Και να που γίναν βαρετές οι Κυριακές
να με γερνούν οι ενοχές κι εσύ να φεύγεις
κλεμένα χάδια, πόλεις επαρχιακές
πώς το λερώνεις το φιλί,
πώς τ’ αποφεύγεις.
Ξεφτίλες έρωτες, παλιά ξενοδοχεία
φτύνεις δυο λέξεις και στον τοίχο με κολάς
ένα λαχείο όλη σου η περιουσία
μια νοθευμένη προσμονή
που ξεπουλάς.
Στο χέρι πέτρωσε εκείνη η γραμμή
στην άκρη τής αφής, στο μωβ βραδυάζω,
γεννιέται η θάλασσα, στα βράχια τρεις καημοί
να μένω, να λυγίζω,
να βουλιάζω.
Νερά λυμένα κι Ανοιξιάτικες γητειές
ψεύτρα η γλώσσα, το φιλί μου κλειδωμένο,
τώρα που πήρα να γερνώ ένα σημάδι οι ξενιτιές,
φλέβα παλιά, να θέλω
ν’ αγαπώ, να περιμένω.
Εδώ δεν έχει ανεμοδείχτες κι ο καιρός
ζητιάνος, γύρεψε ληστή να τον σταυρώσει,
αθώα ο χρόνος σβήνει στον καθρέφτη θλιβερός
να εξαργυρώσεις τον πηλό
πριν σε προδώσει.
Και να που γίναν βαρετές οι Κυριακές
τις αμαρτίες σου να γράφω στη Γραμβούσα
πάνω στ’ αλάτι να ξορκίζω τις πληγές
να ξεστρατίζω απ’ τη ζωή
κι ας σ’ αγαπούσα.
Για το BOOK TOUR, Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου).
Αύριο, εν ονόματι της Αγάπης
Ηράκλειο 1 Μάη 2019