Χαμέζι ( Β’ μέρος )
Όσο φέρνω στο νου μου τις προηγούμενες μέρες, εκείνες ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, συχνά λογιζόμουν, κατά το που το πάει ο άνθρωπος.Μέρες μέρες το κορμί της ψυχής του να ντύνεται στο ακριβότερο μετάξι και άλλες πάλι να χαμηλώνει, να πέφτει, χάμε στης γής, ένα με τα χαμόκλαδα και τη κοπριά.
Είδα συντρόφους μου, να γίνονται λύκοι λυσσασμένοι και είδα και φτωχούς και άμοιρους ανθρώπους, να μετουσιώνουν τ’ αγκάθι σε τριαντάφυλλο.Πώς να στερεώσω έναν ολάκερο κόσμο που γέρνει;
Άρχισα πλέον να μην με πολύ νοιάζει για μένα. Τράβηξα προς τη μικρή πολιτεία. Ευχαριστημένη κείτονταν σα γυναίκα που γέννησε, σκεπασμένη τρυφερά από τον ουρανό.Τα πρώτα αστέρια είχαν πάρει τη θέση τους. Ανέβηκα πάνω στο ύψωμα, ακούμπησα σε ένα ραγισμένο τοίχο κάποιου παλαιού πύργου, κοίταξα! Τι ησυχία, τι γλύκα. Ένα μικρό χωριό, θα τανε περί τα εκατό σφιχταγκαλιασμένα σπίτια, στη κορυφή μιας πλαγιάς.Σίμωσα κοντά, λιγοστά τα φανάρια, ένας γρύλος ακούστηκε σαν να με καλωσόριζε. Η Πείνα και η δίψα ακολουθούσαν και αυτές σαν το πιστό κουλούκι, παράπονο δεν είχα, φίλες μου είχαν γίνει και αυτές, ώρες-ώρες τους μίλαγα κιόλας. Και εκεί πάνω στη κουβέντα μας, ένας ήχος απο βιολί ακούστηκε, βιολί και ταμπουράκι, σαν χορός, σαν γλέντι.Ακολούθησα το αυτί μου,έφτασα έξω από μια πέτρινη κατοικία.Μέσα 4-5 αγωγιάτες, η όρεξη τους είχε βγάλει στο τραγούδι. Το βιολί πρωταγωνιστής, και μαζί σε ένα πάγκο ακουμπισμένο ένα ροδοκοκκινισμένο γουρουνάκι μοσχομύριστο, καλοψημένο και δίπλα του ελιές, λουκάνικο και χοντρά κομμάτια απο τυρί.
- Τι λες; Μπαίνουμε ; μου ψιθύρισε η φιλενάδα μου η πείνα. Ντράπηκα...
-Σύμφωνοι! Αποκρίθηκε ξεροκαταπίνωντας η άλλη η φιλενάδα μου, η δίψα! Φοβήθηκα..
Τι να πώ; Δεν πρόλαβα και ένα αγόρι περίπου 8 χρονών ξυπόλητο με κουρεμένο γουλί το μαλλί του
είχε βγει έξω από το σπίτι και με κοίταζε.Σφαλιστά στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο κομμάτι με ολάκερη τη πέτσα από το χοίρο και στο άλλο ενα κομμάτι τυρί.
Άπλωσε τα χέρια του, μου τα έδωσε και τα δύο, γέμισαν τα χέρια μου βούτηρο και γλύκα .Βούτυρο απο το τυρί που είχε αρχίσει μέσα στη βραδινή ζέστη να λαδώνει και γλύκα από τα μάτια του μικρού, τα οποία κοίταζαν και στερέωναν το κόσμο ολάκερο. Αυτόν που πριν λίγο εγώ τον έβλεπα να γέρνει.
Γιατί, σκεφτόμουν, όση ώρα πήγαινε μέσα ο μικρός και μου ξανά έφερνε φαί και νερό και τυρί και αγάπη, ότι τα παιδιά πάντα ξεπερνούν τους γονέους τους. Γίνονται καλύτερα και βαστούν το κόσμο .Γιατί αν τα παιδιά δεν γινόντουσαν καλύτερα, ο κόσμος αυτός θα είχε χαθεί προ πολλού . Και όσο η ώρα πέρναγε, χάθηκε και η πείνα με τη δίψα,ταΐστηκαν και αυτές από τη καρδιά του μικρού παιδιού .Ήταν οι τελευταίες μέρες που τις είδα. Δεν ξαναμιλήσαμε απο τότε .Άλλωστε η μεγάλη πολιτεία, η Σητεία ήταν σχεδόν εμπρός μου.Όλο το βράδυ περπάταγα, διάφανη η νύχτα, νυχτοπούλια αλαφροπέταγαν και αυτά, καλοκαιρινός, φουσκοδεντρίτικος αέρας φύσαγε, με έσπρωχνε μια ώρα αρχύτερα στο προορισμό μου. Λίγο πριν το ξημέρωμα έγειρα να κοιμηθώ λίγο. Το βούτυρο από τα χέρια μου δεν είχε φύγει ακόμη..
Αποσπάσματα απο το βιβλίο μου :
<>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου