Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα - Της Ζωής Δικταίου - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα - Της Ζωής Δικταίου


           Μεγάλωσα, άλλαξα γειτονιές, άλλαξα τόπο, γνώρισα κι άλλους τόπους κι άλλους ανθρώπους, άλλαξαν πολλά στη ζωή μου, πολλά εκτός από τις θύμησες και κάποιες από αυτές ξεκλειδώνουν την πόρτα του παλιού καιρού μαγικά, μ’ ένα γαρύφαλλο. Ας άλλαξαν τόσα. Κοιτάζω μέσα μου, όλα είναι απείραχτα εκεί. Τελικά, από αυτά που αγάπησα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όσο ένα γαρύφαλλο καταφέρνει ν’ αντέχει στην παγωνιά του Γενάρη, όσο του περισσεύει άρωμα και χρώμα και βάφει το χιόνι στα απέναντι βουνά το δειλινό, η καρδιά ξέρει πως έχει πάντα τον ίδιο προσανατολισμό στο φως και «τα θαύματα της αγάπης δεν είναι μακριά, όχι, ένα φεγγάρι δρόμος η απόσταση», έτσι όπως το ’λεγε η γιαγιά Γαρυφαλλιά. Η σκέψη κλέβει τις στιγμές απ’ το χτες του ονείρου και στολίζει το παρόν, ένα παρόν γεμάτο ανθισμένα γαρύφαλλα.
        Μπορεί να φαίνεται απίστευτο κι όμως ναι, ένα  γαρύφαλλο είναι αρκετό καμιά φορά. Φτάνει κι ας είναι ένα μόνο. Καταφέρνει τρυφερά να εξουσιάσει τη μνήμη, να βρει μια παραπάνω αφορμή να ξεθάψει από τον ασβέστη τον παλιό καιρό, να ξορκίσει τον φόβο, να φωτίσει το σκοτάδι, να σού θυμίσει πόσο μοναδική είναι η αγάπη!
         Ένα γαρύφαλλο, αυτό που στα λεπτά του πέταλα η μάντισσα Μοίρα διαβάζει το μέλλον με χρώμα κι άρωμα και χαμογελά ευχαριστημένη κλείνοντάς σου το μάτι. Σκύβεις με ευλάβεια να το φιλήσεις, να το προσκυνήσεις, δεν ξέρεις. Τα μάτια βουλιάζουν μέσα του και ταξιδεύουν, χάνονται. «Μπορεί να έχει τόση δύναμη ένα λουλούδι; Να μας δείχνει τον κόσμο που έχουμε ονειρευτεί και τόσο ποθήσει;» αναρωτιέσαι με συγκίνηση.



         Γριούλα, γελαστή, ήρεμη και γλυκιά, έτσι την θυμάμαι. Και διάφανη, γιατί πάντα, είχα την αίσθηση πως έβλεπα μέσα της, στην ψυχή της αφού έδειχνε αυτό που πραγματικά ήταν. Μια ψυχή που είχε το χάρισμα να βρίσκει στην καθημερινότητά της έναν μοναδικά απλό τρόπο επικοινωνίας με όλα, ακόμη και με το υπερφυσικό, το θείο. Η ίδια έλεγε πως είχε γεννηθεί το χίλια οκτακόσια ογδόντα οκτώ, όταν κέρδισε τις εκλογές το κόμμα των Ξυπόλητων. Της άρεσε να καμαρώνει λέγοντας πως κρατούσε από τη γενιά του καπετάν Μανώλη Καζάνη από το Μαρμακέτο. Όταν τό ’λεγε αυτό η ματιά της γέμιζε περηφάνια και τα χείλη της τρεμούλιαζαν από ευχαρίστηση ή και από συναισθηματική φόρτιση για τη γενιά της.
       Πίσω από το βλέμμα της, μπορούσες να μαντέψεις μια ψυχή εξαιρετικά σταθερή, μια γυναίκα που πάντα έβρισκε τόπο να σταθεί και τα πόδια της είχαν κάπου να πατήσουν, χωρίς να νιώθει περιττή ή άχρηστη. Και δεν ήταν, παρά την προχωρημένη της ηλικία. Την θυμάμαι, με ογδόντα και πλέον χρόνια φορτωμένα στην πλάτη, μα  ενώ οι περισσότερες γριούλες έσκυβαν, εκείνη δεν καμπούριαζε, θαρρείς και τα χρόνια τούτα δεν βάραιναν καθόλου στους ώμους της. Έλεγες πως το φορτίο της ζωής της ήταν ένας σφιχτοδεμένος μπόγος χαρές, όμοιο με τα νυφιάτικα ασπρόρουχα και τα κεντήματα του παλιού καλού καιρού, του καιρού της.
       Θύμησες παλιές του κερδισμένου χρόνου, μνήμες αγαπημένες που όσο παλιώνουν τόσο η αξία και η δύναμη τους πολλαπλασιάζεται στην καρδιά. Οι αναμνήσεις από το πατρικό μου σπίτι και τη γιαγιά Γαρυφαλλιά είναι στο κουτί με τα πολύτιμα. Με τα μάτια της φαντασίας ξαναβλέπω την εξάχρονη Ζωή να τρέχει, να γελά, να παίζει, να ονειρεύεται, να κρατά τη γιαγιά από το χέρι και να χορεύει μ’ ένα κίτρινο φορεματάκι και άσπρα πάνινα παπούτσια.
       Η γιαγιά Γαρυφαλλιά, η πρώτη μου πραγματική φίλη, εκείνη που ήξερε πάντα τι ήθελα να ακούσω, τι να φάω, τι να πιώ, τι να φορέσω,  τι να ονειρευτώ, πού να κρυφτώ.  Μια ψηλή αρχοντογυναίκα με κατάισια κορμοστασιά ίδια λαμπάδα. Η αρχοντιά δεν έχει ηλικία. Φορούσε μακριά μεσάτα φορέματα, χαμηλά παπούτσια με αγκράφες, πλεκτή ζακέτα και μαντήλι ριγμένο χαλαρά στο πίσω μέρος του κεφαλιού αφήνοντας στα πλάγια να φαίνονται τα μαλλιά της κρεμασμένα σε δυο πλεγμένες κοτσίδες.
      Θυμάμαι μέχρι και την ποδιά της, μια μακριά μπλε ποδιά με βυσσινί ρίγες στο κάτω μόνο μέρος και τρεις μεγάλες τσέπες. Σ’ εκείνες τις μεγάλες τσέπες έχωνα τα χέρια μου καθημερινά και ψαχούλευα από καραμέλες και φρούτα μέχρι φυλακτά, καρύδια και ζαχαρωτά. Εκείνη με παρότρυνε: «έλα, έλα να βάλεις τα χεράκια σου, να βρεις ένα ακόμη θησαυρό της ζωής». Και οι θησαυροί της ζωής ήταν πολλοί.
      Η γιαγιά, αυτή που μού έμαθε πολλά κι ας έλεγε πως ήταν η ίδια αγράμματη. Μαζί σκαρώναμε λέξεις, στιχάκια, λογοπαίγνια, ιστορίες. Το είχαμε για παιγνίδι. Το πρόσωπό της αυλάκωναν βαθιές χαρακιές οι ρυτίδες, μα και πάλι ξεχώριζες το φως στα σκούρα μάτια της και την περηφάνια στο βλέμμα. Τα χέρια της, ασυνήθιστα μακριά  με πολύ λεπτά δάκτυλα, τα χέρια που με αγκάλιαζαν και με γέμιζαν χάδια. Χέρια αγαπημένα, αυτά που με άγγιξαν. Τις νύχτες τα κράταγε διπλωμένα ή ενωμένα μαζί πάνω στο στήθος της, η πιο ταπεινή απεικόνιση πίστης που έχω καταγράψει.
      «Τα χέρια ανοίγουν τις πόρτες της φιλίας», έτσι έλεγε και είχε τόση γαλήνη ο τόνος της φωνής της, τόση, που πίστευα πως και το σκοτάδι σωριαζόταν σαν άδειο βελούδινο πανωφόρι στην καρέκλα, όταν μιλούσε, για να βρει κι αυτό τη γαλήνη. Η εικόνα της θύμησής της, είναι γεμάτη τρυφερότητα και καλοσύνη. Τι κι αν καλλιέργησα μόνη μου την ψευδαίσθηση της μονιμότητας, πως θα έμεναν όλα έτσι για πάντα, στην πιο απόμακρη γωνίτσα της κατδιάς και της σκέψης μου, όλα είναι εκεί, το ίδιο οικεία και με μια μεγαλοπρέπεια αλήθεια.


        Κάθε φορά που ξαναφέρνω στη σκέψη μου τη μορφή της, αισθάνομαι και τα χέρια της και ξέρω πώς είναι να τα χέρια που αγγίζονται τρυφερά και με εμπιστοσύνη, που χαιρετούν με εγκαρδιότητα και παίζουν με τις πνοές του ανέμου, με το φως και το γέλιο του ήλιου. Πόσο όμορφα μύριζε το δέρμα τους. Με τη μυρωδιά μιας θαλασσινής αύρας στις χούφτες της κι ύστερα έτοιμα να με χειροκροτήσουν σε κάθε προσπάθεια. Με τα χέρια μετρούσε το καλό κι όταν καμιά φορά τα άπλωνε διστακτικά ήταν για να δεχτεί το ελάχιστο της αγάπης μου.

       Κάποιες φορές την είχα δει με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό ικετεύοντας το φως ή με τα χέρια ανοικτά στη βροχή σαν να έκανε δέηση. Επαναλάμβανα τις κινήσεις της τότε, όπως σε ιεροτελεστία και χόρευα γύρω της νομίζοντας πως έκανα τον γύρο του κόσμου. Η γιαγιά ήταν ο κόσμος μου!
       «Τα χέρια που με κράτησαν με αγάπη, με ασφάλεια και έμεινε φυλακτό η θύμηση τους, αυτά που κλείνουν στην αφή την τέχνη της καλοσύνης και τη μνήμη της αγάπης όταν με ένα άγγιγμα καταφέρνουν να λύσουν μαγικά τους κόμπους της ψυχής και να γράψουν καινούριους όρκους και υποσχέσεις ζωής», αυτά σκέφτομαι αναπολώντας εκείνες τις στιγμές μαζί της.
      Την κοιτάζω στα μάτια κι ας είναι μόνο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία τώρα πια. Δε γίνεται να κρύψω τη συγκίνηση. Με προδίδουν τα χέρια που τρέμουν θαρρείς από τον ίδιο φόβο… «Μην σε χάσω γιαγιά…»
      Κρατώ στο φως ένα κομμάτι από μια παλιά δαντέλα που είχε πλέξει και ήταν ραμμένη στο μαξιλάρι μου. Κοιτάζω  ανάμεσα από τα ξεφτισμένα  παραθυράκια που αφήνουν οι κλωστές και τα κιτρινισμένα λουλούδια. Η θέα του έξω κόσμου δεν είναι πια ίδια, δεν είναι σαν το πανηγύρι που ήταν τότε. Όλα άλλαξαν, όλα εκτός από τις αναμνήσεις. Αυτές, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα έχουν πάντα το δικαίωμα να τινάζουν τη σκόνη της λήθης μακριά. Και τι αστείο αλήθεια, σ’ αυτές τις αναμνήσεις ακόμη και οι κότες της γειτονιάς κακάριζαν πιο μελωδικά όταν έβγαιναν στα κοτέτσια και διαλαλούσαν τη γέννηση ενός αβγού! Αγαπώ αυτές τις επισκέψεις στο παρελθόν. Έχω την αίσθηση πώς έτσι συντηρώ μια ταυτότητα που δεν θα ήθελα να χάσω.
        Κατά ένα περίεργο τρόπο τα ίδια χέρια, λευκές σκιές στο σκοτάδι της νύχτας, αυτά νιώθω να προστατεύουν ακόμη και τώρα τον ύπνο μου από τα σκοτάδια και τα άσχημα όνειρα και το πρωί, τα ίδια χέρια θαρρώ πως μού απλώνουν τη ζωή πάνω σε μια φέτα ζυμωτό ψωμί με φρέσκο βούτυρο, γλυκό κυδώνι και το περίσσευμα της ψυχής της. 
         Ύστερα έρχεται εκείνο το βαθύ, ήρεμο και ευθύ βλέμμα της, το εκφρασμένο με τόση ευγένεια χωρίς την παραμικρή αίσθηση υπερβολής, αυτό που με κρατά ακόμη με μια παιδική αθωότητα σε εγρήγορση και μπορώ να θαυμάζω τη ζωή και κάθε στιγμή της Ζωής…
       Ακούω ψιθυριστά τα λόγια της: «Μη φοβάσαι, όσο θέλεις να περιτριγυρίζεσαι από χαρούμενους ανθρώπους θα κυνηγάς τα όνειρα σου σαν να είναι χρωματιστές πεταλούδες και να μην το βάζεις κάτω ποτέ, η δυσκολία είναι η σκάλα για ν’ ανέβεις ψηλά, να φτάσεις στο φεγγάρι που αγαπάς».
       Κλείνω τα μάτια με την ίδια υπόσχεση πάντα «Αύριο, θα σού απλώσω το χέρι. Να είσαι εκεί, στο φως και στη βροχή, να είμαστε μαζί... »
       Ομολογώ πως είχα το καλύτερο δυνατό ξεκίνημα στη ζωή μου, δίπλα της. Κατάφερνα να ψάχνω όλες τις απαντήσεις  που γύρευα στα μάτια της και να τα εμπιστεύομαι, ακόμα κι όταν της τα έκλεινα με ένα μαντήλι και της ζητούσα να μού περιγράψει τι έκανα, τι κρατούσα, πού κοίταζα!
        Μιλούσε, ευτυχώς για εμένα πολύ. Τις μεταξύ μας κουβέντες, αυτές της νύχτας, τις αρχίζαμε με το «πάτερ ημών» από κοινού, μόνο που εγώ ήθελα να το λέμε τραγουδιστά προτείνοντας της διάφορες μελωδίες σύμφωνα με τα τραγούδια που μαθαίναμε στην πρώτη τάξη του σχολείου. Εκείνη αρνιόταν πεισματικά γιατί αυτό ήταν προσευχή, δηλαδή λόγια που δεν τα πειράζεις. Επέμενα στα δικά μου. Προτιμούσα τις ευχές της, από τις προσευχές. Καταλήγαμε να γελάμε. Τελικά εκείνη έλεγε τα λόγια της προσευχής της κι εγώ τραγουδούσα παράλληλα «ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό, κρύο νερό», αυτό που μού είχε μάθει με αγάπη η δασκάλα μου, η κυρία Αντιγόνη.
       Με ταξίδευε παντού, από τους βίους των αγίων στον καλόκαρδο Σαραντάπηχο της κορφής της Δίκτης και τη Δρακοκαβαλάρισσα της Σελένας κι από τις πανέμορφες Νεράιδες και τις Χαϊνισσες  της νεροκολύμπας του Χαυγά, στον γέρο Σαρακηνό και στα Μηλιαρούδια στις Μοίρες. Ύστερα μού ’δειχνε τις γυάλινες νύχτες και μ’ ανέβαζε στους κήπους τ’ ουρανού και λέγαμε πάλι μαζί:  «Δι’ ευχών» εκείνη, «των γιασεμιών, των παιδιών, των πουλιών, των φεγγαριών, των τραγουδιών, των μήλων και των άλλων μύλων και τελικά όλων, όλων και της Ζωής στο τέλος»,  εγώ, και δεν μού χαλούσε χατίρι. Ψιθυριστά και τραγουδιστά πρόσθετα όποιες λέξεις σκεφτόμουν. Έτσι τέλειωνε το ταξίδι στο «παραπέρα από τ’ ανθρώπινα» και άρχιζε η «καληνύχτα κι αύριο… », στην αγκαλιά της.
       Κάποια φορά από τις πολλές, στ’ όνειρό μου, ο γέρο Σαρακηνός είχε έρθει στολισμένος με αναμμένα λαμπιόνια στο λαιμό και ένα ματσάκι γαρύφαλλα και ζητούσε επίσημα το χέρι της γιαγιάς. Από εμένα φυσικά, δική μου γιαγιά ήταν οπότε και οι υποθέσεις της όλες δικές μου. Πρώτη φορά είχα την τιμή να τον βλέπω από κοντά. Και δεν ήταν βρώμικος και λιγδιασμένος και κακός,  και δεν έβγαζε φωτιές από το στόμα όπως έλεγαν οι γειτόνισσες όταν ήθελαν να μας φοβερίσουν, αλλά  καλοσυνάτος και χαρούμενος και η ανάσα του μύριζε μέντα. «Βέβαια, μπορεί επειδή είχε έρθει για άλλο σκοπό», πονηρεύτηκα, πάντα στο όνειρο, αλλά οι ενδοιασμοί μου χάθηκαν πιο γρήγορα από όσο χάνεται μια σκιά όταν ανάψουν τα φώτα, σαν είδα τα μάτια του, δυο μάτια μπλε, τόσο μπλε, μάτια πέλαγα.
         Ωραία! Καμάρωνα, γιατί έτσι δεν θα ήταν ούτε η γιαγιά μόνη, αφού η ίδια μού έλεγε πως όλα στη φύση προκόβουν περισσότερο όταν προχωρούν στη ζωή ζευγαρωτά και βάζαμε δυο-δυο τα λουλούδια στις γλάστρες να έχουν συντροφιά το ένα το άλλο. Από τότε με τον ίδιο τρόπο φυτεύω πάντα τα λουλούδια, ζευγαρωτά κι έτσι κάνω και με τα δέντρα, δυο – δυο, μαζί. Τελικά είχε δίκιο όταν με δασκάλευε πως η συντροφιά φέρνει την προκοπή και την αγάπη.
        Με τις ιστορίες της, αγάπησα όλα όσα έβλεπα γύρω μου κι όλα όσα ερχόταν με μαγικό τρόπο στα όνειρά μου από άλλους κόσμους που δεν γνώριζα. Από τις ασημένιες κλωστές της ψυχής της κρεμόμουν κι έμοιαζα  με όλους εκείνους που ξανοίγονται στο πέλαγος κι αρμενίζουν με σιγουριά επειδή πιστεύουν στα σημάδια του καιρού κι όχι γιατί έχουν πυξίδα. Η γιαγιά μού έμαθε να εμπιστεύομαι αυτούς που κρατούν τον χάρτη στην καρδιά και ξέρουν τη γεωγραφία της Αγάπης… «Μάλιστα, κόντρα στην κόντρα του καιρού ξανοίγεται όποιος έχει μπολιάσει την ψυχή του με μπουμπούκια κι άστρα», τα λόγια της κανέλλα και μέλι.
         Φυγάδες της σκέψης γίνονται οι λέξεις, αυτές που μού μάθαινε μα και πάλι εκεί μένουν μετέωρες στα χείλη, μέχρι να ξοδευτεί ο καιρός, μέχρι στις ρωγμές τού χρόνου να ανθίσουν όλα τα γιασεμιά της μνήμης και να γυρέψει δικαίωση το φως. Πότε; Αύριο... στον καιρό τής Αγάπης.
         Καμιά φορά, αυτά που δεν είπαμε ή δεν προλάβαμε να πούμε είναι αυτά που θα μείνουν για πάντα, αυτά που χτίζουν τις μικρές, μεγάλες στιγμές. Απόψε όλο το φως τ’ ουρανού κατάφερε και χώρεσε σε μια ζωγραφιά. Απόψε οι σκέψεις, αλλάζουν σαν χειμωνιάτικα κύματα. Κλείνω τα μάτια, ταξιδεύω πίσω στον χρόνο, και στη δική της φωνή αποκρίνομαι κάνοντας σινιάλα στη μοναξιά για να μείνει τρυφερή κι ανέφελη η αλήθεια, να προσκυνώ το μεγαλείο της με την προσήλωση ενός παιδιού. Κι' όταν το χιόνι ξαναστρώνεται στον κάμπο απείραχτα τα κόκκινα μήλα θα μένουν στα γυμνά κλαδιά να λιτανεύουν το παρελθόν και τα νεκρά φύλλα θα σκεπάζουν τα μυστήρια του κόσμου, αυτά που ξυπνούν την υπόσχεση της Άνοιξης.
  -Αν μπορούσες θα κρυβόσουν σε μια σταγόνα βροχής; Την ρωτούσα, τις ώρες που χόρευε η βροχή στα κεραμίδια και λοξά στη μεγάλη τζαμαρία με τις φτέρες.
   -Αν… έκανε να μιλήσει μα την προλάβαινε η επόμενη ερώτηση.
   -Αν ήξερες όλα τα παραμύθια του κόσμου θα ήθελες και πάλι να είσαι πάντα η γιαγιά μου;
   -Αν… εκείνη, και πάλι πεταγόμουν με καινούρια αν και δεν την άφηνα να πει κάτι.
    -Αν η θάλασσα ανέβει από το φαράγγι της Ρόζας και το Καρφί,  η Γοργόνα μπορεί να ζήσει στον κάμπο μας; Τρώνε οι Γοργόνες μήλα; Κι αν πέσει ο Ιορδάνης ποταμός τ’ ουρανού τη νύχτα στο ποτάμι που πίνουν νερό οι Νεράιδες; Αν όταν ξυπνήσει η Δρακοκαβαλάρισσα στη Σελένα δεν θα προλάβω να είμαι εκεί στις φασκομηλιές, σε ποια θα δώσει τα κουδούνια της για να ξυπνήσει τον καιρό της Αγάπης; Αυτό, το τελευταίο αν, το ρωτούσα πάντα με αγωνία και η γιαγιά το ένιωθε.
        Τότε, μ’ έκλεινε πιο σφιχτά στην αγκαλιά της, φυσούσε ζεστή την πνοή της στο στήθος μου πάνω από το νυχτικό και ψιθύριζε: «Τόσα αν για μια καληνύχτα, τόσα αν. Κοιμήσου και μην έχεις έγνοια. Δικά σου θα γίνουν τα κουδούνια, εσύ θα τον ξυπνήσεις εκείνο τον καιρό, Αύριο… εσύ θα κάνεις τον Δράκο να δακρύσει και θα σου χαρίσει μια λίμνη, μια λίμνη γεμάτη από τα δάκρυά του, έτσι φτιάχνονται οι λίμνες να ξέρεις.  Κι όλα τ’ άλλα όπως τά ’χουμε ξαναπεί. Πολλή αγάπη, πολλά φιλιά!».
        Κι όσο να με πάρει ο ύπνος, περνούσε από τη Δρακοκαβαλάρισσα στους ανθρώπους που αγιάζουν γιατί έχουν το χάρισμα να παρατηρούν και να μαθαίνουν τον κόσμο ολόκληρο και τις αλήθειες του μέσα από τη φύση. «Αυτοί είναι που διδάσκουν και διδάσκονται γιατί ακούνε τα πάντα μέσα από την αγνότητα της καρδιάς της γης. Η καρδιά τούτης της γης που την πατάμε και δεν βαρυγκωμά, είναι που θέλει εδώ στην απάνω μεριά της φλούδας της να χαίρονται όλοι μικροί και μεγάλοι, να χαίρονται, να χαίρονται, να χαίρονται!», με θαυμαστικό κι έκανε μια παύση εκεί.
