Άρθρο του Χάρη Μαμουλάκη*
Στις πρωτόγνωρες συνθήκες που διανύει η πατρίδα μας αλλά και ολόκληρος ο κόσμος, σταδιακά εμπεδώνεται η αντίληψη ότι οι κανόνες για τη ρύθμιση της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών με τις οποίες λειτουργούσαμε μέχρι σήμερα, δεν επαρκούν για να αντιμετωπιστεί το μέγεθος της επερχόμενης ύφεσης.
Τα μέτρα προστασίας και περιορισμού της κυκλοφορίας που πάρθηκαν από την κυβέρνηση κινήθηκαν εξ αρχής στην σωστή κατεύθυνση - με κάποιες εξαιρέσεις όπως για παράδειγμα το καθεστώς λειτουργίας των ναών - και αποτελούν τη σημαντικότερη ασπίδα προστασίας της δημόσιας υγείας στη χώρα μας. Αν όμως, στο επίπεδο της δημόσιας υγείας η ελληνική κοινωνία παραμένει μαχόμενη, επιδεικνύοντας υψηλά επίπεδα αλληλεγγύης προς όσους δίνουν αυτές τις κρίσιμες ώρες τη μάχη, δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο και για τα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας.
Στο πεδίο της οικονομίας, οι μέχρι σήμερα παρεμβάσεις της κυβέρνησης παραμένουν αναντίστοιχες των περιστάσεων. Το πακέτο μέτρων που ανακοίνωσε είναι αποσπασματικό και ανεπαρκές, ενώ η ίδια επιδεικνύει μια εξόφθαλμη ανοχή απέναντι στις πρακτικές των τραπεζών που παραμένουν ανεξέλεγκτες. Πάνω από όλα όμως, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί συνειδητά τη κρίση ως ευκαιρία για την οριζόντια αναδιάταξη των εργασιακών σχέσεων εργαζομένων και επιχειρήσεων, υπέρ των δεύτερων.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ ανακοινώνουν μέτρα που ισοδυναμούν με το 20% του ΑΕΠ τους. Στον αντίποδα αυτής της αντιμετώπισης, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε αρχικά μέτρα που ισοδυναμούσαν με 1 δις ευρώ, για να τα επεκτείνει στη συνέχεια στα 3,8 και να παρουσιάζει στη συνέχεια ως επιπλέον μέτρα τις υφιστάμενες κοινοτικές χρηματοδοτήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια οικονομία όπως αυτή της Πορτογαλίας, με ανάλογα μεγέθη και ανάλογες οικονομικές δυσκολίες και κλαδική διάρθρωση όπως και η ελληνική, έχει ήδη εξαγγείλει πακέτο μέτρων που ισοδυναμεί με 9,2 δις ευρώ για τη στήριξη των εργαζομένων και των επιχειρήσεων.
Παράλληλα, η πορτογαλική κυβέρνηση έχει αναλάβει τη χρηματοδότηση του 66% του μισθολογικού κόστους του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας, ενώ μόνο για το δικό της εθνικό πρωταθλητή, τον πορτογαλικό
τουρισμό, έχει ανακοινώσει πακέτο στοχευμένων χρηματοδοτήσεων ύψους 3 δις ευρώ. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση διστάζει και αμφιταλαντεύεται.
Ταυτόχρονα όμως η κυβέρνηση, αρνούμενη να αφουγκραστεί την εμπειρία της κρίσης του 2008, καθυστερεί να θέσει περιορισμούς και στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Δεν προχωράει σε αναστολή καταβολής δόσεων προς τις τράπεζες φυσικών προσώπων που ήταν συνεπείς πριν από την εξάπλωση της πανδημίας.
Δε θέτει καθόλου το ζήτημα των υπέρογκων επιβαρύνσεων των συναλλαγών των καταναλωτών την ώρα που όλοι οι πολίτες αυξάνουν τις συναλλαγές τους με ηλεκτρονικά μέσα εν μέσω καραντίνας. Και τέλος, δε προχωράει στην υποχρεωτική παράταση των προθεσμιών αποπληρωμής επιταγών.
Πάνω από όλα, ο αρμόδιος υπουργός συμπεριφέρεται ως σαν να μην αναγνωρίζει τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο. Δηλαδή, την επερχόμενη άρση προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς. Στις σημερινές συνθήκες, είναι ορατό το φάσμα δημιουργίας μια νέας γενιάς κόκκινων δανείων που δε θα έχουν καμία νομική προστασία από τις ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη-Σταθάκη.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όμως, ήδη έχει χαλαρώσει το εποπτικό της πλαίσιο έναντι των κεντρικών τραπεζών και αυτή θα ήταν μια κατάλληλη στιγμή για πολύ πιο γενναίες παρεμβάσεις εκ μέρους της Ελλάδας. Σήμερα είναι η ώρα για ένα «Σχέδιο Ηρακλής» για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στο οποίο το κράτος θα λειτουργούσε ως εγγυητής για διευρυμένες κατηγορίες δανείων, υφιστάμενων και νέων, με προϋπόθεση τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Εκεί όμως, που η ελληνική κυβέρνηση αποδεικνύεται όχι απλά κατώτερη των περιστάσεων αλλά και επικίνδυνη, είναι στη λογική των μέτρων στήριξης των εργαζομένων. Δεν είναι μόνο η αναστολή στη καταβολή του δώρου του Πάσχα. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, η κρατική στήριξη προς τις επιχειρήσεις παρέχεται με την υποχρέωση διατήρηση των ίδιων θέσεων εργασίας με τις ίδιες συμβάσεις όπως και πριν από την εξάπλωση της πανδημίας. Σε αντίθεση με αυτή τη καθολική πανευρωπαϊκή πρακτική, στην Ελλάδα η κυβέρνηση επιδότησε τις μαζικές απολύσεις.
Οι επιχειρήσεις για να λάβουν την ενίσχυση υποχρεούνται όταν θα ξανανοίξουν να έχουν τον ίδιο αριθμό εργαζομένων, αλλά όχι τους ιδίους εργαζομένους με τις ίδιες συμβάσεις. Άρα στα καθ’ ημάς το κράτος απλά ανέλαβε το κόστος της απόλυσης και έβαλε πλάτη όπου δε θα γίνουν απολύσεις, να υπάρξουν μειώσεις μισθών.
Αντιστοίχως η κυβέρνηση συμπεριφέρεται συνειδητά ως εάν να μην βλέπει τις χιλιάδες των απολύσεων που έγιναν τις δύο εβδομάδες πριν από την ανακοίνωση των πρώτων μέτρων ενίσχυσης της οικονομίας και το καθεστώς εργοδοτικών εκβιασμών που επιβλήθηκε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Συνεχίζει, παρά τις συνεχιζόμενες τροποποιήσεις στην εφαρμογή των μέτρων, να μην αντιλαμβάνεται ότι η επιδότηση πρέπει να αφορά το σύνολο της οικονομίας, καθώς και ότι οι ανοικτές επιχειρήσεις έχουν ουσιαστικά εκμηδενίσει τον κύκλο εργασιών τους.
Τέλος, ο αρμόδιος υπουργός, αγνοεί τη διάσταση της εποχιακής απασχόλησης που αφορά ολόκληρες περιοχές οι οποίες στηρίζονται στον τουρισμό και για τις οποίες πρέπει να υπάρξει ειδική μέριμνα.
Η ελληνική οικονομία βουλιάζει. Και σε απάντηση αυτού, η ελληνική κυβέρνηση πετάει ένα σωσίβιο μικρό, που δε μας χωράει όλους και όλες. Το πετάει μόνο στις επιχειρήσεις και στις τράπεζες. Ως εάν το μόνο υποκείμενο που την απασχολεί, να
είναι ο ιδιωτικός τομέας.
Ως εάν οι παροχές της κυβέρνησης προς τις επιχειρήσεις να μην οφείλουν να ακολουθηθούν και από αντίστοιχες αυστηρές υποχρεώσεις. Και κυρίως, ως εάν η επερχόμενη κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης εν μέσω μαζικής απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, να μην επηρεάσει πρώτα και κύρια τις ίδιες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Συμπερασματικά, η διαχείριση της κρίσης εκ μέρους της κυβέρνησης είναι μερική και μεροληπτική την ώρα που υπάρχει δυνατότητα για μια άλλη πολιτική διαχείριση της κρίσης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και επίσημα ανέστειλε το Σύμφωνο Σταθερότητας ενώ χαλάρωσε την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων για την περίοδο της κρίσης. Πάνω απ’ όλα όμως, να μην ξεχνάμε ότι τη δυνατότητα άσκησης της διαφορετικής πολιτικής που χρειαζόμαστε, την εξασφάλισε η προηγούμενη κυβέρνηση με το μαξιλάρι ασφαλείας των 37 δις, που άφησε για μια δύσκολη στιγμή. Αν δεν είναι αυτές οι μέρες που περνάμε αυτή η δύσκολη στιγμή, τότε ποια είναι;
*Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ ν. Ηρακλείου - Πολιτικός Μηχανικός BEng MSc