Αποκαλυπτικό των προθέσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας σχετικά με την πολιτική της Κυβέρνησης για τους 10 Οργανισμούς Λιμένα είναι το σημερινό δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών που τιτλοφορείται «Περίεργες αλλαγές όρων για τα Περιφερειακά Λιμάνια».
Ο Υπουργός Ναυτιλίας ενώ έχει εξαγγείλει τον συνολικό ανασχεδιασμό του λιμενικού συστήματος της χώρας, έρχεται, για μία ακόμη φορά, να δημιουργήσει τετελεσμένα, καταθέτοντας άμεσα τροπολογία που ανοίγει ουσιαστικά το δρόμο για το ξεπούλημα των 10 Περιφερειακών Λιμανιών της χώρας.
Αναλυτικότερα, η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με βασικό σκοπό τη βιωσιμότητα των Οργανισμών Λιμένα, τη προστασία της δημόσιας περιουσίας και την ισορροπία των τοπικών οικονομιών, είχε προβλέψει στο Άρθρο 4 του Ν. 4597/2019 ότι σε περίπτωση υποπαραχωρήσεων δραστηριοτήτων, το ύψος του αντισταθμιστικού/ανταποδοτικού τέλους, που καταβάλει στον Οργανισμό ο παραχωρησιούχος, δύναται να υπερβαίνει το 5%.
Αυτό αποφασίζεται, όπως ρητά αναφέρει ο Νόμος, με μελέτη βιωσιμότητας χρηματοοικονομικού συμβούλου, ο οποίος προσλαμβάνεται από τον ίδιο τον Οργανισμό.
Σήμερα, η ΝΔ, πλαγίως και με συνοπτικές διαδικασίες, εκτός του ότι καταργεί τη πιθανότητα το συγκεκριμένο τέλος να υπερβαίνει το 5%, αφαιρεί επίσης και τη δυνατότητα από τους Οργανισμούς Λιμένος να αναθέτουν μελέτες βιωσιμότητας, μεταβιβάζοντάς τη σιωπηρά, επί της ουσίας, στο ίδιο το ΤΑΙΠΕΔ- στον φορέα δηλαδή που έχει ως στόχο την πώληση δημόσιας περιουσίας για την απομείωση του χρέους.
Έτσι η Κυβέρνηση, «πειράζοντας» το συγκεκριμένο άρθρο σχετικά με το τέλος απόδοσης στους Οργανισμούς, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τα περισσότερα από τα 10 Περιφερειακά Λιμάνια της χώρας στην χρεωκοπία και στη συνέχεια στον μονόδρομο της ιδιωτικοποίησης, ενώ ταυτόχρονα αφαιρεί από τις Διοικήσεις των Οργανισμών και κατ΄ επέκταση τις τοπικές κοινωνίες, την ευθύνη ανάπτυξης και εύρυθμης λειτουργίας των λιμένων.
Η απαίτηση για μείωση του ανταποδοτικού τέλους, κάτω του 5%, ήταν ένα σημείο μεγάλης πίεσης των θεσμών προς τη προηγούμενη Κυβέρνηση. Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε, είχε διαπραγματευτεί και είχε πετύχει την ανάσχεση αυτών των απαιτήσεων, οι οποίες θα απειλούσαν τη βιωσιμότητα των Οργανισμών και άρα τη συνολική λειτουργία των λιμανιών, με όποιο κόστος αυτό για τις τοπικές κοινωνίες. Τώρα, η ΝΔ, αν και η χώρα κατάφερε και βγήκε από τα Μνημόνια, επαναφέρει από τη πίσω πόρτα, ως δική της έμπνευση, τις απαιτήσεις των δανειστών, οδηγώντας τη λιμενική πολιτική της χώρας στα χέρια ιδιωτών και τους Οργανισμούς Λιμένα σε λουκέτο.
Τα επιχειρήματα που ακούγονται ότι η υπέρβαση του 5% απομακρύνει τους επενδυτές, είναι εντελώς αβάσιμα. Οι πάντες γνωρίζουν ότι σε όλη την Ευρώπη οι δημόσιοι Οργανισμοί Λιμένα προσελκύουν τις μεγαλύτερες διεθνείς εταιρείες και έχουν πολλαπλάσια έσοδα, αφού πέραν από τα ενοίκια που εισπράττουν έχουν και τα γενικά λιμενικά τέλη. Αξίζει, ακόμη, σημειωθεί ότι κατά την παραχώρηση του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων στην ΣΕΠ (COSCO), ο δημόσιος τότε ΟΛΠ εισέπραττε το 24,5% των ενοποιημένων εσόδων της ΣΕΠ, καθώς και ετήσιο σταθερό αντάλλαγμα, χωρίς να κινδυνεύσει ποτέ η βιωσιμότητα της επένδυσης της COSCO.
Περίεργο, τέλος, θεωρείται και το πρόσφατο αίτημα του Υπουργείου Ναυτιλίας προς τις Διοικήσεις των Οργανισμών Λιμένα, για αποστολή, εντός ασφυκτικών χρονικών ορίων, σχετικών οικονομικών στοιχείων που να υπολογίζουν τα πιθανά διαφυγόντα έσοδα του Λιμανιού, χωρίς όμως να εξηγείται ποια δραστηριότητα θα παραχωρηθεί και την ώρα που η τροπολογία έχει ήδη αποφασιστεί. Κίνηση η οποία δεν μεταφράζεται ως τίποτα άλλο παρά ως μια ουσιαστική τρικλοποδιά προς τις νέες Διοικήσεις των Λιμανιών, που η ίδια τοποθέτησε, χρεώνοντας τους την ευθύνη για μελλοντική οικονομική αδυναμία λειτουργίας των Οργανισμών και απαξίωσης των λιμανιών που διαχειρίζονται. Είναι μάλιστα τόσο μεγάλη η «όρεξη» της Κυβέρνησης για να ανοίξει ο δρόμος πώλησης των Οργανισμών Λιμένα, που στο σχετικό αίτημα έχει εντάξει και τον Οργανισμό Ευβοίας, όπου είναι ο μόνος που δεν ανήκει στο ΤΑΙΠΕΔ.
Αυτή είναι η δεύτερη υπονόμευση του μέλλοντος των Οργανισμών Λιμένων, η πρώτη ήταν τον Οκτώβρη, όταν το ΤΑΙΠΕΔ προχώρησε στην ανάληψη δυσανάλογα μεγάλων ποσών των αδιάθετων κερδών προηγούμενων χρήσεων. Κέρδη που τα προηγούμενα χρόνια δεν επέτρεπε στις Διοικήσεις να τα χρησιμοποιήσουν για ώριμες επενδύσεις που θα ανέπτυσσαν επιπλέον τα λιμάνια.