«Να σκέπτεσαι πρώτα την φαμελιά σου, άντα θά ’ρθει ο καιρός ν’ αποκτήσεις, δεύτερα τους άλλους γύρα σου και στον πάτο, άμα μείκει για τ’ εσένα και να κρατείς το στόμα κλειστό, έτσι κάνουν οι γυναίκες του θεουλάκη, έτσι να κάνεις κι εσύ δολιοκόπελη», μ’ αυτά, την ορμήνευαν. Κουναρήθηκε δύσκολα. Ψωμί δεν περίσσευε ίτσιου. Ούτε για έναν σκύλο πού είχαν, τον Μπελέτση, ούτε για ταύτον, ώσπου τον απόλυκαν στο δάσος, εκεί κάτι μπορεί να ’βρισκε.
Σαν άρχεψε να νιώθει κόσμο, έτρεχε όπου ήβρισκε, κουμπουλιά, γκορτσιά, μηλιά, κορομηλιά, ανάλογα με την εποχή και τα δέντρα που ρούμαζαν καρπούς, κάτι είχαν ψηλά τους. Άλλοτε κάνα γρέντζουλο που κρέμονταν ψηλά στις κληματαριές ή καμιά χεριά κούμαρα, ρούπωνε, θεράπευε την πείνα.
«Ό,τι τρώνε τ’ αρνιά, τα πουλάκια και τα μελίσσ(χ)ια, μην το φοβάσαι, να το τρως και συ, είναιτο καλό», της έλεγε η μάνα.
Για, πότε έτσι, πότε αλλιώς, μεγάλωσε και τούτη η τσούπρα που είχε τ’ όνομα τση μαλέκως της, που δεν τη γρώνιζε. Την ήλεγαν Δροσ(χ)ιούλα. Τ’ όνομα τση μαλέκως πού ’χε μείκει απ’ την άλλη πλευρά τση Μουργκάνας, στο ελληνικό, σ’ ένα χωριουδάκι κοντά στην Πόβλα, τότες που οι αφορεσμένοι άλλαξαν τα συνόρατα και χώρισαν τσ’ ανθρώπους, άλλους απ’ έδωγια, άλλους απέκει, δίχως να ρωτήσουν καέναν.
Ούι και τι είχαν τραβήσει! Ως κι ο ουρανός, σού λέει, είχε σκιαχτεί κι είχε κάμει αλισβερίσι με τους αδικητάδες κι αγριεύονταν κι αυτός κι έρινε, κι έρινε ’κείνο το χειμώνα ντούνες το χιόνι και σταματημό δεν είχε. Πόσοι απέθαναν και σκεπάστηκαν εκεί στις ράχες και στα χιόνια, καένας δεν μέτρησε. Χρόνια μετά, θέριεψαν τα δέντρα, ήλεγες έφτακαν στα σύγνεφα. Τόσα έρημα κορμιά τά ’χαν θρέψει, γένηκαν τα νιάτα φύλλα και κλαριά. Ούι! Με τον καιρό στοίχειωσαν οι κορφές κι άντα έπιανε αγέρας, ούι και τι γένονταν. Ήλεγες άρχευαν τη μάχη που ’χαν αφήκει στη μέση κι απάλευαν μεταξύ τους ’κείνα τα παλικάρια, δέντρα πια, όποια κι αν ήταντα. Τι κερδίσαμαν; Ίτσιου τίποτις. Τι αγωνίστηκαν; Για, διορθώνονται όσα γένηκαν; Δεν διορθώνονται. Κρίνεις ψ(χ)υχούλες. Δεν κάνει. Γιομίζεις το σακί στο δικό σου τον πλάτη αμαρτίες.
Πάντως, έτσι, για να θυμούνται κάτι από ’κείνη τη ρίζα την κακογραμμένη πού ’χαν αφήκει στην Ήπειρο -όχι πως στην άλλη πλευρά ήταν καλογραμμένη- για ταύτο τής είχαν δώκει τση τσούπρας τ’ όνομα. Να κρατούν ένα θυμητικό για φυλακτό κι ας ήταντο μάναχα αυτό τ’ όνομα. Τούτη η Δροσ(χ)ιούλα, γεννήθηκε το εξήντα πέντε, μέσα, στ’ αλβανικό. Ήταν το στερνοπούλι τση Κατέρως και του Αντρίγια. Γένηκε στον πάτο, κοπέλα μεν, αλλά καλή κι όμορφη. Ήλεγες δεν είχε μάγουλα, μα ρόδα ανθισμένα. Και το στόμα ζωγραφιστό, κούμπουλο ρουμασμένο. Τέτοια νιάτα.
-Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, μωρή αγουρέτσω, την εύχονταν η μάνα και την καμάρωνε.
Έτσι άκουγε κι αυτή από τη δική της, τη μάνα, έτσι που τό ’χε ’κούσει, έτσι τόηλεγε με το θυμητικό κι άντα το ξεστόμιζε της κίναγαν τα μάτια ποτάμια. Γύριζε με τη γνώμη πίσω.
Ο πατέρας, δεν πρόλαβε να την ιδεί και πολύ. Έπαθε απ’ την παλιαρώστια στα πλεμόνια, έφτυγε αίμα. Διάβηκε για τον άλλο τον κόσμο, αυτόν που δεν έχει πιστρόφια. Την άφηκε τούτηγια την κοπελίτσα εφτά χρονών, κούτσικη.
Άκουγε από δαύτη τη μάννα της, – δεν είχε κι άλλον συγγενή κοντά-, ιστορίες παλιές, για τις θειάκες πού ’χαν στη Γουμενίτσα, αδελφές του πάππου, για τον πάππου πού ’χε πάει στην Αμερική λαθραία το τριγιάντα οκτώ , – στα σπάργανα την είχε αφήκει, δεν τον γρώνισε- και ποιός ήξερε τι γένονταν, αν θάειχε γυρίσει κι αν θά ’ζηγε. Άκουγε για το μαναστήρι το μεγάλο, το βακούφι τ’ άι Γιώρη με τα πολλά κελιά στην Καμίτσιανη, εκεί είχε γεννηθεί η μαλέκω της, κοπέλα τση ορφάνιας ήταντη η αχάρ(η)τη. Απ’ έκει, την έστειλαν ψ(χ)υχάρικη σε κάτι άκλερους στο χωριό και αυτοί πάλε καλοί ανθρώποι, της έδωκαν πνοή και βιός, για να τους γεροκομήσει στον πάτο. Δεν πρόκαμαν οι μαύροι. Τους ήβρε ο πόλεμος, τότες χάθηκαν.
Μα σάμπως κι αυτή, η δική της η μαυρομάνα η Κατέρω, που κάλιο να μην είχε γένει, τάειχε βρει καλύτερα; Μαύρα και σκότεινα. Δεκατριών χρονών ήταντη άντα άλλαξαν τα πράγματα και κλείστηκε μέσα στ’ αλβανικό. Είχε πάει μ’ άλλες γυναίκες και κοπελίτσες, για καζάντιο, έτσι έκαναν. Πάγαιναν μέσα, σμεκιάρηδες, δούλευαν στον κάμπο σ’ αφεντικά, χάλευαν να κονομήσουν ψ(χ)ιά αλεύρι, λίγο καλαμπόκι, να το φέρουν πίσω, να ζήσουν. Άλλες γύρισαν, άλλες όχι.
Τούτη την Κατέρω, την κράτησαν μέσα. Είχαν ανάγκη από νιάτα, να δουλεύουν για το Χότζ(ι)α. Τι να ’κανε; Έκλαψε, γούριαξε, παρακάλεσε, έκαμε να ξεκόψει από ’κει που την είχαν πάει μαζί με άλλους και ξελόγγιαζαν να γένει δρόμος, για ήθελε να φύγει, την καλούσε πίσω ο τόπος, η συγγένεια, η μάνα, το αίμα.
Μια – δυο φορές το προσπάθησε κι όχι άλλη. Την είχαν πιάκει στο βούρκο, της έκοψαν ένα ντουμπίτσι γερό ξύλο, την κρέμασαν ανάποδα στον πλάτανο, την άφηκαν λιάσα, μισοπεθαμένη. Τέτοιο ήταν το καθεστώς, δεν λυπιόταν καέναν. Τους κράτηγε, πότε με τον βούρδουλα και πότε με τον φόβο. Να γυρίσει πίσω κατά τα γονικά της, στην Πόβλα; Το σκέπτονταν μάναχα στο ήνορο κατόπιν.
-«Αν, ξαναφύγεις», της είχαν πει «θα σ’ αφήκομε στον τόπο. Μήτε σφαίρα δεν θα χαλάσομε για τ’ εσένα, σε πελεκάμε με τον κασμά και κατόπιν να σε φάνε οι λύκοι, τέτοια που είσαι, αχάριστη».
Τι να ’κανε; Ύστερα από τρεις χρόνους τυραγνία, είχε πει το ναι στον Αντρίγια, ένα γεντέκι άντρα απ’ τη Χειμάρρα. Είκοσι χρόνους μεγαλύτερος ήταντος, λίγο ακόμη και σκαπέτιζε τα σαράντα. Έκαμαν φαμίλια, δυο παιδιά, τον Μήτσ(χ)η, τον Γιώρη και την κοπέλα στον πάτο, τη Δροσ(χ)ιούλα.
Εκείνες οι εποχές να μην ξανάρθουν για καέναν. Όλοι, κι απ’ έδω κι απ’ έκει, τυραγνισμένοι. Για, τους ήγλεπες κι ανατρόμαζες. Σκιορίσματα, όχι ανθρώποι.
Κι οι έρημες οι γυναίκες, τι έρχονταν στον κόσμο; Τι καταλάβαιναν; Ίτσιου τίποτις. Τις πάντρευαν, τις έβαζαν σε περσότερη τυραγνία και βάσανα. Αρέντευαν μάναχα να περετεύουν πότε τους άντρες, πότε τους γερόντους, τα παιδιά, τις κοπέλες -τον πόλεμο, ως κι αυτόν το διάτανο- αρέντευαν και για το βιός τους όλο. Δεν τις ρώταγε καείς για τίποτα, γνώμη δεν τούς έπαιραν. Κι αν τις τριβέλιζαν πολλά ρωτήματα στο μελό -γιατί έρθαν στον κόσμο, σε τι έφταιξαν, γιατί γένονταν πόλεμος και σκότωνε αδερφός τον αδερφό, γιατί έμεισκαν μισοί απ’ το ελληνικό και μισοί στο αλβανικό, ποιός διάγουλος άλλαξε τα συνόρατα και χωρίστηκαν και τι δίκια είχαν-, έσκυβαν το κεφάλι, δεν ρώταγαν. Σκιάζονταν, ’κείνον που τον ήλεγαν εμβέρη Χότζ(ι)α κι έβγαζε διαταγές κατά πως ήθελε, και δίκαζαν τον κοσμάκη για ψύλλου πήδημα. Έκαναν εξορίες και φυλακές κι εχτελέσεις για παραδειγματισμό.
Ούι, ούι τι κακά γένηκαν στον κόσμο!
Απ’ έδωγια, είχε τελειώσει ο πόλεμος, είχε διαβεί κι ο εμφύλιος, μα όχι η φτώχεια κι η ορφάνια π’ άφηκαν πίσω τους. Τα θυμιούνται ακόμη. Καζάντιο τα μνημόσυνα και τα μαύρα τσεμπέρια έμεικαν.
Τούτη η μαλέκω η Δροσ(χ)ιά, είχε θάψει κι ένα παιδί η μαύρη, το πρώτο πού ’χε αποχτήσει. Τότε, στον εμφύλιο, ένα λεβέντη, ίσαμε κυπαρίσσι, δεκάξι χρονών. Μαύρα νιάτα και σκότεινα το έρημο. Πήγαν χαράμι το Μάρτη τού σαράντα οχτώ, από όλμο πήγε. Δεν τού ήβραν κορμί να θάψουν. Στη σημαία τό ’μασαν. Δυο μέτρα μπόι κι είχε γένει τρίμματα, ανεγνώριγο. Ήκουε τ’ άγουρο; Δεν ήκουε, για, έτσι χαντακώθηκε. Είχε βγει στ’ αντάρτικο, με το Δημοκρατικό Στρατό. Αντάμα μ’ άλλα, παιδιά και κοπέλες, βόηθαγαν. Θ’ άλλαζαν τον κόσμο, θα ήφερναν το δίκιο, έτσι τα μάθαιναν. Ούι, ποιος κόσμος θ’ άλλαζε; Τέτοιος ήταντος πάντοτε, τέτοιος έμεικε, άδικος, άδικος μο τσούπρα μ’. Τούτο το παιδί τση Δρόσ(χ)ιως , τόειχαν σιμά γιατί γρώνιζε τα περάσματα όλα κι όλα τα βουνά και τα λαγκάδια και τα ρέματα, σπιθαμή προς σπιθαμή. Απ’ την Πλόκιστα, στη Λιντίζντα, στο Βαβούρι, κάτω στα Μπαντιάτικα, στο Τσεροβέτσι, στην Ταβέρα, αρένετευε και φόβο δεν είχε. Για, καλύτερα γρώνιζε αυτά, παρά την απομέσα μεριά του χεριού του. Οι άλλοι, έχτιγαν οχυρά και πολυβολεία. Μαύρα χρόνια κι άραχνα, να μην ξανάρθουν για καέναν.
Όλες οι φαμίλες κάποιον είχαν θάψει, όλες οι μανούλες ήκλαιγαν. Μετά από τέσσερις χρόνους, είχε πάρει και το χαμπέρι για τον θάνατο τ’ αντρός της στην Αμερική. Εκεί είχε αφήκει τα κοκκαλίτσια του, το πενήντα δυο, άνοιξη καιρού μολόγαγε το γράμμα. Για δαύτον, δεν φαρμακώθηκε τόσο. Είχε το χαμό τού παιδιού που την πλάκωνε και την έγνοια της κοπελώς της, που δεν ήξερε τι ’χε γένει. Πού και πώς δεν χάλεψε να μάθει. Τού ’βρασε το στάρι, τού ’καμε μνημόσυνο και κιβούρι με μια φωτογραφία. Τι να ’κανε πιότερο;
Κατόπιν, τ’ άλλα δυο τα παιδιά, ξενιτεύτηκαν μαζί, στην Αστραλία το εξήντα. Πήγαν σε κάποιον πού ’χε κάμει παράδες και μαγαζιά. Έκαμαν εκεί προκοπή. Τις δυο κοπέλες, την Πολύμνια και την Αλέξω, τις είχε, μια στη Γουμενίτσα και μια στην Κέρκυρα, καλογραμμένες και καλορίζικες αυτές, είχαν ανθρώπους βρει καλούς, νοικοκυραίους. Είχε τα θάρρη σ’ αυτές, που ήταντες κοντά.
Πέρασε ο καιρός. Δεν ήλεγες έκλεισαν οι πληγές, μα κάπως γιατρεύτηκαν, κάπως μαλάκωσε ο πόνος.
Τούτη η μπάμπω, σκεβρωμένη απ’ τα χρόνια, απ’ την κακοπέραση και τις δυστυχίες, ένα απόγιομα από τα πολλά, διάβαινε σ(χ)ιαπέρα απ’ τον μαχαλά στον κατσικόδρομο. Με το μπέλι και τον γράβαλο στον ώμο και το σακί ζαλωμένη φουσκή απάλευε να φτάκει κάτω στο ρόγκι. Είχαν γένει τα όψιμα κηπικά πού ’χε βάλει το θερτή. Κάτι ρίζες ντομάτες, τρεις κολοκυθιές, δέκα γούρες πατάτες, ψ(χ)ιά καλαμπόκι στις άκριες, σκόρδα, κρομμύδια, κάτι πιπεριές μακριγιές σαν κέρατα και κάτι φασουλιές σκαλωμένες στις φούρκες. Άργησαν, μα γένηκαν. Πάγαινε να απλώσει τη φουσκή στις ρίζες, να δυναμώσουν ψ(χ)ίχα περσότερο. Παιδεύονταν η μαύρη, πότε έκοβε κλαρί για μια γίδα γκάλμπα πού ’χε, πότε τσάπιζε τα κηπικά, για, ν’ αστοχάει κάπως. Έτσι το ’χε.
Οι κοπέλες της κι οι δυο μ’ ένα στόμα: «Κάτσε να ησυχάσεις μάνα, καμιά μέρα θα σε βρούμε κρόθα στον λόγγο», τη μάλωναν, μα αυτή αρέντευε ολοένα όξω. Να μη σκέπτεται.
Τα μάτια, είχαν στεγνώσει πια απ’ τα δάκρυα. Δυο κάρβουνα μισοσβηστά, μισαναμμένα, δεν καταλάβαινες. Τέτοια είχαν γένει με τα χρόνια. Της είχε σαλέψει λέγανε.
Κάποτε, ανέβαινε κοντά στο φυλάκιο, τήραγε κατά μέσα σκεπτική, έκανε τα χέρια χωνί κι έκρενε, φωνή στο θεό: «Κατέρωωω!!! Ω Κατέρωωω!!! Πού είσαι μωρή μαυρονιά; Έρθαν Χριστούγεννα σε λίγο».
-Τι κρένεις ορή μαλέκω; Το ’χασες; Δεν έχομε Χριστούγεννα. Παραλόισες; Έλεγαν οι γυναικούλες και κράτηγαν τα τσιαγούλια απορρεμένες.
-Μήνα έχουμε Κατέρω; Γύρναγε και τις ρώταγε η δόλια, φαρμακωμένη.
Μετά, έδενε το τσεμπέρι σφιχτά και κίναε το μοιριολόι. Σ(χ)ηκώνονταν κι οι πέτρες, τόσο σ’ έσκιζε την καρδιά. Την άκουγαν τα σκυλιά, γούριαζαν κι αυτά αντάμα. Το μελό της, δεν έφευγε από την Κατέρω, μωρ’ αδελφούλα μ’. Είδηση από δαύτην, δεν είχε ποτές. Ζωντανή, πεθαμένη δεν ήξερε καείς. Πάντως αυτή, την καρτέραε.
Πάνω που τέλειωνε το μοιριολόι, ασκώνονταν μέσα στην ψ(χ)υχούλα της μια λαμπάδα αναμμένη και φώταε κι έλεγε με το νου της: «Τούτη η μαυροκόπελη, είναιτη ζωντανή. Μού το μολογούν τα σπλάχνα μου που φωτάνε κι οι κουμαριές και τα ρύκια το χινόπωρο. Δόλιω Κατέρωωω!» ’Κείνο το παρατεταμένο «ωωω», ’κούγονταν ως πέρα στα πλάγια, βούιζε ο τόπος. Πού την ήβρισκε τόση φωνή στα σωθικά; Αυτή ήξερε.
Χινόπωρο του ενενήντα ήταντο. Καρτέραγαν τ’ άι Δημητριού. Είχε κόψει σ(χ)ιακάτω, απ’ τα μπεκούλια του Γιώρη Μπάντιου κατήβαινε. Άντα έφτανε στο ρόγκι, την απάντησαν κάτι αστυνόμοι. Μπήκαν μπροστά, τής έκοψαν το δρόμο. Δυο ήταντοι, ένα μπόι, ίδια κοψιά κι οι δυο. Παιδιά λεβέντες, μια καμαρωσιά. Θυμήθηκε το δικό της, ’κείνο τ’ αδικοσκοτωμένο.
-Σάματις έχεις ακούσει κάτι για το πέρασμα που βγαίνουν από την Αλβανία κι έρχονται, μο γιαγιούλα; Τη ρώτησαν, ευγενικά.
-Τι να ξέρω, μωρέ γραμμένα μου; Δεν ηξέρω τίποτις μωρέ παιδάκια, αε να σας χαίρεται και να σας καμαρώνει η μαννούλα σας, τα ευκήθηκε. Τους τήραγε στα μάτια κι ήγλεπε θαρρείς εκείνο το δικό της το δολιοπάλίκαρο.
Τη χαιρέτησαν πονετικά, τα μάτια της ήγλεπαν κι αυτά και διάβαζαν την καρδιά της. Αλήθεια, δεν ήξερε, τι ήταν τούτο που τη ρώταγαν. Τής άφηκαν ένα κουτί με λεημονάδα, αυτό είχαν, αυτό τής άφηκαν κι έφυγαν κατήδρομα, κατά τον άγιο Πάντο με το περιπολικό. Σ(χ)ιούριζε αυτό, ίου, ίου, ιόυ, σ(χ)ιούριζε όσο που χάθηκε πέρα στα πλατάνια.
Δεν ήξερε, μήτε είχε ακούσει τίποτα η μαύρη. Τι γένονταν στον κόσμο, τι δε γένονταν, δεν μάθαινε. Και την τηληόραση που τής είχαν φέρει τα παιδιά, την είχε ολοένα ανοιχτή, ν’ ακούει κουβέντες για συντροφιά. Καμιά βολά, αν άκουγε να λένε καλημέρα σας ή καλησπέρα σας μέσα από το γυαλί, στέκονταν μπροστά με τα χέρια στη μέση, χαιρέταε κι αυτή. Ζήταε και σχώρεση που ήγλεπαν το φτωχικό της: «Ανημπόρεψα μωρέ παιδάκια γραμμένα δεν ασβέστωσα, μην τηράτε. Τηράξτε πέρα τα βουνά, τα δέντρα, γιά, όξω είναιτη χαρά θεού», κι άνοιγε το παραθύρι να γλέπουν ως πέρα, έτσι νόμιζε, πως ήγλεπαν.
Ύστερα από ώρα, εκεί που σκόρπιζε γονατάκι τη φουσκή στα κηπικά, συλλογίζονταν πάλε, τι την είχαν ρωτήσει. Πώς δεν είχε ’κούσει να λένε κάτι στο μαχαλά; Λες κι έζηγε αλλού αυτή.
Σ(χ)κώθηκε ορθή, κοίταξε κατά την Ανατολή, έκαμε το σταυρό. Μετά έκλεισε τα μάτια κι ήφερε σάματις ήταν φωτογραφία, την Κατέρω, την κοπέλα της μπροστά. Πότε την έχανε μέσα στην τσιάφνη, τα κλαριά και τη θολούρα, πότε την ξεκαθάριζε, σα να έρχονταν ζαλωμένη καλαμπόκι από μακριά. Έτσι την καρτέραγε, ζαλωμένη καλαμπόκι.
Άνοιξε τα μάτια, έριξε το γλέμμα στα βουνά κατά το φυλάκιο.
– Όρ’ άι ψηλά βουνά, σεις που κρύβετε και φανερώνετε τον ήλιο και σύ όρε Παναϊγια και Παναγοπούλα! Καμείτε ένα θάμα και για τ’ εμένα, είπε με παράπονο. Καμείτε ορές. Δεύτερη φορά, που τόειπε σιγανά, ξεπνεμένα, σα να παράδιδε ψ(χ)υχή. Με το στανιό κρατιόταν η έρμη, με το στανιό έζηγε.
Ούτε το μπέλι άγγιξε, μήτε τον γράβαλο έπιακε στα χέρια κατόπιν. Εκεί τ’ άφηκε, στ’ αυλάκι κάτω στο ρόγκι, μαζί με το σακί. Ήκουσε η δόλια μια δυνατή σουβλιά στην καρδιά. Πόνεσε κάπως στο γκιόξι, μετά και στον πλάτη. Κάθισε παρέκει στον οβορό, πήρε ανάσα, μια, δυο, διάβηκε ο πόνος.
Ξανασκέπτηκε, όλα όσα ήταν περασμένα μα όχι ξεχασμένα. Μήνα ήθελε αυτή κι είχαν γένει έτσι, μήνα την είχε ρωτήσει κανείς; Συνεπαρμένη από τις θύμησες, δεν άκουσε τις βροντές. Εκείγια, στον οβορό που κάθονταν συλλοϊσμένη, παραλοϊσμένη, ποιος ήξερε να ειπεί, εκεί την ήβρε η μπόρα η μεγάλη. Θαρρείς κι είχαν ανοίξει οι ουρανοί. Κι όσο να πάρει χαμπέρι και να κάμει να σ(χ)ηκουθεί, την είχε περονιάσει ως το κόκκαλο την καψερή. Κρύγιο!
Μέσα σ’ εκείνο το σ(χ)ιούγκραβο πού ’ρινε με το τουλούμι το νερό, φάνηκαν μπροστά της τρεις νοματέοι, βρεγμένοι κι αυτοί οι μαύροι, κακοντυμένοι, με μπλαβισμένα απ’ το κρύγιο τα χερόπλα και τα μάτια γκαντηλιασμένα ως να βασίλευαν. Πετάχτηκε ορθή, τους τήραξε σκιαγμένη, δεν τους είχε ματαδεί. Σάματις φοβήθηκε κάπως, έκαμε δυο βήματα πίσω και μετά ένα μπροστά.
-Διακονάρηδες είστε μωρέ παιδάκια τση θειάκως; Ρώτησε ύστερα από λίγο.
-Θα μας κονέψεις μο θειακούλα; Παρακάλεσε δισταχτικά ο πιο μικρός. Αμούστακο ήταντο.
-Καλοί ανθρώποι είμαστε κι εμείς, όχι θερία, συμπλήρωσε ο άλλος στη μέση κι έτρεμε σύγκορμος.
-Καλοί μο θεικούλα, καλοί, παίρνομε κι όρκο στα ’κονίσματα, από μέσα έρθαμαν, είπε ο μεγαλύτερος και γονάτισε και της προσκύναγε τα ποδάρια κι έκλαιε, ο μάγκουφος.
Εκείνο το «έρθαμαν από μέσα», εκείνο άκουγε πιότερο, ολοένα και πιο δυνατά στ’ αυτιά, ολοένα και πιο βαθιά στην καρδιά.
-Ψ(χ)υχούλες γραμμένες, πούθε είπαταν πως έρθαταν; Πούθε βγήκαταν; Ήθελε να το ξανακούσει.
Με το δισάκι στον ώμο και μια γκλίτσα στην αμασχάλη κίνησαν από κοντά της μαλέκως κι έφτακαν μια ώρα δρόμο, στο σπιτόπλο τση Δροσ(χ)ιάς. Τώρεγια, έρινε περσότερο. Είχε πιάκει κι ένας αέρας, λύγαγε τα κλαριά ως κάτου χαμηλά στη γης. Στο μαχαλά, καείς όξω.
Μπήκαν μέσα, έκλεισε την πόρτα, έβαλε το σύρτη. Ήφερε μια αγκαλιά ξύλα στεγνά η Δροσ(χ)ιά απ’ το κατώι, άναψε τη στιά, λαμπάδιασε ως πάνω. Ρούχα δεν είχε να τους δώσει ν’ αλλάξουν. Το σκέπτηκε, χολεύτηκε κάπως, μα για, θα κάθονταν στο παραγώνι στα κουτσούμπια, θα στέγνωναν.
Ξεκρέμασε το σακούλι απ΄τη γρεντέ, πήρε μια χεριά τσάι, το ’βρασε, γέμισε τρεις κούπες και μια δική της, έβαλε ψιά ζάχαρη, έριξε και λίγο τσίπουρο να τους πιάκει, να ζεσταθούν γληγορότερα. Όσο έπιναν το τσάι δεν τους έκρινε. Τα τήραγε τα δολιοπαλίκαρα και της πόναγαν τα σωθικά. Τέτοια ήταντα, χάλια μαύρα. Κείνο το μικρότερο, έβηχε να σκάσει. Του πάγαινε το γκιόξι μπόμπου και μπόμπου σάματις θ’ άνοιγε και θα τού πετάζονταν τα πλεμόνια όξω. Τέτοιος βήχας.
-Κρυγιώσαταν, κατσείτε αυτού, καμείτε ζέφκια, είπε κατόπιν και τους έδωκε δυο μαλλινοσέντονα, μια κουβέρτα και μια τσέργα να σκεπαστούν. Έριξε δυο κούτσουρα στο τζάκι ακόμη, δυνάμωσε κι άλλο η φωτιά, είχε κάμει και κάρβουνα.
Πήγε στην κουζίνα, έκοψε το ζυμωτό, έβαλε φέτες στη στια να πυρώσουν. Αυτά τα μάγκουφα εκεί, άπλωναν τα χέρια στη φωτιά, ζεσταίνονταν, μα δεν μίλαγαν. Το ένα, είχε σκισμένα δάχτυλα και ποδάρια, σκαμμένα ίσαμε μέσα τη σάρκα. Ποιος ήξερε σε τι παλιούρια θα ’χε πιαστεί.
Έρθε πίσω η μαλέκω, τα ξανατήραξε με πιότερη λύπηση. Μετά τράβησε το σοφρά κοντά τους, τον έστρωσε. Έριξε λάδι στα λάχανα, γιόμισε ένα πιάτο ελιές, ψιά τυρί, έβαλε και τον νταβά με τα φασούλια στη μέση.
-Φάτε, μωρέ παιδάκια, τους είπε, μην αντρέπεστε.
Όξω, έρινε ο θεουλάκης με το σακί. Τηράχτηκαν αυτά αναμεταξύ τους, την τήραξαν κι αυτήν, με καλοσύνη. Για, το γλέμμα τους και μόνο έφτανε, γλέμμα καθαρό, μια προσευκή είναιτο κι αυτό, άμα μολογά και θέλει η καρδιά, έτσι φανερώνεται στα χείλη, σαν προσευκή το ευχαριστώ και δάκρυα σαν κουμπιά γιομάτο. Πήραν τα περούνια, μπήκαν στο φαί, βούτησαν το ψωμί στο λάδι, έφαγαν, έπιαν, στηλώθηκαν. Τους κίνησαν περσότερο τα δάκρυα.
Κάποια στιγμή, «ούι δεν αντρεπόμαστε ντίπ τ’ αφορεσμένα μο βάβω, μπήκαμαν στο φαί και τα ονόματα μας δεν στα δώκαμαν. Ούι αντροπή, ούι αστραπή να μας βάρηγε, αστοχήσαμαν μο βάβω, σχώρα μας βαβουλέτσω, σχώρα μας», είπε ’κείνο με τα σκισμένα δάχτυλα.
-Σχώρα μας, γιαγιούλα, έκανε κι ο αμούστακος, εγώ είμαι ο Λήγιας, – τόειπε όμως με μια περηφάνια- κι απέκει το γύρισε στον βήχα και στον πλάνταμο, να σκάσει.
-Εγώ είμαι ο Τέλης, έκανε κι ο μεγάλος με κατηβασμένο το κεφάλι, αντρέπουνταν πού ’χε αστοχήσει.
-Κι εγώ είμαι ο Φώτος, μο θειάκω, να με συμπαθάς κι εμένα, συμπλήρωσε ο τρίτος κι έβγαλε από την τζέπη ένα μαντηλάκι να τση το δώκει. Το ’χε από τη μάνα, φυλαχτό. Τι να το ’κανε η Δροσ(χ) ιά, την έφτανε η χειρονομία.
-Κράτειτο παιδάκι γραμμένο, να φυλάει εσένα, για τ’ εσένα τό ’δωκε η μάνα κι έχει δεμένη σε δαύτο, κόμπο την ευκή, για ιδές, παιδάκι γραμμένο και χλωροσ(χ)ιά τση μάνας, κράτει το να ’χεις την ευκή κι απ’ αυτήν κι από τ’ εμένα, τη Δροσ(χ)ιά.
Εκεί στην αγκωνιά, τους έρθε ο ύπνος νοικοκύρης κι αποκοιμήθηκαν σ(χ)ιάδι τα τρίγια.
Γύρισε κι η μαλέκω την τσέργα την πέρπερη, στο ντιβάνι παρέκει, σκεπάστηκε κι όσο να κλείσει τα μάτια, την έφτακε το ήνορο.
«Είχ’ έρθει λέει η θάλασσα στην πόρτα και της χτύπαε, σάματις ήταντη γυναίκα. Αναρίτσιασε σύγκορμη. Οριό την πάγαινε. Έρθε να με πνίξει, σκέπτηκε, στον ύπνο. Άκουγε πέρα στη ράχη ένα γουργούλι. Ντιντίναε αυτό κι όλο ζύγωνε πιο κοντά. Σ(χ)ιαϊτάνης ή ο Χάρος, θα ’ναι τέτοια ώρα, έβαλε με το μελό της. Ως να πάρει ανάσα, ματάκουσε το χτύπημα στην πόρτα και διάκρινε μια φωνή. Έριξε στον πλάτη την μπατανία, πήρε το σκόπι, ζβαρίστηκε, σ(χ)ηκώθηκε. Άνοιξε. Τι να ιδεί; Είχε γιομίσει ο τόπος θάλασσα, σαν αυτή που ήγλεπε στην τηληόραση. Ολοτρόγυρα μπλε, ίσαμε πέρα στο φυλάκιο, όλα μπλε, μα σάματις πάλε δεν ήταντο νερό όλο ’κείνο, αλλά φόρεμα, απλωμένο όπως τα νυφικά κι είχε τις άκριες με νταντέλες άσπρες κι όπως το φύσαγε ο αγέρας, αυτό γύριζε και χόρευε μαναχό του ως τον ουρανό, και σε κάθε κύκλο πού ήφερνε, έπεφτε κι ένα αστρουλάκι και κόλλαγε πάνω του και στον τελευταίο γύρο, έρθε και το φεγγάρι και κόλλησε ψηλά και φώταε. Ένα ολόγιομο φεγγάρι, που ’χε μάγουλα ρόδα και χείλη ζωγραφιστά σαν κούμπουλα. Τήραγε αυτή, απορρεμένη κι άκουγε πότε από κοντά και πότε από μακριά: Έλα να με βρεις, έλα να με βρεις, έλα να με βρεις».
Εκεί ξύπνησε, εκεί που ’χε αλαργέψει η φωνή και ξανάγιναν όλα όπως πρώτα. Πήρε το μαστραπά, γιόμισε ένα ποτήρι νερό, έκαμε να το βάλει στα χείλη που ’χαν γκαντινιάσει, μα την ξάφνιασε που μύριζε τριαντάφυλλο. Στο λίγο φως π’ έρχονταν απ’ το φεγγίτη, το ήφερε πιο κοντά, το τήραξε, το ξανατήραξε, μια, δυο, στην τρίτη, είδε την κοπέλα της, την Κατέρω στον πάτο του ποτηριού. Κι όχι μάναχα την είδε, την άκουγε κιόλας. Κάποιανε κατευόδωνε, μάλιστα, απ’ τον πάτο του ποτηριού η φωνή: «Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, αε στο καλό» και ξανά το ίδιο «οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, αε στο καλό».
-Ούι! Τι έπαθα η μαύρη, σ(χ)ιούρηξα! Μού σάλεψε, τι ήταν τούτο το θάμα, είπε και σταυροκοπήθηκε.
Ξανάηφερε με το μελό της όσα γένηκαν τόσους χρόνους, κάμποσο έκλαψε, έτσι της έρθε πάλε ο ύπνος. Το πρωί η μαυρογυναίκα έκανε πως γέλαγε, το μεσημέρι αν ήβρισκε κουβέντα, έκανε πως κουβέντιαζε να μην χαλάσει την καρδιά καενός, το βράδυ που ησύχαζε έκλαιγε στ’ αλήθεια, πονετικά, από μέσα της. Έτσι το ’χε συνήθειο.
’Κείνη την ίδια νύχτα -ποιος να της τό ’λεγε-, είχε βγει κι η Δροσ(χ)ιούλα, η αγγονιά, μ’ άλλους είκοσι νοματαίους, με μια παλιόβαρκα, απ’ το Βουθρωτό, στην Κέρκυρα.
Τούτος ο άνθρωπος που τους πέρασε με τη βάρκα του, είχε βγάλει κι άλλους πολλούς, πρωτύτερα. Είχε τον τρόπο του αυτός, γρώνιζε ανθρώπους μέσα στα κουμάντα. Με το αζημίωτο βέβαια. Πλερώνονταν καλά, πλέρωνε κι εκείνους που έκαναν στραβά μάτια και τον άφηναν να κάνει με το λεύτερο τέτοιες δουλειές. Για πλερωμή ζήταε τα χρυσαφικά που τούς βρίσκονταν. Άλλος με τον αρραβώνα, άλλος με το σταυρό τση μάνας, άλλος με τα σκουλαρίκια. Τούτη η Δροσ(χ)ιούλα είχε δώκει το σταυρό του πατέρα της, τ’ Αντρίγια, μαζί με την καδένα και το λορόι του. Παράδες δεν είχαν.
-Φεύγα να σωθείς, μη νοιάζεσαι για τ’ εμένα το κούσ(χ)ιαλο, έτσι τής είχε πει η Κατέρω και την απόδιωξε νύχτα, με την ευκή.
Όλοι όσοι μπόρηγαν έφευγαν τότες, να γλιτώσουν.Τ’ αδέρφια της, θα κινούσαν απ’ το μονοπάτι μαζί με τις φαμίλιες τους. Λίγες μέρες αργότερα θά ’βγαιναν κι αυτά απ’ την Μουργκάνα κατά πως είχαν σκέδιο.
Όσο να βγουν στην Κέρκυρα με την παλιόβαρκα, είχαν πάει κι είχαν έρθει στη μαυροκόλαση μιλιούνια φορές. Έκαμε ο θεουλάκης, τούς λυπήθηκε και αχάραγα τούς φανερώθηκε η Κασσιόπη με τα πολλά φώτα. Βγήκαν παρέκει από το λιμάνι, ήβραν ένα παλιό λιοτρίβι μπήκαν μέσα, σοροβολιάστηκαν ο ένας πάνω στον άλλο, βρεγμένοι, κατουρημένοι, νηστικοί, εκεί κοιμήθηκαν.
Πώς δεν πνίγηκαν! Έτσι, τούς είχε το γραμμένο κι ό,τι γράφει δεν σβιέται, μήτε από φουρτούνες, μήτε από μπόρες.
Την άλλη νύχτα πήραν τα πάνω τους και κάτι ζωντάνεψαν. Τους είχε κόψει η πείνα. Δυο γυναικούλες ήφεραν μια γύρα. Ήβραν ένα μαγαζί στην παραλία στ’ Αυλάκι, χτύπησαν τού νοικοκύρη με δισταγμό. Άνοιξε, καλός άνθρωπος. Είχε βοηθήσει κι άλλους. Ολοένα βγαίνανε εκεί ανθρώποι και τού χάλευαν βοήθεια. Τους έδωκε μια λεκανόπλη βρασμένα αυγά, ένα τεψί κριγιάς με μανέστρα, κάτι κιοφτέδες και δυο ψωμιά πού ’χε περισσευούμενα. Πορεύτηκαν απ’ την καλοσύνη τ’ ανθρώπου. Τους είπε να ματάρθουν το πρωί, κάπου θα ήθελαν για δουλειά, θα ρώταγε.
Οι μισοί, μπορεί και περσότεροι έφαγαν, στυλώθηκαν και μετά πήραν των οματιών τους. Κάπου θά ’βρισκαν. Είχαν και τον φόβο. Οι άλλοι, πήγαν αχάραγα και τον ήβραν, τον κυρ Γεράσιμο. Τρεις νοματέοι έμεικαν εκεί, σε ταύτον. Συμφώνησαν να τού χτίσουν ένα κονάκι στο κτήμα για τα κοτερά κι άλλο ένα για τα ζωντανά. Τούς έδωκε μια κάμαρη να κοιμούνται κι από φαϊτό, όσο ήθελαν κάθε μέρα, μέχρι να βρουν να τακτοποιηθούν. Κράτησε και μια γυναικούλα να ήφερνε βόλτα το μαγαζί. Άλλη μια, την έστειλε στον αδερφό του. Θα περέτευε μια μπάμπω ανήμπορη. Δυο άντρες, πήγαν μαζί στο Μπαρμπάτι, θα κλάδευαν ελιές σε κάποιονε που τον είχε κουμπάρο.
Τούτη η Δροσ(χ)ιούλα, τού έρχονταν κρίμα. Τέτοια νιάτα, δεν τού πήγαινε να τη στείλει όπου κι όπου. Συμφώνησε κι η γυναίκα του. Την κράτησαν κάμποσες μέρες στο σπίτι, γρωνίστηκαν καλύτερα. Το τι λάτρα και τι νοικοκυριό έκαμε για να τους ευχαριστήσει τούτη η τσούπρα, δε μολογιέται. Μάναχα οι πίτες!
Ύστερα από μια βδομάδα, άρχεψε η Δροσ(χ)ιούλα δειλά- δειλά κι έκρινε για τη φαμίλια της. Σού ράγιζε την καρδιά, τέτοιες ιστορίες.
-Ω ψυχή μου! Της έλεγαν. Ω ψυχή μου, να κάνει ο άγιος μας ο Σπυρίδωνας, να βρεις μια καλή τύχη, ψυχή μου! Έτσι λένε στην Κέρκυρα, ψυχή μου!
Κουβέντα στην κουβέντα, έρθε η ώρα, τούς είπε και για τη μαλέκω στην Πόβλα. Αν ζούσε ακόμη σ’ αυτήν ήθελε να πάει, αυτήν ήθελε να ιδεί πρώτη.
-Θα σε πάμε εμείς ψυχή μου», τής είπαν κι οι δυο μαζί, να κλείσουμε το μαγαζί σε δυο –τρεις μέρες και θα πάμε μαζί να την βρούμε, αν ζει.
Έξι του Νοέμβρη, η μαλέκω η Δροσ(χ)ιά, με τον Λήγια, τον Τέλη και τον Φώτο, φανερώθηκαν στη Γουμενίτσα. Ο Μιχάλη Μπάντιος παιδί τσή Γιώργενας, τούς είχε κατηβάσει με τ’ αυτοκίνητο. Τούς άφηκε όπως τούειπαν στο πρακτορείο. ’Κείνα τα παλικάρια θα πάγαιναν στην Αθήνα με το ληωφορείο να βρουν το τυχερό τους. Αυτή η μαλέκω, είπε θα κάθονταν και θα περίμενε την κοπέλα της, την Πολύμνια να την πάρει στο σπίτι.
-Να σε πάω εγώ; Την είχε ρωτήσει το παιδί τση Γιώργαινας.
-Να πας στην ευκή του θεουλάκη μωρέ γραμμένο. Γιά, όπου να είναιτη έφτακε η κοπέλα μ’, ξέρει από τα χτες, τούειπε κι έκατσε σε μια καρέκλα.
Όσο που έβαλε μπρος τ’ αυτοκίνητο ο άνθρωπος και όσο που τον έχασε απ’ τα μάτια της, κάθισε σ’ εκείνη την καρέκλα. Αυτή, είχε άλλο με το μελό της. Σ(χ)ηκώθηκε σάματις από κάρβουνα αναμμένα. Απέκει, το πήρε η μαλέκω με τα ποδάρια και ρώταε ολοένα: «Πούθε βγαίνω στη θάλασσα παιδάκι γραμμένο;»
Κι έφτακε, σβαρίζοντας με το σκόπι, κάτου στο λιμάνι. Πήγε στην άκρη, έβγαλε τα παπούτσ(χ)ια, τράβησε και τις μάλλινες κάλτσες, κάθισε καταής, κρέμασε τα ποδάρια άγγιξε τ’ αλμυρό νερό. Δεν τόειχε ξανακάνει. Θάλασσα ήκουε, μα θάλασσα δεν ήξερε τι ήταντη. Έκλεισε τα μάτια, ξανασκέπτηκε το ήνορο σα να το ’γλεπε δεύτερη φορά.
«Έρθα να σε βρώ, όπως μού παράγγειλες. ’Κους; ’Κούγω να λες», είπε κάποια στιγμή αγριεμένα σα να τη μάλωνε και κούνησε τα ποδάρια της στο νερό θαρρείς και δεν την είχε ακούσει η θάλασσα.
Κόσμος μαζεύονταν, κόσμος διάβαινε, η μαλέκω εκεί, πότε κουβέντιαζε, πότε είχε αμάχη με τη θάλασσα.
Ένα περιστέρι ξεθάρρεψε πήγε κοντά της. Έβγαλε κάτι τρίμματα ψωμί από το σακούλι που κράτηγε, τ’ άπλωσε το χέρι, έρθε κοντύτερα. Στρατάρισε πιο ανέφοβα, την έφερε γύρα, ανέβηκε ψηλά στην ποδιά της, άρχεψε, τσιμπολόγαγε απ’ την ανοιχτή χούφτα.
«Τουου, τουου, τουου!» , ακούστηκε κάποια στιγμή, ανατρόμαξε η μαλέκω, ανατρόμαξε και το περιστέρι τίναξε τα φτερά, φλετούρισε.
Σ(χ)ήκωσε το γλέμμα η Δροσ(χ)ιά. «Ούι θερίο!», έκανε με έκπληξη, «πώς να μην τρόμαζε και τ’ άμοιρο το πουλί». Τίναξε τα χέρια κι έριξε τα υπόλοιπα τρίμματα του ψωμιού στη θάλασσα.
Δώδεκα και δώδεκα λεπτά ήταν που έρθε το καράβι από την Κέρκυρα. Το τελευταίο αυτοκίνητο που βγήκε, έστριψε αριστερά. Στα εκατό μέτρα έσβησε η μηχανή και σταμάτησε απότομα στη μέση του δρόμου. Κατήβηκε ο κυρ Γεράσιμος, τ’ άνοιξε, κούνησε κάτι καλώδια, ξαναμπήκε μέσα, έπιακε τό τιμόνι, γύρισε το κλειδί, τίποτα. Στο τέλος βόηθησαν δυο άντρες ντερέκια, τό ’σπρωξαν παρέκει να μην εμποδίζει.
«Ω φούλη! Θέλει συνεργείο. Έλα να σε πάω σε κάποιον γνωστό μου», τούειπε κάποιος.
«Θά ’ρθουμε κι εμείς, μπορεί ν’ αργήσετε. Τι να κάνουμε στο λιμάνι;», πετάχτηκε η γυναίκα του κυρ Σπύρου κι απόκοψε τον λόγο τ’ αντρός.
Την κοίταξε αυτός, μα απ’ το γλέμμα της και μόνο καταλάβαινες ποιος είχε το πάνω χέρι.
«Θα μείκω εγώ, να προσέχω τ’ αυτοκίνητο και τα πράγματα ωσότου να γυρίσετε πίσω, δε σκιάζομαι», έκρινε η Δροσ(χ)ιούλα κι έμεικε.
Μια που πήγε λίγα μέτρα κατά πάνω και μια που γύρναε πίσω, έριξε το μάτι της, πρώτα σε μια γυναίκα με ένα κόκκινο μαντίλι στο λαιμό που κάθονταν στο παγκάκι κι είχε ένα παιδί στην αγκαλιά κι ένα στην κοιλιά και μετά στη μαλέκω. Τη μαλέκω, την πέρασε για χαμένη.
Στάθηκε, παρατήρησε κάμποσο ολοτρόγυρα τη Γουμενίτσα. Αλλιώς την είχε φανταστεί. Θυμήθηκε κουβέντες τση μάνας. Αλλιώς ήταντη.
«Να ρώταγε, τούτη την γυναίκα με το κόκκινο μαντίλι και τι να τη ρώταγε; Να πάει κοντά της, να μην πάει, τι να ’λεγε;» Το σκέπτηκε, της έρθε αντροπή, τ’ άφηκε.
Έκανε άλλη μια φορά πανήδρομα και κατήδρομα το λιμάνι, τα ίδια βήματα. Τώρε, τήραε τη μαλέκω από κοντά. Της φάνηκε πως τραμπαλίζονταν πέρα δώθε σαν καλάμι και μοιριολόγαε:
Ανάμεσα στα δυο βουνά, δυο αδέρφια ήταν θαμμένα / κι ανάμεσα στα δέντρα του, κλήμα ήταν φυτρωμένο.
Το Μάη ανθίζει σαν δεντρί, και το Θερτή σαν κλήμα / και το δεκαπενταύγουστο κάνει και τα σταφύλια.
«Η μαύρη, τι έπαθε!» Τής πόνεσε. Αν συλλογίζονταν να πέσει στη θάλασσα; Να πνιγεί; Κρίμα η δόλια, κρίμα» , είπε σιγά.
Ύστερα δεν τ’ άντεξε. Το ίδιο μοιριολόι είχε ακούσει κι από τη μάνα της την Κατέρω. Της γένηκαν τα μάτια αλμυρά, όμοια τη θάλασσα που ήγλεπε.
-Ω μαλέκω! Τη φώναξε κατόπιν. Ω μαλέκω! Η ζωή είναιτη γλυκιά μωρ’ βάβω και βαβουλέτσω, όσο φαρμάκι και να ’χει, είναιτη και ψ(χ)ίχα γλυκιά σαν ζάχαρη. Μην το κάνεις, μαλέκω μη, για κάποιον πρέπει να ζεις κι εσύ. Βοήθεια, βοήθειααα!
Ήκουσε η Δροσ(χ)ιά, γύρισε το κεφάλι τσ’ εκεί. Τήραξε μια κατά την κοπέλα, μια κατά τη θάλασσα κι έτριβε τα μάτια. Τήραξε, ξανατήραξε, σαστισμένη η μαύρη. Μια την κοπέλα, μια τη θάλασσα κι αναμεσό τους, ’κείνο το κόκκινο μαντίλι της άλλης της γυναικός ν’ αναβοσβήνει σαν αστραπή.
Κάπου τα γρώνιζε ’κείνα τα μάγουλα, κάπου τόειχε δει ’κείνο το στόμα το ζωγραφιστό σαν κούμπουλο.
Κάπου, μέσα στην καρδιά της, σ’ ένα χρυσό φυλλαράκι είχε φυλάξει κάποτες τούτο το πρόσωπο που φώταε. Για, τα ρόδα ήταντα μπροστά της, αμάραντα και το στόμα το ζωγραφιστό σαν κούμπουλο κάτι τσή ’κρενε.
-Ω μαλέκω, έσκυψε και την αγκάλιασε και χτύπαε η καρδιά να σπάσει.
-Ε, μο κοπελίτσα μου γραμμένη… , αναστέναξε.
-Ω μαλέκω, Δροσ(χ)ιούλα με λένε, Δροσ(χ)ιούλα. Βορειοηπειρώτισσα είμαι, από μέσα. Κούς;
-Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, κοπελίτσα μου γραμμένη και ζωγραφιστή, της έκρινε και της κίνησαν πάλε τα μάτια δάκρυα.
Φύσηξε ο αέρας, θαλασσινός, πήρε κάτι κίτρινα φύλλα στο διάβα του.
Τι θάμα ήταν ’κείνο παιδάκι μ’; Αέρας θαλασσινός και μύριζε όλο το λιμάνι τριαντάφυλλα.
«Το δάκρυ, είναι δυο λογιώ, ένα των πονεμένων
και τ’ άλλο τση συνάντησης των πολυαγαπημένων»,
ψιθύρισαν τα χείλη της γυναίκας με το κόκκινο μαντίλι, στα ψιχαλιστά μάτια του παιδιού που κρατούσε στην αγκαλιά της και σίγουρα, θα είχε ακούσει τη μαντινάδα και η τσούπρα πού είχε στην κοιλιά. Τόηξερε που ήταντη τσούπρα, τόειχε ιδεί ήνορο το παιδί.
Με τόσο παράπονο κινούν τα δάκρυα και γένονται ποτάμια κι ανταμώνουν αλμύρα και θάλασσα…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα 5 Νοεμβρίου 2017
______________________________________________________________________________________________________
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα.Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.