Γράφει ο Χρήστος Τσαντής*
Στο θεατρικό έργο του Ελβετού συγγραφέα Μαξ Φρις, «Ο Μπήντερμαν και οι εμπρηστές», τα σπίτια μιας πολιτείας δέχονται καθημερινά εμπρηστικές επιθέσεις και καίγονται το ένα μετά το άλλο. Ο κύριος Μπήντερμαν, κάτοικος της πόλης, διαβάζει τα νέα στις εφημερίδες και μαζί με τη γυναίκα του σχολιάζουν: «ευτυχώς που δεν κάηκε και το δικό μας».
Την ίδια περίοδο, ένας εμπρηστής μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο, ζητά από τον κύριο Μπήντερμαν να δείξει ελεημοσύνη προσφέροντάς του φιλοξενία. Μετά από λίγο, ένας δεύτερος εμπρηστής θα εμφανιστεί, ζητώντας και αυτός από τον Μπήντερμαν να τον φιλοξενήσει. Σύντομα στην πόλη δεν θα μείνει τίποτα όρθιο.
Στο έργο του Ελβετού συγγραφέα είναι φανερό ότι οι εμπρηστές δρουν βάσει σχεδίου και πως οι πράξεις τους έχουν μία πολιτική στόχευση. Στόχευση που γίνεται ξεκάθαρη εκ του αποτελέσματος. Γιατί οι εμπρηστές που κρύβονται στην σοφίτα του φιλήσυχου κύριου Μπήντερμαν έκαναν πολιτική καίγοντας σπίτια και ανθρώπους.
Προφανώς οι εμπειρίες του Μαξ Φρις και τα βιώματά του, όταν έβλεπε τους ναζί να καίνε τα βιβλία, τις Συναγωγές, τα σπίτια των αντιφρονούντων, αρχικά στη Γερμανία και ύστερα να κατακαίνε και να λεηλατούν ολόκληρα χωριά, δάση και πολιτείες στην κατεχόμενη Ευρώπη – με ιδιαίτερη μάλιστα καταστροφική μανία σε βάρος της Ελλάδας – τον οδήγησαν να περιγράψει με τόσο εμφατικό τρόπο το λήθαργο μιας ολόκληρης κοινωνίας που «φιλοξενούσε» για καιρό τους εμπρηστές στη σοφίτα της.
Ο συγγραφέας του θεατρικού «Ο κύριος Μπήντερμαν και οι εμπρηστές», δεν θα φανταζόταν ίσως ποτέ ότι οι ίδιες πυρκαγιές θα άναβαν αρκετά χρόνια μετά από τον θάνατό του και μάλιστα με την ίδια μέθοδο, με την οποία δρούσαν οι πρωταγωνιστές του έργου του.
Τώρα όμως οι πρωταγωνιστές του έχουν αυτονομηθεί από τον συγγραφέα τους και γράφουν μόνοι τους το σενάριο.
Σε αυτή την… υποθετική εκδοχή, οι εμπρηστές εκπαιδεύονται σε ειδικά επιλεγμένους τόπους, προμηθεύονται τα εύφλεκτα υλικά και τους εμπρηστικούς μηχανισμούς που έχουν ανάγκη, κάνουν πρόβα σε βάρος ανθρώπων που ποτέ δεν θα τραβήξουν την προσοχή ενός Μπήντερμαν, όπως είναι οι μετανάστες, οι πρόφυγες, οι αναρχικοί, οι ομοφυλόφιλοι, οι Εβραίοι, και διάφοροι άλλοι που τραγουδούσαν με το χαμόγελο ενάντια στο φόβο. Σε αυτή την περίπτωση μάλιστα, ο κύριος Μπήντερμαν μπορεί να τους επιτρέψει να κατοικήσουν και πάλι στη σοφίτα του.
Αφού, λοιπόν, νιώσουν έτοιμοι και ισχυροί, εξασφαλίζοντας γερές πλάτες που θα φροντίσουν να κρύψουν καλά τα ίχνη τους, επιλέγουν να χτυπήσουν κατοικημένες περιοχές με σκοπό να προκαλέσουν χάος, πανικό, με ξεκάθαρη επιδίωξη να προκαλέσουν νεκρούς.
Σε αυτή την ελεύθερη διασκευή του έργου, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Οι φωτιές ανάβουν βάζει σχεδίου, με χρονικό υπολογισμό ακριβείας, ενώ ακόμα και η μέρα που επιλέγουν οι εμπρηστές έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό, καθώς είναι η ημέρα αποκατάστασης της Δημοκρατίας στη χώρα.
Οι νέοι εμπρηστές κοιμούνται στην ίδια σοφίτα, ο Μπήντερμαν συνεχίζει να τους προμηθεύει σπίρτα, βενζίνη και φιτίλια. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι και οι γείτονες του Μπήντερμαν δεν βλέπουν ότι στόχος των εμπρηστών είναι ξανά η Δημοκρατία.