Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια. Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο: το 1999 για το μυθιστόρημα Ελένη ή ο Κανένας και το 2005 για τη συλλογή διηγημάτων Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι.
Επίσης, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα Ο αιώνας των λαβυρίνθων το 2003 και με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου για το μυθιστορηματικό χρονικό Αμίλητα, βαθιά νερά το 2006. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, ολλανδικά, τσεχικά, βουλγαρικά, σουηδικά, λιθουανικά, τουρκικά, αραβικά, εβραϊκά, αλβανικά, καταλανικά, κινεζικά.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο σας Διηγήματα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2020);
Πρώτη αφορμή ήταν το γεγονός ότι το Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι, η βασική συλλογή διηγημάτων μου, είχε από καιρό εξαντληθεί. Επίσης, κάποια πολύ πιο παλιά διηγήματα δεν κυκλοφορούσαν πια, εδώ και δεκαετίες. Σε συμφωνία με τον εκδότη μου, μαζέψαμε όλα τα παραπάνω, προσθέσαμε ένα καινούργιο διήγημα, βάλαμε στο εξώφυλλο μια φωτογραφία που τράβηξα με το κινητό μου πέρυσι τον Αύγουστο – έτσι δημιουργήθηκε αυτό το βιβλίο με τίτλο Διηγήματα. Σαν «χειροποίητο» μου φαίνεται, το αγαπώ και γι’ αυτό. Δεύτερη αφορμή ότι, καθώς άρχισα να διανύω τον αστερισμό των απολογισμών, ήθελα να ξαναδώ και να ξαναδούμε, να ξανακρίνω και να ξανακρίνουμε τα διηγήματά μου, για τα οποία έχω τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2005 (έχοντας ήδη λάβει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1999). Όχι για τα βραβεία καθεαυτά (τα οποία άλλοτε έχουν αξία κι άλλοτε δεν έχουν την παραμικρή, αναλόγως τόσο των κριτών όσο και των βραβευμένων), αλλά για την ίδια την προσωπική μου διαδρομή στα Γράμματα. Διαδρομή πεισματική, μοναχική και δύσκολη, όμως αυτή είναι συχνά η διαδρομή των συγγραφέων.
Ποια η διαφορά του διηγήματος από τη νουβέλα;
Αν σκεφτούμε την πεζογραφία σαν μια θεά, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μυθιστόρημα είναι το ολόσωμο άγαλμά της, το διήγημα είναι το κεφάλι της μόνο, ενώ η νουβέλα ολόκληρο το μπούστο της. Μπορεί να είναι αριστουργηματικά ή κακοφτιαγμένα και τα τρία τους, επειδή δεν είναι το είδος αυτό που προσδιορίζει την ποιότητα, αλλά η συγγραφική μαστοριά του καθενός τους. Για να το πω χωρίς μεταφορές, η νουβέλα είναι κάτι ανάμεσα στο διήγημα, δηλαδή στο πιο μικρό σε έκταση και πολυπλοκότητα είδος πεζογραφίας, και στο πολύ εκτεταμένο όσο και πολύ σύνθετο είδος, δηλαδή το μυθιστόρημα. Ζυγίζεται όσο μπορεί πιο αρμονικά ανάμεσα στην ελλειπτικότητα του ενός και στον πολύπλοκο λαβύρινθο του άλλου. Πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσά τους, αλλιώς θα γκρεμοτσακιστεί.
Γιατί η χώρα μας έχει μεγάλη παράδοση στο διήγημα; Αγαπούν οι Έλληνες αναγνώστες τα διηγήματα;
Η επιμονή στο διήγημα ίσχυσε κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, όταν το νεοσύστατο τότε Ελληνικό Κράτος αποτολμούσε την πρώτη δική του λογοτεχνία, την πρώτη δική του γλώσσα, γι’ αυτό άλλωστε και κυριάρχησε για καιρό η καθαρεύουσα σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, ακόμη και στα θεατρικά έργα. Όμως η επιμονή στο διήγημα (που συνοδοιπορούσε με μια ακόμη πιο μεγάλη επιμονή στην ποίηση) περιορίστηκε ήδη πριν από το τέλος του παραπάνω αιώνα, αφού εξαιρετικά μυθιστορήματα, κλασικά πλέον, γράφτηκαν και κατά τη διάρκειά του. Έκτοτε κύλησε πολύ, απίστευτα πολύ νερό στο αυλάκι, ήδη τελειώνει το ένα πέμπτο του 21ου αιώνα, κι αυτές οι απόψεις είναι κατά τη γνώμη μου ανυπόστατες. Δεν πιστεύω ότι οι Έλληνες αναγνώστες «αγάπησαν» ποτέ το διήγημα πιο πολύ από το μυθιστόρημα, ή το αντίστροφο, σε όλη τη σύγχρονη ιστορία τους. Οι αναγνώστες, θα έλεγα, αγαπούν πάντα αυτό που είναι σημαντικό ως έργο λογοτεχνίας, και όχι ως πεζογραφικό είδος. Δηλαδή αυτό που τους αφορά βαθιά, που διευρύνει τις αγκύλες της ευαισθησίας και των γνώσεών τους, που δεν «καθρεφτίζει» τη λεγόμενη πραγματικότητα –ακόμη και τη λεγόμενη Ιστορία– αλλά τολμά να κοιτάξει και πίσω από τους απατηλούς καθρέφτες τους, που θίγει τα επιβεβλημένα δημόσια ή οικογενειακά στερεότυπα. Διήγημα ή μυθιστόρημα ή νουβέλα, αυτό δεν έχει σημασία – ας απελευθερωθούμε επιτέλους και από αυτές τις περί λογοτεχνικών προτιμήσεων προκαταλήψεις μας. Και να προσθέσω ότι άνθιση των Γραμμάτων δεν σημαίνει, νομίζω, ότι ανθίζει το ένα είδος και ξεραίνεται το διπλανό του, ή ότι υπάρχει μονοκαλλιέργεια. Όλα μαζί, και όχι ανταγωνιστικά, ανθίζουν· χωρίς να παραβλέπω ασφαλώς τις «μόδες», τις ιδιοτέλειες, τα συναδελφικά μαχαιρώματα.
Ήταν εξαιρετικά σκληρές εκείνες οι μικρές, κλειστές κοινωνίες και δεν ξέρω πόσο βαθιά έχουν αλλάξει.
Από πού εμπνέεστε για να γράψετε ένα διήγημα;
Από το ίδιο το θέμα: τι τραβά, πόσα μπορεί να σηκώσει. Διαισθητικά, αλλά και με γνώση τού τι τέλος πάντων είναι η λογοτεχνία. Απαραίτητη προϋπόθεση, όπως παντού στην τέχνη, να υπάρξει ένας κραδασμός, μια συγκίνηση, μια κάποια ταύτιση.
Ποιες αρχές τηρείτε κατά τη συγγραφή του διηγήματος;
Οι παλιοί μάστορες λειτουργούν με διπλό τρόπο: Από τη μια ξέρουν ποιοι είναι οι βασικοί κανόνες, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται σε ό,τι φτιάχνουν. Από την άλλη, οι μάστορες καταλαβαίνουν τα περιθώρια επικαιροποίησης, ακόμη και ανατροπής των βασικών κανόνων, τα οποία τους ανοίγονται σε κάθε έργο. Συνταγή δεν υπάρχει για τον συγγραφέα, μόνο να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει με σκοπό να μορφωθεί λογοτεχνικά και να υποστηρίξει το ταλέντο του, κυρίως για να μην καβαλάει το καλάμι της μοναδικότητας, της αυθεντίας του. Αν θέλετε, δεν είμαι της άποψης ότι το κάθε πεζό μπορεί να θεωρηθεί είτε μυθιστόρημα, είτε διήγημα, είτε νουβέλα, παρά τα ξεχαρβαλωμένα πλαίσια της εποχής μας. Απορώ συχνά, αλλά δεν κρίνω, εντείνω μόνο τη δική μου προσπάθεια.