        Τα θαυμαστικά είναι τα φτερά της ζωής και η ζωή, η άσκηση που πρέπει να αγαπήσουμε, να αγαπήσουμε, να αγαπήσουμε. Αυτό ήθελε να μού μάθει με την επανάληψη.


        Στην παντοδυναμία της αγκαλιάς της, αισθανόμουν και η ίδια παντοδύναμη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που με διαβεβαίωνε: «Όταν θα πάω εκεί πάνω», κι έδειχνε το πορτοκαλί ταβάνι αλλά τον ουρανό εννοούσε, «θα σου μαζέψω λοιπόν ένα κόσκινο άστρα, φλουριά του θεού, πα να πει…»
     «Παναπή, τον λένε τον θεό;» Την διέκοψα με έκπληξη την πρώτη φορά. Πόσο αστείο μού είχε φανεί τ’ όνομα! Μια λέξη το είχα καταλάβει εκείνο το, «πα να πει».
     «Πάααει να πει» επανέλαβε και τόνισε το άλφα που είχε παραβλέψει πριν και τού έδινε ένα άλλο τράτο, μια διάρκεια  ίσως επειδή ήταν του θεού, «Πάααει να πει, παιδάκι μου. Τα άστρα είναι τα φλουριά του θεού. Με αυτά πληρώνει τους καλούς ανθρώπους. Η ίδια θα τα κοσκινίζω όταν θα πάω», και ξανάδειχνε το πορτοκαλί ταβάνι ενώ εννοούσε τον ουρανό, «να πέφτουν οι ευχές πάνω σου, όπως  οι νιφάδες του χιονιού στα κλαδιά της μηλιάς, η άχνη ζάχαρη στους κουραμπιέδες και η ψιλή βροχή στα γαρύφαλλα».
      Έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν τις ευχές να πέφτουν όπως οι νιφάδες του χιονιού και η άχνη ζάχαρη πάνω μου, όπως η ψιλή βροχή  κι εκείνη συνέχιζε: «Τον θεό, τον λένε Μεγαλοδύναμο και Πολυέλεο…»
      Άντε καινούριο μπέρδεμα, συλλογιζόμουν τότε γιατί δεν ήξερα γραμματική για να μπορώ να ξεχωρίσω τη διαφορά των λέξεων, που μπορεί να ακούγονται ίδιες, είναι όμως διαφορετικές. Μάλιστα, η κυρία Γραμματική δεν είχε μπει ακόμη στη ζωή μου. Εγώ ήξερα τον πολυέλαιο που κρεμόταν στη μέση της εκκλησίας του αγίου Χαραλάμπους και αυτόν που είχε στο σαλόνι του στο Ηράκλειο  ο θείος ο Μήτσος. Και οι δύο είχαν πολλές λάμπες, αλλά τι σχέση μπορούσαν να έχουν οι λάμπες με τον θεό; Δεν χωρούσε στο μυαλό μου.
        Θυμάμαι μια νύχτα, μεσοβδόμαδα, που όλη η γειτονιά είχε σηκωθεί στο πόδι από ένα δυνατό θόρυβο. Όλοι είχαν ακούσει τον ίδιο παράξενο ήχο και περιέγραφαν με αναστάτωση: «μυστήρια πράγματα, σαν να έσπασαν μαζί χιλιάδες γυαλιά» αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τι είχε συμβεί. Έκαναν μεγάλο-μεγάλο το σημείο του σταυρού και γύρισαν στα κρεβάτια τους. Το συζητούσαν δυο-τρεις μέρες και άκρη δεν έβγαζαν. Το Σάββατο, όταν ήρθε ο παππάς και άνοιξε την εκκλησία για να λειτουργήσει είδε και τον πολυέλαιο θρύψαλα στο μωσαϊκό δάπεδο. Έτσι δόθηκε η απάντηση, μεγεθυμένη από το «σημεία, σημεία και τέρατα» του παππά. 
       Και ενώ η δική τους απορία λύθηκε, η δική μου πήρε άλλη μεγάλη διάσταση μέσα μου. Και τα είχα δει όλα με τα μάτια μου αφού έπαιζα στην αυλή του αγίου Χαραλάμπους και ήμουν μπροστά όταν άνοιξε την πόρτα ο παππάς και αναφωνώντας  πρώτα κάτι ακατάληπτο μετά τράβηξε με απελπισία τα γένια του! 
       «Ο θεός, που δεν τον έλεγαν Παναπή, αλλά μάλλον Πολυέλαιο», αυτή την γνώμη είχα σχηματίσει, «ήταν και μπροστά στα δικά μου μάτια σπασμένος σε χιλιάδες χρωματιστά γυαλάκια. Σκόρπιζε όμως τόσο φως! Από παντού, ο γυαλένιος σπασμένος θεός έφεγγε!» Τα σημεία και τα τέρατα δεν είχα προλάβει να τα δω. Μάλλον τα είχε διώξει ο παππά Νικόλας με την αγιαστούρα του.
       Εκείνο το βράδυ, η γιαγιά Γαρυφαλλίτσα κρατούσε την κοιλιά της από τα πολλά γέλια όταν την ενημέρωνα και ορκιζόμουν στο αμίλητο νερό, πως έλεγα αλήθεια! Ύστερα τα μάτια της βούρκωσαν.  Μάτια γεμάτα θάλασσα. Δεν την ρώτησα γιατί. Είχα ακούσει την απάντηση πολλές φορές, την ήξερα καλά. Κι εκείνη τη φορά το ίδιο θα μού έλεγε: «Τα δάκρυα ξεπλένουν το σκοτάδι της καρδιάς παιδάκι μου».
       Εκείνο το βράδυ, τα κλαδιά της μηλιάς στη σκάλα της Φωτεινής φορτώθηκαν χιόνι. Κι ήταν τόσο όμορφο ένα ξεχασμένο κόκκινο μήλο ανάμεσα σε τόσο λευκό γύρω του!
       Εκείνο το βράδυ, το σπίτι μας μύριζε κουραμπιέδες αμυγδάλου και ροδόνερο κι ας μην είχε φτιάξει η μαμά Καλλιόπη.
       Εκείνο το βράδυ, έπεφτε ψιλή-ψιλή η βροχή στο ένα και μόνο γαρύφαλλο που είχε γλιτώσει της παγωνιάς και στόλιζε μια πήλινη γλάστρα στο μπαλκόνι μας..
       Εκείνο το βράδυ, άκουσα για πρώτη φορά τις Ξωτικές από το σταυροδρόμι, να τραγουδούν μαζί με τη γιαγιά: «Ήλιε μου στο βασίλεμα περίμενε  λιγάκι / να στείλω στην αγάπη μου ένα γαρυφαλλάκι».
        Εκείνο το βράδυ, στ’ όνειρο, στα μαλλιά μου είχαν καθίσει δυο μικρές τούφες χιόνι και τα χέρια μου είχαν γεμίσει ψιλή-ψιλή  βροχή και μύριζαν ανθισμένο γαρύφαλλο.
        Το πρωί όταν ξύπνησα πρώτα της μίλησα για τ’ όνειρό μου και μετά ρώτησα: «Πότε θα πας εκεί;» και της έδειξα το πορτοκαλί ταβάνι ενώ και η ίδια εννοούσα τον ουρανό. Βέβαια δεν ήξερα ακόμη ότι αυτή η βόλτα, αυτό το ταξίδι είναι χωρίς επιστροφή. «Όταν μού στείλει την πρόσκληση, όταν με καλέσει ο άγγελος μου», είχε απαντήσει. «Και γιατί δεν σε καλεί τώρα;» Βιαζόμουν να κοσκινίσει τ’ άστρα. «Δεν ήρθε καθώς φαίνεται ακόμη η ώρα μου», είχε πει σκεφτική και αναστέναξε. Συμμερίστηκα για λίγο την παύση της και μετά με απαίτηση που σίγουρα δεν περίμενε: «Όταν θα πας, αν μ’ αγαπάς, να γυρίσεις αμέσως να με πάρεις, να μην είσαι μόνη σου, να κοσκινίζουμε μαζί». Αυτό την είχε αναστατώσει. Με αγκάλιασε, με φίλησε στο κεφάλι. «Α πα πα, παιδάκι μου, αυτό να μην το ξαναπείς, έχουν και οι κουφές ώρες αυτιά», ψιθύρισε μα και πάλι δεν κατάλαβα τίποτα, ούτε για τις κουφές ώρες, ούτε γιατί δεν με ήθελε να της κάνω παρέα εκεί. Είχε μια κρυμμένη αγωνία στη φωνή, μια στενοχώρια και δεν ήθελα να είμαι η αιτία να κρατήσει πολύ. Η ίδια υποστήριζε: «οι στενοχώριες πρέπει να ’ναι στιγμές και οι χαρές μεγάλες, σαν Κυριακές».
       Τώρα, όταν βρέχει αισθάνομαι ότι κρύβομαι η ίδια σε μια ψιχάλα ή σε και σε μια καταιγίδα. Κρύβομαι ακόμα, όταν το τώρα γίνεται ανάγκη. Κρύβομαι σ’ εκείνα που μού έκρυβε, στις σκέψεις που δεν έγιναν ποτέ λέξεις, κρύβομαι για να σώσω ό,τι απόμεινε ανέγγιχτο από την άγρια φλυαρία του κόσμου. Κρύβομαι στο μεσονύχτι των ματιών της όπως τα θυμάμαι βασιλεμένα και μελαγχολικά, για να μην τρομάξω απ’ τα κρυμμένα. «Καμιά φορά γίνονται και οι λέξεις μικρές», έτσι μού ’λεγε και δεν μπορούν να τα εξηγήσουν όλα.


       «Τα καλά όνειρα, να τα διπλώνεις στη βιτρίνα του μυαλού σου», με δασκάλευε, μα δεν μού είχε πει ποτέ πως έρχεται καμιά φορά εκεί που δεν το περιμένουμε μια αδέσποτη πέτρα και σπάει το τζάμι και τότε ο άνεμος τα παίρνει τα καλά όνειρα και τα σκορπίζει μακριά, στο φάλτσο του κόσμου.
       Πάντως, στα καλά μου όνειρα είχα πάντα ένα ολόκληρο φεγγάρι δικό μου και όχι διπλωμένο, όχι, έφεγγε στη βιτρίνα του παιδικού μου μυαλού, έφεγγε, γελούσε, αγαπούσε, μιλούσε, δάκρυζε και καμιά φορά αλλά ήταν από αγάπη. Και το κυριότερο! Αυτό το φεγγάρι έμενε πάντα εκεί, μαζί μου.
      «Το φεγγάρι θα σού το χαρίσει ένα παλληκάρι όταν μεγαλώσεις και γίνεις δασκάλα», ορκιζόταν σε κάθε πανσέληνο και μού έφτιαχνε το παραμύθι της ζωής με το φως του φεγγαριού που γλιστρούσε από το μεσοφόρι της νύχτας. Κι ήταν ωραία εκείνη η ασημένια παράσταση της ζωής που έμπαινε από το φεγγίτη. Το αναμμένο κεράκι της ψυχής μου μετρούσε τη δική του μικροσκοπική λάμψη, μια τόση δα μικρή κουκιδίτσα που πίστευε πως κάποτε θα γινόταν μεγάλη φλόγα και θα μπορούσε να φωτίσει όλα τα σκοτάδια και να ζεστάνει όλες τις παγωμένες καρδιές.
       «Κανένα κεράκι δεν υπολογίζει πως πρέπει να λιώσει το ίδιο για να φωτίσει και να ζεστάνει ότι βρίσκεται γύρω του. Κι ενώ λιώνει χαίρεται παρατηρώντας τη μεταμόρφωση όσων αγγίζει η μικρή του φλόγα. Κανένα κεράκι δεν φοβάται μην σβήσει και δεν ανάβει για να λιώσει, όχι, ανάβει για να χαρίσει και ταξιδέψει το φως του πιο μακριά. Το φως είναι το ταξίδι, το φως δοξάζει και δοξάζεται παντού, μα πιο πολύ στο βλέμμα, στα μάτια των ανθρώπων», φτάνουν ακόμη σκόρπια τα λόγια, από το βαθύ τής καρδιάς της, στο πολύ τ’ ουρανού και μού φέγγουν.
       Η γιαγιά Γαρυφαλλίτσα  ήταν άνθρωπος με αισθήματα. Καλοσυνάτη και πονόψυχη. Κουβέντιαζε με όλα και με όλους, ακόμη και με τους αγγέλους και τα μικρά πλάσματα που φυλάνε τις ψυχές των λουλουδιών. Ήταν που η δική της ψυχή συγγένευε με όλα όσα έβλεπε αλλά και με όλα όσα δεν έβλεπε κι είχε ανάγκη αυτή την επικοινωνία από την πρώτη καλημέρα μέχρι την τελευταία καληνύχτα.
       Παρακολουθούσε κάθε μου έκφραση και κάθε κίνηση μα όχι από αδιακρισία. Από αγάπη το έκανε, από μια βαθιά εσωτερική ανάγκη να προλάβει να ξορκίσει όποια στιγμή θα μπορούσε να σκοτεινιάσει έστω και για λίγο τη σκέψη μου.
       Από τις ωραιότερες αναμνήσεις είναι αυτές που την έβλεπα να ανοίγει το μεγάλο ξύλινο μπαούλο της. Είχε μέσα από ρετάλια ύφασμα, ποπλίνες, τσίτια και μάλλινα, μέχρι αφόρετες νυχτικιές και μεσοφόρια, ποδιές, μαντήλια, βελόνες, βελονάκια, κλωστές, κουτιά ξύλινα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μπουκαλάκια με ροδόνερο και σκόρπια παλιά χαρτονομίσματα και κέρματα. Χάζευα να τα παρατηρώ.
        Το καλύτερο μου, ήταν όταν καλοσύνευε ο καιρός,  και πήγαινε προς το καλοκαίρι. Τότε, αφού έψαχνε στον πάτο στο μπαούλο, διάλεγε ένα χρωματιστό τσίτι κι ένα κομματάκι άσπρο πικέ ίσα για το στρογγυλό γιακαδάκι και τη ζώνη, τά ’βαζε στην υφαντή τσάντα της, με κρατούσε από το χέρι και πηγαίναμε μαζί στην άλλη γειτονιά στη Μεσοχωριά για να βρούμε τη φιλενάδα της τη μοδίστρα, την κυρά Φινοκαλιά να μού ράψει φουστάνι.
  - Καλώς τες, έλεγε μόλις μας αντίκριζε στη σκάλα, εσάς περίμενα από χτες.
     Θαύμαζα το μεγάλο καθρέφτη που κρεμόταν στον τοίχο μ’ ένα χοντρό σύρμα, τα μικροσκοπικά χρωματιστά μαξιλαράκια με τις καρφίτσες και τις βελόνες, τις δακτυλήθρες, το μεγάλο ψαλίδι, τα γυάλινα βαζάκια με τα κουμπιά στο ράφι, τη μεζούρα που είχε σαν κολιέ στο λαιμό της, τη ραπτομηχανή και τη δεξιοτεχνία της να γαζώνει. Θαύμαζα και τις κουβέντες που έκανε με τη γιαγιά μου και βιαζόμουν να τελειώσουν τον καφέ, να σταθώ στη μέση στο μοδιστράδικο μπροστά στον καθρέπτη, για να μού πάρει μέτρα. Βιαζόμουν, πάντα ήθελα αμέσως το καινούριο φόρεμα. Κι εκείνη, η κυρά Φινοκαλιά, προφανώς αφού είχε πρώτα μιλήσει με τη γιαγιά, δεν μού χαλούσε χατίρι.
      «Με γεια, και κάτσε να το πάρεις», έτσι μού ’λεγε.
       Άπλωνε το ύφασμα πάνω στον πάγκο, το σημάδευε από την ανάποδη σύμφωνα με τα μέτρα που είχε πάρει με ένα καλοξυσμένο άσπρο σαπούνι και το έκοβε σε σχήμα Λάμδα. Πόσο θαύμαζα την αυτοπεποίθησή της όταν άνοιγε το ψαλίδι κι έλεγε: «Και νυφικό ν’ αξιωθείς παιδάκι μου και να ζω να σε καμαρώσω!» Μετά απευθυνόταν στη γιαγιά.
   -Εγώ θα το γαζώσω, κι εσύ κυρά Γαρυφαλλιά θα το καρικώσεις από μέσα, στις ραφές και στο στρίφωμα. Κουμπάκια να πάτε στον κυρ’ Αλέκο τον Σίκη, να σας τα ντύσει με το ίδιο ύφασμα, τέτοια τού ταιριάζουν. Το γιακαδάκι και τη ζώνη όμως θα τα πάρετε αύριο. Αυτά μπορούν να περιμένουν.
     Δεν είχα αντίρρηση γι’ αυτά. Δεν μού πολυάρεσαν κιόλας τα γιακαδάκια και οι ζώνες. Φτιάχναμε και τα κουμπιά στο ραφείο του κυρ’ Αλέκου, οκτώ πάντα, τόση ήταν η πλάτη μου, μετρημένη για οκτώ κουμπιά, ούτε ένα λιγότερο αλλά ούτε και  ένα παραπάνω. Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι, άνοιγε το δικό της ξύλινο κουτί με τα ραφτικά κι έπιανε δουλειά η γιαγιά Γαρυφαλλίτσα. Να κάνει τα καρικώματα, να μην έχουν ξέφτια οι ραφές, ας ήταν από μέσα. «Τα περισσότερα πράγματα στον κόσμο από μέσα αρχίζουν και χαλούν πρώτα», έλεγε καθώς περνούσε την κλωστή στη βελόνα και μετά ευχόταν: «Όσες βελονιές τόσοι άγγελοι να σου βρίσκονται μέρα και νύχτα, να χαμηλώνουν τον ουρανό να σ’ ακούει». Μια φορά, όπως έραβε τσίμπησε το δάχτυλο της. Τότε θυμήθηκε πως είχε χάσει την δακτυλήθρα της. Όσο κι αν ψάξαμε δεν την βρήκαμε πουθενά. Χώθηκα κάτω από το κρεβάτι και κάτω από το τραπέζι, έψαξα τα συρτάρια στο κομοδίνο, αναποδογύρισα το ανθοδοχείο και κάτι βαζάκια, στο τέλος είπα και τα δικά μου ξόρκια αλλά η δακτυλήθρα είχε γίνει άφαντη! «Καλά, δεν θα σκάσουμε κιόλας», είπε «θα την πήραν οι Μοσκοκούζουλες για να με πειράξουν, να κάνουν χάζι μαζί μου και να γελάνε, μα δεν ξέρουν πως θα τις δέσω στο χίντι - χίντι σε τούτη την κλωστή και θα σού τη φέρουν εσένα  πίσω και θά ’ναι κι ασημένια!»


         Καθόμουν εκεί, δίπλα της, την παρακολουθούσα με δέος. Καθόμουν σ’ ένα σκαμνί που μού είχε φτιάξει ο πατέρας μου στο ξυλουργείο που δούλευε κι ούτε ανάσα, νόμιζα πως δεν έπαιρνα μέχρι να πει η γιαγιά με θαυμασμό: «Δόξα σοι!», που ούτε και αυτό το καταλάβαινα,  όπως και το προηγούμενο το  χίντι- χίντι, αλλά δεν με πείραζε.
       Με το που τέλειωνε μ’ έπιανε άλλη φούρια. «Έλα, ντύσου κι εσύ, ντύσου με τα καλά σου ρούχα», την παρακάλαγα, «θα φορέσω κι εγώ το καινούριο φουστάνι και θα πάμε βόλτα σε όλο το χωριό να μοιράσουμε καλησπέρες».
        Μού έβαζε ροδόνερο στα μαλλιά και με χτένιζε όπως μπορούσε, περνώντας τα δάκτυλα της ανάμεσα από τις μπούκλες, αφού η χτένα ήταν αδύνατον να περάσει. Τόσο σγουρά και τόσο πυκνά ήταν μαλλιά μου. Μετά έσκυβε πάνω από το κεφάλι μου, ανάσαινε βαθιά και περίμενα, να μού τραγουδήσει σιγανά, σχεδόν στ’ αυτί: «Ήθελα να ’μουν άρωμα που βάνεις στα μαλλιά σου / σε κάθε σου αναπνοή να μπαίνω στην καρδιά σου». Και μπορεί να μην ήξερα άλλα κι άλλα, για το τραγούδι όμως ήμουν σίγουρη, Το είχα μάθει παπαγαλία από την ραδιοφωνική εκπομπή «Το Κρητικό μας μεσημέρι», κι έλεγα με καμάρι: «Είναι Αρμενοχωριανό συρτό του Γιώργη Κουτσουρέλη από την Κίσσαμο».  Πόσο το έχω αγαπήσει εκείνο το παραδοσιακό τραγούδι, από τότε!
        Και προχωρούσαμε μαζί, χέρι-χέρι, βόλτα σε όλο το χωριό και ψάχναμε αφορμή κι αιτία για να μοιραστούμε μια καλησπέρα. «Εδώ μυρίζει ο βασιλικός, εκεί ανθίσανε τα ζουμπούλια, κοίτα πως άπλωσε σαν αγκαλιά εκείνη η μηλιά τα κλαδιά της. Στο παρακάτω σοκάκι οι κληματαριές είχαν φτάσει στον ουρανό, πιο πέρα άστραφταν τα ασβεστωμένα πεζούλια του μπάρμπα Γιάννη του Φεγγάρη, στο χαράκι στα ριζά του πρίνου έχτιζαν φωλιά τα γαρδέλια, να και μια κοκκινοποδαρούσα πέρδικα, μα κρίμα δε ζουν οι πέρδικες στα κλουβιά, οι πέρδικες είναι για τα όρη…» έπαιρνε μια ανάσα και συνέχιζε: «Να πούμε, μαζί όμως το τραγούδι για το κοράσο και την πέρδικα. Όπου ξεχνώ εγώ πού ’μαι γριά, να λες εσύ που έχεις φρέσκο και καθαρό μυαλό. Κι έβρισκε το ρυθμό χτυπώντας τις παλάμες της και λέγαμε μαζί τραγουδιστά:
«Κοράσο δώδεκα χρονώ, χάρη λέρη βέργαλε
και χωστοβαρεμένο, χάηδη χούηδη βεργαλούδι.
Αμοναχό ντου εθέριζε, χάρη λέρη βέργαλε
δεμάθια εκουβαλούσε, χάηδη χούηδη βεργαλούδι.
Έρχετ’ η μέρα του παιδιού, που `θελε να το κάμει,
δραπάνι βάνει αντίς σκαμνί, δεμάτι αντίς για κλίνη.
Κι απήτις και το γέννησε, χάρη λέρη βέργαλε
κι εβωλοκόπησέ, ντο χάηδη χούηδη βεργαλούδι.
Εις την ποδιά τζη το βαλε, χάρη λέρη βέργαλε
να πα το καταλύσει, χάηδη χούηδη βεργαλούδι.
Στη στράτα εσυναπάντηξε πέρδικα πλουμισμένη:
«Πού πας μικρή, πού πας φτωχή, που πας δυστυχισμένη.
Εγώ `χω δώδεκα παιδιά, χάρη λέρη βέργαλε
κι ήλεγα να `χα κι άλλα, χάηδη χούηδη βεργαλούδι.
Κι εσύ ένα και μοναχό, χάρη λέρη βέργαλε
και πας να το σκοτώσεις, χάηδη χούηδη βεργαλούδι.»
