Πρόκειται για Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας Μορεϊδών που ανήκει στο γένος Φίκος. Στην Ελλάδα το φυτό της Συκιάς καταγράφεται για πρώτη φορά στην Ιστορία το 700 πΧ από τον ποιητή Αρχίλοχο. Η συκιά μαζί με τις ελιές και το αμπέλι, αποτελούσε ένα από τα κύρια συστατικά της διατροφής των Αρχαίων Ελλήνων.
Στην σύγχρονη Ελλάδα μεγάλη εισαγωγή μοσχευμάτων , ήρθε από την περιοχή της Σμύρνης το 1908 και μοιράστηκαν σε Αγρότες της Μεσσηνίας. Την περίοδο 1930-1935 η παραγωγή σύκων στην Μεσσηνία ανήλθε σε 10.200 τόνους, ενώ το 1994 τα στοιχεία δείχνουν παραγωγή 5.236 τόνων.
Η συκιά είναι δένδρο δίοικο και για να γονιμοποιηθεί έχει ανάγκη τη γύρη της αγριοσυκιάς, η οποία μεταφέρεται από ένα έντομο, που λέγεται ψήνας. Ο ψήνας επωάζεται το χειμώνα μέσα στο σύκο της αγριοσυκιάς. Το έντομο αυτό μεταφέρει ο παραγωγός και τοποθετεί στο συκεώνα, κρεμώντας αρμαθιές από αγριόσυκα κάτω από κάθε δένδρο. Είναι δένδρο φυλλοβόλο που το ύψος του φθάνει τα 2-5 μέτρα και σπανίως τα 10 μέτρα και διατηρείται 50-60 χρόνια. Η συκιά καλλιεργείται σε θερμές και δροσερές παραθαλάσσιες περιοχές και συναντάται σε πολλά μέρη του κόσμου: στις χώρες γύρω από την Μεσόγειο, στη Βόρειο Αμερική (Καλιφόρνια, Βιρτζίνια, Μεξικό), Αφρική, Ινδία, Αυστραλία και πολλά άλλα μέρη. Έχει γαλακτώδη χυμό που τρέχει από κάθε τομή ή πληγή που δημιουργείται στο δένδρο. Η συκιά είναι φυτό Υποτροπικών περιοχών με καλή προσαρμοστικότητα σε κρύα κλίματα. Ωστόσο τα νεαρά δένδρα απαιτούν αντιπαγετική προστασία κυρίως κατά τους ανοιξιάτικους παγετούς. Το φυτό δεν απαιτεί συγκεκριμένες ''θερμο-ώρες'' για την αναστολή του ληθάργου των οφθαλμών.
Το φυτό της συκιάς πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα ή παραφυάδες (κολορίζια) το χειμώνα ή αρχές της άνοιξης τα οποία αφού φυτευτούν σε φυτώρια για ένα χρόνο στη συνέχεια μεταφυτεύονται στην οριστική τους θέση. Υπάρχουν εκατοντάδες καλλιεργούμενες ποικιλίες συκιάς οι οποίες μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις τύπους:
1. Ποικιλία άγρια. Ο καρπός της δεν είναι βρώσιμος αλλά χρησιμοποιείται για τη γονιμοποίηση των σμυρναϊκών σύκων «αρίνιασμα».
2. Ποικιλία Σμυρναϊκή ή μονόφορη. Όλες οι μορφές της δίνουν άριστης ποιότητας νωπά ή ξερά σύκα.
3. Ποικιλία Κηπευτική. Καρποφορεί δύο ή τρεις φορές το χρόνο με πρώτη σοδειά τον Ιούνιο.
Η καλλιέργεια της συκιάς απαιτεί εύφορα και καλά στραγγιζόμενα από το νερό εδάφη. Ωστόσο πέρα από τις άριστες συνθήκες υπάρχουν πολλοί τύποι εδαφών που μπορεί να γίνει η καλλιέργεια. Γενικά το φυτό προσαρμόζεται καλύτερα σε αλκαλικά εδάφη με ph 6-7.8. Η λίπανση της συκιάς είναι απαραίτητη σε εντατικές καλλιέργειες όπου το κύριο μέλημα μας είναι η υγεία του φυτού, η απρόσκοπτη ανάπτυξη του, η καλή φυλλική επιφάνεια αλλά και η ποιότητα των καρπών. Η μεγάλη φυλλική επιφάνεια είναι ο βασικότερος παράγοντας ο οποίος προστατεύει τους καρπούς από ηλιοκαύματα. Η εφαρμογή μεθόδου φυλλοδιαγνωστικής είναι ένα απαραίτητη μετά την συγκομιδή ώστε να καθοριστούν τα επίπεδα λίπανσης. Η χρήση κοπριάς τον χειμώνα βοηθά πολλαπλά και η εφαρμογή υδατοδιαλυτών λιπασμάτων τύπου 20-5-20 καλό είναι να εφαρμόζονται λίγο πριν την έκπτυξη των οφθαλμών έως λίγο πριν την συγκομιδή. Το φυτό είναι ασβεστόφιλο και καλλιόφιλο.
Σε σύγχρονους συκεώνες οι αποστάσεις φύτευσης είναι 4 έως 5 μέτρα επί της γραμμής και 6 έως 7 μέτρα μεταξύ των γραμμών. Πριν την εγκατάσταση τοποθετείται το σύστημα άρδευσης. Κλάδεμα διαμόρφωσης: Επιδίωξη μας είναι να σχηματίσουμε ανοιχτό κύπελλο στα δένδρα μας ώστε να γίνεται σωστός αερισμός του φυτού αλλά και συγκομιδή των καρπών Κλάδεμα καρποφορίας: Το φυτό είναι δίφορο και επομένως η πρώτη παραγωγή αναπτύσσεται σε ξύλο του προηγούμενου έτους και η κύρια παραγωγή στο ετήσιο ξύλο, που θα ενισχυθεί από τα φύλλα και τους ανθοφόρους οφθαλμούς. Οι καρποί σχηματίζονται στις μασχάλες, μεταξύ βλαστών και των μίσχων των φύλλων, της ετήσιας βλάστησης. Το κλάδεμα διαμόρφωσης γίνεται από τα μέσα Φεβρουαρίου έως τα τέλη Μαρτίου. Κύριο μέλημα του παραγωγού στο κλάδεμα καρποφορίας είναι η διατήρηση του σχήματος και της ισορροπίας μεταξύ της βλάστησης του δένδρου, διατηρώντας κυρίως λίγους περσινούς βλαστούς που θα δώσουν την νέα βλάστηση και την καρποφορία της επόμενης χρονιάς.
Σημαντικό που πρέπει να γνωρίζει κάποιος είναι ότι το φυτό της συκιάς απαιτεί το κατά το δυνατόν σταθερή εδαφική υγρασία κυρίως την περίοδο της καρποφορίας. Διακυμάνσεις προκαλούν πτώση των φύλλων, πτώση των καρπών και στρες στα φυτά, Λίγο νερό οδηγεί σε κούφιους καρπούς, ενώ υπερβολική άρδευση μέσα στο καλοκαίρι μπορεί να προκαλέσει άνοιγμα των σύκων, υπέρμετρη ανάπτυξη των φύλλων και των βλαστών και υποβάθμιση στην ποιότητα των καρπών. Επομένως ένα σύστημα στάγδην άρδευσης είναι απαραίτητο να λειτουργεί σταθερά την περίοδο καρποφορίας σε χαμηλές και σταθερές ποσότητες παροχής νερού. Το έδαφος εφόσον έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά και την απαραίτητη λίπανση, δεν χρειάζεται έντονη μηχανική κατεργασία. Δεδομένου ότι το ριζικό σύστημα της συκιάς βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, ο έλεγχος των ζιζανίων μπορεί να γίνει με μεθόδους της ολοκληρωμένης – αειφορικής διαχείρισης. (συγκαλλιέργεια ψυχανθών, φυτική κάλυψη, καταστροφέας κλπ)
Η ωρίμανση και η συγκομιδή των σύκων ξεκινά από τα τέλη Ιουλίου και συνεχίζεται μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου. Τα σύκα, που προορίζονται για αποξήρανση συλλέγονται υπερώριμα και αφού πέσουν από το δένδρο. Μετά τη συγκομιδή, τα σύκα ξεραίνονται σε θερμοκήπια και απεντομώνονται σε ειδικούς κλιβάνους. Στη συνέχεια μεταφέρονται στους χώρους επεξεργασίας, όπου διαλέγονται και συσκευάζονται.
Καρπόπτωση: Οι αιτίες της καρπόπτωσης των σύκων είναι είτε φυσιολογικές είτε λόγω κακών καλλιεργητικών χειρισμών. Μερικές είναι, η ανεπαρκής άρδευση, οι χαμηλές θερμοκρασίες και η ακροκαρπία.
Εχθροί και ασθένειες: Κυριότερος εχθρός της καλλιέργειας είναι ο νηματώδης της οικογένειας Meloidogyne και τα έντομα κηροπλάστης, η μύγα των σύκων ή Λογχαία και η μεσογειακή μύγα. Η ανθράκωση και η σκωρίαση αποτελούν τις κύριες μυκητολογικές ασθένειες.
Τα ώριμα νωπά σύκα είναι πολύ ευπαθή κατά την μεταφορά και δεν διατηρούνται για πολλές μέρες. Τα σύκα που προορίζονται για ξήρανση τοποθετούνται σε τελάρα «βαγιούλες» και ξηραίνονται είτε όπως είναι (τσαπέλες, τύπου Καλαμάτας) είτε ανοίγονται και επικολλώνται ανά δύο (τύπου Κύμης). Στη συνέχεια απολυμαίνονται και συσκευάζονται. Υπάρχουν δύο τύποι ξηρών σύκων:
1. Το ακλιβάνιστο ή φυσικό που έχει χρώμα ανοικτό καφέ και γλυκιά γεύση
2. Το κλιβανισμένο ή λευκό που παράγεται αφού ο καρπός υποστεί θείωση, για να λευκανθεί ο φλοιός και το σύκο να πάρει άσπρο χρώμα, το οποίο έχει ελαφριά όξινη γεύση.
Στη χώρα μας καλλιεργούνται συκιές τόσο για νωπά σύκα όσο και για ξερά. Τα σύκα της περιοχής Κύμης προορίζονται κυρίως για ξερά, επειδή είναι λεπτόφλουδα και πολύ ευπαθή.
http://www.e-geoponoi.gr