχινή εξεκινήσαμε για τ’Ανώγεια. Εγώ επροσπέρασα την Παλιολλαδίταινα.  Στον Κούκο ήταν ο Σπιθουρογιώργης. Εστάθηκα κι εκουβεδιάζαμε κι έρχουνται  εφτά Γερμανοί και σκοτώνουνε το Σπιθουρογιώργη ομπρός μου. Έσυρνα τα μαλλιά  μου κι εσκλήριζα. Και μου λέει ένας Γερμανός:
-Παρτί.
Ένας άλλος εκάτεχε τα Ελληνικά σαν κι εμάς και μου λέει:
-Τι γυρεύεις εδώ;
Και του λέω:
-Στο χωριό μου ήρθα. Εσείς, σκύλοι, ήντα γυρεύγετε στο χωριό μας και μας ε σκοτώνετε;
Από τον Κούκο με πετσοσύρνανε και με πάνε στο Μεϊντάνι και με καθίζουνε στο  κατώφλι τσ’εκκλησάς τ’Αη-Γιώργη. Μέσα στην εκκλησά είχανε βούργιες ακριβές,  βελέτζες, τριοπατήτηρες, που τσι’χανε παρμένες από τσι κασέλες των κοπελιδιώ και  τσι  βάνανε μέσα στα σακιά. Τα φορτώνανε στσι γαϊδάρους και φεύγανε. Κατά το  μεσημέρι, είχανε αδειάσει την εκκλησά από τα ρούχα και φύγανε. Ξανοίγω γύρου-γύρου και δεν εθώρουνε άνθρωπο. Και βγάνω τα  παντόφλια μου και τα βάστουνε  στη χέρα μου, ξυπόλυτη επόρισα από το χωριό. Στην Αρκαλιά, έβαλα τα παντόφλια  και πάω στην Αξό.  Η Παλιολλαδίταινα κι ο πατέρας μου εκλαίγανε, γιατί εθαρρούσανε πως με  σκοτώσανε. Οι Αξικοί μου γεμώσανε μια βούργια τρόφιμα και τα σήκωσα να πάω  στη  Μίθια. Στο δρόμο μου πάντηξε ένας άνθρωπος και με ρώτηξε:
-Μπας κι είσαι του τραματία η αδερφή;
-Ναι, του λέω.
%25CE%25944

-Άλλαξε πίσω, μου λέει, μα τον τραματία τον εφέρανε στου Σφεντόνη την Τρύπα.
Από του Σφεντόνη την Τρύπα τον επήγαμε στο Δισκούρι και τον επαράλαβε ο  Δακανάλης ο γιατρός και τον εγιάτρευγε…5
—————————————-
1Ειρήνη Χαιρέτη του Γρηγορίου, μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, Μάιος 2006.
2 Η τρύπα βρίσκεται στα μητάτα των Σκουλάδων και την αποκαλούν κι  αυτοί με την ίδια ονομασία,  «Του Νταμπάκη η Τρύπα».
3 Διήγηση Μανόλη Σπιθούρη-Νταμπακομανόλη.
4  Αικατερίνη Σπιθούρη – Ξυλούρη, μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, Ανώγεια, Φεβρουάριος  2006.
5 Μιχάλης Σταυρακάκης, Θύελλες και κατατρεγμοί, Αθήνα 2000, σελ. 50-53.
—————————————-
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Post Top Ad

.............