Η ιστορία που αναφέρεται στους Κούρδους στην Πάτρα είναι συγκλονιστική. Πώς έφτασαν στην Πάτρα και γιατί την επέλεξαν ως πόλη διαμονής τους;
Χαίρομαι που το λέτε. Το συγκεκριμένο διήγημα ήταν η αιτία που με κάλεσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος να συνεργαστούμε, και συνεργαστήκανε στενά τρία χρόνια, για το σενάριο της ταινίας που ετοίμαζε για τους μετανάστες (σενάριο στο οποίο συμμετείχε φυσικά και ο Πέτρος Μάρκαρης). Εκτός από το δικό μου διήγημα, ο Θ. Αγγελόπουλος είχε εκτιμήσει πολύ και το μυθιστόρημα Μουσαφεράτ του Πατρινού Βασίλη Λαδά (στον οποίο και αφιερώνω το παραπάνω διήγημα, αφού ήταν από τους πρώτους δικηγόρους που υπερασπίστηκαν τους Κούρδους, και από τους πρώτους συγγραφείς που έγραψαν γι’ αυτούς). Οι Κούρδοι, αλλά και άλλης εθνικότητας μετανάστες, έφθαναν στην Πάτρα, όπου ζούσα τότε, κρυμμένοι μέσα σε νταλίκες. Έρχονταν με την έναρξη σχεδόν του μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος της εποχής μας (υπενθυμίζω ότι υπάρχουν πάρα πολλά μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα κατά τη διάρκεια της Ιστορίας μας). Έμεναν για καιρό στην πόλη, σε άθλιες συνθήκες, προσδοκώντας, καραδοκώντας μάλλον στο λιμάνι για να μπουκάρουν στις νταλίκες και να πάνε στην Ιταλία. Το όνειρο της Ιταλίας ήταν αυτό που τους καθήλωνε για καιρό στην Πάτρα. Η εικόνα των Κούρδων να κρέμονται σαν ανθρωπόμορφα πουλιά στα ψηλά κιγκλιδώματα που έκλειναν το λιμάνι της Πάτρας τότε, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να μπουκάρουν, έχει στοιχειώσει τη μνήμη όσων την έχουμε αντικρίσει. Και δεν ήταν μόνο μια φορά. Επίσης έγιναν μεγάλες βιαιότητες εις βάρος τους, π.χ. αργότερα «κάηκε» ο καταυλισμός τους.
Στο διήγημά σας «Η κεφαλή του Νίκου Καζαντζάκη» με συγκινήσατε. Γιατί οι νέοι ξήλωναν το μαρμάρινο κεφάλι του συγγραφέα; Όμως κάτι ανάλογο γίνεται σήμερα και στην Αθήνα, που κάποιοι έχουν στοχοποιήσει τα μπρούτζινα αγάλματα. Ποιο είναι το όφελος αυτής της κλοπής;
Υπάρχει ένας οργανωμένος λίγο-πολύ υπόκοσμος που εδώ και μερικά χρόνια ξηλώνει ό,τι μπρούτζινο βρει μπροστά του, για να πουλήσει φυσικά το μέταλλο. Δεν υπάρχει κανένα άλλο κίνητρο. Εμείς παθαίνουμε σοκ όταν μαθαίνουμε ότι εμβληματικά σημεία αναφοράς στη λογοτεχνία μας (π.χ. το κεφάλι του Νίκου Καζαντζάκη) ή την Ιστορία μας (π.χ. το ολόσωμο ανάγλυφο του δολοφονημένου σε διαδήλωση από την αστυνομία Σωτήρη Πέτρουλα), όλα τους έργα γνωστών γλυπτών, έφυγαν ανεπιστρεπτί προς το χυτήριο μετάλλων. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Αθήνα. Στο Ηράκλειο, για παράδειγμα, μια τέτοια συμμορία έκοψε ένα βράδυ όλα τα μπρούτζινα ρόπτρα, κάγκελα, χειρολαβές από τις εξώπορτες στον ήσυχο δρόμο με τα παλιά σπίτια, όπου βρισκόταν και το πατρικό μου. Σχεδόν απορώ πια, και χαίρομαι κυριολεκτικά, κάθε φορά που βλέπω ένα μπρούτζινο άγαλμα ή ένα ρόπτρο στη θέση του.
Στη νουβέλα «Η ιστορία της Όλγας», μας παρουσιάζετε μια γυναίκα που δεν θέλει να μείνει στο στενό πλαίσιο του χωριού. Γιατί το χωριό την τιμωρεί;
«Η ιστορία της Όλγας» στηρίζεται σε μια πραγματική ιστορία, όπως μου την αφηγήθηκε ο πατέρας μου στα τέλη της εφηβείας μου. Συνέβη αρχές του 20ού αιώνα σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης, στο χωριό του. Την κράτησα μέσα μου και της έδωσα λογοτεχνική μορφή περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, όταν είχα αρχίσει πια να αφοσιώνομαι στο γράψιμο ξεπερνώντας άλλες ταλαιπωρίες. Με τη δική μου μακρόχρονη συγκίνηση από αυτή την πραγματική ιστορία δεν απορώ καθόλου, απορώ όμως με την αντίστοιχη συγκίνηση του πατέρα μου, πασίγνωστου γιατρού πλέον στο Ηράκλειο, αυστηρού ανθρώπου, για ποιο λόγο δηλαδή αφηγήθηκε αυτή την ιστορία στην κόρη του. Το χωριό τιμωρεί την Όλγα επειδή απάτησε, και μάλιστα με τον δάσκαλο, τον ανίκανο σύζυγό της, γιο προύχοντα. Την τιμωρεί φυσικά κι επειδή πριν βαφτιστεί ήταν Τουρκάλα, φτωχή και ορφανή. Νομίζω ότι η επιτόπου τιμωρία της θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερη, έχουμε παραδείγματα θανάτωσης ή σκληρής τιμωρίας μοιχαλίδων. Ήταν εξαιρετικά σκληρές εκείνες οι μικρές, κλειστές κοινωνίες και δεν ξέρω πόσο βαθιά έχουν αλλάξει. Ωστόσο, τα πάντα είναι πιο περίπλοκα, επειδή ο δάσκαλος εκπροσωπεί τη δύναμη της νέας εποχής, την απελευθέρωση μέσω της μόρφωσης, που μπορεί κάποια στιγμή να αγγίξει το αμάρτημα, το «έγκλημα». Χαίρομαι που η ζωή της υπαρκτής Όλγας δικαίωσε την προσωπική απελευθέρωσή της μέσω της ερωτικής της ανταρσίας. Μάλλον θα ζούσε ακόμη στο Ηράκλειο, όταν μεγάλωνα εκεί.
Συχνά κάνω λάθος στις επιλογές μου και το μετανιώνω, αλλά μόνο έτσι μαθαίνει κανείς.
Μπορεί μια τοπική κοινωνία να «πνίξει» κάποιους νέους που ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο και διαφορετικό μέλλον;
Όχι μόνο το μπορεί, αλλά συνεχίζει να το πράττει, με αθλιότητα και νταηλίκια. Παραδείγματα υπάρχουν από όλη την Ελλάδα, τα γνωρίζουμε. Συνήθως σε βάρος γυναικών, παιδιών, περιθωριακών κάθε είδους ή απλώς «περίεργων», αλλά όχι μόνο αυτών (παράδειγμα η βεντέτα, που αφορά άντρες στην ακμή τους). Ο λόγος είναι ότι διακυβεύονται σχέσεις εξουσίας, δημόσιας και ενδοοικογενειακής, ακόμη και στα πιο ολιγομελή χωριά. Διακυβεύονται το όνομα, το αίμα, η τιμή, δηλαδή ένας φασιστικός «παραδοσιακός» πυρήνας σκέψης. Ευτυχώς έχουν πληθύνει σήμερα οι κατήγοροι τέτοιων νοοτροπιών, τέτοιων πράξεων. Η κατακραυγή μπορεί να γενικευτεί μέσω των ηλεκτρονικών μέσων και να είναι πιο αποτελεσματική. Η μόρφωση, το άνοιγμα του ορίζοντα, αυτά κυρίως βοηθούν αποτελεσματικά τόσο τους νέους, όσο και το σύνολο στις μικρές κοινωνίες, χωρίς να αποτρέπουν πάντα το κακό. Ενδεχομένως και κάποιοι φωτισμένοι άνθρωποι στο εσωτερικό τους, που επηρεάζουν τα πνεύματα. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι μια τέτοια περιοριστική ή τιμωρητική «μικροκοινωνία» δεν περιορίζεται μόνο στα χωριά, μπορεί να είναι μια ομάδα ανθρώπων σε μεγάλη πόλη, στη δουλειά ή οπουδήποτε αλλού.
Γράφετε εδώ και δεκαετίες με εξαιρετική επιτυχία. Είσαστε ικανοποιημένη από την πορεία σας στα ελληνικά Γράμματα;
Φέτος κλείνω σαράντα πέντε χρόνια από την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, της ποιητικής συλλογής Πλην Εύχαρις από τις Εκδόσεις Ολκός (επί Αντώνη Καρκαγιάννη ακόμη τότε). Μόνο αυτό.
Με ποια κριτήρια διαλέγετε ένα βιβλίο για να το διαβάσετε;
Διαβάζω τις κριτικές, αλλά μόνο από τους κριτικούς λογοτεχνίας που εμπιστεύομαι, όχι από τους πάντες. Συζητώ με ανθρώπους που επίσης εμπιστεύομαι για τον τρόπο που σκέφτονται τα της λογοτεχνίας – ο προφορικός λόγος έχει μεγάλη πειθώ ακόμη στον τόπο μας, κάτι που τείνει επίσης να απολεσθεί, καθώς κάθε τι το σωματικό αντικαθίσταται αργά μα σταθερά από την ασώματη ηλεκτρονική επαφή μας. Στο διαδίκτυο όλα παρουσιάζονται ωσάν ωραία και λαμπρά, γι’ αυτό και δεν το εμπιστεύομαι, μολονότι αναγνωρίζω τη μεγάλη χρησιμότητά του, που αποδείχτηκε και κατά την καραντίνα. Στα βιβλιοπωλεία «χαζεύω» τα βιβλία, διαβάζω το οπισθόφυλλο, βλέπω ποιος είναι ο εκδότης και ποιος ο μεταφραστής, ανοίγω να διαβάσω και καμιά σελίδα – αυτή μου αρκεί πλέον για να πλοηγηθώ στα νερά ενός συγγραφέα. Παρακολουθώ κάποιες παρουσιάσεις – μακάρι να αρχίσουν πάλι σύντομα. Θέτω υψηλά κριτήρια για τα λογοτεχνικά βιβλία, χωρίς ευτυχώς να πιστεύω ότι τα δικά μου κριτήρια είναι μοναδικά κι αλάνθαστα, γι’ αυτό διαβάζω και βιβλία διαφορετικού λογοτεχνικού γούστου από το δικό μου, για να μάθω. Διαβάζω πάντως με μεγάλη ευχαρίστηση και πιο «χαλαρά» ή άλλου τύπου λογοτεχνικά βιβλία, και με την ίδια ευχαρίστηση διαβάζω επίσης άλλα βιβλία, μη λογοτεχνικά. Συχνά κάνω λάθος στις επιλογές μου και το μετανιώνω, αλλά μόνο έτσι μαθαίνει κανείς.
Ποια είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα βιβλίο διαχρονικό ή κλασικό;
Η αίσθηση ότι μας αφορά. Η συγκίνηση αλλά και οι σκέψεις που μας προκαλεί. Το βάθος της ματιάς του στο ανθρώπινο δράμα. Η μεγάλη μαστοριά του. Η εντύπωση ότι, αφού το κλείσουμε, έχουμε πάει ένα βήμα παραπέρα. Το ότι μένει για πάντα στο μυαλό μας κάτι από τις σελίδες του. Να υπογραμμίσω ότι όλα αυτά συμβαίνουν παρότι εμείς βρισκόμαστε σε εντελώς διαφορετική χρονική στιγμή, σε διαφορετικό τόπο, ανόμοιοι προς τους ανθρώπους που δρουν στο έργο, με άλλη συνήθως γλώσσα. Τα υπόλοιπα (το ανά εποχές ύφος, το είδος του λόγου, εν μέρει και οι στενά δικές μας προτιμήσεις) παραμερίζονται. Υπάρχουν, βέβαια, βιβλία που γράφονται στην εποχή μας και ήδη θεωρούνται κλασικά, διαχρονικά – κι αυτό είναι σημαντικό. Για να παραμείνουν έτσι, αναγκαστικά θα πρέπει να περάσουν από τα φίλτρα του χρόνου, με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό.
Οι νέοι που γράφουν, ζητούν τη γνώμη σας για τα γραπτά τους;
Έχω διδάξει πέντε χρόνια στα Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής του Ιανού το μάθημα για το μυθιστόρημα. Εκεί γίνεται σημαντική και σε βάθος δουλειά πάνω στα γραπτά κείμενα όσων συμμετέχουν. Το σεμινάριο γίνεται διά ζώσης, επιτρέποντας έτσι σε όλους μας πολύ πιο μεγάλη αλληλεπίδραση, εμβάθυνση, συζήτηση, ακόμη και φιλίες. Δυστυχώς δεν έχω χρόνο, κι ενημερώνω γι’ αυτό όσους τυχόν ζητήσουν την άποψή μου με τους τρόπους που αναφέρετε.
Ποια είναι η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά περιοδικά;
Άλλα τους είναι καλά, άλλα τους όχι. Εξαρτάται από τον εκδότη τους και τους συμμετέχοντες. Καθώς βρισκόμαστε στην τροχιά αλλαγής των περιοδικών από έντυπα σε ηλεκτρονικά, υπάρχουν και κέρδη και απώλειες. Εμένα μου αρέσουν και τα ηλεκτρονικά και τα έντυπα. Επιμένω μόνο σε τούτο, να εξακολουθήσουν τα ίδια τα βιβλία λογοτεχνίας να υπάρχουν και σε έντυπη μορφή. Με τον ίδιο τρόπο που η φωτογραφία δεν κατάργησε τη ζωγραφική, ο κινηματογράφος το θέατρο, η τηλεόραση τον κινηματογράφο κ.λπ. Καλύτερα να δούμε τον πολιτισμό της εποχής μας σαν πεδίο συνύπαρξης διαφορετικών μορφών, άρα και πιο δημοκρατικό, και όχι σαν ολοκληρωτισμό της μιας και αναγκαστικής μορφής.
Διηγήματα
Ρέα Γαλανάκη
Εκδόσεις Καστανιώτη
176 σελ.
ISBN 978-960-03-6737-9
Τιμή €15,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου