Μπορεί φέτος με όλα αυτά που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο με αφορμή των Κορωνοιό να μην έχουν την δυνατότητα οι πιστοί να προσέλθουν στις εκκλησίες αλλά το έθιμο που εδώ και χρόνια διατηρείται την ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης είναι...
Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης αμέσως μετά την αποκαθήλωση του Χριστού από τον σταυρό, πιστοί και πιστές μένουν στην εκκλησία ώστε να στολίσουν τον Επιτάφιο. Ενα πολύ παλιό χριστιανικό έθιμο που συναντάμε σε κάθε μικρή και μεγάλη ενορία. Οι καμπάνες ήδη έχουν αρχίσει να χτυπούν πένθιμα μεταφέροντας σε όλους το μήνυμα του Θείου Δράματος ενώ φρέσκα λουλούδια της Ανοιξης επιλέγονται και τοποθετούνται με μεγάλη επιμέλεια. Πρόκειται για μία διαδικασία που χρειάζεται ώρες
Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα,
Σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται.
Σήμερο ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν πρῶτον Βασιλέα.
Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβῃ δεῖπνον μυστικόν, νὰ μεταλάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τῆς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιὰ τὸν πᾶνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλή, ἐκεῖ τὸν τὸν τυραννᾶνε.
-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τὰ ᾿φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δύο στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δύο στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
-Ἄντε μωρὲ ἀτσίγγανε, στάχτη νὰ μὴ ποτάξῃς,
μηδὲ διπλὸ πουκάμισο στὴ ράχη σου μὴ βάλῃς.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγῇ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσῃ,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποῦ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.
Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατὶ-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μές του ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅη-Γιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη νεαρὲ καὶ μαθητὰ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ γυιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!
ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστῇ, Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.
Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα,
σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται.
Σήμερο ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν πρῶτον Βασιλέα.
Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβῃ δεῖπνον μυστικόν, νὰ μεταλάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τῆς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιὰ τὸν πᾶνε
-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τὰ ᾿φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δύο στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δύο στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
-Ἄντε μωρὲ ἀτσίγγανε, στάχτη νὰ μὴ ποτάξῃς,
μηδὲ διπλὸ πουκάμισο στὴ ράχη σου μὴ βάλῃς.
Ακολουθούμε το έθιμο και κόβουμε φρέσκα και μυρωδάτα λουλούδια από τις αυλές μας να στολίσουμε τον επιτάφιο!
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγῇ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσῃ,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποῦ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.
Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατὶ-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μές του ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅη-Γιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη νεαρὲ καὶ μαθητὰ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ γυιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!
ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστῇ, Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.