Καλεσμένος στο Παρίσι και το σπίτι του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Βαγγέλη ήταν ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, με τη συζήτηση αυτή τη φορά να μην περιστρέφεται μόνο γύρω από τη μουσική, αλλά και την ζωγραφική. Οι δύο καλλιτέχνες συζήτησαν για τον El Greco αλλά και για μια πιθανή έκθεση που θα κάνει ο Λουδοβίκος στην πόλη του Φωτός, με τις δικές του δημιουργίες..Όπως φαίνεται αυτό δεν είναι ένα μακρινό ενδεχόμενο καθώς ο Ανωγειανός τραγουδοποιός βρίσκεται ήδη σε προχωρημένες επαφές ώστε να πραγματοποιηθεί στο Παρίσι η έκθεση του με θέμα “Σύννεφα και κατσιφάρες”.
Τα “Σύννεφα και κατσιφάρες” πάντως πριν από το Παρίσι αναμένεται να εκτεθούν σύντομα στο Ηράκλειο και τη Βικελαία Βιβλιοθήκη. Ο Λουδοβίκος μιλώντας τον περασμένο Δεκέμβριο όταν η έκθεση του παρουσιάστηκε στην Αθήνα στην γκαλερί Black Duck Multiplarte είχε τονίσει:
«Ευτύχησα να γεννηθώ σε βουνά και να βλέπω να μπερδεύονται τα σύννεφα με τις κορυφές του Ψηλορείτη. Μικροί μαθητές, όταν βλέπαμε την κατσιφάρα (ομίχλη) να κατεβαίνει πυκνή, να σκεπάζει τις πλαγιές και να μπαίνει στα στενά του χωριού, να τυλίγεται γύρω από τις λάμπες του δρόμου, λέγαμε ότι ο Θεός κουβεντιάζει με τους βοσκούς μας. Βλέπαμε τα σύννεφα να κοροϊδεύουν τον ήλιο και να του κλέβουν τις ακτίνες, αφήνοντάς του ένα χλωμό, στρογγυλό πρόσωπο χωρίς φωτοστέφανο.
Τα σύννεφα, δεν έχουν ούτε φωνή ούτε βάρος. Φέρνουν πάντα, στο ανασηκωμένο βλέμμα του γεωργού, την ελπίδα της βροχής. Τα νέφη και η πρόθεσή τους είναι αιφνίδια εικαστικά γεγονότα στον καμβά του ουρανού, αλωνίζουν αυθαίρετα από ορίζοντα σε ορίζοντα, αλλάζοντας σχήματα, φως και κατεύθυνση. Άλλοτε βαριά, μολυβένια, ασήκωτα, άλλοτε πανάλφρα, λευκά σαν λινά πουκάμισα.
Στο ηλιοβασίλεμα φορούν πάντα τη χρυσοκόκκινη βασιλική στολή τους. «Ένα κομμάτι μάλαμα, ένα κομμάτι ασήμι εκόπη απ΄τον ουρανό κι έπεσε μες στο διάβα. Άλλοι το λένε σύννεφο άλλοι το λένε αντάρα…» Όταν τα νέφη αποφάσισαν να φορέσουν την «έκπτωσή» τους για να κατέβουν και να γίνουν ομίχλη-κατσιφάρα, τότε οι κορυφές του Ψηλορείτη ξεπηδούσαν σαν νησιά του ουρανού.
Σκέφτηκα να «καταγράψω» αυτές τις εντυπώσεις μου, αυτά τα στιγμιαία ερεθίσματα, την κίνηση, τον όγκο, το φως. Συγχωρέστε μου τον ρεαλισμό στην απόδοση, αλλά το σύννεφο δεν ζωγραφίζεται με άλλο τρόπο. Ο θείος μου είχε ένα σκύλο που τον έλεγε Ρήγα. Με τον Ρήγα, πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στα όρη σαν νεαρός βοσκός. Ότι με εντυπωσίαζε το κοίταζε και εκείνος. Νομίζω, τα ίδια πράγματα παρατησούσαμε.
Αποφάσισα λοιπόν να σχεδιάσω σε άσπρο μαύρο, «μέσα από το βλέμμα του σκύλου» μιας και οι ειδικοί λένε ότι δεν βλέπει με χρώματα. Ασπρόμαυρα λοιπόν, αλλά όχι λυπημένα».