Παίρνει τη ντο παράπονο, στο σπίτι τζη γιαέρνει
και πιάνει και βαφτίζει το και βγάνει το Λευτέρη
κι ετάιζέ ντο ζάχαρη, κουλούρια με το μέλι.
«Φάε και πιε, πουλάκι μου, χάρη λέρη βέργαλε
να γοργομεγαλώσεις, χάηδη χούηδη βεργαλούδι.
Κι ανέ γενείς και κυνηγός, χάρη λέρη βέργαλε
και βγαίνεις στο κυνήγι, χάηδη χούηδη βεργαλούδι.
Ούλα τα έχνη σκότωνε, κατάλυε ό,τι βρίχνεις,
την πέρδικα τη μπλουμιστή φτερό μη τζη πειράξεις
μα κείνηνά `ναι η μάνα σου κι εγώ `μαι η μητρυγιά σου».
    «Χαρώ σας, καλά τραγούδια τα λέτε, χαρώ σας», μας καμάρωναν οι κυράδες και κοντοστέκονταν να μας ακούσουν. Κι εγώ καμάρωνα όμως, με νάζι και γύρευα τρόπο να μειώσω την απόσταση, για να με αγκαλιάσουν και να με φιλήσουν και κοκκίνιζαν τα μάγουλα μου.
       Η γιαγιά σ’ εκείνες τις βόλτες έκανε και δικές της κουβέντες, όπως κάνουν όλοι οι μεγάλοι. Κι έλεγαν για φαγητά, για δουλειές, για τα ζωντανά, για αρρώστιες, για φτώχεια, για τον γιατρό, για προξενιά, για πολέμους, για τη μαύρη κατοχή, για τον παλιό καιρό. Τις πιο πολλές από αυτές τις συζητήσεις τις βαριόμουν. Την τράβαγα πότε από το μανίκι και πότε από το χέρι για να καταλάβει και να φύγουμε. «Πάμε, πάμε κι εμείς σιγά-σιγά, έχει κι αύριο μέρα, ώρα καλή», έλεγε στο τέλος και συνεχίζαμε τον περίπατο. Στους στενούς αυτούς δρόμους γνώρισα μεγάλες δόξες και οι ευχές μ’ έβρισκαν με το σακί. Καλωσόριζα την ευτυχία όπου κάναμε στάση, κάτω από μπαλκόνια, πλάι σε θεόρατα Θραψανιώτικα πιθάρια, σε εξώπορτες,  σε τσιμεντένια σκαλοπάτια, σε κατηφοριές και ανηφοριές. Της έκλεινα το ματάκι κι εκείνη μού γελούσε. Η ευτυχία στην παιδική ηλικία τρέχει ανεμπόδιστη και πιο γρήγορα. Βλέπεις δεν είναι φορτωμένη βαλίτσες με άχρηστα πράγματα.
      «Να εκεί στην καρυδιά…», μού ’δειχνε «σ’ εκείνο το δώμα με τις πολλές βιόλες χορεύαμε στα νιάτα μου. Δίπλα, στο σπίτι με τον οντά είχε ζήσει η Μαργώ με τ’ όνομα, η καλονή η αγέλαστη, που την ήθελαν δεκαοχτώ παλικάρια,- ένας από κάθε χωριό μα κανείς δεν την έκαμε δική του. Τους είχε προλάβει όλους η παλιαρρώστια, αυτή μπήκε μπροτσά και δεν είπε το ναι σε κανέναν. Όταν είδε πως επέταξε φλούμπες κόκκινες και γέμισε λούβα σε όλο της το κορμί, πήρε την απόφαση μοναχή και  σε μια νύχτα χάθηκε.  Χάθηκε για να μην την πάνε στις σπηλιές, στη Μεσκινιά, στο Μεγάλο Κάστρο κι όταν μίσεψε, λέγανε οι γειτόνισσες, πως το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα αστροπελέκι πού ’πεσε στη μεσιανή καμάρα. Ακούστηκαν και τα μαλλιά της που κόψανε τον άνεμο στα δυο, τέτοια μαύρα μακριά μαλλιά είχε, έσκιζαν τον άνεμο… »
         Όταν φύσαγε έστω και λίγο ο αέρας, με τύλιγε κάτω από τη μπλε πλεχτή ζακέτα της, να μην κρυώσω και με πιάσει ο κακός βήχας. Η ζακέτα μύριζε τόσο, μα τόσο πολύ κανέλλα! Και μ’ άρεσε αυτή η μυρωδιά, που και να μην κρύωνα, έτρεχα πολλές φορές να μπω κάτω από τη μασχάλη της. Και με ξάφνιαζε, το ’βρισκα κι αυτό μαγικό. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως έβραζε ένα ξυλάκι κανέλλας και μ’ αυτό το νερό αρωμάτιζε το μαντήλι και τη ζακέτα της.
       Κάθε περίπατος και μια καινούρια αθιβολή. Αθιβολή, στην αθιβολή προχωρούσα μπροστά με αισιοδοξία, με χαρά. Αναγνώριζα τα συναισθήματα και αυτό που άφηναν στην καρδιά και στη σκέψη μου. Αθιβολή, στην αθιβολή έμαθα τον κόσμο, εκείνο τον μικρό κόσμο της αθωότητάς, χαράζοντας τα δικά μου βήματα στα μονοπάτια που ονειρευόμουν, και δεν τον στρίμωξα ποτέ σε κανένα συρτάρι ή κιτάπι του νου για να χαθεί στη σκόνη του χρόνου. Ήθελα να έχει πάντα μια άλλη διάρκεια και πολυτέλεια στη ζωή μου για να μπορώ να επιστρέφω, για μια βόλτα έστω μικρή. Έχει όσα έζησα κι όσα ένιωσα, όταν ολόκληρος ο κόσμος ήταν αλλιώς, όταν ολόκληρος ο κόσμος μου ήταν ο τόπος με τους χιλιάδες ανεμόμυλους που έκλειναν με περηφάνια ολόγυρα τα Λασιθιώτικα βουνά. Ίσως ό,τι πιο αξιόπιστο έχω ζήσει να είναι εκεί.
    «Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα», μού ψιθύριζε με αγάπη.  Κι όσο κι αν η θύμηση που δεν είναι μια καθαρή φωτογραφία για να μένει αμετάβλητη, αλλάζει κάπως από τη μια φορά στην άλλη, στο βάθος παραμένει με την ίδια αξία χωρίς δεύτερη σκέψη.
      «Αθιβολή στην αθιβολή γράφει και γράφεται η ζωή, αλλού γελά κι αλλού γελιέται, μα δεν κάθεται σταυροπόδι, ποτέ, δεν έχει ανάγκη να ξαποστάσει, όλο τρέχει, τρέχει σαν το νερό στον ποταμό»,  είχε πει κάποια άλλη φορά στην αυλή της Παναγίας της Ανυφαδιανιώτισσας κοιτάζοντας με το χέρι αντήλιο, από ψηλά τον κάμπο με τις λίνιες.
      Αφορμή κι αιτία, γυρεύω και η ίδια για να γεμίσουν χιλιάδες ανεμόμυλους τα μάτια μου κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε. Κι ανεμίζουν τα λευκά πανιά κόντρα στη λήθη και κάνει κύκλους τ’ όνειρο.
      Έτσι γνώριζα όλους τους ανθρώπους και τις συνήθειες τους ακόμα και πώς ήταν οι αυλές με τα λουλούδια και τα παλιά πέτρινα πόρτεγα και τα σπίτια με τις καμάρες και τους ανηφοράδες. Και καμάρωνα, προσπαθώντας θεατρινίστικα με επιτηδευμένες κινήσεις να ανασηκώνονται οι άκριες από το φουστάνι μου και ν’ ανεμίζουν αριστερά και δεξιά, ή να κάνω υπόκλιση και μετά να λέω  ντροπαλά «ευχαριστώ», φέρνοντας το χέρι στο μέρος της καρδιάς όταν ένιωθα μέσα από τα λόγια των ανθρώπων ένα κάποιον θαυμασμό.  Μάζευα κουβάρι τα καλά τους λόγια μαζί με τις πιο όμορφες σκέψεις μου, παρακινημένη από ένα αίσθημα κοκεταρίας και παιδικής αφέλειας.
      Μια φορά, σε μια τέτοια βόλτα, ήταν που με άρπαξε ξαφνικά η κυρία Εριθέλγη και μ’ αγκάλιασε με πολλή χαρά. Όπως με κρατούσε στον κόρφο της, πρόσεξα την αντηλιά που άλλοτε κρυβόταν κάτω απ’ το κεντημένο της μαντήλι κι άλλοτε έπαιζε τριγύρω στο πρόσωπό της. «Πόσο γρήγορα την είχε μεταμορφώσει μια μόνο ηλιαχτίδα σε Νεράιδα», σκέφτηκα και περιεργαζόμουν με ενδιαφέρον τα ξεθωριασμένα από τον χρόνο σμιχτά φρύδια και τα κοκάλινα γυαλιά της. Είχαμε μείνει να κοιταζόμαστε μεταξύ μας. Ένα μενεξεδένιο χαμόγελο στα χείλη. Αυτό. Οι βιολέτες στην αλτάνα του μικρού της κήπου πίστεψα πως πέταξαν άνθη μόλις εκείνη τη στιγμή. Και το συννεφάκι που περνούσε, κι αυτό μού φάνηκε πως είχε χαμηλώσει για να πάρει το χρώμα που περίσσευε από εκείνο το χαμόγελο.
       Ύστερα από λίγο, τράβηξε τα γυαλιά στην άκρη της μύτης της και «να το χαίρεστε το κορασοπούλι, να το χαίρεστε, καλογραμμένο και καλορίζικο», ευχήθηκε στη γιαγιά μου και με φίλεψε μια χούφτα καραμέλες γάλακτος, αυτές με το χρυσαφί χαρτάκι και τη ζωγραφιστή αγελαδίτσα. Μετά, ξανάσκυψε πάνω από την αναμμένη παραστιά και το πήλινο τσουκάλι που κόχλαζε και φύσηξε μ’ ένα καλάμι τη φωτιά να δυναμώσει. Καθώς φύσηξε, τα ξύλα κοκκίνισαν κι αμέσως ελευθερώθηκαν εκατοντάδες σπίθες στον αέρα και όταν μια φλόγα ξεπήδησε από μέσα τους έκανε ακόμη πιο λαμπερό το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Νόμισα τότε, πως εκείνη η φλόγα είχε τρυπώσει κάτω από το δέρμα της χωρίς να την κάψει, θαρρείς μόνο για να φεγγοβολήσει όλο της το πρόσωπό. Μού φάνηκε τόσο, μα τόσο μαγικό! Αυτό ήτανε. Τα μάτια της έφεγγαν, το έβλεπα. Κι όταν φούντωσαν κι άλλες φλόγες, πρόσεξα πως τις κοίταζε, σαν να ήταν η πρώτη φορά που τις έβλεπε και  είχε πει κάτι που με εντυπωσίασε: «Η φωτιά! Κοίτα πώς αγαπά τα ξύλα, μέχρι να τα κάνει στάχτη. Έτσι όπως αγαπά κι η θάλασσα τα βράχια».
      -Μπορώ να έρχομαι και μόνη μου; Είχα ρωτήσει πριν την αποχαιρετήσουμε.
      -Όποτε θέλεις, η πόρτα είναι πάντα ανοικτή. Απλά θα την σπρώξεις λίγο γιατί γέρασε, απάντησε και μού έδωσε το «ελευθέρας», έτσι το είχε πει, «εσύ έχεις ελευθέρας».
      Έτσι, η κυρία Εριθέλγη έγινε η καλή μου Νεράιδα, ακόμη κι όταν το χειμώνα φορούσε το χοντρό μαύρο παλτό και ξεχιόνιζε μ’ ένα τεράστιο φτυάρι τα σκαλοπάτια στην είσοδο της αυλής της, εμένα σαν αλαφροΐσκιωτη που χόρευε πάνω στον πάγο μού φαινόταν. Κάποτε, στην καρδιά του Γενάρη, είχε ξεθάψει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από το χιόνι και μού το χάρισε μαζί με μια πάνινη κούκλα που μάλλον είχε η ίδια φτιάξει.
        Μια άλλη φορά, μας είχε προσκαλέσει με τη γιαγιά. Όταν φτάσαμε, θυμήθηκα εκείνο το «ελευθέρας» που μού είχε δώσει κι ας μην το είχα αγγίξει. Με δυο βήματα μπήκα μπροστά. Κοίταξα την πόρτα από πάνω μέχρι κάτω. Βαριά ξύλινη δίφυλλη πόρτα με τζάμι από τη μέση και πάνω. Στα κουρτινάκια που κρεμόταν από μέσα χόρεψαν και οι τέσσερις άγγελοι μπροστά στα μάτια μου. Μετά πρόσεξα το μπρούτζινο χεράκι και το πλησίασα σε απόσταση αναπνοής.   
      «Ελευθέρας» του ψιθύρισα σαν να με άκουγε κι έσπρωξα την πόρτα.
       Όταν καθίσαμε στην κουζίνα με την ξυλόσομπα γελούσαν ακόμη, τόσο αστείο τους είχε φανεί το «ελευθέρας». Πάντως, είχα μάθει πως το χεράκι το λένε «ρόπτρο».
     -Τι ωραία λέξη! Πού την αγοράσατε; Αναφώνησα με έκπληξη. Κι εκείνες γελούσαν καλόκαρδα και με αγκάλιαζαν.
      Έπειτα, η κυρία Εριθέλγη, αφήνοντας τον δίσκο με τα φρέσκα βουτήματα, προσφέρθηκε να μού χαρίσει κι εμένα ένα ρόπτρο, αφού τόσο μού άρεσε, όταν θα μεγάλωνα όμως, για την δική μου πόρτα. Μας είχε σερβίρει ζεστό μαύρο τσάι αρωματισμένο με μοσχοκάρυδο και φλούδα πορτοκαλιού. Θαύμασα όχι μόνο τη διαδικασία παρασκευής του τσαγιού, αλλά και την λεπτή πορσελάνινη τσαγιέρα, σερβίτσιο από την προίκα της κι ας μην είχε ποτέ παντρευτεί, όπως είπε.
      «Κράτησε καλά το φλιτζάνι από το αυτάκι του, ένα αυτάκι έχουν όλα τα φλιτζάνια και πρόσεχε μην σε κάψει, γι’ αυτό να το ακουμπάς στο πιατάκι. Κοίτα, όπως το κάνω εγώ, όπως το κάνουν και όλες οι κυρίες στο Ηράκλειο και άκου, μη ρουφάς, δεν είναι ωραίο, και ξέρεις δεν είμαι μια παράξενη γεροντοκόρη, όχι, το σωστό τρόπο θα ήθελα να σού μάθω», έλεγε την ώρα που ανάδευε το μέλι με το κουταλάκι στο δικό της φλιτζάνι παροτρύνοντάς με να επαναλάβω το ίδιο.
       Μαζί της αγάπησα το τσάι πολύ  και τις γεροντοκόρες κι ας μην είχα συγκεκριμένη ιδέα για το τι σήμαινε η λέξη. Γεροντοκόρη ήταν και η θεία Χαρίκλεια αδελφή της γιαγιάς Γαρυφαλλιάς και την αγαπούσα και με αγαπούσε.
       Όσο εκείνη κουβέντιαζε με τη γιαγιά, πρόσεχα τα χέρια της, τις κινήσεις της κι έφερνα με τον ίδιο τρόπο το φλιτζάνι στα χείλη, για να της αρέσω. Και της άρεσα. Το καταλάβαινα, γιατί σχεδόν με επιβράβευση τόνισε στη γιαγιά: «Μπράβο, μπράβο αυτό το κορασοπούλι έχει καλούς τρόπους».
      Τα χέρια της, ήταν σίγουρα τόσο μαγικά όσο και της γιαγιάς Γαρυφαλλιάς. Μπορούσαν να σκαλίζουν τον κήπο, να ζυμώνουν ψωμί και κουλουράκια, να πλέκουν, να χαϊδεύουν απαλά, να αισθάνονται, να ταΐζουν τα περιστέρια. Τα δικά της, της κυρίας Εριθέλγης δηλαδή έγραφαν κιόλας, έγραφαν με τον κοντυλοφόρο, ωραία καλλιγραφικά γράμματα σ’ ένα χοντρό παλιό τετράδιο που είχε πάνω στο τραπέζι δίπλα σε ένα μελανοδοχείο και μια στοίβα βιβλία.
       Αυτή η εικόνα της, έρχεται πιο συχνά από όλες τις άλλες στη σκέψη μου σαν παιδική ζωγραφιά. Εικόνα, μια από τις πολλές, μιας άλλης εύθραυστης πια εποχής που  ξεδιπλώνει ανάμεσα από κισσούς και γιασεμιά και ανθισμένες μαντιλίδες, η νοσταλγία απέριττα και απροσδόκητα τις περισσότερες φορές και πασκίζω να την συντηρήσω υπολογίζοντας στην επιείκεια του χρόνου μαζί μου.
       Πάντως, η γιαγιά Γαρυφαλλιά μού είχε ανοίξει θαρρετά την πόρτα επικοινωνίας με τον δικό της όμορφο κόσμο και αυτό με γοήτευε.
      «Ωραία είναι να είσαι γεροντοκόρη! Θα γίνω κι εγώ όταν μεγαλώσω, θα γίνω μια ωραία γεροντοκόρη, σαν η θεία η Χαρίκλεια και σαν την κυρία Εριθέλγη αλλά, θα είμαι όπως να είναι μαζί και οι δύο». Αυτό είχα δηλώσει, με σιγουριά μάλιστα γιατί είχα πολλούς λόγους να τις θαυμάζω, αυτές τις δύο γυναίκες.  
       Ήταν μια από τις νύχτες που φυσά δυνατά η Όστρια και φέρνει την άμμο από την έρημο και την πασπαλίζει στα χιονισμένα βουνά και τα βουνά γίνονται κόκκινα.
       Ήταν μια νύχτα που το φεγγάρι είχε χαμηλώσει μέχρι το γιασεμί. Είχε κολλήσει τη μύτη του στο φεγγίτη και μού μιλούσε και με καλούσε φωναχτά και φυσούσε και η Όστρια! Άλλη ωραία λέξη!
       Ψιθύρισα στο αυτί της γιαγιάς συνωμοτικά: «Θα βγω στο μπαλκόνι, κάτι θέλει να μού πει το φεγγάρι».
       Θα την είχε πάρει σίγουρα ο ύπνος γιατί πετάχτηκε κάπως τρομαγμένη και η απάντησή της, είχε να κάνει με τις γεροντοκόρες και όχι με αυτό που μόλις της είχα ανακοινώσει μυστικά στ’ αυτί. «Ωραία είναι, να έχεις μια συντροφιά, να μοιράζεσαι τη ζωή σου, όχι να μείνεις γεροντοκόρη παιδάκι μου! Οι γεροντοκόρες είναι οι άτυχες της αγάπης» και με σταύρωσε για να ξορκίσει και αυτό τον αόρατο κίνδυνο.  
   «Μμμ…» έκανα, με αποστροφή σχεδόν για το ξόρκι και της έδειξα το φεγγάρι στο γιασεμί.
     Ένα ολόγιομο όμορφο φεγγάρι στο φεγγίτη.
     Ένα ολόλευκο γιασεμί που έφεγγε το ίδιο όμορφα.
     Οι Μοσκοκούζουλες χόρευαν κιόλας ξυπόλητες στους τσίγκους και  στα κεραμίδια.
      Όταν φυσά η Όστρια συμβαίνουν μυστήρια πράγματα, αλλά όχι σημεία και τέρατα.
      Όταν στην Κρήτη, φυσά η Όστρια, ακόμη και η Μοναξιά αλλάζει ρούχα. Φοράει τα μεταξωτά και τις δαντέλες του ανέμου και χορεύει μέχρι να λιώσει το παράπονο στις μαύρες σόλες των παπουτσιών της. Τα παπούτσια της, της Μοναξιάς, είναι λουστρίνια. Κόκκινα, κατακόκκινα λουστρίνια με μωβ κορδόνια. Όταν της λύνονται τα κορδόνια γλιστρά και πέφτει, μα δεν θυμώνει. Η Μοναξιά δεν αγαπά τα φαινόμενα,  προτιμά τους ανθρώπους και δεν κάνει πλάκα για να περάσει την ώρα της, ούτε ξαφνιάζεται ποτέ. Εκτός κι αν φυσά η Όστρια. Τότε, ακόμη και στη Μοναξιά, έρχονται τα πάνω, κάτω.
    -Γιαγιά διψώ, όπως κάθε φορά, με τον ίδιο τρόπο της είχα ζητήσει νερό.
    -Διψάς πολύ; Πόσο πολύ; Ρώτησε, κι εκείνη με τον ίδιο τρόπο, όπως κάθε φορά.
    -Πολύ, μια λίμνη, μια λίμνη ολόκληρη.
    -Εεε! Καλά τώρα. Τ’ αποδιαφωτίσματα, πάντα όταν φυσά η Όστρια, γυρίζουν οι Μοσκοκούζουλες και μαγεύουν το νερό κι όποια πιεί γίνεται δική τους, Νεραϊδοπαρμένη και Μοσκοκούζουλη. Διψάς ακόμη;
    -Εεε! Έκανα κι εγώ. Διψώ πιο πολύ! Διψώ δυο λίμνες. Θέλω να είμαι δυο φορές δική τους, όπως η θεία Χαρίκλεια!
     Σηκωνόταν και μού έφερνε ένα ποτήρι νερό. Στο χέρι της κρατούσε ένα σπυρί αλάτι και μ’ αυτό σταύρωνε το ποτήρι και κάτι έλεγε, άλλο ξόρκι. «Γιαγιά, τώρα και Αύριο… και πάντα θα διψώ», της έλεγα. «Πιες τώρα να ξεδιψάσεις και μέχρι αύριο και πάντα, έχει ο θεός» και ξανασταύρωνε το ποτήρι.
      Παρ’ όλα τα ξόρκια και τους σταυρούς της γιαγιάς Γαρυφαλλίτσας, ευτυχώς και τώρα συντάσσομαι με την στρατιά των αλαφροΐσκιωτων και αγαπώ τις Μοσκοκούζουλες, τις Νεράιδες και τους Νεραϊδοπαρμένους, τις Ξωτικές και τα Μηλιαρούδια και τα πλάσματα εκείνα που επιλέγουν πότε και σε ποιούς εμφανίζονται. 
     Τότε, για να με πάρει ξανά ο ύπνος, η γιαγιά έλεγε την ίδια ιστορία κι ορκιζόταν πως ήταν πέρα για πέρα αληθινή, η ιστορία της θείας Χαρίκλειας, της γεροντοκόρης.   
      «Απρίλης. Η πλάση ζωγράφιζε ερωθιές», άρχιζε. «Το φεγγάρι ψηλά, στην κορφή στον Κάστελο. Ξεχείλιζε τ’ ασήμι και χύνονταν σταγόνες- σταγόνες στις πέτρες και στα κλήματα. Η Χαρίκλεια κοιμόταν τυλιγμένη στ’ άσπρο σεντόνι, στον οντά. Από τη θυρίδα του τοίχου έμπαινε το φως κι έπεφτε πάνω στα ματόφυλλα της που ήταν μισάνοιχτα. Το φεγγάρι καμιά φορά παίζει με τον ύπνο μας. Έτσι και τότε, μπήκε από τη θυρίδα του τοίχου και κρεμάστηκε στη μέση στην ασβεστωμένη μεγάλη καμάρα.  Ο λύχνος, μόλις το είδε δίπλα του, τά ’χασε,  δεν είχε και πολύ λάδι, ντράπηκε, έκανε ένα πουφ κι έσβησε.
        Την ίδια ώρα, η Όστρια έφτασε από τα διπλανά δώματα κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα στον οντά. Κυρά κι αφέντρα τούτη η μουσαφίρισσα, μπήκε και σήκωσε το σεντόνι της Χαρίκλειας ίσαμε ψηλά στα δοκάρια και το μεσοφόρι της μέχρι τα γόνατα. Κάτι κατάλαβε η Χαρίκλεια πετάχτηκε στον ύπνο της και μόλις είδε τόσο φως γύρω νόμισε πως είχε ξημερώσει. Είχε δουλειές αφήσει στη μέση από την προηγούμενη μέρα και βάλθηκε να προλάβει. Έκαμε όλη τη λάτρα του σπιτιού κι αφού τέλειωσε κατέβηκε στο κατώι. Ένα πόδι σήκωνε η Χαρίκλεια, ένα πόδι πάταγε το φεγγάρι στην πέτρινη σκάλα κι ακολουθούσε. Και παραπίσω η Όστρια συνάμενη - κουνάμενη, κι από όπου περνούσε έριχνε και κάτι κάτω. Ένα λαήνι, ένα σκαμνί, την ανέμη, τα τυλιγάδια, μια πετσέτα, την κρησάρα, μια βαθιά κουτάλα, ένα προσώμι, στο τέλος και το κουρούπι με τα χαρούπια κι η έρμη Χαρίκλεια θάρρεψε πως εκείνη τά ’κανε, από βιασύνη κι απροσεξία.
       Κάποια στιγμή είδε τα κοφίνια με το μαλλί κι ενώ ήταν καθαρά και γνεσμένα έτοιμα για να κλωστούν και να μπουν στ’ αργαστήρι, αυτή τα πέρασε για άπλυτα. Πάει στο στάβλο φέρνει τ’ άλογο, του βάζει το σαμάρι, το χαλινάρι, κρεμά το σκοινί, φορτώνει τα κοφίνια αριστερά και δεξιά. Μεσοσώμαρα έβαλε τέσσερις πλάκες σαπούνι και ξεκίνησε για το βασιλικό πηγάδι στη μέση του Τζερμιαδιανού κάμπου. Μπροστά το άλογο και χτυπούσαν τα πέταλα στις πέτρες, πίσω η Χαρίκλεια, παραπίσω το φεγγάρι και η Όστρια πότε εδώ και πότε εκεί κατά το συνήθειο της, να περνά ανάμεσα από δέντρα και φράχτες, να χορεύει στα δώματα, και να παίρνει ό,τι έβρισκε μπροστά της.
       Έτσι ξυπνήσανε κι οι Νεράιδες κι οι Μοσκοκούζουλες κι ακολούθησαν κι αυτές, όλες με ξέπλεκα μαλλιά, να κάνουν χάζι. Ύστερα από μισή ώρα δρόμο, φτάσανε. Το φεγγάρι έδωσε μια κι ανέβηκε σαν τόπι πάνω από το φιλιατρό του πηγαδιού. Η Χαρίκλεια έριξε τον κουβά, τράβηξε νερό και γέμισε τις πέτρινες γούρνες για να βάλει τα μαλλιά να τα πλύνει…» έκανε μια παύση εκεί  και μέσα σ’ εκείνη την απόλυτη σιωπή περίμενε να καταλάβει αν παρακολουθούσα τη διήγησή της, ή αν κοιμόμουν.
       Κρατούσα την αναπνοή μου για λίγο. Νόμιζα ότι έτσι παρίστανα αποτελεσματικότερα πως κοιμόμουν. Την άφηνα να με σκεπάσει, να μού χαϊδέψει το πρόσωπο και μόλις έκανε να γυρίσει πλευρό, «και μετά, και μετά τι έγινε;» ρωτούσα με την ίδια πάντα αγωνία και ας είχα ακούσει την ιστορία τόσες πολλές φορές που την ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά.
       «Είσαι εσύ μια κατεργάρα!», έλεγε, μ’ έπαιρνε αγκαλιά και συνέχιζε: «Η Χαρίκλεια έβαζε το μαλλί στις γούρνες και το σαπούνιζε από την αρχή κι όλες τούτες, που δεν τις είχε δει ακόμη, το έπαιρναν, το κρεμούσαν στο λαιμό τους και χόρευαν. Στο τέλος μέχρι και τ’ άλογο είχε μπει στο χορό και χόρευε όρθιο στα πισινά του πόδια σάματις ήταν άνθρωπος. Όσο για το φεγγάρι, μια χαμήλωνε, μια ψήλωνε κι αυτό τρισχειρότερα κουζουλαμένο. Κάποια στιγμή η Όστρια πριν φύγει μαρτύρησε την αλήθεια στο αριστερό αυτί της Χαρίκλειας και της είπε πως έπρεπε κι εκείνη να μπει στο χορό για να μην της κλέψουν τη φωνή. Μάλιστα, να μπει και να τραγουδήσει και να χορέψει. Τι να ’κανε; Κρέμασε κι η Χαρίκλεια το μαλλί στον λαιμό όπως είχαν κάνει κι αυτές και μπήκε πρώτη στον χορό:
«Αγκαλιαστό θα κάμομε να πούμε μαντινάδες / μα δε θα τσ’ αγοράσομε να δώσομε παράδες.
Σαν το διαμάντι καθαρό είναι το πρόσωπό σου / κι αστράφτει κάθε σου μαθιά μες το χαμόγελό σου.
Αγκαλιαστό θα κάμομε έλα ν’ αγκαλιαστούμε / και κράτα και στα χέρια σου ρόδα να μυριστούμε.
Ξενομπασαρικάκι μου, ξενομπασάρικό μου /σγουρό βασιλικάκι μου και να ’σουνε δικό μου.
Μα ήντα ’ναι πάλι τούτο να, ο ξένος με την ξένη / να γίνονται δικολογιά και φίλοι μπιστεμένοι.
Σύρε φεγγάρι στα ψηλά, μη μού χαλάς χατίρι / κι εγώ θα γράψω σ’ αγαπώ στο πέρα παραθύρι».
      Όσες μαντινάδες ήξερε η Χαρίκλεια, τις είπε όλες από τρεις φορές κι έκαμε δώδεκα κύκλους στο χορό, κι όταν έμπαινε στον δέκατο τρίτο κύκλο ακούστηκε: «ο χορός να μη σχολάσει», μέσα από το πηγάδι ακούστηκε η φωνή. Τότε κατέβηκαν τα Μηλιαρούδια από τα κλαδιά και μπήκαν κι αυτά στο χορό μα μόνο για ένα γύρο. Και σχόλασε ο χορός κι ανέβηκε και το φεγγάρι στον ουρανό στη θέση του και γύρισε και η Χαρίκλεια πίσω στο σπίτι την ώρα που λαλούσε ο τρίτος πετεινός, μα ήταν πλέον αλλιώτικη…»
       Όταν πηγαίναμε στη θεία Χαρίκλεια, όχι μόνο δεν τα αρνιόταν όλα αυτά, αλλά τα συμπλήρωνε κιόλας , κάνοντας την ιστορία περισσότερο ενδιαφέρουσα. Και κατέληγε πως αυτό το γεγονός ήταν αιτία και δεν παντρεύτηκε ποτέ.
      «Έγινα κι εγώ Μοσκοκούζουλη! Κι από κει και μετά, όποτε έστηνα τ’ αργαστήρι μου, το ανυφαντικό, ξεστράτιζε και μού ’βγαινε λοξό. Μυστήρια πράγματα. Τ’ αντιά, καλά, από μουρνόξυλο, οι κολώνες ίσιες, ο πατηρόλακος  ζυγισμένος στην τρίχα, το χτένι πάντα το σωστό, τα ντοντόλια το ίδιο και τ’ ανυφαντικό να βγαίνει ζερβά μακρύ, δεξά κοντό. Πώς τα κατάφερνα; Δεν ξέρω, δεν ξέρω, μυστήρια πράγματα!»,  επαναλάμβανε δίδοντας έμφαση στα μυστήρια. Και τα μυστήρια δεν είχαν τέλος!
        Τα απογεύματα πηγαίναμε να ταΐσουμε τις κότες μας. Γέμιζα ένα παλιό ταψί με νερό κι έτρεχαν αυτές να πιούν, όλες μαζί. Τις έβλεπα που αφού έπαιρναν λίγο νερό στο ράμφος, μετά σήκωναν το λαιμό τους ψηλά και κοίταζαν τον ουρανό. Αυτή την εντύπωση που είχα σχηματίσει την ενίσχυε με τον τρόπο της η γιαγιά λέγοντας: « Μέχρι κι αυτές που δεν έχουν κουκούτσι μυαλό, όταν πίνουν νερό, αινούν τον θεό». «Τι κάνουν δηλαδή;» Ρωτούσα με απορία. «Τι είναι αυτό το αινούντο;» «’Έτσι το λένε αυτό», απαντούσε κι εγώ από τη μια, για να κάνω πως κατάλαβα κι από την άλλη για να την ευχαριστήσω, άνοιγα τη βρύση, έβαζα νερό στη χούφτα μου, κι αφού έπινα λίγο σήκωνα επιδεικτικά το κεφάλι μου στον ουρανό τεντώνοντας όσο πιο πολύ μπορούσα το λαιμό μου και φώναζα, να ακούσουν και όλες οι κότες που δεν ήξεραν να μιλούν για να το λένε: «αινούντο, αινούντο, αινούντο, αινούντοοοο», το τελευταίο πιο δυνατά, ν’ ακούσει ο θεός, να γελάσει η γιαγιά Γαρυφαλιά! Και γελούσε. Και χαιρόμουν, περισσότερο για το γέλιο της και λιγότερο για το ενδεχόμενο να με έχει ακούσει ο θεός.
     Κάποιες φορές, την έβλεπα ακίνητη στη μέση του δρόμου να καλεί τα περιστέρια. Δεν περνούσαν λίγα λεπτά από εκείνο το κάλεσμα κι έβγαιναν ένα-ένα  αυτά από την  σπηλιά που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι μας δίπλα στο μεγάλο βράχο. Πετούσαν κάνοντας γύρους πάνω από το κεφάλι της και μετά κατέβαιναν και στρατάριζαν τιτιβίζοντας στα πόδια της. Όταν μαζεύονταν πολλά, άφηνε κάτω την ποδιά της και αφού άδειαζε και το τελευταίο σπυρί στάρι που κρατούσε, καθόταν κι εκείνη κουκουβιστά σαν κλώσα και τα κανάκευε στα φτερά. Ανέβαιναν στους ώμους και στα χέρια της χωρίς να φοβούνται. Τόσο αγαπητή τους ήταν.
       Την πιο βαθιά συγκίνηση  συνήθως την νιώθω σε τέτοιες στιγμές, ακόμη κι όταν έρχονται μόνο στη θύμησή μου μετά από χρόνια κι ας είναι σήμερα οι περισσότεροι δρόμοι γεμάτοι από την αδιαφορία και την παγωνιά της καρδιάς των ανθρώπων. Η δική μου καρδιά κάπου καταφέρνει να βρίσκει ένα αραξοβόλι σ’ ένα όνειρο.
        Δεν είναι απαραίτητο να ψάξω σε παλιά σκονισμένα μπαούλα και κιτρινισμένες φωτογραφίες. Όχι, μού φτάνει να κλείσω τα μάτια και να γυρίσω πίσω απ’ τον καιρό, εκεί που κάποιος κάποτε, μού έδωσε να μυρίσω ένα λουλούδι πείθοντας με πως το άρωμά του θα έμενε για πάντα στην καρδιά μου, ή μού ζωγράφισε έναν ήλιο στο βρεγμένο χώμα και μού υποσχέθηκε πως αν τον πιστεύω, τον ήλιο, και τον κρατήσω στη σκέψη μου, θα ξαναβρεί τον δρόμο για τον ουρανό και πάλι θα λάμψει, όπως λάμπει και η αλήθεια. 
     Μόνο όσα δεν πίστεψα δεν υπήρξαν κι όλα όσα πίστεψα ήταν πάντα δικά μου, στη σκέψη μου. Έβλεπα αστέρια να ταξιδεύουν όπως τα πλοία. Ναι, γιατί και ο ουρανός έχει τόσο χρώμα θαλασσί που μπορεί να συμβεί. Αλλά και η θάλασσα όταν άλλαζε κι έπαιρνε κάτι απ’ το χρώμα τ’ ουρανού γέμιζε άστρα και φεγγάρια. Έβαζα φτερά στη φαντασία και φως στο σκοτάδι κι αγκάλιαζα την πρώτη ηλιαχτίδα κι έφευγα μακριά, γιατί μού άρεσε να παίζω κρυφτό με τα σύννεφα. Τι ωραία που είναι τα σύννεφα! Ρόζ, γκρίζα, λευκά σαν βαμβάκι, μολυβένια και βαριά, μωβ και χρυσά του δειλινού. Τι ωραία να χώνεσαι μέσα σ’ ένα πουπουλένιο σύννεφο και να ψάχνεις με το χάρτινο φαναράκι σου, το άλλο σου μισό και να τραγουδάς για να φανερωθεί και ξαφνικά να σε προλαβαίνει η βροχή, να γεμίζουν τα χέρια σου, βροχή και να θέλεις να της δώσεις χρώμα, να βάφεις τις παλάμες σου με νερομπογιές και να πιστεύεις πως αυτός είναι ο  μόνος τρόπος να χρωματίσεις τη βροχή, για να μην την χάσεις, να την αφήνεις να κυλάει ανάμεσα από τα δάχτυλα ελεύθερη, για να την ξαναβρείς ψιχάλες ή καταιγίδα… Αύριο, τη δική σου βροχή και να την αναγνωρίζεις και να κλαις και να χορεύεις με την κλειστή σου ομπρέλα από χαρά που τα κατάφερες!
     «Η θύμηση είναι παιχνίδι της ζωής, από τα ωραιότερα», θαρρείς και ακούω καθαρά τη φωνή της.
        Είχα μπει στα δώδεκα, όταν έλλειψε η γιαγιά Γαρυφαλλιά όλο το χειμώνα για να νοσηλευτεί στο Ηράκλειο. Όταν ρωτούσα: «τι έχει;», «ό,τι έχουν όλοι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, προβλήματα που φέρνουν τα χρόνια», αυτό μού απαντούσε η μαμά Καλλιόπη.
         Πρωταπριλιά γέμισε το μικρό μας σπίτι κόσμο. Είχαν έρθει για να την αποχαιρετίσουν. Την στόλισαν με γαρύφαλλα, πολλά γαρύφαλλα και πράσινα φυλλαράκια δυόσμου ανάμεσά τους. Όλοι είχαν κάτι να πουν. Εμένα σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα μού έμοιαζε, κάτι που δεν ήθελα να παραδεχτώ.
      Καθόμουν σε μιαν άκρη, την κοίταζα κι έκλαιγα. Κάποια στιγμή ένιωσα μέσα μου πως δεν της άρεσε να κλαίω. Κράτησα τα δάκρυα μα χωρίς τον λυγμό.  Η ίδια ήταν που πριν φύγει στο τέλος του Γενάρη για την κλινική, βαριανασαίνοντας μού είχε πει: «Όταν γυρίσω, μπορεί να είναι η τελευταία φορά που θα με δεις και θα ’ναι αλλιώς. Να μην φοβηθείς που δεν θα σού μιλώ και να μην κάνεις ό,τι θα κάνουν οι άλλοι. Οι άλλοι μπορεί και να κλαίνε, εσύ όμως, εσύ, να μού τραγουδάς ψιθυριστά γιατί θα σ’ ακούω, μόνο εσένα θ’ ακούω για να πάω εκεί πάνω  ευχαριστημένη. Αυτά που σού ’μαθα, αυτά τα τραγούδια να μού πεις, χωρίς δάκρυα».
       Πρώτα είχα παρακαλέσει να ήταν ψέμα και έταξα κεριά και λιβάνια όπως έκανε κι εκείνη όταν ζητούσε μια χάρη. Μάταια, η γιαγιά Γαρυφαλλιά είχε κλειδώσει τα βλέφαρα, τόσο πολύ που το φως από το αναμμένο πολύφωτο που κρεμόταν από πάνω της, δεν την ενοχλούσε καθόλου.
      Από μέσα μου της τραγούδαγα αυτά που μού είχε μάθει με την βεβαιότητα πως με άκουγε, μα δεν μπορούσα να κρατηθώ, δάκρυζα. Κάπου – κάπου έσμιγα τα χείλη σ’ ένα παρατεταμένο μμμ…
     Την απουσία της, την ένιωσα χαρακιά στην ψυχή, κάποιες νύχτες που διψούσα, μα δεν ήθελα να σηκωθώ και να πιω ένα ποτήρι νερό.
     Από τότε ξέχασα πώς είναι να διψάς τα ξημερώματα, ξέχασα να διψώ. Ξέρω όμως  καλά πώς  είναι να ξεδιψούν τα παιδιά με την αγάπη.
     Δεν ήταν το νερό, ήταν οι ιστορίες της, ο κόρφος της που μύριζε πράσινο σαπούνι ελιάς, τα χέρια της που με χάιδευαν ξορκίζοντας κάθε κακό, το φιλί  στο μέτωπο, η ανάσα της.
      Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε.
      Η Άνοιξη του χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο, με βρήκε στην Κέρκυρα, στο Πυργί. Η σιόρα Πούπα ήταν στο μπαλκόνι. Πότιζε με την ασημένια Γιαννιώτικη κανάτα τα φιόρια και τραγουδούσε, έτσι έκανε κάθε μέρα. Κοντοστάθηκα να την χαιρετίσω και να την ακούσω. Την είχα συμπαθήσει πολύ. Γυναίκα ενός άλλου καιρού. Καλομίλητη, ευγενική, και αρχόντισσα, μια ηλικιωμένη με ολόλευκα καλοχτενισμένα μαλλιά που της άρεσε να ονειρεύεται και να τραγουδάει.
     «Όποιος ονειρεύεται κάνει φίλο τον θεό, κι όποιος τραγουδά κάθεται στο τραπέζι με τους αγγέλους», έτσι έλεγε.
      «Καλό μήνα ψυχή μου», μού είχε ευχηθεί και αμέσως μετά με προειδοποίησε: «Πρόσεξε, πρόσεξε μη σε γελάσουν, πρωταπριλιά σήμερα, λένε του κόσμου τα ψέματα».
      «Καλημέρα και καλό μήνα, σιόρα Πούπα», ανταποκρίθηκα στην ευχή και της έστειλα ένα πεταχτό φιλί.
         Ένα λευκό περιστέρι πέταξε από το διπλανό δέντρο και κάθισε στο κάγκελο μπροστά της δείχνοντας εξοικειωμένο με την παρουσία της.
          Όλα τα χρωματιστά κουτάκια της θύμησης άνοιξαν μαζί, στο φτερούγισμα εκείνου του λευκού περιστεριού.
         «Καλώς το», είπε και του έδειξε το πήλινο πιάτο πάνω στο σιδερένιο τραπεζάκι. Μετά συνέχισε να ποτίζει τα φιόρια και να τραγουδά:
 «Μια κόρη, ρόδα εμάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα
να πλέξει τζόγια με τσ’ αθούς, στεφάνι με τα ρόδα.
Κι ο Γιάννης εκατέβαινε από λαγού κυνήγι,
ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Βγάν’ απού το δαχτύλι ντου όμορφο δαχτυλίδι,
εις την ποδιάν τση το πετά κι όρκο μεγάλο κάνει.
Κι η μάνα τζης, τη θώριενε π’ ανάδιο παραθύρι.
Μωρή σκυλιά που επάτησες παλιάς γεννιάς χατήρι
Μωρή, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι.
Απού ’χεις δώδεκ’ αδερφούς καστροπολεμητάδες…»
      Στο άκουσμα του τραγουδιού γέμισαν αλμύρα τα μάτια μου. Έτσι είναι η θύμηση, αλμυρή καμιά φορά.
     Κι εγώ, που νόμιζα πώς μόνο η γιαγιά Γαρυφαλλιά το ήξερε εκείνο το τραγούδι.
     Εκείνο, που δεν της το είχα πει τότε, από μέσα μου!
     Περπάτησα ως τη θάλασσα, μέχρι το λιμανάκι.
     Η Όστρια είχε φτάσει πριν από εμένα στις βάρκες.
     Το φεγγάρι είχε ξεμείνει στον ουρανό από την περασμένη νύχτα.
      Κάθισα ανάμεσα στα δίχτυα και τα καραβόσκοινα με τα χέρια στο πρόσωπο.
       Πόσο γρήγορα περνούν όλα μπροστά από τα μάτια σου.    
       Πόσο εύκολα ταξιδεύεις πίσω απ’ τον χρόνο για να ξυπνήσεις μ’ ένα τραγούδι τον καιρό της Αγάπης:
      «Μια κόρη, ρόδα εμάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα
να πλέξει τζόγια με τσ’ αθούς, στεφάνι με τα ρόδα…»
        Το πρώτο κύμα έσκασε στον φάρο. Τα γλαροπούλια πέταξαν μακριά στο βάθος του ορίζοντα.
         Το δεύτερο μ’ έβρεξε κάπως, μα έμεινα στην ίδια θέση ακίνητη, να τελειώσω το τραγούδι.
         Η αλμύρα, καίει στα μάτια…
       «Πίσω σου φωτιά, φωτιά, ψυχή μου καίγεσαι», μού φώναξε κάποιος.
         Γύρισα απότομα και σηκώθηκα τρομαγμένη.
       «Καλό μήνα ψυχή μου, είναι πρωταπριλιά και σε γέλασα, δεν πειράζει ψυχή μου, για το έθιμο… », είπε καλόκαρδα ο κυρ Σπύρος και μού έτεινε το χέρι κρατώντας ένα κατακόκκινο γαρύφαλλο.
         Περπατούσα στην ακτή πάνω σε σωρούς από φύκια και ξύλα.
     «Πάντα θα έχω χρόνο να φυλάω ό,τι αγαπώ», υποσχέθηκα κοιτάζοντας τον ουρανό, έναν πορτοκαλί ουρανό όπως εκείνο το ταβάνι των παιδικών μου χρόνων.
       Είχε μυρίσει κανέλλα ο αέρας. Κι η Όστρια η τρελλή…
       Με το βλέμμα γεμάτο πανσέδες κοίταξα πρώτα στα φύκια και μετά στον έρημο βράχο.
     «Πόσο γυαλίζει το αλάτι πάνω στην πέτρα!» θαύμασα και πλησίασα να γευτώ την πρώτη ουσία της ζωής την αλμύρα.
        Λίγη ώρα αργότερα, επέστρεφα χαρούμενη με μια χούφτα αλάτι και μια δακτυλήθρα στο χέρι…
        «Όχι που δεν θα μού την έφερναν πίσω, στο χίντι –χίντι πρόλαβαν, οι Μοσκοκούζουλες, γιαγιά μου!!!»
         


Αύριο, εν ονόματι της Αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα 1η  Απρίλη 2001


Post Top Ad

.............