Του Γεωργίου Σκουλά
–Ο Γεώργιος Σκουλάς είναι ο συγγραφέας του βιβλίου ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΜΟΣ Α΄. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΣΤΙΣ ΤΗΛ: 281034645
Η Ανωγειανή όμως γυναίκα, η Ανωγειανή μάνα, η Ανωγειανή ψυχή, δεν έμεινε ασυγκίνητη ούτε στο Θείο δράμα. Χρόνια τώρα, ένιωσε την ανάγκη να δώσει «λόγο» και στην ίδια την μητέρα του Χριστού! Στην Παναγία: Στην ΜΑΝΑ Μαρία! Να θρηνήσει και αυτή τον μονάκριβο γιό της. Να κλάψει, να πει τον δικό της πόνο, να οδυρθεί, να τζαγκουρνωμαδηθεί, να ταπεινωθεί μπρος στο Θείο δράμα. Τι κι αν ο γιος της ήταν ο Υιός του Θεού! Τι κι αν ήρθε στον κόσμο, ώστε με την Σταύρωσή του να ξεπλύνει τα προπατορικά αμαρτήματα των ανθρώπων.
Τι κι αν επρόκειτο να αναστηθεί! Γι’ αυτήν ήταν το σπλάγχνο της, το παιδί της, ο γιος της ο μονάκριβος, ο αγαπητός. Μάνα ήταν και αυτή. Και το παιδί της ήταν πάνω στον Σταυρό. Και ζούσε το δικό του θεϊκό δράμα. Η Ανωγειανή μάνα, η Ανωγειανή γυναίκα, χρόνια τώρα, με απόλυτο σεβασμό στο Θεϊκό δράμα, έδωσε φωνή και στην Παναγία. Να πει με την δική της φωνή, ότι η ίδια θα έλεγε στο δικό της παιδί.
Κανείς δεν γνωρίζει, πότε άρχισαν να λέγονται τα μοιρολόγια αυτά. Οι γυναίκες των Ανωγείων μαζεύονται κάθε Μεγάλη Πέμπτη στην εκκλησία, και μετά το τέλος του βραδινού εσπερινού, αρχίζουν να στολίζουν τον Επιτάφιο αλλά και τον Σταυρό, ενώ συγχρόνως λέγονται και τα μοιρολόγια της Παναγίας. Έως και το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, λέγονταν άλλα, ενώ στην συνέχεια άλλαξαν. Η θεία Μαρία Σκουλά – Βακωνάκη (Ρομανομαρία), 86 ετών, κάτοικος σήμερα του χωριού Παρανύμφοι του Ηρακλείου, μας αναφέρει:
«Από τη μάνα μου, την Ελπινίκη (Σκουλά), τα έμαθα παιδί μου. Τα λέγανε οι κοπελιές του χωριού πριν τον πόλεμο κάθε Πέμπτη βράδυ που στολίζανε τον Επιτάφιο και τον Σταυρό. Όταν ήμαστε μικρά παιδιά μας τα έλεγε συνέχεια. Εμένα αποτύπωνε το μυαλό μου και δεν εξέχασα κανένα από τα τραγούδια που μας έμαθε. Οι κοπελιές γινόταν δύο ομάδες. Μία από κάθε πλευρά του Επιταφίου και του Σταυρού. Η μία ομάδα, είχε το αφηγηματικό κομμάτι και η άλλη έλεγε τα μοιρολόγια της Παναγίας. Στην συνέχεια τα ξαναέλεγαν και οι ρόλοι άλλαζαν. Αυτό συνεχιζόταν πολλές ώρες».
Θεία Μαρία, σε ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΠΡΙΝ ΤΟ 1940
-Περισταμένη στο Σταυρό, η Πάν αγνός Μαρία,
η Θεοτό και Δέσποινα, και του παντός Κυρία.
-Μανάδες που ʼχετε παιδιά, ελάτε κλάψετέ με,
το τέκνο μου σταυρώσανε, παρηγορήσετέ με.
Ω τέκνο μου γλυκύτατο, πολύ αγαπημένο,
δε δύναμαι να σε θωρώ, πώς σ’ έχουν ποδομένο.
Τέκνο μου γιατί κρέμεσαι; Εις τον Σταυρό απάνω
και δεν μπορώ να ʼρθω και γώ, μαζί σου να ποθάνω.
Ναι, τέκνο μου γλυκύτατο, σαν τη δική σου πίκρα,
και τα πολλά σου βάσανα, αλλού δεν εφανήκαν.
-Μαρία η Μαγδαληνή, εσίμωσε κοντά ντου,
σκυφτή φιλεί τα πόδια ντου, και ακούει τη μιλιά του.
-Διψώ και δώστε μου νερό, το στόμα μου να γράνω
το στόμα μου εξεράθηκε, κοντεύω να ποθάνω.
-Η Παναγιά ως το’ κουσε, έπεσε λιγωμένη,
ροδόσταμο τσή ρίξανε, ώστε να συνηφέρει.
Απίτης εσυνήφερε, κι’ ήρθε στο λογισμό ντση,
παίρνει τσί δυό γειτόνισσες, τσί πιά καλύτερές τσι.
Και παίρνει η μιά το θυμιατό, και η άλλη το λιβάνι
και παίρνουν και πηγαίνανε, να πα να δούν ίντα κάνει.
Μά όντε νε περνούσανε, στση τρίχας το γιοφύρι2
έλεγε η μιά να πηαίνουνε, κι άλλη να γιαγύρει.
-Δώστε μου εμέ το θυμιατό, δώστε μου το λιβάνι,
εγώ οπού τονε γέννησα, θα πα να δω ίντα κάνει.
-Επήρενε και επήγαινε, εις του ληστή τη πόρτα,
βρήνει τσι πόρτες σφαλιχτές, και τα κλειδιά χαμένα,
και τα πορτοπαράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα.
Παίζει τση πόρτας αμποσθιά, μέσα και πέρα πάει,
και δεν εγνώρισε άνθρωπο, μόνο τον Άϊ Γιάννη.
Λέει του:
Άϊ Γιάννη μου, Κυρίου βαφτιστή μου
δείξε μου εμέ το τέκνο μου, και σε το βαφτιστή σου.
-Θωρείς εκείνο το χλωμό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί στη κεφαλή, αγκάνθινο στεφάνι,
κι απού φορεί στη μέση ντου, το τρίχινο ζωνάρι,
κι απού φορεί πουκάμισο, στο αίμα βουτημένο,
εκείνο είναι το τέκνο σου, και μένα ο βαφτιστής μου.
-Η Παναγιά ως τ’ άκουσε, έπεσε λιγωμένη,
ροδόσταμο τση ρίξανε, ώσπου να συνηφέρει.
Απίτης εσυνήφερε, κι ήρθε στο λογισμό ντση:
-Πούνε μαχαίρι να σφαγώ, πούνε αγκρεμός να δώσω,
και πούνε κακοθάνατος, να κακοθανατώσω.
Ω θάλασσες και ποταμοί, και βρύσες ξεραθείτε,
όρη λαγκάδια και βουνά, όλα ας χαλαστείτε.
Ω ουρανοί χαλάστε, πλακώσετε τη μάνα
που διά πίκρες και καημούς, την γέννησεν η Άννα.
Ω μάνες που ʼχετε παιδιά, στη θέση μου μη ʼρθείτε
η το παιδί σας τ’ ακριβό, εις το σταυρό μη δείτε.
-Ούτε μαχαίρι να σφαγείς, ούτε αγκρεμός να δώσεις
ούτε και κακοθάνατο, να κακοθανατώσεις.
Και πάρε το στρατί στρατί, να πάς εις το θρονί σου,
και κάνε τη μετάνοια σου, και η την προσευχή σου.
Βάλε νερό στο μαστραπά3, κι αφράτο παξιμάδι,
και κάμε την παρηγοριά, μά τηνε κάνουν κι άλλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, προτού το μεσημέρι,
προτού λαλήσει ο πετεινός, και παίξουν οι καμπάνες,
τότε κι εσύ μανούλα μου, θα ʼχεις χαρές μεγάλες.
-Η Αγιά Ελένη επέρασε, εκείνηνα την ώρα.
-Ποιός είδε γιό εις το καρφί, και μάνα στο τραπέζι.
-Άψαλτη κι αλειτούργητη, να ʼναι η Αγιά Ελένη,
για δεν επαρηγόρησε, τη μάνα την καημένη.
1)Παίρνει τσι δυό γειτόνισσες: Υπονοεί την Μάρθα και την Μαγδαληνή.
2)Στση τρίχας το γιοφύρι: Παρομοίωση που λέγεται στα Ανώγεια και περιγράφει μία κατάσταση μεταξύ φόβου και πανικού. Να πάω μπρος ή να γυρίσω πίσω.
3)Μαστραπάς: Πήλινο δοχείο νερού.
—Τα μοιρολόγια αυτά, μου τα έλεγε και η μητέρα μου, Ελένη Ζερβού – Σκουλά. Δεν τα θυμόταν όμως όλα, και μου έλεγε μερικούς σκόρπιους στίχους. Για την τελευταία σκηνή με την Αγία Ελένη και την Παναγία μου έλεγε το εξής: «Η Παναγία, κατά την παράδοση, τιμώρησε την Αγία Ελένη, γιατί δεν την παρηγόρησε και απαγόρεψε να ψάλλεται το όνομά της στις εκκλησίες. Μετά από πολλά χρόνια, οι υπόλοιπες Αγίες, παρακάλεσαν την Παναγία να την συγχωρέσει. Η Παναγία την συγχώρεσε, αλλά είπε να μην εορτάζει πλέον μόνη της, αλλά μαζί με τον γιο της Μέγα Κωνσταντίνο».
Μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα μοιρολόγια αυτά αντικαταστάθηκαν με νεότερα. Ο παπά Κώστας Σκουλάς, εφημέριος σήμερα στην εκκλησία της Παναγίας στα Ανώγεια, μας αναφέρει:
«Το 1939, τέσσερεις Ανωγειανές, ζήτησαν από τον παπά Γιάννη Σκουλά, που ήταν τότε εφημέριος στην Παναγία, να τις πάει στον Δεσπότη στο Ρέθυμνο να τις χειροτονήσει καλόγριες. Πράγματι, ο παπά Γιάννης, παρά τις αντιρρήσεις που εξέφρασαν οι δικοί τους, τις οδήγησε στον Δεσπότη, ο οποίος και τις χειροτόνησε, καλόγριες. Τα ονόματα που τους δόθηκαν, ήταν: Παρθενία Κεφαλογιάννη, Χριστοφόρα Νταγιαντά, Κασσιανή Χαιρέτη και Χριστονύμφη Κοντόκαλου.
Μετά το κάψιμο των Ανωγείων από τους Γερμανούς, στις 13 Αυγούστου 1944, και την ολοκληρωτική καταστροφή τους, δεν μπορούσαν πλέον να επιζήσουν στα Ανώγεια και αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε ένα μοναστήρι καλογραιών, στην Αίγινα. Οι τρεις από αυτές, επέστρεψαν στα Ανώγεια μετά από τρία χρόνια, ενώ στην Αίγινα παρέμεινε η Κασσιανή Χαιρέτη, η οποία πήρε και την μητέρα της εκεί και παρέμειναν έως τον θάνατό τους. Οι άλλες τρεις που επέστρεψαν, είχαν γράψει τα καινούρια μοιρολόγια και τα έδωσαν στις εκκλησίες του χωριού. Έκτοτε, λέγονται αυτά, ως μεγαλύτερα και ποιοτικότερα από τα προηγούμενα».
Επίσης, η πρεσβυτέρα Ειρήνη Κεφαλογιάννη – Σκουλά, σύζυγος του παπά Κώστα, μας ανέφερε σχετικά με τα μοιρολόγια, αλλά και για το έθιμο να στολίζουν μαζί με τον Επιτάφιο και τον Σταυρό.
«Όταν ήμουν παιδί, κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, επειδή τα Ανώγεια είναι ψηλά, δεν υπήρχαν λουλούδια ανθισμένα το Πάσχα. Έτσι, την Μεγάλη Τετάρτη, οι κοπελιές του χωριού κατεβαίναμε στα πιο πεδινά χωριά του Μυλοποτάμου, και μας δίνανε λουλούδια οι γυναίκες των χωριών αυτών. Την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, μαζευόμαστε οι κοπελιές στις εκκλησίες του χωριού, κατά τον εσπερινό, και αρχίζαμε να στολίζουμε τον Επιτάφιο αλλά και το Σταυρό, και λέγαμε και τα μοιρολόγια της Παναγίας. Η διαδικασία αυτή, ήταν σχεδόν ολονύκτια, καθώς φεύγαμε από τις εκκλησίες κατά τις 5 το πρωΐ. Το έθιμο, συνεχίζεται έως και σήμερα. Την λύση όμως στα λουλούδια σήμερα, την έχουν δώσει τα ανθοπωλεία.
– Πρεσβητέρα σε ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες σου και για τα όμορφα αυτά μοιρολόγια της Παναγίας που μου εμπιστεύτηκες.
ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ
Αφήγηση: Πρεσβητέρα Ειρήνη Κεφαλογιάννη – Σκουλά.
Παρισταμένη στο σταυρό, η Πάν αγνός Μαρία
και Θεοτόκος Δέσποινα, και του Παντός Κυρία.
Και βλέπουσα κρεμάμενο, στο ξύλο το Σωτήρα,
και ποιητή του Ουρανού, κι όλου του Κοσμοτήρα.
-Ποιός θα μου στάξει μια σταλιά, νερό στην κεφαλή μου
να κλάψω τον γλυκύτατο, καί τον Μονογενή μου.
Μητέρες πού ʼχετε παιδιά, ελάτε κλάψετέ με,
το τέκνο μου σταυρώσανε, παρηγορήσετέ με!
-Θωρώντας τόνε στο σταυρό, αρχίνησε να κλαίει
και λόγια λυπητερά, προς τον υιό της λέει.
-Ω τέκνο μου γλυκύτατο, πολυαγαπημένο,
πώς υπομένεις στο σταυρό, θάνατο οδυρμένο.
Ω ουρανοί χαλάσετε, πλακώσετε τη μάνα,
πού διά πίκρες και καημούς, την γέννησεν η Άννα.
Ω τέκνο μου γλυκύτατο, υιέ μου αγαπημένε,
μονογενή μου ακριβέ, πολύ κανακεμένε.
Τέκνο μου γιατί κρέμεσαι, εις το σταυρό επάνω,
και δε μπορώ να ʼρθω και γώ, μαζί σου να πεθάνω.
Ναι τέκνο μου γλυκύτατο, και αντί να σ’ αγαπώσι,
για τα καλά που έκαμες, εις το σταυρό κρεμώσι.
Ήρθε μαχαίρι ξαφνικό, και μπήκε στην καρδιά μου,
να χωριστώ το τέκνο μου, που ήταν συντροφιά μου.
Ναι τέκνο μου γλυκύτατο, σαν τη δική σου πίκρα,
και τα πολλά σου βάσανα, αλλού δεν εφανήκαν.
Δίχως να φταίξει τίποτα, σε μένα η ψυχή σου,
και πίκρα δεν εβρέθηκε, ωσάν την αδική σου.
Και πώς να μην πικραίνομαι, η παραπονεμένη,
οπού θωρώ πώς έμεινα, και ορφανή και ξένη.
Πού είχα υιό αγαπητό, πολύ κανακεμένο,
και τον χωρίσαν από με, και τον ʼχουν σταυρωμένο.
Πού είναι υιέ μου οι φίλοι σου, και πού ʼναι οι μαθητές σου,
όλοι σε αρνηθήκανε, ευθύς και φύγανέ σου.
Ας είχε βγάλω δάκρυα, ποτάμι για να δώσω,
την θλίψη μου την άμετρον, να τήνε φανερώσω.
Τα μέλη μου όλα τρέμουνε, ως τρέμουν τα καλάμια,
και τρέχουνε τα μάτια μου, ως τρέχουν τα ποτάμια.
Διά τα πάθη σου υιέ, Θεέ μου, Πλαστουργέ μου,
έχω ρομφαία στην καρδιά, Θεέ και Κύριέ μου.
Πού ʼναι Θεέ το κάλλος σου, και πού ʼναι η ωραιότης,
η όψη σου η θεϊκή, και η Θεία σου φαιδρότης.
Δε σε γνωρίζω τέκνο μου, γιατί ʼναι ματωμένα,
τα μέλη σου τα τρυφερά, τα καταξεσκισμένα.
Το τέκνο μου σταυρώσανε, οι άνομοι Εβραίοι,
αδίκως για το φθόνο τους, οι πίβουλοι Ιουδαίοι.
Ποιός σου την επροξένησε, σταυρέ την τόση χάρη,
ν’ απλώσει ο Κύριος σε σέ, και θάνατο να πάρει.
Ποία χαρά απήλαυσα, εκ της γεννήσεώς σου,
και τώρα θλίψεις στεναγμούς, και φθόνο των εχθρών σου.
Και πού να κλίνω κεφαλή, και πού να βρω ελπίδα,
και μια μικρή παρηγοριά, για τον καημό που είδα.
Σκότος με καταπλάκωσε, και τύφλωσε το φως μου,
τα γόνατά μου εκόπηκαν, και χάθη ο λογισμός μου.
Εσένα είχα τέκνο μου, ελπίδα προστασία,
και σήμερα η καρδία μου, έχει μεγάλη εστία.
Αλίμονο, αλίμονο, σε μένα την αθλία,
το θάρρος μου είχα τέκνο μου, να σ’ έχω συντροφία.
Τα σφάλματα είναι αφορμή, κι απέθανε ο υιός μου,
με τέτοιο θάνατο κακό, πού ήτονε το φώς μου.
Τούτους τους πόνους τσ’ έλπιζα, τέκνο μου από σένα;
Για να θωρώ τα χέρια σου, στο ξύλο σταυρωμένα;
Ναι Ιησού μου ποθητέ, υιέ αγαπητέ μου,
τα λόγια όπου σου μιλώ, όλα υπάκουσε μου.
Ναι Ιησού μου ταπεινέ, υιέ μου αγαπημένε,
τα μάθια σου τα άγια, στρέψου σε με και ιδέ με.
Λυπήσου με τη μοναχή, την πονεμένη υιέ μου,
λόγο από τα χείλη σου, της ξένης μίλησέ μου.
Λάλησε τέκνο λάλησε, δώς μου παρηγορία,
πανέσπλαχνε λυπήσου με, την ταπεινή Μαρία.
Τί τέκνο άλλο μόνο εσέ, ελπίδα και ζωή μου,
σκέψη μου και παρηγοριά, άνεση και πνοή μου.
Ακούεις, άκου ω υιέ, βλέπεις την σύν μητέρα,
που βρίσκεται στο πλάι σου, στη δεξιά σου χέρα.
Και δεν ανοίγεις ω υιέ, τα μάθια τα δικά σου,
να μου μιλήσεις της φτωχής, πού βρίσκομαι κοντά σου.
Και δεν ανοίγεις ω υιέ, το άγιο σου στόμα,
να μου μιλήσεις της φτωχής, προτού να μπεις στο χώμα.
-Άνοιξε δε ο Ιησούς, τους οφθαλμούς και είδε,
πώς έκλαιγε η μητέρα του, κι αυτός με πόνο είπε.
Διψώ και δώστε μου νερό, λιγάκι εις το στόμα,
κι η γλώσσα μου ξεράθηκε, τα χείλη και το σώμα.
-Χολή και όξος τέκνο μου, σήμερα σε ποτίζουν,
και μένα δε την ταπεινή, τα σωθικά θερίζουν.
Χριστέ μου δεν τονε βαστώ, τον άδικο χαμό σου
τον σταυρικό σου θάνατο, και τον οδυνισμό σου.
Τώρα ποιό θαʼχω συντροφιά, φως μου στην ορφανιά μου,
ούτε γονείς ούτε αδερφούς, διά παρηγοριά μου.
Πώς θα κλιθώ η μοναχή, φως μου να μη σε βλέπω,
μόνο να το συλλογισθώ, παρηγοριά δεν έχω.
Μανάδες που ʼχετε παιδιά, γνωρίζετε τον πόνο,
παιδί να χάσει κάθα μια, και να ʼχει ένα μόνο.
Χριστέ μου ας ήταν δυνατόν, μαζί σου να πεθάνω,
σκοτάδι θα ʼχω ώσπου να ζω, στον κόσμο τον απάνω.
-Και πάλι έκραξε ο Χριστός, φωνή προς τον πατέρα,
και κλείνοντας τους οφθαλμούς, παρέδωσε το πνεύμα.
Η δε μητέρα έψελνε, ως παραθλιβομένη,
την κεφαλή χτυπά στη γη, και το κορμί της δέρνει.
Ω τέκνο μου γλυκύτατο, πολυαγαπημένο,
και πως θωρώ και σ’ έχουνε, στο ξύλο σταυρωμένο.
Και σεις βουνά χαλάσετε, όρη πλακώσετε με,
μανάδες λυπηθείτε με, και όλοι πονέσετε με.
Διότι εχωρίσθηκα, έναν υιό και μόνον,
τον Ιησού μου τον γλυκύ, κι έχει η καρδιά μου πόνο.
Άχι και να ʼταν δυνατόν, τον Γαβριήλ να είδω,
που μου ‘πε το χαιρετισμό, και μου ʼπε να ελπίζω.
Και δεν μου εφανέρωσε, σαφέστατα να μάθω,
τις θλίψεις και τα βάσανα, που έμελλε να πάθω.
Ω Γαβριήλ Αρχάγγελε, που ʼταν χαριτωμένη,
και η χαρά που μου ʼλεγες, χαίρε ευλογημένη.
Για τον αγαπημένο μου, που ήτανε το φως μου,
και τώρα με εκύκλωσαν, πίκρες όλου του κόσμου.
Εις τον σταυρό απέθανες, για να τους ξαγοράσεις,
να μην τσ’ αφήσεις μοναχούς, τέκνο μου και τσι χάσεις.
Κι έχεις τσ’ αγκάλες σου ανοικτές, και δέχεσαι καθένα,
δέξου και τούτους ω υιέ, και χάρη κάμε εμένα.
Ναι τέκνο μου γλυκύτατο, και σταυρωμένο σ’ έχουν
και οι αγίες σου οι πληγές, νερό και αίμα τρέχουν.
Ναι τέκνο μου γλυκύτατο, και περιπόθητο μου,
και από την λύπη την πολύ, σκοτίζεται το φως μου.
Ως και οι μαθητάδες σου, όλοι τους εχαθήκαν,
και δεν ευρίσκεται κανείς, όλοι διασκορπιστήκαν.
Ο Πέτρος σ’ απαρνήθηκε, ομοίως και οι άλλοι,
Απόστολοι και έφυγαν, με φόβο και με ζάλη.
Έλα αγαπημένο μου, τέκνο μου Ιωάννη
και κλάψε το διδάσκαλο, εσύ και ʼγω ομάδι.
Παρηγορήσετε λοιπόν, την πολυπικραμένη,
μητέρα του δεσπότη σας, και την απορημένη.
Σταυρέ μου Αγιότατε, λυπήσου τον καημό μου,
κλίνε ολίγο προς εμέ, να πιάσω τον υιό μου.
Σκύψε σταυρέ να δυνηθώ, να τονε προσκυνήσω,
τον ποιητή και κτίστη μου, να τον ʼποχαιρετήσω.
Και τι να πω προς σε υιέ, να σ’ αποχαιρετίσω,
παιδί μου η ώρα έφτασε, να φύγω να σ’ αφήσω.
Γιατί φοβούμαι τέκνο μου, από τους Ιουδαίους,
τους γραμματείς και άρχοντες, κι από τους Φαρισαίους.
Μα ήθελα οληνυχτίς, τέκνο μου να σε κλαίω,
να κάθομαι στο πλάι σου, τα πάθη σου να λέω.
Σε κρέμασαν ω τέκνο μου, ωσάν ληστή και σένα,
και δεν εθυμηθήκανε, όσα ʼχεις καμωμένα.
Τούτα και περισσότερα, μετά κλαυθμού βοώσα,
η Θεοτόκος άφωνη, έμενε καθορώσα.
Άσπιλε, Παναμώμητε, άφθορε Παναγία,
απελπισμένη η ελπίς και πάντων σωτηρία.
Δεόμεθά σου Παναγιά, ενός παντός Κυρίου,
ρισθέι Πανάχραντε, και της χαράς εκείνου.
Αξιωθώμεν Δέσποινα, Ανάσταση τη Θεία,
ημέρα τη χαρμόσυνη, και κόσμο Σωτηρία.
Την Μ. Πέμπτη δεήσεις και χαιρετισμοί προς την Παναγία.