Κουράστηκα εδώ,
να ζω για εσένα την αγάπη που σκοτώνει
ότι ωραίο γερνά,
ξημέρωμα σε ώρα ανατολής
γητειές του φεγγαριού,
όταν στα μάτια γρήγορα νυχτώνει
στα χέρια αγιάζουν τα σημάδια
μιας καρδιάς αμαρτωλής.
Πίνακας : Ρουσσέτος Παναγιωτάκης
Τα σκουπίδια της ψυχής μου
ήρθε η ώρα να πετάξω
ονειρεύομαι ακόμη
ένα καθρέφτη μαγικό
μια φορά μονάχα φτάνει
βαθιά μέσα να κοιτάξω
και ξυστά να προσπεράσω
της ψευτιάς το τραγικό.
Μαύρη λάσπη στα φτερά μου,
η βροχή έχει αργήσει
από το βυθό της μνήμης,
σήκωσα λευκά πανιά
στου Αχέροντα το ρέμα
μαύρη πέτρα θα κυλήσει
με την πίκρα θα μεθύσω
και θα κόψω τα σκοινιά.
Στα σκαλοπάτια του σπιτιού σου,
δίκασε η μοίρα τη ζωή
διπλοκλειδώσανε τα χείλη,
αντίο να μην ειπωθεί
απ' τα υπόγεια του Έρωτα μου
με μια καινούρια αναπνοή
φιλώ ακριβό το φως του ήλιου
μη μου χαθεί, μην πληγωθεί.
Μεθούν κι ανθίζουν τα γεράνια,
ο Μάης στα κόκκινα γελά
πάντα με ζάλιζε η φουρτούνα
μα δε ζητούσα τη στεριά
δεν θέλω χάρτη, ούτε πυξίδα,
ούτε γυρεύω άλλο μπελά
την τρέλα μου ακριβά πουλάω
με μπόρα και με ξαστεριά.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου