Tον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχε κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη. Κόντευε να ξημερώσει. Έβρεχε. Φυσούσε δυνατή σοροκάδα κι έφταναν οι πιτσιλιές της θάλασσας στο μικρό καφενεδάκι. Κλειστές. οι τζαμόπορτες, μύριζε ο αγέρας ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο. Εκανε έξω κρύο και τα τζάμια είχαν παχνιστει από τις ανάσες. Πέντ' έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι, με τις καφετιές από γιδότριχα φανέλες, έπιναν καφέδες και φασκόμηλα και κοίταζαν από τα θαμπωμένα τζάμια τη θάλασσα. Τα ψάρια, παραζαλισμένα από τα χτυπήματα. της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά και περίμεναν πότε να γαληνέψει ο κόσμος απάνω· κι οι ψαράδες, στριμωγμένοι στους καφενέδες, περίμεναν κι αυτοί πότε να πάψει η θεϊκιά ταραχή, να ξεφοβηθούν και ν' ανέβουν στο πρόσωπο του νερού τα ψάρια να τσιμπήσουν. Οι γλώσσες, οι σκορπιοί, τα σελάχια, γυρνούσαν από τις νυχτερινές επιδρομές τους να κοιμηθούν. Ξημέρωνε.
Η τζαμόπορτα άνοιξε ένας κοντός, ταγαριασμένος λιμανιώτης μπήκε· ξεσκουφωτος, ξυπόλυτος, ολολάσπωτος.
- Ε Κωσταντή, φωναξε ένας γέρος θαλασσόλυκος γαλάζα πατατούκα, τι γίνεσαι, μπρέ;
Ο Κωσταντής έφτυσε ξαγριεμένος.
- Τι να γίνουμαι; αποκρίθηκε. Καλημέρα, καφενέ! Καλησπέρα, σπίτι! Καλημέρα, καφενέ! Καλησπέρα, σπίτι! Να η ζωή μου. Δουλειά, γιόκ!
Μερικοί γέλασαν, άαλλοι κούνησαν το κεφάλι, βλαστήμησαν.
- Η ζωή είναι ισόβια, είπε κάποιος μουστακαλής, που είχε κάμει τις φιλοσοφικές του σπουδές στον Καραγκιόζη· Ισόβια, ανάθεμά τη!
Γλυκό γαλαζοπράσινο φως περέχυσε τα βρώμικα τζάμια, μπήκε κι αυτό στο καφενείο, κρεμάστηκε σε χέρια και μύτες και κούτελα, πήδηξε στο τζάκι, πήραν φωτιά οι μποτίλιες. Τα ηλεχτρικά έχασαν τη δύναμή τους, άπλωσε ο μαχμουρλής ξαγρυπνισμένος καφετζής το χέρι και τα ‘σβησε.
Μια στιγμή σιωπή. Τα μάτια όλα σηκώθηκαν και κοίταξαν όξω τη λασπωμένη μέρα. Ακούστηκαν τα κύματα που σπούσαν μουγκρίζοντας και μέσα στον καφενέ μερικοί ναργιλέδες που γουργούριζαν.
Ο γερο-θαλασσόλυκος αναστέναξε.
- Μωρέ, τι να γίνεται ο καπετάν Λεμονής; φώναξε. Ο Θεός να βάλει το χέρι του!
Κοίταξε με άγριο μάτι πέρα τη θάλασσα.
- Φτου σου, αντρογυνοχωρίστρα! έγρουξε και δάγκασε το ψαρό μουστάκι του.
Καθούμουν σε μια γωνιά, κρύωνα, παράγγειλα και δεύτερο φασκόμηλο· νύσταζα· πάλευα με τον ύπνο, με την κούραση και με την πρωινή θλίψη της μέρας. Κοίταζα από τα θαμπά τζάμια το λιμάνι που ξυπνούσε κι ούρλιαζε με τις βαπορίσιες σειρήνες και με τους αραμπάδες και τους βαρκάρηδες. Κοίταζα, κοίταζα, κι ένα παραγάδι από θάλασσα, βροχή και μισεμό, πυκνό πολύ, συντύλιγε την καρδιά μου.
Είχα καρφώσει τα μάτια αντίκρα στη μαύρη πλώρα μεγάλου βαποριού, βουλιαγμένου ακόμα από την κουπαστή και κάτω μέσα στη νύχτα. Έβρεχε, κι έβλεπα τα νήματα της βροχής που έσμιγαν τον ουρανό με τη λάσπη.
Κι ως κοίταζα, το μαύρο βαπόρι και τους ίσκιους και τη βροχή, σιγά σιγά έπαιρνε πρόσωπο η πίκρα μου, ανέβαιναν οι θύμησες, στερεώνουνταν στον ογρόν αγέρα, καμωμένος από βροχή και λαχτάρα, ο αγαπημένος φίλος. Πότε; Πέρυσι; Σε άλλη ζωή; χτες; είχα κατέβει στο λιμάνι ετούτο να τον αποχαιρετήσω. Βροχή θυμούμαι πάλι και κρύο και ξημερώματα· κι η καρδιά πάλι φούσκωνε ανταρεμένη.
Φαρμάκι,ο αργός αποχωρισμός από τους ανθρώπους που αγαπάς καλύτερα να κόβεις με το μαχαίρι και να μένεις πάλι ολομόναχος στο φυσικό κλίμα του ανθρώπου, στη μοναξιά. Όμως, τη βροχερή εκείνη αυγή, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από το φίλο μου. (Αργότερα ένιωσα, αλίμονο πολύ αργά, το γιατί). Είχα ανέβει μαζί του στο βαπόρι και κάθουμουν στην καμπίνα του, ανάμεσα από τις σκορπισμένες βαλίτσες. Τον κοίταζα αργά, επίμονα, όταν πρόσεχε αλλού, σα να ‘θελα να σημαδέψω ένα ένα τα σουσούμια του - τα φωτερά γαλαζοπράσινα μάτια, το παχουλό νεανικό πρόσωπο, τη φίνα περήφανη έκφραση κι απάνω απ' όλα τα μακροδάχτυλα αρχοντικά χέρια του.
Μια στιγμή πρόφτασε τη ματιά μου να σούρνεται αρπαχτά, βυζαχτά, απάνω του· στράφηκε, με το περιπαιχτικό ύφος που έπαιρνε όταν ήθελε να κρύψει τη συγκίνησή του. Με κόχεψε· κατάλαβε. Και για να ξεστρατίσει τη θλίψη του χωρισμού:
- Ως πότε; με ρώτησε χαμογελώντας ειρωνικά.
- Τι ως πότε;
- Θα τρως χαρτί, θα πασαλείφεσαι μελάνια; Έλα μαζί μου· εκεί πέρα, στον Καύκασο, χιλιάδες από τη ράτσα μας κιντυνεύουν· έλα να τους σώσουμε.
Γέλασε, σα να 'θελε να κοροϊδέψει την αψηλή του πρόθεση.
- Μπορεί βέβαια να μην τους σώσουμε,, πρόστεσε· μα θα σωθούμε εμείς προσπαθώντας να σώσουμε. Έτσι δεν είναι; Αυτά δεν κηρύχνεις, δάσκαλέ μου; «Ο μόνος τρόπος να σώσεις
τον εαυτό σου είναι να μάχεσαι να σώσεις τους άλλους…» Εμπρός, λοιπόν, δάσκαλε που δίδασκες… Έλα!
Δεν αποκρίθηκα. Άγια, θεογεννήτρα Ανατολή, αψηλά βουνά, κραυγή του Προμηθέα καρφωμένη στο βράχο… Καρφωμένη τα χρόνια εκείνα η ράτσα μας στους ίδιους βράχους, φώναζε. Κιντύνευε· φώναζε πάλι ένα γιο της να τη σώσει. Κι εγώ την άκουγα άνεργος, σα να 'ταν όνειρο ο πόνος, κι η ζωή μια συναρπαχτική τραγωδία, κι είναι μεγάλη χωριατιά κι αφέλεια να πετιέσαι από το θεωρείο σου στη σκηνή και να επεμβαίνεις στην πράξη.
Ο φίλος μου, χωρίς να περιμένει απάντηση, σηκώθηκε. Το βαπόρι σφύριζε τώρα για τρίτη φορά. Άπλωσε το χέρι:
- Γεια σου, χαρτοπόντικα! είπε περγελαχτά, για να κρύψει τη συγκίνησή του.
Το ξερε καλά πως ήταν ντροπή να μην μπορείς να εξουσιάσεις την καρδιά σου. Δάκρυα, τρυφερά λόγια, ακατάστατες χερονομίες, λαϊκές οικειότητες, του φάνταζαν ασκήμιες ανάξιες του ανθρώπου. Ποτέ, εμείς που τόσο αγαπιούμαστε, δεν είχαμε σταυρώσει ένα τρυφερό λόγο· παίζαμε και τσαγκρουνιούμαστε σα θεριά. Αυτός φίνος, ειρωνικός, πολιτισμένος· εγώ βάρβαρος. Αυτός συγκρατημένος, εξαντλώντας άνετα όλα τα φανερώματα της ψυχής του γύρα από το χαμόγελο· εγώ απότομος, ξεσπώντας σε ανάρμοστο απολίτιστο γέλιο.
Έκαμα να καμουφλάρω,κι εγώ μ' ένα σκληρό λόγο την ταραχή μου, μα ντράπηκα. Όχι, δεν ντράπηκα· δεν μπόρεσα.
Έσφιξα το χέρι του· το κρατούσα και δεν το άφηνα. Με κοίταξε με απορία.
- Συγκίνηση; μου έκαμε προσπαθώντας να χαμογελάσει.
- Ναι, του αποκρίθηκα ήσυχα.
- Γιατί; Δεν είπαμε, χρόνια τώρα δεν είχαμε μείνει σύμφωνοι; Πώς το λεν οι Γιαπωνέζοι που αγαπάς; Φουντόσιν! Απάθεια, αταραξία, το πρόσωπο χαμογελούσα ακίνητη μάσκα. Τι γίνεται πίσω από τη μάσκα, δικός μας λογαριασμός.
- Ναι, αποκρίθηκα πάλι, προσπαθώντας να μην ξανοιχτώ σε καμιά μεγάλη φράση - δεν ήμουν βέβαιος πως θα μπορούσα να κυβερνήσω τη φωνή μου, να μην τρέμει.
Το γκόνγκ ακούστηκε στο βαπόρι να διώχνει από καμπίνα σε καμπίνα τους επισκέφτες. Σιγόβρεχε. Ο αγέρας γιόμισε λόγια παθητικά του χωρισμού, όρκους, μακρόσερτα φιλιά, γοργές λαχανιαστές παραγγελίες… Έπεφτε η μάνα στο γιο, η γυναίκα στον άντρα, ο φίλος στο φίλο. Σα να χώριζαν για πάντα· σα να τους θύμιζε, ο μικρός ετούτος χωρισμός, το Μεγάλο. Κι ο γλυκότατος αχός του γκόνγκ ξαφνικά αντιλάλησε, πρύμνα πλώρα, μέσα στον ογρόν αγέρα, σα νεκρικιά καμπάνα.
Ο φίλος μου έσκυψε:
- Άκουσε, είπε σιγά, μην έχεις κακό ψυχανέμισμα;
- Ναι, αποκρίθηκα πάλι.
- Πιστεύεις σε τέτοια παραμύθια;
- Όχι, αποκρίθηκα με βεβαιότητα.
- Ε, λοιπόν;
Δεν είχε λοιπόν δεν πίστευα, μα φοβόμουν.
Ο φίλος μου απίθωσε αλαφριά το αριστερό του χέρι στο γόνατό μου, όπως συνήθιζε στην πιο εγκάρδια στιγμή, όταν κουβεντιάζαμε μαζί και τον έσπρωχνα να πάρει κάποιαν απόφαση κι αυτός αντιστέκουνταν και τέλος δέχουνταν και μου άγγιζε το γόνατο, σα να μου 'λεγε: «Θα κάμω ο,τι θες, από αγάπη…»
Δυο τρεις φορές αναπετάρισαν τα βλέφαρά του. Με κοίταξε πάλι. Κατάλαβε πως ήμουν πολύ θλιμμένος και δίστασε να μεταχειριστεί τ' αγαπημένα μας όπλα -το γέλιο, το περγέλιο…
- Καλά, είπε. Δώσ' μου το χέρι σου· αν ένας από τους δυο μας βρεθεί σε κίντυνο θανάτου…
Σταμάτησε, σα να ντράπηκε. Εμείς που χρόνια περγελούσαμε τις μεταψυχικές αυτές αεροδρομίες και ρίχναμε στον ίδιο λάκκο χορτοφάγους, πνεματιστές, θεοσόφους κι εχτοπλάσματα…
- Λοιπόν; ρώτησα, προσπαθώντας να μαντέψω.
- Ας το πάρουμε, έτσι, παιγνίδι, είπε βιαστικά, για να γλυτώσει από την επικίντυνη φράση όπου μπλέχτηκε. Αν ένας από τους δυο μας βρεθεί σε κίντυνο θανάτου, να στοχαστεί τον άλλο με τόσην ένταση που να τον ειδοποιήσει, όπου κι αν βρίσκεται… Σύμφωνοι;
Έκαμε να γελάσει, μα τα χείλια του λες κι ήταν παγωμένα, δεν κουνήθηκαν.
- Σύμφωνοι, είπα.
Ο φίλος μου φοβήθηκε μην παραφάνηκε η ταραχή του, και πρόστεσε βιαστικά:
- Δεν πιστεύω βέβαια σε τέτοιες εναέριες ψυχικές συγκοινωνίες…
- Δεν πειράζει, μουρμούρισα· ας είναι..
- Καλά λοιπόν, ας είναι· ας παίξουμε. Σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι, αποκρίθηκα πάλι.
Αυτά ήταν τα τελευταία μας λόγια. Σφίξαμε αμίλητοι τα χέρια, έσμιξαν τα δάχτυλα λαχταριστά, χώρισαν απότομα, κι έφυγα γρήγορα, χωρίς να στραφώ πίσω, σα να με κυνηγούσαν. Έκαμα να γυρίσω το κεφάλι να δω το φίλο μου στερνή φορά, μα κρατήθηκα. «Μη γυρίσεις! πρόσταξα από μέσα μου· φτάνει!»
Όλο λάσπη η ψυχή του ανθρώπου, αδούλευτη, απελέκητη, με χοντροκομμένες ακόμα χωριάτισσες αίστησες, και τίποτα καθαρό, σίγουρο, δεν μπορεί να μαντέψει· αν μάντευε, πόσο διαφορετικός θα 'ταν ο χωρισμός ετούτος!
Το φως πλήθαινε, τα δυο πρωινά έσμιγαν, το αγαπημένο πρόσωπο του φίλου μου, το ‘βλεπα καθαρότερα τώρα, βρέχουνταν ασάλευτο, θλιμμένο, μέσα στον αγέρα του λιμανιού. Η τζαμόπορτα του καφενέ άνοιξε, μούγκρισε η θάλασσα, μπήκε μέσα ένας θαλασσινός ανοιχτοσκέλης, κοντοπόδαρος, με κρεμαστά μουστάκια. Φωνές χαρούμενες ξέσπασαν:
- Καλώς τον καπετάν Λεμονή.
Στριμώχτηκα στη γωνιά μου, προσπάθησα να συγκεντρώσω πάλι την ψυχή μου μα το πρόσωπο του φίλου μου είχε κιόλα λιώσει μέσα στη βροχή, χάθηκε.
Ο καπετάν Λεμονής είχε βγάλει το κομπολόι του κι έπαιζε ήσυχος, βαρύς, λιγομίλητος. Μάχουμουν να μη βλέπω, να μην ακούω και να κρατήσω ακόμα τ' όραμα που χάνουνταν. Να ξαναζήσω πάλι το θυμό που με είχε κυριέψει τότε, όχι το θυμό, την ντροπή, όταν μ' έκραξε ο φίλος μου «χαρτοπόντικα».
Είχε δίκιο! εγώ που τόσο αγαπούσα τη ζωή, πως είχα μπλεχτεί, χρόνια τώρα, στα χαρτιά και στα μελάνια! Ο φίλος μου, τη μέρα εκείνη του χωρισμού, με βόηθησε να δω καθαρά. Χάρηκα· ξέροντας πια τ' όνομα της κακομοιριάς μου, μπορούσα ίσως ευκολώτερα να τη νικήσω. Σα να μην ήταν πια σκορπισμένη, ασώματη κι άπιαστη σα να 'χε πάρει σώμα, και μου ήταν τώρα εύκολο να παλέψω μαζί της.
Ο σκληρός λόγος αυτός του φίλου μου κουφοδρομούσε μέσα μου, κι από τότε γύρευα να βρω αφορμή να παρατήσω τα χαρτιά και να ριχτώ στην πράξη. Σιχαινόμουν και ντρέπουμουν να χω πνεματικό μου οικόσημο το άθλιο αυτό τρωχτικό ζώο. Και πριν από ένα μήνα βρήκα την ευκαιρία· νοίκιασα σ' ένα κρητικό ακρογιάλι, προς το Λιβυκό πέλαγο, ένα παρατημένο ορυχείο λιγνίτη και κατέβαινα τώρα στην Κρήτη, να ζήσω με απλούς ανθρώπους, εργάτες, χωριάτες, μακριά από τη συνομοταξία των χαρτοπόντικων.
Ετοιμάστηκα να φύγω κι ήμουν πολύ συγκινημένος, σα να 'χε κάποιο πολύ κρυφό νόημα το ταξίδι μου ετούτο· μέσα μου είχα πάρει απόφαση ν' αλλάξω στράτα. «Ως τώρα, ψυχή μου, έλεγα, έβλεπες τον ίσκιο και χόρταινες τώρα σε πάω στο κρέας.»
Ήμουν έτοιμος· την παραμονή του μισεμού, ψάχνοντας τα χαρτιά μου, βρήκα ένα μισοτελειωμένο χερόγραφο. Το ανασήκωσα στα χέρια μου, το ξεφύλλισα διστάζοντας. Δυο χρόνια τώρα στο σπλάχνο μου μια ταραχή, μια λαχτάρα μεγάλη, ένας σπόρος: ο Βούδας. Τον ένιωθα ακατάπαυτα μέσα μου να τρώει, ν' αφομοιώνει, να δένει. Μεγάλωνε, λάχτιζε, άρχιζε να κλοτσάει το στήθος μου να φύγει. Και τώρα δε μου 'κανε καρδιά να τον πετάξω· δεν μπορούσα. Ήταν κιόλα πολύ αργά για μιαν τέτοια πνεματικήν αποβολή.
Μια στιγμή, έτσι που κρατούσα το χερόγραφο αναποφάσιστος, το χαμόγελο του φίλου μου διάνεψε στον αγέρα, όλο ειρωνεία και τρυφερότητα. «Θα το πάρω! είπα πεισματωμένος· δεν το φοβούμαι, θα το πάρω, μη χαμογελάς!» Το τύλιξα με προσοχή, σα να τύλιγα στη φασκιά του βρέφος, και το πήρα.
Η φωνή του καπετάν Λεμονή ακούστηκε βαριά, βραχνιασμένη. Έστησα το αυτί· μιλούσε για τα τελώνια που είχαν πιάσει κι έγλειφαν, μέσα στη φουρτούνα, τα κατάρτια του καραβιού του.
-Μαλακά, γλοιτσερά, τα πιάνεις και τα χέρια σου γιομώνουν φωτιές· πασάλειψα τα μουστάκια μου, κι όλη τη νύχτα γυάλιζα σα διάολος. Μπήκε λοιπόν που λέτε η θάλασσα στο καράβι, μουσκεύτηκαν τα κάρβουνα που ήμουν φορτωμένος, βάρυναν. Το καράβι άρχισε να γονατίζει, μα έβαλε ο Θεός το χέρι του, έριξε το αστροπελέκι του, έσπασαν τα πορτέλα, γέμισε η θάλασσα κάρβουνο. Το καράβι ξαλάφρωσε, πήρε απάνω, γλύτωσα. Πάει κι αυτό!
Έβγαλα από την τσέπη μου το μικρό μου Ντάντε το Συνταξιδιώτη· άναψα την πίπα μου, ακούμπησα στον τοτχο, βολεύτηκα. Καμπάνισε μια στιγμή η πεθυμιά μου· από που ν' ανασύρω τους αθάνατους στίχους; Από την καυτή πίσσα της Κόλασης, από τη δροσάτη φλόγα του Καθαρτήριου ή να χιμήξω ολοΐσια στο πιο αψηλό πάτωμα της Ελπίδας του ανθρώπου; Ό,τι θέλω διαλέγω. Κρατούσα το μικροσκοπικό μου Ντάντε, χαίρουμουν τη λευτεριά μου. Οι στίχοι που θα διάλεγα πρωί πρωί θα ρύθμιζαν τη μέρα μου όλη.
Έσκυψα στο πυκνότατο όραμα να πάρω απόφαση, μα δεν πρόλαβα ολομεμιάς, ανήσυχος, σήκωσα το κεφάλι. Ένιωσα, δεν ξέρω πως, σα ν' ανοίγουνταν δυο τρύπες στην κορφή του κεφαλιού μου· στράφηκα απότομα, κοίταξα πίσω μου, κατά την τζαμόπορτα. Αστραπή πέρασε το νου μου η ελπίδα: «Θα δω πάλι το φίλο μου.» Ήμουν έτοιμος να δεχτώ το θάμα. Μα γελάστηκα ένας γέρος, εξηνταπεντάρης, πανύψηλος, ξερακιανός, με γουρλωμένα τα μάτια, είχε κολλήσει το μούτρο του στο τζάμι και με κοίταζε. Κρατούσε ένα μικρό πιτακωτό μπόγο κάτω από τη μασκάλη.
Ό,τι απ' όλα μου 'κανε εντύπωση ήταν τα μάτια του, περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα. Έτσι μου φάνηκαν.
Ευτύς ως έσμιξαν οι ματιές μας, θαρρείς και βεβαιώθηκε πως εγώ ήμουν αυτός που ζητούσε, κι άπλωσε το χέρι αποφασιστικά κι άνοιξε την πόρτα. Πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια με γοργό ελαστικό περπάτημα κι ήρθε και στάθηκε από πάνω μου.
- Ταξίδι; με ρώτησε. Για που, με το καλό;
- Για την Κρήτη. Γιατί ρωτάς;
- Με παίρνεις μαζί σου;
Τον κοίταξα με προσοχή. Βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά, ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά, μάτια που σπίθιζαν.
- Γιατί; τι να σε κάμω;
Σήκωσε τους ώμους.
- Γιατί!. Γιατί! έκαμε με περιφρόνηση. Δεν μπορεί τέλος πάντων ο άνθρωπος να κάμει κάτι και χωρίς γιατί; Έτσι, για το κέφι του. Να, πάρε με, ας πούμε, μάγερα· ξέρω και φτιάνω κάτι σούπες!…
Έβαλα τα γέλια. Μου άρεσαν οι τσεκουράτοι τρόποι και τ λόγια του· μου άρεσαν κι οι σούπες. Δε θα ταν άσκημο, συλλογίστηκα, να τον πάρω μαζί μου το γέρο ετούτον κρεμανταλά στο μακρινό έρημο ακρογιάλι. Σούπες, γέλια, κουβέντες… Φαίνουνταν πολυταξιδεμένος, πολυζωισμένος Σεβάχ Θα-
Λασσινός· μου άρεσε.
- Τι συλλογιέσαι; μου κάνει κουνώντας τη χοντρή του κεφάλα. Κρατάς και του λόγου σου ζυγαριά, ε; Ζυγιάζεις με το δράμι, ε; Μωρέ, πάρε απόφαση, κατά διαόλου οι ζυγαριές!.
Στέκουνταν από πάνω μου μαντράχαλος, κοκαλιάρης, και κουράζουμουν να σηκώνω το κεφάλι να του μιλώ. Έκλεισα τον Ντάντε.
- Κάτσε, του είπα· παίρνεις ένα φασκόμηλο;
Κάθισε· απίθωσε με προσοχή τον μπόγο του στη διπλανή καρέκλα.
Φασκόμηλο; έκαμε περιφρονητικά. Έλα εδώ, καφετζή· ένα ρούμι!
Ήπιε το ρούμι ρουφιά ρουφιά· το κρατούσε πολλήν ώρα στο στόμα του να το χαρεί, κι έπειτα το άφηνε αγάλια να κατεβαίνει και να του ζεσταίνει τα σωθικά. «Φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής…»
- Τι δουλειά κάνεις; τον ρώτησα.
- Όλες τις δουλειές του ποδαριού, του χεριού, του κεφαλιού, όλες. Αυτό μας έλειπε τώρα και να διαλέγουμε.
- Πού δούλευες τώρα τελευταία;
- Σ' ένα μεταλλείο. Είμαι, να ξέρεις, καλός μιναδόρος· καταλαβαίνω από μέταλλα, βρίσκω φιλόνια, ανοίγω γαλαρίες, κατεβαίνω στα πηγάδια, δε φοβούμαι. Δούλευα καλά, έκανα τον αρχιεργάτη, παράπονο δεν είχα· μα να που ο διάολος έβαλε την ουρά του. Το περασμένο Σαββατόβραδο ήρθα στο κέφι, και μια και δυο κινώ, βρίσκω τον ιδιοχτήτη που 'χε έρθει εκείνη τη μέρα να μας επιθεωρήσει και τον σπάζω στο ξύλο.
- Μα γιατί; τι σού 'καμε;
- Εμένα; τίποτα! Μα τίποτα, σου λέω! Πρώτη φορά τον έβλεπα τον άνθρωπο. Μας μοίρασε και τσιγάρα, ο κακομοίρης.
- Τότε λοιπόν;
- Ου, κάθεσαι και ρωτάς! Έτσι μου κάπνισε, βρε αδερφέ! Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία. Ο πισινός της μυλωνούς είναι ο νους του ανθρώπου.
Είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου· τούτος μου φάνηκε ο πιο καταπληχτικός, και μου άρεσε. Κοίταξα τον καινούριο σύντροφο· το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοτρυπημένο, σα να το χαν φάει τα λιοβόρια κι οι βροχές. Ένα άλλο πρόσωπο, ύστερα από λίγα χρόνια, μου 'καμε την ίδια εντύπωση, δουλεμένου, δυστυχισμένου ξύλου: το πρόσωπο του Παναΐτ Ιστράτη.
- Και τι έχεις στον μπόγο; Τρόφιμα; ρούχα; εργαλεία;
Ο σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους, γέλασε.
- Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς.
Χάιδεψε με τα μακριά σκληρά του δάχτυλα τον μπόγο.
- Όχι, πρόστεσε· είναι σαντούρι.
- Σαντούρι! Παίζεις σαντούρι;
- Όταν με σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους καφενέδες και παίζω σαντούρι. Τραγουδώ κιόλα κάτι παλιούς κλέφτικους σκοπούς, μακεδονίτικους. Κι ύστερα βγάζω δίσκο· να, το σκούφο τούτον, και μαζεύω δεκάρες.
- Πώς σε λένε;
- Αλέξη Ζορμπά. Με λένε και Τελέγραφο, για να με πειράξουν που μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου. Μα δεν πάνε να λένε! Με φωνάζουν και Τσακατσούκα, γιατί μια φορά πουλούσα κολοκυθόσπορους καβουρντισμένους. Με λένε και Περονόσπορο, γιατί όπου πάω, λέει, τα κάνω μπούλβερη και κουρνιαχτό. Έχω κι άλλα παρατσούκλια, μα άλλη ώρα…
- Και πώς έμαθες σαντούρι;
- Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ' ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Ολύμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;» μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! -Μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Κατσίβελος είσαι; όργανα θα παίζεις; -Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!…»
Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά ο ερίφης! Έδωκα ο,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;» μου κάνει. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! -Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; -Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω! -Έχεις μεράκι για σαντούρι; -Έχω. -Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ δε θέλω, πλερωμή» Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. Ο Θεός ν αγιάσει τα κόκαλά του, θα χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον καιρό που έμαθα σαντούρι, γίνηκα άλλος άνθρωπος. Όταν έχω σεκλέτια η όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ.
- Μα γιατί, Ζορμπά;
- Ε, σεβντάς!
Η πόρτα άνοιξε· η βουή της θάλασσας μπήκε πάλι στον καφενέ, τα πόδια και τα χέρια τουρτούρισαν. Βολεύτηκα πιο βαθιά στη γωνιά μου, τυλίχτηκα στο παλτό μου, ένιωσα αναπάντεχη ευδαιμονία. «Που να πάω; συλλογίστηκα καλά είμαι εδώ. Χρόνια να βαστάξει ετούτη η στιγμή.»
Κοίταξα τον παράξενο μουσαφίρη μπροστά μου το μάτι του ήταν καρφωμένο απάνω μου· μικρό, στρογγυλό, κατάμαυρο με κόκκινες φλεβίτσες στο ασπράδι· ένιωθα, με τρυπούσε και μ' έψαχνε αχόρταγο.
- Λοιπόν; Έκαμα· κι ύστερα;
Ο Ζορμπάς σήκωσε πάλι τους κοκαλιάρικους ώμους.
- Δε, βαριέσαι! Είπε· μου δίνεις ένα τσιγάρο;
Του ‘δωκα. Έβγαλε από το γιλέκο του τσακμακόπετρα και φιτίλι, άναψε. Τα μάτια του μισόκλεισαν ευχαριστημένα.
- Παντρεύτηκες;
- Άνθρωπος δεν είμαι; Άνθρωπος, πάει να πει στραβός· έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο όπου έπεσαν κι οι μπροστινοί μου. Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Βάσανα. Μα ας είναι καλά το σαντούρι.
- Έπαιζες σπίτι να πάν' οι πίκρες κάτω;
- Ε, μωρέ, πώς φαίνεται.Πώς δεν παίζεις κανένα όργανο. Τι 'ναι αυτά που τσαμπουνάς; Στο σπίτι είναι σκοτούρες, γυναίκα, παιδιά, τι θα φάμε, πώς να ντυθούμε, τι θ' απογίνουμε; Κόλαση! Και το σαντούρι θέλει καλή καρδιά. Άμα μου πει εμένα η γυναίκα μου περίσσιο λόγο, τι καρδιά θες να 'χω να παίξω σαντούρι; Άμα τα παιδιά πεινούν και νιαουρίζουν, κόπιασε του λόγου σου να παίξεις. Το σαντούρι θέλει να συλλογιέσαι μονάχα σαντούρι - κατάλαβες;
Κατάλαβα πώς ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης.
Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος - ο εργάτης ετούτος μου το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια.
Κοίταξα τα χέρια αυτά που κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι - γιομάτα ρόζους και χαραμάδες, παραμορφωμένα και νευρικά. Άνοιξαν με προσοχή και τρυφεράδα, σα να 'γδυναν γυναίκα, το σακούλι κι έβγαλαν ένα παλιό μαγληνό σαντούρι, με πλήθος κόρδες, με προύντζινα και φιλντισένια στολίδια και με μιαν κόκκινη μεταξωτή φούντα στην άκρα. Τα χοντρά δάχτυλα το χάδεψαν όλο, αργά, παθητικά, σα να χάδευαν γυναίκα. Κι ύστερα πάλι το τύλιξαν, όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει.
- Αυτό είναι! μουρμούρισε με στοργή και το απίθωσε πάλι προσεχτικά στην καρέκλα.
Οι θαλασσινοί σκουντρούσαν τώρα τα ποτήρια τους, έμπηχναν τα γέλια. Ένας χτύπησε χαδευτικά την πλάτη του καπετάν Λεμονή.
- Ε, σε πήε πέντε κι ένα, καπετάν Λεμονή, πες την αλήθεια! Ο Θεός ξέρει τι λαμπάδες έταξες στον Άι-Νικόλα!
Ο καπετάνιος ζάρωσε τ' αγκαθωτά του φρύδια.
- Μωρέ, σας ορκίζουμαι, παιδιά, μα τη θάλασσα, όταν είδα το Χάρο μπροστά μου, μήτε Παναγιά συλλογίστηκα μήτε Άι- Νικόλα! Γύρισα κατά την Κούλουρη, θυμήθηκα τη γυναίκα μου και φώναξα: «Ε μωρή Κατερίνα, και να 'μουνα στο κρεβάτι σου!»
Έσκασαν πάλι οι θαλασσινοί στα γέλια: γέλασε κι ο καπετάν Λεμονής.
- Μωρέ, τι θεριό 'ναι ο άνθρωπός! είπε. Στέκεται ο αρχάγγελος από πάνω του με το σπαθί, μα ο νους του εκεί, διάνα! Ου να χαθεί, ο ξετσίπωτος!
Χτύπησε τα παλαμάκια.
- Καφετζή, φώναξε, φέρε να κεράσεις τα παιδιά!
Ο Ζορμπάς είχε στήσει την αυτούκλα του κι αφουκράζουνταν. Στράφηκε, κοίταξε τους θαλασσινούς, ύστερα εμένα.
- Πού «εκεί»; ρώτησε. Τι λέει αυτός;
Μα ξαφνικά μπήκε στο νόημα, τινάχτηκε.
- Μωρέ, μπράβο! έκαμε με θαμασμό. Αυτοί οι θαλασσινοί ξέρουν το μυστικό γιατί παλεύουν, μαθές, μέρα νύχτα με το θάνατο.
Κούνησε τη χερούκλα του στον αγέρα.
- Ας είναι, είπε· άλλου παπά τροπάρι αυτό. Ας έρθουμε στα δικά μας: Να καθίσω; να φύγω; Πάρε απόφαση.
- Ζορμπά, είπα, και με βιας κρατήθηκα να μην τον, αρπάξω από το χέρι, Ζορμπά, σύμφωνοι· θα ρθεις μαζί μου. Έχω λιγνίτη στην Κρήτη, θα επιστατείς τους εργάτες. Το βράδυ θα ξαπλώνουμε οι δυο μας στην αμμουδιά-γυναίκα, παιδιά, σκυλιά δεν έχω-θα τρώμε και θα πίνουμε μαζί. Κι ύστερα θα παίζεις σαντούρι.
- Αν έχω κέφι, ακούς; αν έχω κέφι. Να σου δουλεύω όσο θες· σκλάβος σου! Μα το σαντούρι είναι άλλο πράμα. Είναι θεριό, θέλει λευτεριά. Αν έχω κέφι, θα παίζω· θα τραγουδώ κιόλα. Και θα χορεύω το ζεϊμπέκικο, το χασάπικο, τον πεντοζάλη - μα πρέπει, ξεκομμένα παζάρια! να ‘χω κέφι. Παστρικοί λογαριασμοί αν με ζορίσεις, μ' έχασες. Σ' αυτά τα πράματα, πρέπει να ξέρεις, είμαι άνθρωπος.
- Άνθρωπος; ΤΙ θες να πεις;
- Να, λεύτερος.
-Καφετζή, φώναξα, ένα ρούμι ακόμα!
- Δυο ρούμια! πετάχτηκε ο Ζορμπάς. Θα πιεις και του λόγου σου, να τσουγκρίσουμε. Φασκόμηλο με ρούμι συμπεθεριό δεν κάνουν θα πιεις και του λόγου σου ρούμι. Για να πιάσει το συμπεθεριό.
Σκουντρήξαμε τα ποτηράκια μας είχε πια καλά ξημερώσει. Το βαπόρι σφύριζε. Ήρθε ο βαρκάρης που μου είχε πάει τις βαλίτσες στο βαπόρι, μου ‘γνεψε. Σηκώθηκα άγγιξα τον ώμο του Ζορμπά.
- Πάμε, είπα στ' όνομα του Θεού!
- Και του διαβόλου! συμπλήρωσε ήσυχα ο Ζορμπάς.
Έσκυψε, πήρε παραμάσκαλα το σαντούρι, άνοιξε την πόρτα και βγήκε πρώτος.
ΙΙ
Θάλασσα, χινοπωριάτικη γλύκα, φωτολουσμένα νησιά, διάφανο πέπλο από ψιλή βροχούλα που έντυνε την αθάνατη γύμνια της Ελλάδας. Χαρά στον άνθρωπο, συλλογίζουμαι, που αξιώθηκε, προτού πεθάνει, ν' αρμενίσει το Αιγαίο.
Πολλές χαρές έχει ο κόσμος ετούτος - γυναίκες, φρούτα, ιδέες μα να ‘ναι χινόπωρο τρυφερό και να σκίζεις το πέλαο ετούτο, μουρμουρίζοντας τ' όνομα του κάθε νησιού, θαρρώ δεν υπάρχει χαρά που να βυθίζει περισσότερο την καρδιά του ανθρώπου στην Παράδεισο. Πουθενά αλλού δεν μετατοπίζεσαι τόσο γαληνά και πιο άνετα από την αλήθεια στ' όνειρο τα σύνορα αραιώνουν και τα κατάρτια και του πιο σαράβαλου καραβιού πετούν βλαστούς και σταφύλια· αλήθεια, εδώ, στην Ελλάδα, το θάμα είναι ο σίγουρος ανθός της ανάγκης.
Κατά το μεσημέρι η βροχή είχε σταματήσει, έσκισε ο ήλιος τα σύννεφα και πρόβαλε δροσερός, τρυφερός, νιολουσμένος και κανάκιζε με τις αχτίδες του τ' αγαπημένα νερά και χώματα.
Στέκουμουν στην πλώρα και περιχαίρουμουν, ως την άκρα του ουρανοθάλασσου, το θάμα· και μέσα στο βαπόρι οι τετραπέρατοι Ρωμιοί, τα μάτια τ' αρπαχτικά, τα ψιλικατζίδικα μυαλά, οι μικροπολιτικοί καβγάδες, ένα ξεκουρδισμένο πιάνο, τίμιες φαρμακερές κυράτσες, μοχθηρή, μονότονη επαρχιώτικη μιζέρια. Σου ερχόταν να πιάσεις το βαπόρι από τις δυο άκρες, να το βουτήξεις στη θάλασσα, να το τινάξεις καλά καλά, να φύγουν όλα τα ζωντανά που το μολεύουν - άνθρωποι, ποντίκια, κορέοι -και να το ανεβάσεις πάλι απάνω στα κύματα, αδειανό και φρεσκοπλυμένο.
Κάποτε πάλι συμπόνια με κυρίευε μια συμπόνια βουδική, κρύα, σα συμπέρασμα από πολύπλοκους μεταφυσικούς συλλογισμούς. Συμπόνια όχι για τους ανθρώπους μονάχα παρά και για τον κόσμο αλάκερο που παλεύει, φωνάζει, κλαίει, ελπίζει και δε βλέπει πως όλα είναι φαντασμαγορία του Τίποτα.
Συμπόνια για τους Ρωμιούς και για το βαπόρι και για τη θάλασσα και για μένα και για την επιχείρηση του λιγνίτη και για το χερόγραφο του «Βούδα», για όλα ετούτα τα μάταια συμπλέγματα από ίσκιο και φως, που μια στιγμή αναστατώνουν και μολεύουν τον αέρα.
Κοίταζα το Ζορμπά ανακερωμένο από τη θάλασσα, να κουρνιάζει κατσουφιασμένος απάνω σε μιαν κουλούρα σκοινιά στην πλώρη. Μυρίζουνταν ένα λεμόνι, τέντωνε την αυτούκλα του, άκουγε τους επιβάτες να πιάνουνται ο ένας για το βασιλιά, ο άλλος για το Βενιζέλο.
Κουνούσε την κεφάλα του, έφτυνε.
- Παλαιά πολιτέματα! μουρμούριζε με καταφρόνια· δεν ντρέπουνται!
- Τι θα πει : παλαιά πολιτέματα, Ζορμπά;
- Να, όλα ετούτα: βασιλιάδες, δημοκρατίες, βουλευτές, μασκαραλίκια!
Στο νου του Ζορμπά τα σύγχρονα είχαν καταντήσει παμπάλαια, τόσο τα ‘χε κιόλα μέσα του ξεπεράσει. Σίγουρα μέσα του ο τηλέγραφος και το βαπόρι κι ο σιδερόδρομος κι η τρεχούμενη ηθική κι η πατρίδα κι η θρησκεία θα φάνταζαν παλαιά πολιτέματα. Πολύ πιο γρήγορα από τον κόσμο προχωρούσε η ψυχή του.
Σουραύλιζαν τα σκοινιά στα κατάρτια, τ' ακρογιάλια χόρευαν, οι γυναίκες είχαν γίνει κίτρινες σαν το φλουρί. Είχαν παραδώσει τ' άρματα - φκιασίδια, φουρκέτες, χτενάκια – τα χείλια τους είχαν ασπρίσει, τα νύχια τους μπλάβισαν. Μάδησαν οι καρακάξες, έπεσαν τα ξένα φτερά - κορδελίτσες, ψεύτικα φρύδια, ψεύτικες ελιές, στηθοπάνια - κι έτσι που τις έβλεπες στα πρόθυρα του εμετού, ένιωθες αηδία και μεγάλη συμπόνια.
Κιτρίνισε κι ο Ζορμπάς, πρασίνισε, το αστραφτερό του μάτι θόλωσε. Μονάχα, κατά το δειλινό, το μάτι του έπαιξε· άπλωσε το χέρι και μου 'δειξε δυο μεγάλα δελφίνια που πηδούσαν και παράβγαιναν με το βαπόρι.
- Δελφίνια! έκαμε χαρούμενος.
Τότε για πρώτη φορά πήρε το μάτι μου πως ο δείχτης του αριστερού χεριού του ήταν κομμένος κοντά ως τη μέση.
- Τι έπαθε το δάχτυλό σου, Ζορμπά; φώναξα.
- Τίποτα! αποκρίθηκε, πειραγμένος που δε χάρηκα όσο έπρεπε για τα δελφίνια.
- Σου το πήρε καμιά μηχανή; επέμεινα.
- Τι μηχανή κάθεσαι και λες; Το ‘κοψα μοναχός μου!
- Μοναχός σου; Γιατί;
- Πού να καταλάβεις ελόγου σου, αφεντικό! είπε σηκώνοντας τους ώμους. Σου είπα πως όλες τις τέχνες τις πέρασα. Μια φορά το λοιπόν έκανα και τον κανατά. Την αγαπούσα την τέχνη αυτή σαν παλαβός. Ξέρεις τι θα πει να πιάνεις ένα σβώλο λάσπη και να κάνεις ό,τι θες; Φρρρ! ο τροχός, κι η λάσπη στρουφογυρίζει σα δαιμονισμένη, και συ από πάνω της και λες: θα κάμω κανάτι, θα κάμω πιάτο, θα κάμω λυχνάρι, θα κάμω διάολο! Αυτό θα πει να σαι άνθρωπος, σου λέω: Ελευτερία!
Είχε ξεχάσει τη θάλασσα, δε δάγκανε πια το λεμόνι, το μάτι του ξεθόλωσε.
- Λοιπόν; ρώτησα και το δάχτυλο;
- Να, μ' εμπόδιζε στον τροχό· έμπαινε στη μέση και μου χαλούσε τα σχέδια. Άρπαξα λοιπόν κι εγώ μια μέρα το σκεπάρνι…
- Και δεν πόνεσες;
- Πως δεν πόνεσα; Κουτσούρι είμαι; Άνθρωπος είμαι, πόνεσα. Μα μ' εμπόδιζε, σου λέω, στη δουλειά μου κόφ' το λοιπόν!
Ο ήλιος έπεσε, η θάλασσα κάλμαρε λίγο, σκόρπισαν τα σύννεφα. Ο Αποσπερίτης κουδούνισε στον ουρανό. Κοίταξα τη θάλασσα, κοίταξα τον ουρανό, έπεσα σε λογισμούς… Έτσι ν' αγαπάς, να παίρνεις το σκεπάρνι, να πονάς και να κόβεις…
Μα έκρυψα τη συγκίνησή μου.
- Κακό σύστημα αυτό, Ζορμπά! είπα γελώντας. Όμοια κι ένας ασκητής μια φορά, λεν τα συναξάρια, είδε μια γυναίκα, σκανταλίστηκε, πήρε ένα μπαλτά…
- Τον κακό του τον καιρό! μου 'κοψε την κουβέντα ο Ζορμπάς, που μάντεψε τι θα λεγα. Αυτό να κόψει! να χαθεί ο κουτεντές! Μα αυτό το βλογημένο ποτέ δεν εμποδίζει…
- Πώς! επέμεινα· εμποδίζει, και πολύ μάλιστα.
- Σε τι;
- Να μπεις στη βασιλεία των ουρανών.
Ο Ζορμπάς με λοξοκοίταξε κοροϊδευτικά.
- Μα αυτό, είπε, κουτέ, είναι το κλειδί της Παράδεισος!
Σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε καλά, σα να θελε να ξεκρίνει τι ιδέαν έχω για μέλλουσες ζωές και βασιλείες των ουρανών και γυναίκες και παπάδες μα φαίνεται δεν μπόρεσε να καταλάβει πολλά πράματα και κούνησε με περίσκεψη την γκρίζα σαρακοφαγωμένη κεφάλα.
Σακατεμένοι δεν μπαίνουν στην Παράδεισο! είπε και σώπασε.
Ξάπλωσα. στην καμπίνα μου, πήρα ένα βιβλίο, ο Βούδας κυβερνούσε ακόμα τις έγνοιες μου· διάβασα το «Διάλογο Βούδα και Βοσκού», που τα τελευταία ετούτα χρόνια γέμιζε το στήθος μου ειρήνη κι ασφάλεια.
«Ο Βοσκός: -Το φαΐ. μου ψήθηκε, άρμεξα τα πρόβατά μου· μανταλωμένο το καλύβι μου, αναμμένη η φωτιά μου· και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!
»Ο Βούδας: -Δεν έχω ανάγκη πια από φαγιά και γάλατα· οι άνεμοι είναι το καλύβι μου, έσβησε η φωτιά μου· και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!
«Ο Βοσκός: -Έχω βόδια, έχω γελάδες, έχω λιβάδια πατρογονικά κι ένα ταύρο που πηδάει τις γελάδες μου· και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!
»Ο Βούδας: -Δεν έχω βόδια μήτε γελάδες δεν έχω λιβάδια. Δεν έχω τίποτα. Δε φοβούμαι τίποτα και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!
»Ο Βοσκός: -Έχω μια βοσκοπούλα υπάκουη και πιστή χρόνια τώρα γυναίκα μου, και χαίρουμαι να παίζω μαζί της τη νύχτα και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!
»Ο Βούδας: - Έχω μιαν ψυχή υπάκουη και λεύτερη χρόνια τώρα τη γυμνάζω και τη μαθαίνω να παίζει μαζί μου· και συ, βρέχε όσο θες, ουρανέ μου!»
Μιλούσαν ακόμα οι δύο ετούτες φωνές, κι ο ύπνος με πήρε. Αγέρας πάλι είχε σηκωθεί, και σπούσαν στο κρουσταλλένιο φενεστρίνι τα κύματα. Διάνευα, μισό στέρεος, μισό ανάριος καπνός, ανάμεσα ύπνου και ξύπνου. Τα κύματα είχαν γίνει φουρτούνα δυνατή, τα λιβάδια βούλιαξαν, πνίγηκαν τα βόδια, οι γελάδες, ο ταύρος. Πήρε ο άνεμος τη στέγη του καλυβιού, έσβησε η φωτιά, έσυρε φωνή η γυναίκα και σωριάστηκε νεκρή μέσα στη λάσπη. Κι ο Βοσκός κίνησε το θρήνο, φώναζε, δεν άκουγα τι έλεγε, φώναζε, κι έγώ γλιστρούσα όλο και πιο βαθιά στον ύπνο, χυτά, σαν ψάρι στη θάλασσα.
Όταν ξύπνησα, ξημερώματα, το μέγα αρχοντονήσι απλώνουνταν δεξά μας κακοτράχαλο, περήφανο, και τα βουνά αχνογελούσαν ειρηνεμένα στον πρωινόν ήλιο. Η θάλασσα χοχλάκιζε γύρα μας μπλε λουλακιά.
Ο Ζορμπάς, τυλιγμένος σε χοντρή καφετιά κουβέρτα, κοίταζε αχόρταγα την Κρήτη. Το μάτι του πετούσε από το βουνό στον κάμπο κι έπειτα τραβιόταν γιαλό γιαλό ερευνώντας. Σαν όλα τα χώματα ετούτα να του ήταν γνώριμα και τώρα χαίρουνταν να ξαναπερπατάει απάνω τους με το νου του.
Ζύγωσα, άγγιξα τον ώμο του Ζορμπά.
- Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι στην Κρήτη, Ζορμπά! είπα την κοιτάζεις σαν παλιά φιλενάδα.
Ο Ζορμπάς χασμουρήθηκε βαριεστισμένος· δεν είχε καθόλου κέφι να πιάσει κουβέντα.
Γέλασα.
- Βαριέσαι να μιλήσεις, Ζορμπά;
- Δε βαριέμαι, αφεντικό, αποκρίθηκε· μα δυσκολεύουμαι.
- Δυσκολεύεσαι;
Δεν αποκρίθηκε ευτύς. Αργόσυρε πάλι τη ματιά του στ' ακρογιάλια· είχε κοιμηθεί στο κατάστρωμα, και τα γκρίζα κατσαρά μαλλιά του έσταζαν δροσούλα. Όλες οι βαθιές ζάρες στα μάγουλά του, στο πιγούνι και στο λαιμό φωτίστηκαν ως το βυθό, τώρα που είχε πέσει απάνω τους ο ήλιος.
Τα χείλια του τέλος, χοντρά, κρεμαστά σαν τράγου, κουνήθηκαν.
- Δυσκολεύουμαι ν' ανοίξω το πρωί το στόμα να μιλήσω, είπε· δυσκολεύουμαι, και να με συμπαθάς.
Σώπασε και κάρφωσε πάλι το στρογγυλό μάτι στην Κρήτη.
Το κουδούνι χτύπησε για τον πρωινό καφέ. Άρχισαν να ξετρυπώνουν από τις καμπίνες τσαλακωμένες χλωροπράσινες φάτσες· γυναίκες με κρεμάμενους ετοιμόρροπους κότσους στρατάριζαν τρεκλίζοντας από τραπέζι σε τραπέζι, μύριζαν εμετό και κολόνια και το μάτι τους είχε θολώσει τρομαγμένο κι ηλίθιο.
Ο Ζορμπάς, καθούμενος, αντικρύ μου, ρουφούσε με ζωική αναγάλλιαση τον καφέ του. Άλειφε το ψωμί του βούτυρο και μέλι, έτρωε. Άνοιξε, μέρωσε το πρόσωπό του, το στόμα του γλύκανε. Τον κρυφοκαμάρωνα να ξεθηκαρώνει αγάλια αγάλια από τον ύπνο και τη σιωπή και να μπιρμπιλίζουν τα μάτια του.
Άναψε ένα τσιγάρο, ρούφηξε με λαχτάρα, ξετουλούπωσαν τα μαλλιαρά του ρουθούνια γαλάζους καπνούς. Λύγισε το δεξί του πόδι και κάθισε απάνω βολεύτηκε ανατολίτικα, μπορούσε τώρα να μιλήσει. Μίλησε.
- Αν είναι η πρώτη φορά που έρχουμαι στην Κρήτη; άρχισε, μισόκλεισε τα μάτια κι αγνάντεψε πέρα, από το παράθυρο, τον Ψηλορείτη που στραφτάλιζε. Όχι, δεν είναι η πρώτη φορά. Το 9ά εγώ ήμουν άντρας ξετελεμένος. Τα γένια μου και τα μαλλιά είχαν το αληθινό τους χρώμα, μαύρο καραμπογιά. Είχα τριάντα δυο δόντια, κι όταν μεθούσα, έτρωγα τους μεζέδες κι ύστερα έτρωγα και το πιάτο που είχε τους μεζέδες. Κι ίσια ίσια ο διάολος το 'φερε κι εκείνη την εποχή σηκώθηκε πάλι η Κρήτη.
» Έκανα τότε τον πραματευτή. Γύριζα από χωριό σε χωριό στη Μακεδονία, πουλούσα ψιλικά κι έπαιρνα, αντίς για πλερωμή, τυρί, μαλλί, βούτυρο, κουνέλια, καλαμπόκι, τα μεταπουλούσα και κέρδιζα διπλά. Τη νύχτα, σε όποιο χωριό βραδιάζουμουν, ήξερα σε ποιο σπίτι να κονέψω - πάντα μια χήρα πονόψυχη, ας είναι καλά! βρίσκεται στο κάθε χωριό. Έδινα το λοιπόν μιαν κουβαρίστρα ή μιαν τσατσάρα ή ένα φακιόλι, μαύρο εξαιτίας του μακαρίτη, και κοιμόμουνα μαζί της. Φτήνια!
» Φτήνια, αφεντικό, ζωή χαρισάμενη. Μα να σου ο διάολος, και πιάνει πάλι το τουφέκι η Κρήτη. Φτου, ανάθεμα τη μοίρα μου, είπα αυτή η Κρήτη δε θα μας αφήσει τέλος πάντων ήσυχους;» Παράτησα τις κουβαρίστρες και τις χήρες, πήρα ένα τουφέκι, έσμιξα με τους άλλους ρέμπελους και τραβήξαμε για την Κρήτη.
Ο Ζορμπάς σώπασε. Περνούσαμε τώρα ένα γυρογιάλι αμμουδερό, ήσυχο, τα κύματα έμπαιναν κι απλώνουνταν στον κόρφο του χωρίς να σπάσουν κι απίθωναν μονάχα λίγους αφρούς ολόγυρα στον άμμο. Τα σύννεφα είχαν σκορπίσει, έλαμπε ο ήλιος κι η άγρια Κρήτη χαμογελούσε ειρηνεμένη.
Ο Ζορμπάς στράφηκε και με κόχεψε κοροϊδευτικά.
- Ελόγου σου θαρρείς, αφεντικό, πως θα καθίσω τώρα να σου αραδιάσω πόσα τούρκικα κεφάλια έκοψα και πόσα τούρκικα αυτιά έβαλα στο σπίρτο - καθώς το συνηθούνε στην Κρήτη…
Βγάλ' το απ' το νου σου· βαριέμαι, ντρέπουμαι. Τι να ναι αύτη η λύσσα, στοχάζουμαι τώρα που έβαλα γνώση, τι να 'ναι αυτή η λύσσα να χιμάς να δαγκάνεις έναν άλλον άνθρωπο, που δε σου 'καμε τίποτα, να του κόβεις τη μύτη, να του παίρνεις το αυτί, να του ανοίγεις την κοιλιά και να φωνάζεις το
Θεό να κατέβει να σε βοηθήσει - πάει να πει, να κόβει κι αυτός μύτες κι αυτιά και ν' ανοίγει κοιλιές; Μα τότε έβραζε, βλέπεις, το αίμα μου, που μυαλό να ξεψαχνίζω! Οι σωστοί, οι τίμιοι λογισμοί θέλουν ησυχία, γεράματα, φαφουταρία. Όταν είσαι φαφούτης, εύκολο είναι να λες: «Ντροπή, παιδιά, μη δαγκάνετε!» Μα όταν έχεις και τα τριάντα δυο σου τα δόντια… Θεριό είναι ο άνθρωπος στα νιάτα του, θεριό ανήμερο, και τρώει ανθρώπους!
Κούνησε το κεφάλι.
- Τρώει κι αρνιά και κότες και γουρουνάκια, μα αν δεν φάει άνθρωπο, όχι, δε χορταίνει, πρόστεσε και ζούπηξε το τσιγάρο στο πιατάκι του καφέ. Όχι, δε χορταίνει! Τι λες και του λόγου σου, σοφολογιότατε;
Μα, χωρίς να περιμένει απάντηση:
- Τι μπορείς να πεις; έκαμε ζυγιάζοντάς με με τη ματιά. Καθώς καταλαβαίνω, η ευγενεία σου δεν πείνασες, δε σκότωσες, δεν έκλεψες, δε μοίχεψες - τι μπορείς λοιπόν να ξέρεις από κόσμο; Άπηχτο μυαλό, ανήλιαγο κρέας… μουρμούρισε με φανερή περιφρόνηση.
Κι εγώ ντράπηκα για τ' αδούλευτά μου χέρια, για το χλωμό μου πρόσωπο και την ανήλιαγη ζωή μου.
- Ας είναι, έκαμε ο Ζορμπάς κι απόσυρε. συγκαταβατικά τη βαριά του φούχτα απάνω στο τραπέζι, σα να κρατούσε σφουγγάρι κι έσβηνε· Ας είναι. Ένα πράμα μονάχα ήθελα να σε ρωτήσω· θα χεις ξεφυλλίσει ένα μπαούλο φυλλάδες. Μπορεί να ξέρεις…
- Για λέγε, Ζορμπά, τι;
- Εδώ γίνεται, αφεντικό, ένα θάμα… Ένα αλλόκοτο θάμα, κι ο νους μου σαστίζει. Όλες αυτές οι ατιμίες, οι κλεψιές, οι σφαγές, που κάμαμε εμείς οι αντάρτες, έφεραν τον πρίγκιπα Γεώργιο στην Κρήτη· τη λευτεριά!
Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, κατάπληχτος.
- Μυστήριοι. Μουρμούρισε· μυστήριο μεγάλο! Για να ’ρθει λοιπόν η λευτεριά στον κόσμο χρειάζουνται τόσα φονικά και τόσες ατιμίες; Γιατί, να καθίσω να σου αραδιάσω τι ατιμίες κάμαμε και τι φονικά, θα σηκωθεί η τρίχα σου. Κι όμως ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η λευτεριά! Αντί ο Θεός να ρίξει το αστροπελέκι του να μας κάψει, μας δίνει τη λευτεριά! Δεν καταλαβαίνω τίποτα!
Με κοίταξε σα να ζητούσε βοήθεια. Το ‘βλεπες, πολύ τον είχε τυραννήσει το μυστήριο ετούτο και δεν μπορούσε να βρει άκρα.
Καταλαβαίνεις του λόγου σου, αφεντικό; ρώτησε με αγωνία.
Τι να καταλάβω; Τι να του πω; Ή δεν υπάρχει αυτό που λέμε Θεός, ή ο Θεός αγαπάει τα φονικά και τις ατιμίες, η αυτά που λέμε φονικά κι ατιμίες είναι απαραίτητα στον αγώνα και στην αγωνία του κόσμου…
Μα προσπάθησα να βρω για το Ζορμπά μια άλλη απόκριση:
- Πώς από την κοπριά κι από τη βρώμα φυτρώνει και θρέφεται ένα λουλούδι; Πες, Ζορμπά, πως κοπριά είναι ο άνθρωπος και λουλούδι είναι η ελευτερία.
- Μα ο σπόρος; έκαμε ο Ζορμπάς και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. Για να φυτρώσει ένα λουλούδι χρειάζεται ο σπόρος. Ποιος έβαλε έναν τέτοιο σπόρο στα βρωμερά σπλάχνα μας; και γιατί ο σπόρος αυτός να μην πετάει λουλούδι με την καλοσύνη και την τιμιότητα; μα να θέλει αίμα και βρώμα;
Κούνησα το κεφάλι.
- Δεν ξέρω, είπα.
- Ποιος ξέρει;
- Κανένας.
- Μα τότε λοιπόν, φώναξε ο. Ζορμπάς απελπισμένος κι έριξε γύρα του άγρια ματιά, τι να τα κάμω εγώ τα βαπόρια και τις μηχανές και τα κολάρα;
Δυο τρεις στραπατσαρισμένοι από τη θάλασσα, που κάθουνταν στο διπλανό τραπέζι κι έπιναν τον καφέ τους, ζωντάνεψαν, μυρίστηκαν καβγά και γόργωσαν το αυτί.
Ο Ζορμπάς σιχάθηκε να τον παρακατσεύουν, χαμήλωσε τη φωνή.
- Ας τ' αφήσουμε αυτά να παν στο διάολο, είπε. Όταν τα συλλογίζουμαι, μου 'ρχεται να σπάσω ο,τι βρω μπροστά μου, μιαν καρέκλα ή μια λάμπα ή το κεφάλι μου στον τοίχο. Κι ύστερα, τι καταλαβαίνω; Τον κακό μου τον καιρό! Πλερώνω τα σπασμένα ή πάω στο φαρμακείο και μου τυλίγουν με γάζες το κεφάλι. Κι αν υπάρχει Θεός, ε, τότε πια, μούντζωσ' τα! Θα με σεριανάει από τον ουρανό και θα σκάει στα γέλια.
Κούνησε την απαλάμη του απότομα, σα να διώχνε κάποια μύγα που τον βασάνιζε.
- Τέλος πάντων! είπε βαριεστισμένος. Αυτό που' ήθελα να σου πω είναι ετούτο: όταν έφτασε το βασιλικό βαπόρι σημαιοστόλιστο κι άρχισαν οι κανονιές και πάτησε ο πρίγκιπας το πόδι του στην Κρήτη… Είδες ποτέ σου λαό να ζουρλαίνεται όλος μαζί, γιατί είδε τη λευτεριά του; Όχι; Ε, τότε, κακομοίρη μου αφεντικό, στραβός γεννήθηκες, στραβός θα πεθάνεις. Εγώ, και χίλια χρόνια να ζήσω και μιαν μπουκιά μονάχα κρέας να μου μένει ζωντανό, αυτό το πράμα που είδα κείνη τη μέρα δε θα το ξεχάσω. Κι αν ήταν κάθε άνθρωπος να διαλέει την Παράδεισό του στον ουρανό, σύφωνα με τα γούστα του - έτσι πρέπει! αυτό θα πει Παράδεισο! -εγώ θα ‘λεγα του Θεού: «Θεέ μου, να ναι η Παράδεισό μου μια Κρήτη γεμάτη μερτιές και σημαίες· και να βαστά αιώνια η στιγμή που πατάει ο πρίγκιπας Γεώργιος το πόδι του στην Κρήτη… Τίποτα άλλο δε θέλω!»
Σώπασε πάλι ο Ζορμπάς. Έστριψε το μουστάκι του, ξεχείλισε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, το ‘πιε μονορούφι.
-Τι έγινε, Ζορμπά, στην Κρήτη; Λέγε!
- Λόγια θα λέμε; έκαμε ο Ζορμπάς κι αγρίεψε πάλι. Μωρέ, εγώ σου λέω πως ο κόσμος ετούτος είναι μυστήριο κι ο άνθρωπος είναι χτήνος μεγάλο. Χτήνος μεγάλο και μεγάλος θεός. Ένας κακούργος κομιτατζής, που είχε κατέβει κι αυτός μαζί μου από τη Μακεδονία, ο Γιώργαρος με τ' όνομα, κι είχε κάμει τέρατα και σημεία, ένας βρωμερός χοίρος, έκλαιγε. «Τι κλαις, μωρέ Γιώργαρε;» του κάνω, κι έτρεχαν και μένα βρύσες τα μάτια μου. «Τι κλαις, βρε γουρούνι;» Μα αυτός έπεσε απάνω μου και δώστου να με φιλάει και να κλαίει σα μωρό παιδί. Κι ύστερα έβγαλε, αυτός ο τσιγκούναρος, το κεμέρι του, φκαίρεσε στην ποδιά του τις χρυσές λίρες, που είχε κουρσέψει από τους Τούρκους που σκότωσε κι από τα σπίτια που πάτησε, και τις πετούσε φούχτες φούχτες στον αγέρα. Κατάλαβες, αφεντικό; Αυτό θα πει ελευτερία!
Σηκώθηκα, ανέβηκα στη γέφυρα να με χτυπήσει ο καθαρός αγέρας.
Αυτό θα πει ελευτερία, συλλογίζουμουν. Να χεις ένα πάθος, να μαζεύεις χρυσές λίρες, και ξαφνικά να νικάς το πάθος και να σκορπάς όλο το έχει σου στον αγέρα!
Να λευτερωθείς από ένα πάθος, υπακούοντας σ' ένα άλλο υψηλότερο… Μα μήπως κι αυτό δεν είναι σκλαβιά; Να θυσιάζεσαι για μιαν ιδέα, για τη ράτσα σου, για το Θεό; Ή μήπως όσο πιο αψηλά στέκεται ο αφέντης τόσο και πιο μακραίνει το σκοινί της σκλαβιάς μας, πηδούμε τότε και παίζουμε σε πολύ πλατύχωρο αλώνι, πεθαίνουμε χωρίς να βρούμε την άκρα του, κι αυτό το λέμε ελευτερία;
Απομεσήμερο φτάσαμε στο, αμμουδερό ακρογιάλι μας. Άσπρη, ψιλοκοσκινισμένη αμμούδα, ανθισμένες ακόμα πικροδάφνες, συκιές, χαρουπιές, και πιο πέρα, δεξιά, χαμηλό σταχτερό βουναλάκι άδεντρο, που έμοιαζε με αναγερτό πρόσωπο γυναίκας και κάτω από το πιγούνι της, στο λαιμό, περνούσαν καστανόμαυρες οι φλέβες του λιγνίτη.
Άνεμος αποβροχάρης. φυσούσε, αναφούφουδα σύννεφα περνούσαν με βιάση και γλυκαίναν, θαμπώνοντάς τη, τη γης· άλλα ανηφόριζαν από τον ουρανό ξαγριεμένα. Σκεπάζουνταν, ξεσκεπάζουνταν ο ήλιος, και το πρόσωπο της γης φωτίζουνταν και σκοτείνιαζε σαν πρόσωπο ζωντανό κι ανταρεμένο.
Στάθηκα μια στιγμή στην άμμο, κοίταξα. Η άγια μοναξιά απλώθηκε μπροστά μου φαρμακερή, μαυλιστική, σαν την έρημο. Το σειρηνικό βουδικό τραγούδι σηκώθηκε από το χώμα και τύλιξε το σπλάχνο μου: «Πότε λοιπόν, επιτέλους, θα τραβηχτώ στην ερημία -μονάχος, δίχως σύντροφο, με μόνο την άγια βεβαιότητα πώς όλα είναι όνειρο; - Πότε με τα κουρέλια μου -χωρίς επιθυμίες- θα τραβηχτώ χαρούμενος στο βουνό; - Πότε, βλέποντας πως το κορμί μου δεν είναι παρά αρρώστια και φονικό, γεράματα και θάνατος -λεύτερος, άφοβος, όλο χαρά - θα τραβηχτώ στο δάσο; - Πότε; πότε; πότε;»
Ο Ζορμπάς με το σαντούρι παραμάσκαλα ζύγωσε.
- Να το λιγνίτη! είπα για να σκεπάσω τη συγκίνησή μου κι άπλωσα το χέρι προς το αναγερτό πρόσωπο της γυναίκας.
Μα ο Ζορμπάς μάζεψε τα φρύδια, δε στράφηκε:
- Άλλη ώρα, αφεντικό, είπε· να σταθεί πρώτα η γη. Κουνιέται ακόμα, να πάρει ο διάολος, κουνιέται η άτιμη, σαν κατάστρωμα. Πάμε γρήγορα στο χωριό! είπε κι άνοιξε το μακρύ του κομπάσο.
Δυο ξυπόλυτα χωριατάκια, ηλιοκαμένα σα φελαχόπουλα, έτρεξαν και φορτώθηκαν τις βαλίτσες. Ένας τελωνοφύλακας γαλανομάτης, παχύς, κάπνιζε ναργιλέ στην παράγκα που παράσταινε τελωνείο. Μας κοίταξε λοξά, έριξε μιαν αργόσερτη ματιά στις βαλίτσες, κουνήθηκε μια στιγμή από την καρέκλα του κι έκαμε να σηκωθεί μα βαρέθηκε. Σήκωσε αργά το μαρκούτσι:
Καλώς ορίσατε! είπε μαχμουρλίδικα.
Το ένα από τα χωριατάκια με ζύγωσε· έπαιξε τα κατάμαυρα σαν ελιές μάτια του:
- Παλιοελλαδίτης! έκαμε περιπαιχτικά· βαριέται!
- Δε βαριούνται τάχατε κι οι Κρητικοί; είπα.
- Βαριούνται… βαριούνται… αποκρίθηκε το Κρητικόπουλο, μα αλλιώς…
- Είναι μακριά το χωριό;
- Μπα! μιαν τουφεκιά! Να, πίσω από τα περβόλια, στη ρεματιά. Καλό χωριό, αφεντικό· έχει τα ελέη του Θεού: χαρούπια, βρούβες, λάδι, κρασί. Κι εκεί πέρα, στην άμμο, βγαίνουν τα πιο πρώιμα αγγούρια στην Κρήτη. Έρχεται ο αγέρας από την Αραπιά και τα μεγαλώνει· και να κοιμηθείς στο μποστάνι τη νύχτα, τ' ακούς να τρίζουν κρρ! κρρ! κρρ! και να μεγαλώνουν.
Ο Ζορμπάς πήγαινε μπροστά και στραβοπατούσε ακόμα ζαλισμένος.
- Κουράγιο, Ζορμπά! του φώναξα· πιάσαμε κλαρί, μη φοβάσαι!
Περπατούσαμε γρήγορα. Το χώμα ήταν ανακατεμένο με άμμο και κοχύλια· κάπου κάπου ένα αρμυρίκι, μια τούφα βούρλα, φαρμακεροί φλόμοι. Κουφόβραση. Τα σύννεφα όλο και χαμήλωναν, ο αγέρας βάραινε.
Περνούσαμε από μια μεγάλη συκιά· διδυμάρικος ο κορμός της, περιπλεμένος, κι άρχιζε να κουφαλιάζει από τα γερατιά. Το ένα παιδί με τις βαλίτσες στάθηκε τέντωσε το πιγούνι, μου 'δειξε το γέρικο δέντρο.
- Της Αρχοντοπούλας η συκιά! είπε.
Στάθηκα. Στο χώμα τούτο της Κρήτης κάθε πέτρα, κάθε δέντρο έχει την τραγική του ιστορία.
-Της Αρχοντοπούλας; Γιατί;
- Στον καιρό του παππού μου μια αρχοντοπούλα αγάπησε ένα μικρό βοσκόπουλο. Μα ο πατέρας της δεν ήθελε έκλαιγε, φώναζε, σκοτώνουνταν η αρχοντοπούλα, μα ο γέρος το χαβά του! Όπου ένα βράδυ χάθηκαν κι οι δύο ερωτοχτυπημένοι.
Τους ζητούσαν μια μέρα, δυο, τρεις, μια βδομάδα· άφαντοι! Μα ήταν καλοκαίρι, βρώμησαν, πήραν τον ντορό της βρώμας και τους βρήκαν κάτω από τη συκιά τούτη σαπημένους κι αγκαλιασμένους. Κατάλαβες; Τους βρήκαν από τη βρωμά! Πουφ! Πουφ! έκαμε το παιδί κι έσπασε στα γέλια.
Η βουή του χωριού ακούστηκε σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν, γυναίκες σκλήριζαν, τα κοκόρια διαλαλούσαν την αλλαξοκαιριά. Ο αγέρας μύριζε τσίπουρο από τα ρακοκάζανα.
-Να το χωριό! φώναξαν τα δυο παιδιά και πήραν φόρα.
Στο απογύρισμα του αμμόλοφου φάνηκε, σκαρφαλωμένο στη ρεματιά, το χωριουδάκι. Ασβεστωμένα χαμόσπιτα με ταράτσες, το ένα κολλητά στο άλλο, κι έτσι που μαυρολογούσαν ανοιχτά τα παραθυρόφυλλα, έμοιαζαν σαν ξασπρισμένα κρανία σφηνωμένα στις πέτρες.
Ζύγωσα το Ζορμπά.
- Το νου σου, Ζορμπά, του παράγγειλα σιγά, να φερθείς καθώς πρέπει, τώρα που μπαίνουμε στο χωριό. Να μη μας πάρουν μυρωδιά, Ζορμπά! Να κάνουμε τους σοβαρούς επιχειρηματίες -εγώ το αφεντικό και συ ο αρχιεργάτης. Οι Κρητικοί, να ξέρεις, δε χωρατεύουν· μια φορά να σε μπανίσει το μάτι τους, σου βρίσκουν ευτύς το κουσούρι και σου κολνούν ένα παρατσούκλι, και πια δεν έχεις γλυτωμό· τρέχεις πια σα σκύλος που του 'δεσαν έναν τενεκέ στην ουρά.
Ο Ζορμπάς φούχτωνε τα μουστάκια του, έπεσε σε συλλογή.
- Να σου πω, αφεντικό, είπε τέλος· αν έχει εδώ καμιά χήρα, μη φοβάσαι· αν όμως δεν έχει…
Τη στιγμή εκείνη, στο έμπα του χωριού, μια κουρελοφορτωμένη ζητιάνα έτρεξε με απλωμένο το χέρι· λιοψημένη, όλο λίγδα, με μαύρο αδρό μουστακάκι.
- Ε κουμπάρε, φώναξε του Ζορμπά, ε κουμπάρε, έχεις ψυχή;
Ο Ζορμπάς στάθηκε:
- Έχω, αποκρίθηκε με σοβαρότητα.
- Ε, τότε δώσε μου πέντε δραχμές!
Ο Ζορμπάς έβγαλε μιαν ετοιμόρροπη πέτσινη πορτοφόλα από τον κόρφο του.
- Πάρε! είπε και τα φλομωμένα χείλια του γέλασαν.
Στράφηκε:
- Εδώ βλέπω, είπε, μεγάλη φτήνια· πέντε δραχμές η ψυχή. Τα σκυλιά του χωριού χίμηξαν απάνω μας, οι γυναίκες αποκρεμάστηκαν στα δώματα, τα παιδιά μάς πήραν γιουχαΐζοντας ξοπίσω, κι άλλα γάβγιζαν, άλλα κορνάριζαν σαν αυτοκίνητα κι άλλα μας προσπερνούσαν και μας κοίταζαν με μεγάλα εκστατικά μάτια.
Φτάσαμε στην πλατεία του χωριού: δυο πανύψηλες λεύκες, χοντροπελεκημένοι κορμοί, γύρα τους παγκάκια κι αντίκρα το καφενείο με μια φαρδιά ξεθωριασμένη επιγραφή: «Καφε-κρεοπωλείον η Αιδώς».
- Γιατί γελάς, αφεντικό; ρώτησε ο Ζορμπάς.
Μα δεν πρόλαβα ν' απαντήσω· από την πόρτα του καφε-κρεοπωλείου πετάχτηκαν πέντ’ έξι αντρακλαράδες, με τις μπλάβες φουφούλες, με τα κόκκινα ζωνάρια.
- Καλώς τα κουμπαράκια! φώναξαν. Κοπιάστε να πάρετε μια ρακή, ζεστή ζεστή ακόμα, από το καζάνι.
Ο Ζορμπάς χτύπησε τη γλώσσα:
«Τι λες, αφεντικό;» στράφηκε και μου 'παιξε το μάτι· «πίνουμε μια;»
Ήπιαμε, τα σωθικά μας κάηκαν. Ο καφετζοχασάπης, ένας νταβραντισμένος γοργοκίνητος γέρος, μας έφερε καρέκλες.
Ρώτησα για σπίτι.
- Να πάτε στης μαντάμ Ορτάνς, φώναξε κάποιος.
- Φραντσέζα; έκαμα ξαφνιασμένος.
- Από του διαόλου τη μάνα. Βίος και Πολιτεία. Πήδηξε πολλά παλούκια, και τώρα που γέρασε, κάθισε στο στερνό παλούκι εδώ κι άνοιξε χάνι.
- Πουλάει και καραμέλες! πετάχτηκε ένα παιδί.
- Κι αλευρώνεται και μπογιατίζεται! φώναξε ένα άλλο. Βάνει μιαν κορδέλα στο λαιμό έχει κι ένα παπαγάλο…
- Χήρα; ρώτησε ο Ζορμπάς· χήρα;
Μα κανένας δεν του αποκρίθηκε.
- Χήρα; ξαναρώτησε με λαχτάρα.
Ο καφετζής φούχτωσε τα πηχτά ψαρά γένια του:
- Πόσες τρίχες είναι ετούτες, κουμπάρε; πόσες; Ε, από τόσους άντρες είναι και τούτη χήρα. Μπήκες στο νόημα;
- Μπήκα, αποκρίθηκε ο Ζορμπάς κι έγλειψε τα χείλια του.
- Μπορεί να σε κάμει χήρο και του λόγου σου· έχε το νου σου, κουμπάρε! φώναξε ένας πρόσχαρος γέρος κι όλοι πάτησαν τα χάχανα.
Πρόβαλε πάλι ο καφετζής μ' ένα δίσκο καινούρια τραταρίσματα: κρίθινη κουλούρα, αθότυρο, αχλάδια.
- Μωρέ, αφήστε τους ανθρώπους ήσυχους! Φώναξε. Τι μαντάμες, ξεμαντάμες; Στο σπίτι μου θα κοιμηθούν.
- Εγώ θα τους πάρω, Κοντομανολιό! είπε ο γέρος· εγώ δεν έχω παιδιά, το σπίτι μου είναι μεγάλο, έχει τόπο.
- Να με συμπαθάς,, μπαρμπα-Αναγνώστη, φώναξε ο καφετζής σκύβοντας στο αυτί του γέρου· εγώ το πρωτόπα!
- Πάρε εσύ τον ένα, είπε ο μπάρμπα-Αναγνώστης· εγώ παίρνω το γέρο.
- Ποιο γέρο; έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του αγρίεψαν.
- Δε χωρίζουμε, είπα εγώ κι έγνεψα του Ζορμπά να μην αγριεύει· δε χωρίζουμε. Θα πάμε στης μαντάμ Ορτάνς.
- Καλώς ορίσατε! Καλώς ορίσατε!
Μια γυναικούλα κοντουλή, παχουλή, με ξέθωρα λιναρόξανθα μαλλιά, με γουρουνοτριχάτη ελιά στο πιγούνι, πρόβαλε κάτω από τις λεύκες κουνιστή, στραβοπόδα, με ανοιχτές τις αγκάλες. Φορούσε κόκκινη βελουδένια κορδέλα στο λαιμό και τα μαραμένα της μάγουλα ήταν παστωμένα με μωβ πουδρα. Ένα παιχνιδιάρικο τσουλούφι πετιόταν από το κούτελό της κι έτσι έμοιαζε με τη γριά Σάρα Μπερνάρ, όταν έπαιζε τον «Αετιδέα».
- Καλώς σας βρήκαμε, μαντάμ Ορτάνς! αποκρίθηκα κι έκαμα να της φιλήσω το χέρι, συνεπαρμένος από άξαφνο κέφι.
Η ζωή άστραψε μπροστά μου σαν παραμύθι, σα μια κωμωδία του Σαιξπήρου, η «Τρικυμία» να πούμε. Κι είχαμε ξεμπαρκάρει εμείς, μουσκεμένοι από το φανταστικό ναυάγιο, εξερευνούμε τα καταπληχτικά ακρογιάλια και χαιρετούμε μ' επισημότητα τα ζωντανά του τόπου. Κι η μαντάμ Ορτάνς ετούτη μου φάνταζε η βασίλισσα του νησιού, ένα είδος μουστακαλίνας, γυαλιστερής φώκιας, που είχε ξεπέσει, πριν από χιλιάδες χρόνια, στην αμμουδιά τούτη, μισοσαπημένη, παρφουμαρισμένη, χαρούμενη. Πίσω της, με μπόλικα κεφάλια, όλο λίγδα και τρίχες και κέφι, ο Κάλιμπαν ο λαός, που την κοίταζε με περιφρόνηση και καμάρι.
Κι ο Ζορμπάς, ο μεταμφιεσμένος πρίγκιπας, την καμάρωνε κι αυτός με γουρλωμένα μάτια, σα μακρινή συντρόφισσα, γριά καραβέλα, που κάπου πολέμησε κι αυτή, σε αλαργινές θάλασσες, νίκησε, νικήθηκε, πληγώθηκε, άνοιξαν οι μπουκαπόρτες της, έσπασαν τα κατάρτια της, σκίστηκαν τα πανιά της - και τώρα, γεμάτη χαραμάδες που τις καλαφάτιζε με πούδρες, τραβήχτηκε στο ακρογιάλι ετούτο και περίμενε. Σίγουρα θα περίμενε το Ζορμπά, τον σαρανταπληγιάρη καπετάνιο. Και χαίρουμουν να βλέπω τους δυο θεατρίνους να γλυκανταμώνουν, επιτέλους, στο απλά ετούτο σκηνοθετημένο, χοντρομπογιαντισμένο κρητικό τοπίο.
- Δυο κρεβάτια, μαντάμ Ορτάνς! είπα κι υποκλίθηκα μπροστά από τη γριά θεατρίνα του έρωτα. Δυο κρεβάτια χωρίς κορέους…
- Κορέο ντεν εκεί! ντεν εκεί! μου αποκρίθηκε ρίχνοντάς μου αργόσερτη προκλητικιά ματιά παμπάλαιης σαντέζας.
- Εκεί! Εκεί! φώναξαν χαχαρίζοντας τα στόματα του Κάλιμπαν.
- Ντεν εκεί! Ντεν εκεί! πεισμάτωνε η πρωταγωνίστρια, χτυπώντας στις πέτρες ένα παχουλό ποδαράκι με χοντρή γαλάζα κάλτσα.
Φορούσε παλιά γοβάκια ξεπατωμένα, μ' ένα κοκέτικο φιογκάκι μεταξωτό.
- Ου να χαθείς, πριμαντόνα! φώναξε πάλι ο Κάλιμπαν χαχαρίζοντας.
Μα η μαντάμ Ορτάνς με αξιοπρέπεια τραβούσε τώρα μπροστά και μας άνοιγε το δρόμο· Μύριζε πούδρα και φτηνό μοσκοσάπουνο.
Ο Ζορμπάς πήγαινε πίσω της και την έτρωγε με το μάτι.
- Μωρέ, για κοίτα τη, μου κάνει κλείνοντάς μου το μάτι, σαν πάπια περπατά, η αφιλότιμη! Πως κουνιέται, πλαφ! πλαφ! σαν κάτι προβατίνες με ουρά όλο ξύγκι!…
Δυο τρεις χοντρές στάλες έπεσαν, ο ουρανός σκοτείνιασε. Γαλάζιες αστραπές σπάθιζαν το βουνό. Μικρές κοπελούδες βιαστικές, με τ' άσπρα από γιδότριχα καποτάκια τους, γύριζαν από τη βοσκή την κατσίκα και το πρόβατο του σπιτιού. Οι γυναίκες, κουκουβιστές ομπρός στο τζάκι, άναβαν τη βραδινή φωτιά.
Ο Ζορμπάς δάγκασε νευρικός το μουστάκι του κι όλο και κοίταζε με βουλιμία τα κουνιστά καπούλια της μαντάμας.
- Χμ! μουρμούρισε μια στιγμή στενάζοντας· ανάθεμά τη τη ζωή, δεν έχει η άτιμη τελειωμό!
ΙΙΙ
Το ξενοδοχειάκι της μαντάμ Ορτάνς ήταν μια σειρά παμπάλαιες καμπίνες μπάνιου, κολλημένες η μια πίσω από την άλλη. Η πρώτη καμπίνα ήταν το μαγαζί· πουλούσε καραμέλες, τσιγάρα, φιστίκια αράπικα, φιτίλια της λάμπας, αλφαβητάρια, μοσκολίβανο. Τέσσερεις άλλες καμπίνες συνέχεια ήταν τα δωμάτια του ύπνου και πίσω στην αυλή ήταν η κουζίνα, το πλυσταριό, το κοτέτσι και τα κουνέλια. Γύρα τρογύρα, φυτεμένα στην ψιλήν αμμούδα, πυκνά καλάμια κι αραποσυκιές. Όλο το σύμπλεγμα αυτό μύριζε θάλασσα, κουτσουλιά και δριμύτατο ούρο. Κάπου κάπου μονάχα, όταν περνούσε η μαντάμ Ορτάνς, άλλαζε ο αγέρας μυρωδιά - σα να χύνουνταν μπροστά σου μια λεκάνη κουρείου.
Στρώθηκαν τα κρεβάτια, πέσαμε και τον πήραμε μονορούφι. Δε θυμούμαι τι όνειρο είδα, μα το πρωί ήμουν ανάλαφρος και χαρούμενος σα να βγαινα από τη θάλασσα.
Ήταν Κυριακή, οι εργάτες θα 'ρχουνταν αύριο από τα κοντινά χωριά να πιάσουν δουλειά στο λιγνίτη είχα λοιπόν καιρό να βγω σήμερα σεριάνι και να δω σε τι ακρογιαλιά μ' έριξε η μοίρα. Ξημερώματα ακόμα πετάχτηκα έξω, πέρασα τα περβόλια, έκαμα ένα γύρο γιαλό γιαλό, γνωρίστηκα πεταχτά με το νερό, το χώμα, τον αγέρα του τόπου, μάζεψα μυριστικά αγριόχορτα κι οι παλάμες μου μύρισαν θρούμπα, φασκόμηλο και φλισκούνι.
Ανέβηκα σ' ένα ψήλωμα, κοίταξα. Αυστηρό, σοβαρό τοπίο από σιδερόπετρα, από σκούρα δέντρα κι άσπρο ασβεστόχωμα που λες δεν μπορεί κασμάς να το χαράξει· μα ξάφνου κίτρινα ντελικάτα κρινάνθια τρυπούσαν την αστρακωμένη τούτη γης κι έλαμπαν στον ήλιο. Μακριά, κατά νότου, ένα νησάκι χαμηλό, αμμουδερό, λαμποκοπούσε τριανταφυλλένιο και κοκκίνιζε καταπάρθενο στις πρώτες αχτίδες.
Λίγο πιο μέσα από το γυρογιάλι, ελιές, χαρουπιές, συκιές, λίγα αμπέλια· στις απάνεμες λακκούβες. ανάμεσα σε δυο βουναλάκια, ξινόδεντρα και μουσμουλιές, και πιο κοντά στο γιαλό, τα μποστάνια.
Ώρα πολλή χαίρουμουν από το ψήλωμα τους απαλούς κυματισμούς της γης ζώνες ζώνες οι στδερόπετρες, οι σκουροπράσινες χαρουπιές, οι ασημόφυλλες ελιές, σα ν' απλώνουνταν
μπροστά σου κυματιστό ριγάτο δέρμα τίγρης. Και πέρα, κατά νότου, στραφτάλιζε η θυμωμένη ακόμα θάλασσα, απέραντη, έρημη, έφτανε ως την Μπαρμπαριά, μούγκριζε, χιμούσε κι έτρωε την Κρήτη.
Έμοιαζε το κρητικό ετούτο τοπίο, έτσι μου φάνηκε, με την καλή πρόζα: καλοδουλεμένο, λιγόλογο, λυτρωμένο από περιττά πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο. Διατύπωνε με τ' απλούστερα μέσα την ουσία. Δεν έπαιζε, δεν καταδέχουνταν να χρησιμοποιήσει κανένα τερτίπι, δε ρητόρευε έλεγε ο,τι ήθελε να πει με αντρίκια αυστηρότητα. Μα ανάμεσα από τις αυστηρές γραμμές του ξεχώριζες στο κρητικό ετούτο τοπίο απροσδόκητη ευαιστησία και τρυφεράδα - σε απάνεμες γούβες μοσκοβολούσαν οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές, και πέρα, από την απέραντη θάλασσα, ξεχύνουνταν αστέρευτη ποίηση.
- Η Κρήτη, μουρμούριζα, η Κρήτη… - κι η καρδιά μου αναπετάριζε.
Κατέβηκα από το βουναλάκι, πήρα γιαλό γιαλό. Κακαριστές κοπέλες φάνηκαν από το χωριό, με τις χιονάτες μπολίδες τους, με τα κίτρινα στιβάνια, με ανασηκωμένες τις φούστες, και πήγαιναν πέρα, στο ακρογιαλίσιο μοναστήρι, να λειτουργηθούν.
Στάθηκα. Ευτύς ως με πήρε το μάτι τους, το γέλιο τους κόπηκε. Το πρόσωπό τους, ως είδαν ξένον άντρα, κλείστηκε αγριεμένο, από κορφής το σώμα τους οχυρώθηκε, τα δάχτυλα αγκριφώθηκαν νευρικά από τα σφιχτοκουμπωμένα μπολκάκια, κατά το στήθος.
Το αίμα, παμπάλαιο μέσα τους, θυμόταν και τρόμαξε σε όλα ετούτα τα κρητικά ακρογιάλια που βλέπουν κατά την Μπαρμπαριά, αιώνες πολλούς χιμούσαν οι κουρσάροι, άρπαζαν πρόβατα, γυναίκες, παιδιά, τα ‘δεναν με τα κόκκινα ζωνάρια τους, τα ριχναν στ' αμπάρια και σάλπερναν να τα πουλήσουν στο Αλγέρι, στην Αλεξάντρα, στο Μπερούτι. Αιώνες πολλούς ο γιαλός ετούτος αντιλαλούσε από κλάματα και στρώνουνταν με πλεξούδες. Κοίταζα τις κοπέλες να ζυγώνουν άγριες, κολλητά η μια στην άλλη, σα να θελαν να κάμουν αδιαπέραστο φράγμα και να επιχειρήσουν απελπισμένην άμυνα. Σίγουρες κίνησες, απαραίτητες πριν από αιώνες, και που ξαναγυρίζουν σήμερα χωρίς λόγο, ακολουθώντας το ρυθμό μιας περασμένης ανάγκης.
Μα ως περνούσαν οι κοπέλες μπροστά μου, τραβήχτηκα ήσυχα ήσυχα και χαμογέλασα. Κι ευτύς, ως να ‘νιωσαν μονομιάς πως από αιώνες τώρα ο κίντυνος είχε περάσει, σα να ξύπνησαν απότομα και βρέθηκαν στη σημερινή ασφαλισμένη εποχή, και τα πρόσωπά τους άνοιξαν, αραίωσε η πυκνωμένη παράταξη κι όλες μαζί καλημέρισαν με γάργαρες φωνές κι οι λαιμοί τους έλαμψαν. Την ίδια στιγμή οι καμπάνες του μακρινού μοναστηριού, χαρούμενες, παιχνιδιάρικες, γέμισαν τον αγέρα ευδαιμονία.
Ο ήλιος είχε ψηλώσει, ο ουρανός ήταν κατακάθαρος. Τρύπωξα στους βράχους, στριμώχτηκα σα γλάρος σε μιαν κουφάλα, κοίταξα ευτυχισμένος το πέλαο. Ένιωθα το σώμα μου δυνατό, δροσερό, υπάκουο· κι ο νους μου, ακολουθώντας το κύμα, γίνουνταν κύμα κι υποτάζουνταν κι αυτός, χωρίς αντίσταση, στο χορευτό ρυθμό της θάλασσας.
Μα σιγά σιγά άρχιζε η καρδιά ν' αγριεύει, φωνές σκοτεινές ανέβαιναν από το σπλάχνο μου· ήξερα ποιος φώναζε· μια στιγμή να ‘μενα μόνος, μούγκριζε μέσα μου αγκουσεμένος από ακατανόμαστες επιθυμίες, από παράφορες, ανισόρροπες ελπίδες και προσδοκούσε από μένα τη λύτρωση.
Άνοιξα γρήγορα τον Ντάντε τον Συνταξιδιώτη, να μην τον ακούω να ξορκίσω το φοβερό, όλο θλίψη και δύναμη, μέσα μου δαίμονα. Ξεφύλλιζα, διάβαζα σκόρπια ένα στίχο, μιαν τερτσίνα, θυμόμουν όλο το κάντο, ανέβαιναν ουρλιάζοντας από τις πύρινες σελίδες οι κολασμένοι· μάχουνταν πιο πέρα μεγάλες λαβωμένες ψυχές να σκαρφαλώσουν ένα πανύψηλο βουνό· πιο πάνω ακόμα σεριάνιζαν σε λιβάδια από σμαράγδι οι μακάριες ψυχές, σαν κατάφωτες πυγολαμπίδες. Ανεβοκατέβαινα το φοβερό τρίπατο οικοδόμημα της Μοίρας, κυκλοφορούσα άνετα στην Κόλαση, στο Καθαρτήρι, στον Παράδεισο, σα να ταν το οικοδόμημα ετούτο το σπίτι μου. Πονούσα, προσδοκούσα και χαίρουμουν αρμενίζοντας απάνω στους εξαίσιους στίχους.
Έκλεισα τον Ντάντε, κοίταξα αλάργα το πέλαο. Ένας γλάρος ακούμπησε την κοιλιά του στο κύμα και παράτησε το κορμί του στη μεγάλη δροσερώτατη ηδονή. Ένα ηλιοκαμένο αγόρι φάνηκε γιαλό γιαλό ξυπόλητο και τραγουδούσε ερωτικές μαντινάδες· θαρρώ, καταλάβαινε τον πόνο τους, γιατί η φωνή του είχε αρχίσει κιόλα να βραχνοκοκορίζει.
Όμοια τραγουδιούνταν χρόνια πολλά, αιώνες, στην πατρίδα τους κι οι στίχοι του Ντάντε. Κι όπως το ερωτικό τραγούδι προετοιμάζει τ' αγόρια για τον έρωτα, όμοια προετοίμαζαν κι οι φλογεροί φλωρεντίνικοι στίχοι τους Ιταλούς έφηβους για τον εθνικόν αγώνα και τη λύτρωση. Και σιγά σιγά όλοι, μεταλαβαίνοντας την ψυχή του ποιητή, μετουσίωναν τη σκλαβιά σ' ελευτερία.
Γέλιο ακούστηκε πίσω μου. Κατρακύλησα μεμιάς από τις κορυφές του Ντάντε, στράφηκα κι είδα το Ζορμπά να στέκεται πίσω μου, κι όλο το πρόσωπό του γελούσε.
- Τι 'ναι αυτά, αφεντικό; φώναξε. Ώρες σε ζητώ, μα που να σε ξετρουπώσω!
Κι όπως μ' έβλεπε αμίλητο, ακίνητο:
- Το μεσημέρι πέρασε, φώναξε· η κότα έβρασε, θα 'γινε λιώμα η κακομοίρα. Κατάλαβες;
- Κατάλαβα, μα δεν πεινώ.
- Δεν πεινάς! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας τα χέρια στα μεριά του. Μα από το πρωί δεν έφαες τίποτα· έχει και το κορμί ψυχή, λυπήσου το. Δωσ' του να φάει, αφεντικό, δωσ' του να φάει, αυτό ‘ναι μαθές το γαϊδουράκι μας· αν δεν το ταΐσεις, θα σε παρατήσει μεσόστρατα.
Από χρόνια καταφρονούσα τις χαρές ετούτες της σάρκας, και να ταν βολετό, θα τρωγα κρυφά, σα να κανα ντροπερή πράξη μα τώρα, για να μη φωνάζει ο Ζορμπάς:
- Καλά, είπα· έρχουμαι.
Πήραμε κατά το χωριό. Οι ώρες μέσα στους βράχους είχαν περάσει σαν ερωτικές, μοναστραπίς. Ένιωθα ακόμα απάνω μου τη φλογάτη αναπνοή του Φλωρεντίνου.
Συλλογίζουσουν το λιγνίτη; ρώτησε ο Ζορμπάς με κάποιο δισταγμό.
- Αμ' τι άλλο; αποκρίθηκα γελώντας. Αύριο πιάνουμε δουλειά, έπρεπε να κάμω λογαριασμούς.
Ο Ζορμπάς με κοίταξε με την κόχη του ματιού, σώπασε.
Καταλάβαινα πάλι πως με ζύγιζε, δεν ήξερε ακόμα -να πιστέψει, να μην πιστέψει;
- Και τι έβγαλες; ρώτησε πάλι προχωρώντας με περίσκεψη.
- Πως ύστερα από τρεις, μήνες πρέπει να βγάζουμε δέκα τόνους λιγνίτη τη μέρα, για ν’ απαντούμε τα έξοδα.
Ο Ζορμπάς με κοίταξε πάλι, μα τώρα ανήσυχος· κι ύστερα από λίγο:
- Και γιατί πήγες στη θάλασσα, είπε, για να κάνεις λογαριασμούς; Με συμπαθάς, αφεντικό, που σε ρωτώ, μα δεν καταλαβαίνω. Εγώ, όταν καταπιάνουμαι με νούμερα, θα 'θελα να χωθώ σε μια τρύπα της γης, να στραβωθώ, να μη βλέπω. Να σηκώσω τα μάτια και να δω τη θάλασσα ή ένα δέντρο ή μια γυναίκα, μωρέ ας είναι και γριά, πάνε στο διάολο οι λογαριασμοί. Κάνουν φτερά τα νούμερα, ανάθεμά τα, κάνουν φτερά και φεύγουν!
- Γιατί, Ζορμπά; έκαμα για να τον πειράξω. Φταις εσύ. Δεν έχεις τη δύναμη να συμμαζέψεις το νου σου.
- Ξέρω κι εγώ, αφεντικό; Όπως το πάρεις. Είναι μερικά πράματα, που μήτε ο σοφός Σολομώντας… Να, μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος ενενήντα χρονώ φύτευε μια μυγδαλιά. «Ε παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις;» Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει: «Εγώ, παιδί μου, ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! – Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα να ταν να πεθάνω την πάσα στιγμή.» Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;
Με κοίταξε θριαμβευτικά:
- Εδώ σε θέλω! είπε.
Σώπαινα. Όμοια ανηφορικοί κι αντρίκιοι κι οι δυο δρόμοι, και μπορούν να φέρουν κι οι δυο στην κορυφή. Να ενεργείς σα να μην υπήρχε θάνατος και να ενεργείς έχοντας στο νου σου κάθε στιγμή το θάνατο, είναι, ίσως, ένα· μα τότε, όταν με ρώτησε ο Ζορμπάς, δεν το ξερα.
- Λοιπόν; ρώτησε ο Ζορμπάς περιπαιχτικά. Μην κακοκαρδίζεις, αφεντικό, δε βρίσκεις άκρα· άλλα λόγια, ρε παιδιά. Εγώ συλλογίζουμαι την ώρα ετούτη το φαΐ, την κότα και το πιλάφι, με την κανέλα στην κορφή' κι όλο το μυαλό μου αχνίζει σαν πιλάφι. Ας φάμε πρώτας, ας σαβουρώσουμε πρώτας, κι ύστερα βλέπουμε. Ένα ένα, με τη σειρά του. Τώρα μπροστά μας είναι πιλάφι· πιλάφι το λοιπόν κι ο νους μας. Αύριο θα ναι μπροστά μας λιγνίτης· λιγνίτης το λοιπόν κι ο νους μας. Όχι μισές δουλειές -κατάλαβες;
Μπαίναμε στο χωριό. Οι γυναίκες κάθουνταν στα κατώφλια τους και ψιλοκουβέντιαζαν, οι γέροι ακουμπούσαν στα ραβδιά τους και σώπαιναν. Κάτω από μιαν κατάκαρπη ροδιά μια σταφιδιασμένη γριούλα ψείριζε το εγγονάκι της.
Απόξω από το καφενείο στέκουνταν ένας ορθόκορμος γέρος, κουκουλομάτης, με αυστηρή συγκεντρωμένη φυσιογνωμία, με αιτίσια μύτη, με αρχοντικό θώρι. Ήταν ο Μαυραντώνης, ο
δημογέροντας, που μας είχε νοικιάσει το λιγνίτη. Είχε περάσει χτες από της μαντάμ Ορτάνς για να μας πάρει σπίτι του.
- Είναι μεγάλη ντροπή, είπε, να μένετε στο χάνι, σα να μην είχε ανθρώπους το χωριό.
Ήταν σοβαρός και ακριβομίλητος, αληθινός άρχοντας. Αρνηθήκαμε· πειράχτηκε, μα δεν επέμενε.
- Έκαμα το χρέος μου, είπε κι έφυγε.
Σε λίγο μας έστειλε δυο κεφάλια τυρί, ένα κοφίνι ρόδια, ένα κιουπάκι σταφίδες και ξερά σύκα και μιαν νταμιζάνα ρακή.
- Ορίστε ένα χαιρετισμό από τον καπετάν Μαυραντώνη, είπε ο φαμέγιος ξεφορτώνοντας το γαϊδουράκι· λίγο πράμα, λέει, και πολλή αγάπη!
Χαιρετήσαμε τον προεστό του χωριού με περίσσια εγκάρδια λόγια.
- Πολλά τα έτη σας! είπε απλώνοντας την παλάμη στο στήθος.
Κι άλλο δε μίλησε.
- Δε θέλει πολλές κουβέντες, μουρμούρισε ο Ζορμπάς· στυφός άνθρωπος.
- Περήφανος, είπα εγώ μου αρέσει.
Φτάναμε πια· τα ρουθούνια του Ζορμπά έπαιζαν χαρούμενα. Η μαντάμ 'Ορτάνς, ως μας αγνάντεψε από το κατώφλι, έσυρε χαρούμενη φωνή και μπήκε μέσα.
Ο Ζορμπάς έστρωσε το τραπέζι στην αυλή, κάτω από τη μαδημένη κληματαριά. Έκοψε μεγάλες φέτες ψωμί, έφερε κρασί, έβαλε τα πιάτα και τα κουταλοπίρουνα. Στράφηκε, με κοίταξε με πονηριά, μου 'γνεψε κατά το τραπέζι: είχε βάλει τρία σερβίτσια!
- Κατάλαβες, αφεντικό; μου σφύριξε στο αυτί.
- Κατάλαβα, αποκρίθηκα· κατάλαβα, γερο-κολασμένε!
- Η γριά κότα έχει το ζουμί, είπε γλείφοντας τα χείλια του· κάτι ξέρω.
Πηγαινοέρχουνταν σβέλτος, τα μάτια του πετούσαν σπίθες, σιγομουρμούριζε παλιούς αμανέδες.
- Αυτό θα πει ζωή, αφεντικό· ζωή και κότα, έλεγε. Να, τώρα ενεργώ σα να ‘ταν να πέθαινα ετούτη τη στιγμή· και βιάζουμαι να μην τα κακαρώσω πριν να φάω την κότα.
- Κοπιάστε στο τραπέζι! πρόσταξε η μαντάμ Ορτάνς.
Σήκωσε το τσουκάλι κι ήρθε να το απιθώσει μπροστά μας. Μα απόμεινε με το στόμα ανοιχτό· είχε πάρει το μάτι της τα τρία σερβίτσια. Κατακοκκίνισε από την ευχαρίστηση· κοίταξε το Ζορμπά, και τα ξινά γαλάζα ματάκια της έπαιξαν.
- Πήραν φωτιά τα μπατζάκια της, μου κάνει σιγά ο Ζορμπάς.
Ύστερα, με μεγάλη ευγένεια, στράφηκε στη μαντάμα:
Πεντάμορφη νεράιδα του γιαλού, είπε, είμαστε καραβοτσακισμένοι και μας έριξε η θάλασσα στο βασίλειό σου· καταδέξου να φας μαζί μας, γοργόνα μου!
Η γριά σαντέζα ανοιγοσφάληξε τη φαρδιάν αγκάλη, σα να θελε να μας πάρει μέσα και τους δυο, κουναροσειστηκε κι ακράγγιξε με περιπάθεια πρώτα το Ζορμπά κι ύστερα εμένα και γουργουρίζοντας έτρεξε στην κάμαρά της· σε λίγο νάτη, κατάφτασε, σεινάμενη κουνάμενη, με την πιο καλή της τουαλέτα: ένα παλιό πράσινο βελούδο καταξεφτισμένο, με κίτρινα λιωμένα σιρίτια· το στήθος έμενε φιλόξενα ανοιχτό, κι είχε καρφώσει στη διχάλα ένα ξεφουντωμένο πάνινο τριαντάφυλλο. Στο χέρι της κρατούσε το κλουβί με τον παπαγάλο και το κρέμασε αντίκρα της στην κληματαριά.
Τη βάλαμε και κάθισε στη μέση ο Ζορμπάς δεξιά, εγώ αριστερά της.
Πέσαμε κι οι τρεις με τα μούτρα στο φαΐ. Κάμποση ώρα δε βγάζαμε άχνα· ταΐζαμε με βιάση το γαϊδουράκι μας, το ποτίζαμε κρασί, γίνουνταν γρήγορα η θροφή αίμα, τα σωθικά στέριωναν, ο κόσμος ομόρφαινε, κι η γυναίκα δίπλα μας όλο και γινουνταν πιο νέα κι οι ζάρες της αφανίζουνταν. Κι ο παπαγάλος που κρέμουνταν αντίκρυ μας, πράσινος, με κίτρινο στήθος, έσκυβε και μας κοίταζε και μας φαίνουνταν πότε σα μικροσκοπικό μαγεμένο ανθρωπάκι και πότε σαν την ψυχή της γριάς σαντέζας, με την ίδια πρασινοκίτρινη τουαλέτα. Κι απάνω από τα κεφάλια μας η ξεφυλλισμένη κληματαριά πέταξε ξαφνικά κάτι μεγάλα μαυρόρωγα σταφύλια.
Ο Ζορμπάς ένωσε τα χέρια, σα ν' αγκάλιαζε τον κόσμο.
- Μπρε, τι 'ναι ετούτο; φώναξε σαστισμένος. Πίνεις ένα ποτηράκι κρασί, κι ο κόσμος τα χάνει. Μωρέ, τι 'ναι η ζωή, αφεντικό; Στο Θεό σου, σταφύλια είναι αυτά που κρέμουνται από πάνω μας, αγγέλοι είναι, δεν ξεχωρίζω. Ή δεν είναι τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα, μήτε κότα, μήτε νεράιδα, μήτε Κρήτη; Μίλα, αφεντικό, μίλα, μην παλαβώσω!
Ο Ζορμπάς είχε έρθει στο κέφι· τέλειωσε με την κότα, κοίταζε τώρα τη μαντάμ Ορτάνς με λαιμαργία. Τα μάτια του χιμούσαν απάνω της, ανέβαιναν, κατέβαιναν, τρύπωναν στο παραφουσκωμένο στήθος και το έψαχναν, σα χέρια. Έλαμπαν και τα ματάκια της κυράς μας, αγαπούσε το κρασάκι κι είχε σουρώσει κάμποσο. Και το σκανταλιάρικο δαιμόνιο του αμπελιού την είχε γυρίσει πίσω στα παλιά, είχε γινει πάλι τρυφερή, ανοιχτόστηθη, ανοιχτόκαρδη, σηκώθηκε, αμπάρωσε την ξώπορτα, να μην τη βλέπουν οι χωριανοί - το «άγκριος άντρωπος», όπως τους έλεγε -άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να βγάζει καπνούς δαχτυλίδια η ανασηκωμένη φραντσέζικη μυτίτσα.
Τέτοιες στιγμές όλες οι πόρτες της γυναίκας είναι ανοιχτές, οι φρουροί έχουν αποκοιμηθεί κι ένας καλός λόγος είναι παντοδύναμος, σαν το χρυσάφι ή σαν τον έρωτα.
Άναψα λοιπόν την πίπα μου κι είπα τον καλό λόγο:
- Μου θυμίζεις, να σαι καλά, μαντάμ Ορτάνς, τη Σάρα Μπερνάρ… όταν ήταν νέα. Τέτοια κομψότητα, χάρη, ευγένεια και τέτοια ομορφιά δεν περίμενα στον άγριο ετούτον τόπο. Ποιος Σαιξπήρος σ' έστειλε ανάμεσα εδώ στους ανθρωποφάγους;
- Σαιξπήρος; έκαμε ανοίγοντας τα ξεβαμμένα ματάκια της· τι Σαιξπήρος;
Ο νους της πέταξε ψαχουλεύοντας στα θέατρα που είδε, έκαμε μια βόλτα στα καφέ σαντάν, από το Παρίσι ίσαμε το Μπερούτι, από κει γιαλό γιαλό στην Ανατολή, και ξάφνου θυμήθηκε - στην Αλεξάντρεια, μεγάλη σάλα, με πολυέλεους και βελουδένια καθίσματα, πλήθος άντρες και γυναίκες, γυμνές πλάτες, μυρωδιές, λουλούδια, κι άξαφνα άνοιξε η αυλαία και φάνηκε ένας φοβερός αράπακας…
- Τι Σαιξπήρος; έκαμε πάλι, χαρούμενη που επιτέλους θυμήθηκε· αυτός που τόνε λένε κι Οθέλο;
- Αυτός. Ποιος Σαιξπήρος σ' έριξε, κυρά μου, στο άγριο ετούτο ακρογιάλι;
Κοίταξε γύρα της· οι πόρτες σφαληχτές, ο παπαγάλος κοιμόταν, τα κουνέλια έκαναν έρωτα, ήμασταν μόνοι. Κι άρχισε να μας ανοίγει την καρδιά της, όπως ανοίγουμε ένα παλιό σεντούκι, γεμάτο μπαχαρικά, κιτρινιασμένα ραβασάκια, παλιές τουαλέτες…
Μιλούσε τα ρωμαίικα τσάτρα πάτρα, μπέρδευε τις συλλαβές, ήθελε να πει ναύαρχος κι έλεγε νάβρακος και την επανάσταση την έλεγε ανάσταση. Όμως, ας είναι καλά το κρασί, τέλεια την καταλαβαίναμε, και πότε με βιας κρατούσαμε τα γέλια, πότε πάλι - το 'χαμε κιόλα τσούξει καμπόσο- μας έπαιρναν τα κλάματα.
- Λοιπόν (αυτά απάνω κάτω μας παραμυθολογούσε η γριά σειρήνα στην ευωδάτη αυλή της), λοιπόν, εγώ που βλέπετε ήμουν, αχ! μεγάλη και τρανή. Όχι, δεν ήμουν εγώ του καφέ αμάν· ήμουν φουμισμένη αρτίστα και φορούσα μεταξωτές κομπινεζόν με αληθινές δαντέλες. Μα ο έρωτας…
Αναστέναξε βαθιά. Κι άναψε καινούριο τσιγάρο από τη φωτιά του Ζορμπά.
- Αγάπησα ένα «Νάβρακο». Η Κρήτη είχε πάλι «ανάσταση» κι οι στόλοι άραξαν στη Σούδα. Ύστερα από λίγες μέρες άραξα κι εγώ. Ε μεγαλεία! Έπρεπε να βλέπατε τους τέσσερους «νάβρακους», Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας, και το Ρούσο· όλο χρυσάφι, λουστρίνι παπούτσι και φτερά στο κεφάλι. Σαν κοκόροι. Μεγάλοι κοκόροι, 60 και 70 οκάδες ο καθένας· με ξέκαμαν. Και τι γένια! Σγουρά, ολομέταξα· μαύρα, ξανθά, ψαρά, καστανά, και πως μύριζαν! Καθένας είχε και τη μυρωδιά τη δικιά του, κι έτσι τους ξεχώριζα τη νύχτα· ο Εγγλέζος μύριζε κολόνια, ο Φραντσέζος βιολέτα, ο Ρούσος μόσκο κι η Ιταλία, αχ! η Ιταλία τρελαίνουνταν για το πατσουλί. Τι γένια, Χριστέ και Παναγιά μου, τι γένια!
» Πολλές φορές καθόμασταν κι οι πέντε στη «ναβρακίδα» και μιλούσαμε για την «ανάσταση», ντεκολτέ όλοι. Εγώ μ' ένα μεταξωτό πουκαμισάκι που κολνούσε απάνω μου, γιατί μου το περέχυναν σαμπάνια. Καλοκαίρι, βλέπεις. Μιλούσαμε λοιπόν για την «ανάσταση», σοβαρές κουβέντες, κι εγώ έπιανα τα γένια και τα παρακαλούσα να μη βομβαρδίζουν τα καημένα τα Κρητικάκια. Τα βλέπαμε με τα κιάλια, απάνω σ' ένα βράχο, κοντά στα Χανιά μικρά μικρά σα μερμήγκια, με κάτι βρακάκια γαλάζα και κίτρινες μπότες. Και φώναζαν, φώναζαν ζήτω! ζήτω! κι είχαν και μια σημαία…
Τα καλάμια που έκαναν φράχτη στην αυλή κουνήθηκαν. Η παλιά ναυαρχομάχα σταμάτησε τρομαγμένη· ανάμεσα από τα καλάμια μικρά παμπόνηρα μάτια σπίθισαν. Τα παιδιά του χωριού είχαν μυριστεί το γλέντι μας και παρακάτσευαν.
Η σαντέζα έκαμε να σηκωθεί, μα δεν τα κατάφερε είχε φάει και πιει πολύ, κάθισε κάτω Ιδρωμένη. Ο Ζορμπάς άρπαξε από χάμω μιαν πέτρα· τα παιδιά σκόρπισαν γιουχαΐζοντας.
- Λέγε, κυρα-νεράιδα μου, λέγε, χρυσό μου! έκαμε ο Ζορμπάς, ζυγώνοντας την καρέκλα του.
- Έλεγα λοιπόν στον Ιταλό, που είχα και το περισσότερο θάρρος· του 'πιανα τα γένια και του 'λεγα: «Καναβάρο μου -έτσι τον έλεγαν- Καναβουράκι μου, μην κάμεις μπουμ! μπουμ! Μην κάμεις μπουμ! μπουμ!»
» Πόσες φορές εγώ που βλέπεις γλύτωσα τους Κρητικούς από το θάνατο! Πόσες φορές δεν ήταν τα κανόνια έτοιμα, κι εγώ κρατούσα τα γένια του «νάβρακου» και δεν τον άφηνα να κάμει μπουμ! μπουμ! Μα ποιος μου χρωστάει χάρη; «Αν είδατε σεις παράσημο, είδα κι εγώ…
Θύμωσε η μαντάμ Ορτάνς για την άχαριστια των ανθρώπων, χτύπησε τη γροθίτσα της τη μαλακιά, τη ζαρωμένη, στο τραπέζι. Κι ο Ζορμπάς άπλωσε στ' ανοιγμένα, πολυδουλεμένα γόνατα και τ' άρπαξε, τάχατε απάνω στη συγκίνηση, και φώναξε:
- Μπουμπουλίνα μου, να σε χαρώ, μην κάμεις μπουμ! μπουμ!
- Κάτω τα ξερά σου! έκαμε η κυρά μας χιχιρίζοντας· για ποια με πήρες, καλέ;
Και του 'ριξε μιαν τρυφερή ματιά.
- Υπάρχει Θεός, έλεγε ο παμπόνηρος γεροξούρης, μη μου στενοχωριέσαι, Μπουμπουλίνα μου! Υπάρχει Θεός· εδώ είμαστε κι εμείς· μην αναστενάζεις.
Σήκωσε, η γριά φραντσέζα τα ξινισμένα μπλάβα ματάκια της στον ουρανό, μα είδε τον παπαγάλο της που κοιμόταν στο κλουβί του, καταπράσινος.
- Καναβάρο μου, Καναβουράκι μου, γουργούρισε ερωτικά.
Κι ο παπαγάλος γνώρισε τη φωνή, άνοιξε τα μάτια, γαντζώθηκε από τα σύρματα του κλουβιού κι άρχισε να φωνάζει με βραχνή φωνή ανθρώπου που πνίγεται:
Καναβάρο! Καναβάρο!
- Παρών! φώναξε ο Ζορμπάς κι άπλωσε πάλι το χέρι στα πολυδουλεμένα γόνατα, σα να θελε να κάμει κατοχή.
Η γριά σαντέζα τρίφτηκε στην καρέκλα κι άνοιξε πάλι το ζαρωμένο στοματάκι:
- Πολέμησα κι εγώ, στήθος με στήθος, παλικαρίσια. Μα ήρθαν κι οι κακές μέρες· η Κρήτη λευτερώθηκε, οι στόλοι πήραν διαταγή να φύγουν. «Τι θ' απογίνω εγώ -ξεφώνιζα κι έπιανα τα τέσσερα γένια. Πού θα με αφήσετε; Συνήθισα στα μεγαλεία, συνήθισα στις σαμπάνιες και στα κοτόπουλα, συνήθισα στα ναυτάκια που μου κάναν σχήμα, στα κανόνια που με κοίταζαν, να τα χαρώ! έτσι, πλαγιαστά, γεμάτα, σαν άντρες! ΤΙ θ' απογίνω εγώ, τέσσερεις φορές χήρα, «νάβρακοί» μου;»
» Κι αυτοί γελούσαν - αχ, οι άντρες! -με γέμισαν λίρες εγγλέζικες, λιρέτες, ρούβλια και φράγκα. Έβαλα στις κάλτσες μου και στον κόρφο μου και στα σκαρπινάκια. Κι έκλαιγα την τελευταία βραδιά και φώναζα. Κι οι «νάβρακοι» με λυπήθηκαν, γέμισαν την μπανιέρα σαμπάνια, με βούτηξαν μέσα κι έκανα μπροστά τους το μπάνιο μου -είχαμε βλέπεις, το θάρρος - κι ύστερα βουτούσαν μέσα τα ποτήρια κι ήπιαν όλη τη σαμπάνια, καλή τους ώρα! Και μέθυσαν κι έσβησαν τα φώτα…
» Το πρωί μύριζα όλη, πατωσιές πατωσιές, βιολέτα, κολόνια, μόσκο και πατσουλί. Και τις τέσσερεις μεγάλες Δυνάμες -την Αγγλία, τη Ρουσία, τη Γαλλία, την Ιταλία- τις κρατούσα εδώ, εδώ στον κόρφο μου και τις έπαιζα, να, έτσι!
Κι άνοιγε η, μαντάμ Ορτάνς τα κοντουλά παχουλά βραχιόνια της, και τ’ ανέβαζε, τα κατέβαζε, σα να ταχτάριζε στα γόνατά της μωρό.
- Να, έτσι, έτσι! Κι άμα ξημέρωσε, άρχισαν οι κανονιές, σας ορκίζουμαι στην τιμή μου, άρχισαν οι κανονιές, και με πήρε μια άσπρη βάρκα με δώδεκα κουπιά και μ' έβγαλε έξω στα Χανιά…
Έπιασε το μαντιλάκι της κι άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα.
- Μπουμπουλίνα μου, φώναξε ο Ζορμπάς κατασυγκινημένος, κλείσε τα ματάκια σου… Κλείσε τα ματάκια σου, χρυσό μου· εγώ είμαι ο Καναβάρο!
- Κάτω τα ξερά σου, σου λέω! έγρουξε πάλι η κυρά μας ναζλιδικα. Ορίστε μούτρα! Που 'ναι οι χρυσές σπαλέτες, το τρικαντό, τα μυρωδάτα γένια; Αχ! Αχ!
Έσφιξε γλυκά το χέρι του Ζορμπά κι άρχισε πάλι να κλαίει.
Δρόσισε. Σωπάσαμε. Η θάλασσα πέρα από τα καλάμια αναστέναξε τώρα ήσυχα, τρυφερά. Ο αγέρας είχε πέσει, ο ήλιος βασίλεψε. Δυο καλοθρεμμένα κοράκια πέρασαν από πάνω μας, και τα φτερά τους σούριξαν σα να σκίστηκε μεταξωτό πανί - το μεταξωτό πουκάμισο, να πούμε, μιας σαντέζας.
Το σούρουπο έπεφτε χρυσή σκόνη και πασπάλιζε την αυλή. Το τσουλούφι της μαντάμ Ορτάνς πήρε φωτιά και κουνιόταν βίαια στο βραδινό αγεράκι, σα να θελε να φύγει, να μεταδώσει την πυρκαγιά στ' αντικρινά κεφάλια. Τα μεσανοιγμένα στήθη της, τ' ανοιγμένα γεροντόπαχα γόνατά της, οι ζάρες του λαιμού της, τα ξεπατωμένα γοβάκια της γέμισαν χρυσάφι.
Η γριά μας σειρήνα ανατρίχιασε. Μεσόκλεισε τα κοκκινισμένα από τα δάκρυα και το κρασί ματάκια της, και πότε κοίταζε εμένα, πότε το Ζορμπά, που με στεγνά τραγίσια χείλια αποκρεμιόταν στον κόρφο της. Μας κοίταζε και τους δυο ερωτηματικά - είχε σκοτεινιάσει πια για καλά - και προσπαθούσε να χωρίσει ποιος από τους δυο μας είναι ο Καναβάρο.
- Μπουμπουλίνα μου, της γουργούριζε με περιπάθεια ο Ζορμπάς, κι είχε τώρα καβαλικέψει το γόνατό του το γόνατό της· δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει διάολος, μη μου στενοχωριέσαι. Σήκωσε το κεφαλάκι σου, ακούμπησε το χεράκι σου στο μάγουλο και τράβα τον αμανέ, να πεθάνει ο Χάρος!
Ο Ζορμπάς είχε πάρει φωτιά! Με το δεξό του χέρι έστριβε το μουστάκι του, κι άπλωνε το ζερβό του στη ζαλισμένη σαντέζα. Μιλούσε με κομμένη αναπνοή και τα μάτια του είχαν γλαρώσει. Σίγουρα δεν έβλεπε τώρα πια μπροστά του τη βαμμένη ετούτη μπαλσαμωμένη γριά, παρά αλάκερο το «θηλυκό γένος», όπως συνήθιζε να λέει τη γυναίκα. Η ατομικότητα αφανίζουνταν, το πρόσωπο χάνουνταν, νέα ή σαράβαλο, όμορφη ή άσκημη, καταντούσαν παραλλαγές ασήμαντες· πίσω από κάθε γυναίκα ορθώνουνταν αυστηρό, ιερό, γεμάτο μυστήριο, το πρόσωπο της Αφροδίτης.
Αυτό το πρόσωπο έβλεπε ο Ζορμπάς, με αυτό μιλούσε, αυτό,λαχτάριζε, κι η μαντάμ Ορτάνς ήταν μονάχα μια εφήμερη διάφανη μάσκα· κι ο Ζορμπάς την έσκιζε για να φιλήσει το αιώνιο στόμα.
- Σήκωσε το χιονάτο λαιμό σου, χρυσό μου, ξανάρχιζε παρακλητικιά, λαχανιασμένη η φωνή του· σήκωσε το χιονάτο λαιμό σου, τράβα τον αμανέ!
Κι η γριά σαντέζα ακούμπησε το πολυπλάνητο, σκασμένο από τις μπουγάδες χέρι στο μάγουλό της και τα ματάκια της λιγώθηκαν· έσυρε μια θλιβερή αγριοφωνάρα κι άρχισε το αγαπημένο της, χιλιοειπωμένο της τραγούδι, κοιτάζοντας -είχε πια κάμει την εκλογή της- με λιγωμένα μάτια το Ζορμπά:
«Εις το ρεύμα της ζωής μου
διατί να σε απαντήσω…»
Κι ο Ζορμπάς τινάχτηκε, έφερε από μέσα το σαντούρι, κάθισε διπλοπόδι χάμω, το γδυσε, το απίθωσε απάνω στα γόνατά του, άπλωσε τις χερούκλες του.
- Ώχου! Ώχου! μούγκρισε· πάρε μαχαίρι, σφάξε με, Μπουμπουλίνα μου!
Κι όταν άρχισε να πέφτει η νύχτα και κατρακύλησε στον ουρανό ο Αποσπερίτης κι ακούστηκε η συνένοχη μαυλιστική φωνή του σαντουριού, η μαντάμ Ορτάνς, παραγεμισμένη με κότα και ρύζι και μύγδαλα καβουρντισμένα και κρασί, έγειρε βαριά στον ώμο του Ζορμπά κι αναστέναξε. Τρίφτηκε αλαφριά στις κοκαλιάρικές του πλάτες, χασμουρήθηκε, αναστέναξε πάλι.
Ο Ζορμπάς μου 'γνεψε· χαμήλωσε τη φωνή:
- Ανάψαν τα μπατζάκια της, αφεντικό· φεύγα!
IV
Ξημέρωσε ο θεός, άνοιξα τα μάτια κι είδα αντίκρα μου το Ζορμπά να κάθεται διπλοπόδι στην άκρα του κρεβατιού του και να καπνίζει, σε βαθιά συλλογή. Κρατούσε στυλωμένα τα μικρά στρογγυλά του μάτια στο φεγγίτη μπροστά του, που είχε αρχίσει να γαλαχτώνεται από το φως της αυγής. Τα μάτια του ήταν πρησμένα, ο γυμνός λαιμός του ο κοκαλιάρικος τανύζουνταν μακρουλός, ανώμαλος, σαν όρνιου.
Είχα τραβηχτεί ενωρίς χτες βράδυ από το γλέντι και τον είχα αφήσει μονάχο με τη γριά γοργόνα.
- Φεύγω, είπα, καλή διασκέδαση, Ζορμπά· και καλή δύναμη!
- Στο καλό, αφεντικό, έκαμε ο Ζορμπάς· άφησέ μας εμάς να βγάλουμε τα μάτια μας.
Φαίνεται θα τα ’βγαλαν, γιατί στον ύπνο μου σα ν' άκουσα σιγανά γουργουρητά, και μια στιγμή σα να σείστηκε η διπλανή κάμαρα κι ύστερα με πήρε πάλι ο ύπνος. Πέρα πια από τα μεσάνυχτα ένιωσα το Ζορμπά να μπαίνει ξυπόλυτος και να πέφτει στο στρώμα του ελαφριά ελαφριά, μη με ξυπνήσει.
Και τώρα, ξημερώματα, τον έβλεπα να κοιτάζει πέρα, κατά το φως, και το μάτι του δεν είχε ακόμα ανάψει· ένιωθες, ήταν βυθισμένος σε πηχτή αναγάλλια, δεν είχαν ακόμα μαδήσει από τα μελίγγια του οι φτερούγες του ύπνου. Ήσυχα, παθητικά, παραδίνουνταν σ' ένα μισοσκότεινο, αργοκίνητο σα μέλι, ποτάμι· κυλούσε ο κόσμος, χώματα, νερά, λογισμοί, άνθρωποι, κατά μια θάλασσα μακρινή, κυλούσε κι ο Ζορμπάς μαζί του, χωρίς να φέρει αντίσταση, χωρίς να ρωτάει, ευτυχισμένος.
Το χωριό άρχιζε να ξυπνάει- βουή ανάκατη από κοκόρια, γουρούνια, γαϊδούρια, ανθρώπους. Έκαμα να τιναχτώ από το κρεβάτι, να φωνάξω: «Ε Ζορμπά, σήμερα έχουμε δουλειά!» μα ένιωθα κι εγώ πολλήν ευδαιμονία έτσι, αμίλητα, ακίνητα, να παραδίνουμαι στις αβέβαιες, ροδόφωτες υποβολές της αυγής. Όλη η ζωή στις μαγικές ετούτες στιγμές φαντάζει ανάλαφρη σαν πούπουλο, κι η γης απηχτη, αναφούφουδη, σα σύννεφο που όλο κι αλλάζει μορφή και μεταπλάθεται στο φύσημα του ανέμου.
Έβλεπα το Ζορμπά να καπνίζει, ζούλεψα· άπλωσα το χέρι, πήρα την πίπα μου. Την κοίταξα με συγκίνηση· μου την είχε χαρίσει ο φίλος μου με τα γκριζοπράσινα μάτια, με τ' αρχοντικά μασουροδάχτυλα χέρια. Χρόνια τώρα, στην ξενιτιά, ένα μεσημέρι· είχε τελειώσει τις σπουδές του, έφευγε το βράδυ εκείνο για την Ελλάδα. «Παράτα το τσιγάρο –μου 'πε- το ανάβεις, το καπνίζεις το μισό, το πετάς· σαν τις γυναίκες του δρόμου. Ντροπής πράματα. Παντρέψου την πίπα· ετούτη είναι η γυναίκα η πιστή· σα θα γυρίζεις σπίτι, αυτή θα σε περιμένει ασάλευτη. Και κοίταζε τον καπνό να δαχτυλιδώνεται στον αγέρα -να με θυμάσαι!»
Ήταν μεσημέρι, βγαίναμε από ένα μουσείο του Βερολίνου, όπου είχε πάει ν αποχαιρετήσει τον αγαπημένο του «Πολεμιστή» του Ρέμπραντ, με το αψηλό προύντζινο κράνος, με τα χλωμά λιωμένα μάγουλα, με την αποφασιστικιά, θλιμμένη ματιά. «Αν θα κάνω ποτέ μια γενναία πράξη στη ζωή μου -μουρμούρισε κοιτάζοντας τον απροσκύνητο, ανέλπιδο πολεμιστή-σε τούτον εδώ θα το χρωστώ…»
Βγήκαμε έξω, ακουμπήσαμε σε μιαν κολόνα στην αυλή του Μουσείου· αντίκρα μας ένα μαυρισμένο χάλκινο άγαλμα –μια γυμνή αμαζόνα που καβαλικεύει με άφραστη χάρη και σιγουράδα ένα γυμνό άλογο κάποιο μικρό γκρίζο πουλί, μια σουσουράδα, κάθισε μια στιγμή στο κεφάλι της. αμαζόνας, κούνησε βιαστικά την ουρά, σφύριξε δυο τρεις φορές περιγελαστικά, κι έφυγε.
Ανατρίχιασα· κοίταξα το φίλο μου: «Άκουσες το πουλί; ρώτησα· σαν κάτι να μας είπε κι έφυγε. -Πουλάκι 'ναι κι ας κελαηδεί, πουλάκι 'ναι κι ας λέει!» αποκρίθηκε ο φίλος μου και χαμογέλασε.
Πώς ανέβηκε σήμερα πρωί πρωί στο κρητικό ετούτο ακρογιάλι η μακρινή στιγμή εκείνη και ξεχείλισε πικρά το νου μου!
Γέμισα αγάλια την πίπα καπνό, άναψα.
Όλα έχουν ένα κρυφό νόημα στον κόσμο ετούτον, συλλογίστηκα. Όλα, άνθρωποι, ζώα, δέντρα, άστρα, είναι ιερογλυφικά, και χαρά σ' εκείνον, αλίμονο σ' εκείνον, που αρχίζει να τα συλλαβίζει και να μαντεύει τι λένε… Τη στιγμή που τα βλέπεις δεν καταλαβαίνεις θαρρείς πως είναι άνθρωποι, ζώα, δέντρα, άστρα· μονάχα ύστερα από χρόνια, πολύ αργά, μπαίνεις στο νόημα.
Ο Πολεμιστής με το προύντζινο κράνος, ο φίλος μου που ακουμπούσε το θαμπό εκείνο μεσημέρι στην κολόνα, η σουσουράδα και τι μας είπε τιτυβίζοντας, κι ακόμα ο δημοτικός στίχος από το νεκρικό τραγούδι της Αρετής, όλα ετούτα, συλλογίζουμαι σήμερα, μπορεί να 'χουν κάποιο κρυφό νόημα μα ποιο;
Παρακολουθούσα τον καπνό να στρουφίζεται, να ξεστρουφίζεται μέσα στο μεσόφωτο, να παιχνιδίζει μια στιγμή γαλάζος, πολύπλοκος, και να χωνεύει αργά, να γίνεται αγέρας. Κι η ψυχή μου περιπλέκουνταν μαζί του, παιχνίδιζε και χάνουνταν κι ανέβαινε πάλι με τον καινούριο στρόβιλο του καπνού και ξαναχάνουνταν. Ώρα πολλή, και ζούσα κατάσαρκα, χωρίς τη μεσολάβηση του λογικού, με άφραστη βεβαιότητα, την αρχή, την ακμή και την εξαφάνιση του κόσμου. Βυθίζουμουν πάλι, μα χωρίς τώρα τις παραπλανητικές λέξες και τα ξετσίπωτα σκοινοβατικά παιχνίδια του νου, στο Βούδα. Ετούτος ο καπνός είναι η ουσία της διδασκαλίας του, ετούτα τα εφήμερα μεταπλαθόμενα σχήματα είναι η ζωή που καταλήγει, ήσυχη, αθόρυβη, ευτυχισμένη, στη γαλάζα νιρβάνα… Δεν έκανα συλλογισμούς, δε μάχουμουν να βρω τίποτα, δεν είχα καμιά αμφιβολία· ζούσα τη βεβαιότητα.
Στέναξα σιγά. Και σα να μ' έφερε ο στεναγμός αυτός στην τωρινή στιγμή, κοίταξα κι είδα γύρα μου την άθλια σανιδένια καμπίνα, ένα μικρό καθρεφτάκι που κρέμουνταν δίπλα μου στον τοίχο κι είχε πέσει απάνω του η πρώτη αχτίδα και πετούσε σπίθες κι αντίκρα μου, απάνω στο στρώμα του, ανακαθιστός ο Ζορμπάς μου είχε γυρισμένη την πλάτη και κάπνιζε.
Και μονομιάς ξεπετάχτη μέσα μου, με όλες τις τραγικές, κωμικές της περιπέτειες, η χτεσινή μέρα. Μυρωδιές ξεθυμασμένης βιολέτας -βιολέτας, κολόνιας, μόσκου και πατσουλί· κι ένας παπαγάλος, μια ανθρώπινη ψυχή που 'γινε παπαγάλος και χτυπούσε τα φτερά στο σιδερένιο κλουβί και φώναζε· και μια γριά μαούνα που 'χε απομείνει από ολόκληρο στόλο κι αναθίβανε παμπάλαιες ναυμαχίες…
Ο Ζορμπάς άκουσε το στεναγμό μου, τίναξε το κεφάλι, στράφηκε:
- Κακά φερθήκαμε, μουρμούρισε κακά φερθήκαμε, αφεντικό. Γέλασες, γέλασα κι εγώ, και μας είδε η κακομοίρα! Κι έτσι που έφυγες χωρίς να της ριχτείς, σα να ’ταν χιλίων χρονών μπαμπόγρια, τι ντροπή! Δεν είναι αυτά ευγένεια αφεντικό, δε φέρνουνται έτσι οι άνθρωποι, όχι, και να με συμπαθάς! Γυναίκα είναι, μαθές, αδύνατο πλάσμα, παραπονιάρικο. Πάλι καλά που απόμεινα εγώ να την παρηγορήσω.
- Μα τι 'ναι αυτά, Ζορμπά, είπα γελώντας· με τα σωστά σου θαρρείς πώς κάθε γυναίκα δεν έχει άλλο πράμα στο νου της;
- Όχι δεν έχει άλλο πράμα στο νου της, αφεντικό. Άκου με εμένα που είδα κι έπαθα κι έκαμα πολλά κι έβαλα ας πούμε γνώση. Η γυναίκα δεν έχει άλλο πράμα στο νου της, είναι άρρωστο πράμα, σου λέω, παραπονιάρικο. Αν δεν της πεις πως την αγαπάς και πως τη θες, αρχίζει τα κλάματα. Μπορεί να μη σε θέλει καθόλου, να σε σιχαίνεται μάλιστα, μπορεί να σου πει όχι· άλλο πράμα αυτό. Μπορεί. Μα θέλει πάντα όποιος τη δει να την πεθυμήσει. Αυτό θέλει η κακομοίρα, κάμε της λοιπόν το χατίρι!
» Εγώ είχα μια γιαγιά, θα ’ταν ογδόντα χρονών. Τα ιστορικά αυτής της γριάς είναι σωστό παραμύθι. Ας είναι, άλλο τροπάρι… Θα ’ταν τότε ως ογδόντα χρονών, κι αντίκρα στο σπίτι μας κάθουνταν μια κοπέλα όμορφη, σαν το κρύο το νερό, και την έλεγαν Κρουστάλλω. Κάθε Σαββατόβραδο εμείς τα ξεπεταρούδια του χωριού πίναμε, ερχόμασταν στο κέφι, περνούσαμε ένα κλωνί βασιλικό στο αυτί μας, έπαιρνε ένας εξάδερφός μου τον ταμπουρά και της κάναμε καντάδα. Πάθος, σεβντάς, μουγκρίζαμε σα βουβάλια. Όλοι τη θέλαμε, και πηγαίναμε κάθε Σαββατόβραδο, κοπάδι, να διαλέξει.
» Ε λοιπόν, θα το πιστέψεις, αφεντικό; Μυστήριο φοβερό η γυναίκα, κι έχει μιαν πληγή που δεν κλείνει ποτέ της. Όλες οι πληγές κλείνουν, αυτή δεν κλείνει, και μην ακούς, ποτέ της. Τι πως είναι ογδόντα χρονών η γυναίκα; Η πληγή ανοιχτή.
» Κάθε Σάββατο λοιπόν η γριά τραβούσε το μεντέρι της στο παραθύρι, έπαιρνε κρυφά το καθρεφτάκι, και δώστου χτένιζε όσα μαλλιά της είχαν απομείνει και τα κανε χωρίστρα. Κοίταζε γύρα κλεφτά, μην τη βλέπουμε κι όταν κανένας μας ζύγωνε, μαζώνουνταν ήσυχη σα φραγκοπαναγιά κι έκανε ταχατε την κοιμισμένη. Μα που να κοιμηθεί! Περίμενε την καντάδα. Ογδόντα χρονών! Καταλαβαίνεις τι μυστήριο η γυναίκα, αφεντικό; Εμένα μου 'ρχουνται τώρα τα κλάματα. Μα τοτε ήμουν σερσέμης, δεν καταλάβαινα και γελούσα. Μια μέρα φούρκισα μαζί της, γιατί με μάλωνε που κυνηγούσα τις κοπέλες, και της τα ψαλα κι εγώ καλά ένα χεράκι: «Τι μου τρίβεις με καρυδόφυλλο τα χείλια κάθε Σάββατο και μου κάνεις χωρίστρα; Θαρρείς για σένα κάνουμε καντάδα; Εμείς την Κρουστάλλω θέμε· εσύ μυρίζεις λιβάνι!»
» Θα το πιστέψεις, αφεντικό; Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά τι θα πει γυναίκα. Δυο πύρινα δάκρυα πετάχτηκαν από τα μάτια της γιαγιάς μου. Κουλουριάστηκε σα σκύλα κι έτρεμε το κατωσάγονό της. «Την Κρουστάλλω, φώναξα εγώ και τη ζύγωσα, ν' ακούσει καλύτερα· την Κρουστάλλω!» Άγριο πράμα είναι η νιότη, απάνθρωπο, γιατί δεν καταλαβαίνει. Η γιαγιά μου σήκωσε τα ξυλιασμένα χέρια της στον ουρανό: «Την κατάρα μου να χεις από τα φύλλα της καρδιάς!» φώναξε. Κι από τη μέρα εκείνη η κακομοίρα η γιαγιά μου πήρε την κάτω βόλτα. Μαράζωσε, κι ύστερα από δυο μήνες έπεσε του θανατά. Την ώρα που ψυχομαχούσε με πήρε το μάτι της· φύσηξε σαν τη χελώνα κι άπλωσε το ξερό της να με αρπάξει: «Εσύ μ' έφαες, σούριξε, εσύ μ' έφαες, αναθεματισμένε Αλέξη. Την κατάρα μου να χεις, κι ο,τι έπαθα, να το πάθεις!»
Ο Ζορμπάς γέλασε.
- Η κατάρα,της γριάς βάβως έπιασε! είπε χαδεύοντας τα μουστάκια του. Έχω πατήσει, θαρρώ, τα εξήντα πέντε, μα εκατό χρονών να γίνω, γνώση δε θα βάλω· θα χω ακόμα ένα καθρεφτάκι στην τσέπη μου και θα κυνηγώ το θηλυκό γένος.
Γέλασε πάλι· πέταξε το τσιγάρο του από το φεγγίτη, αποταυρίστηκε.
- Έχω πολλά κουσούρια, είπε, μα αυτό θα με φάει!
Πήδηξε από το στρώμα του:
- Ας τ' αφήσουμε αυτά· πολλά είπαμε. Σήμερα, δουλειά! Ντύθηκε γρήγορα γρήγορα, έβαλε τα χοντροπάπουτσά του, πετάχτηκε όξω στην αυλή.
Έσκυψα το κεφάλι στο στήθος, αναμαυλούσα τα λόγια του Ζορμπά, και ξαφνικά ανέβηκε στο νου μου μια μακρινή χιονισμένη πολιτεία, κι εγώ στέκουμουν και κοίταζα σε μιαν έκθεση του Ροντέν ένα τεράστιο προύντζινο χέρι, το «Χέρι του Θεού». Η απαλάμη ήταν μισοκλεισμένη, και μέσα στην απαλάμη, αλλοπαρμένοι, παλεύοντας, έσμιγαν ένας άντρας. και μια γυναίκα.
Μια κοπέλα ζύγωσε και στάθηκε δίπλα μου κοίταζε κι αυτή, ταραγμένη, το ανησυχαστικό αιώνιο σύμπλεγμα. Ήταν λιγνή, καλοδεμένη, με ξανθά πυκνά μαλλιά, δυνατό σαγόνι, φτενα σπαθάτα χείλη. Είχε κάτι το αποφασιστικό και το αντρίκιο. Κι εγώ που οχτρεύουμαι να πιάνω εύκολες κουβέντες, δεν ξέρω ποιο χέρι μ' έσπρωξε, στράφηκα και της μίλησα:
- Τι συλλογιέστε; τη ρώτησα.
- Να μπορούσε κανείς να ξεφύγει! μουρμούρισε με πείσμα.
- Πού να πάει; Το χέρι του Θεού είναι παντού. Σωτηρία δεν υπάρχει. Λυπάστε;
- Όχι. Μπορεί ο έρωτας να 'ναι η πιο σφοδρή χαρά απάνω στη γης. Μπορεί. Μα τώρα που βλέπω το προύντζινο αυτό χέρι, θα θελα να ξεφύγω.
- Προτιμάτε τη λευτεριά;
- Ναι.
- Κι αν τότε μονάχα είμαστε ελεύτεροι, όταν υπακούμε στο προύντζινο χέρι; Αν η λέξη «Θεός» δεν έχει την πρόχειρη έννοια που το πλήθος της δίνει;
Με κοίταξε ανήσυχη. Τα μάτια της ήταν γκρίζα μεταλλικά, τα χείλη της στεγνά και πικραμένα.
- Δεν καταλαβαίνω, είπε κι απομακρύνθηκε τρομαγμένη.
Χάθηκε. Από τότε πια ποτέ δεν ανέβηκε στο νου μου· όμως ζούσε φαίνεται μέσα μου και βύζαινε κάτω από την καταπαχτή του στήθους μου -και τώρα, στο έρημο ετούτο ακρογιάλι, πως πρόβαλε από το σπλάχνο μου, ανήλιαγη, χλομή παραπονεμένη!
Φέρθηκα άσκημα, έχει δίκιο ο Ζορμπάς· Καλή 'ταν αφορμή το προύντζινο αυτό χέρι, καλά είχε αρχίσει η πρώτη επαφή βολικά τα πρώτα λόγια, και μπορούσαμε σιγά σιγά, χωρίς κι οι δυο να το νιώσουμε, ή, κι αν το νιώθαμε, χωρίς να ντραπούμε, ν' αγκαλιαστούμε και να σμίξουμε ήσυχα στην απαλάμη του Θεού. Μα εγώ πήδηξα απότομα από τη γης στον ουρανό, κι η γυναίκα τρόμαξε κι έφυγε.
Ο γερο-κόκορας στην αυλή της μαντάμ Ορτάνς λάλησε· η μέρα πια έμπαινε κάτασπρη από το παραθυράκι· τινάχτηκα απάνω.
Οι εργάτες είχαν αρχίσει να καταφτάνουν και να βροντούν κάτω τις τσάπες τους, τους λοστούς και τους κασμάδες. Άκουσα το Ζορμπά να δίνει διαταγές· είχε κιόλα μπει στη δουλειά, κι έβλεπες τον άνθρωπο που ήξερε να προστάζει κι αγαπούσε την ευθύνη.
Πρόβαλα το κεφάλι από το φεγγίτη και τον είδα να στέκεται, πανύψηλος μαντράχαλος, ανάμεσα σε μιαν τριανταριά μαυριδερούς λιγνομεσάτους βρακάδες· το μπράτσο του απλώνουνταν προσταχτικό, τα λόγια του ήταν λίγα και σταράτα και μια στιγμή άρπαξε από το σβέρκο ένα νιούτσικο που μουρμούριζε και κοντοστέκουνταν.
- Έχεις να πεις τίποτα; του φώναξε· λέγε το δυνατά! Οι μουρμούρες δε μου αρέσουν. Η δουλειά θέλει κέφι· αν δεν έχεις, τράβα στον καφενέ!
Φάνηκε τη στιγμή αυτή η μαντάμ Ορτάνς· αναμαλλιάρα, φουσκομάγουλη, άβαφη, με βρώμικη φαρδιά πουκαμίσα, σούρνοντας κάτι μακριές ξεχαρβάλωτες κουντούρες. Έβηξε το βραχνό γαϊδουρόβηχα της γριάς σαντέζας· στάθηκε, κοίταξε με καμάρι το Ζορμπά· τα μάτια της θόλωσαν, ξανάβηξε πάλι για να την ακούσει και πέρασε κουνιστή, σουσουραδίζοντας, δίπλα από το Ζορμπά· παρά τρίχα και τον άγγιζε με το φαρδομάνικό της. Μα αυτός μήτε στράφηκε να τη δει. Πήρε από ένα εργάτη ένα κομμάτι κριθαροκουλούρα και μια φούχτα ελιές.
- Ομπρός, παιδιά, φώναξε, κάμετε το σταυρό σας· στο όνομα του Θεού!
Και τράβηξε την τσούρμα, με πλατιές δρασκελιές, γραμμή κατά το βουνό.
Δε θα στορήσω εδώ τις δουλειές του λιγνίτη αυτό θέλει υπομονή, κι εγώ δεν έχω. Είχαμε στεριώσει με καλάμια, με λυγαριές και γαζοτενεκέδες μιαν παράγκα κοντά στη θάλασσα· χαράματα ξυπνούσε ο Ζορμπάς, άρπαζε τον κασμά, πήγαινε ομπρός από τους εργάτες, άνοιγε μια γαλαρία, την παρατούσε, έβρισκε μια φλέβα λιγνίτη λαμπερό σαν πετροκάρβουνο, χόρευε από τη χαρά του· μα σε λίγες μέρες το φιλόνι χάνουνταν κι ο Ζορμπάς έπεφτε ανάσκελα κι έδινε χεροπόδαρα μούντζες στον ουρανό.
Είχε πάρει τη δουλειά κατάκαρδα· μήτε με ρωτούσε πια. Από τις πρώτες μέρες αλάκερη η έγνοια κι η ευθύνη μετατοπίστηκαν από τα χέρια μου στα χέρια του. Αυτός ανέλαβε ν' αποφασίζει και να εχτελει· εγώ μονάχα ανέλαβα να πλερώνω τα σπασμένα, χωρίς και μεγάλη στενοχώρια γιατί, το νιωθα καλά, οι μήνες ετούτοι θα ταν από τους πιο ευτυχισμένους της ζωής μου· κι έτσι, κάνοντας το λογαριασμό, ένιωθα πως την ευτυχία μου την αγόραζα πολύ φτηνά.
Ο παππούς μου, από τη γενιά της μητέρας μου, σ' ένα χωριό της Κρήτης, έπαιρνε κάθε βράδυ το φανάρι και γύριζε μια βόλτα το χωριό να δει μπας κι ήρθε κανένας ξένος· τον κουβαλούσε σπίτι, του 'δινε μπόλικα κι έτρωε κι έπινε, κάθουνταν έπειτα στο μεντέρι, άναβε το μακρύ τσιμπούκι, γυρνούσε προς το μουσαφίρη του -είχε φτάσει η ώρα της πλερωμής- και του 'λεγε προσταχτικά: «Λέγει. -Τι να πω, γερο-Μουστογιώργη; -Τι είσαι, ποιος είσαι, από που έρχεσαι, τι χώρες και χωριά είδαν τα μάτια σου· όλα, όλα να τα πεις. Εμπρός, λέγε!»
Κι άρχιζε ο μουσαφίρης να λέει αλήθειες και ψευτιές ανάκατα, κι ο παππούς μου κάπνιζε το τσιμπούκι κι άκουγε και ταξίδευε μαζί του, ήσυχα καθούμενος στο μεντέρι. Κι αν του άρεσε ο μουσαφίρης, του 'λεγε: «Θα μείνεις κι αύριο, δε φεύγεις. Έχεις κι άλλα να πεις.»
Δεν είχε ξεπορτίσει ποτέ ο παππούς μου από το χωριό του· μήτε στο Μεγάλο Κάστρο είχε πάει μήτε στο Ρέθεμνος. «Τι να πάω; έλεγε· από δω περνούν Ρεθεμνιώτες και Καστρινοί, έρχεται το Ρέθεμνος και το Κάστρο στο σπίτι μου, ας είναι καλά. Τι ανάγκη έχω να πάω εγώ;»
Συνεχίζω τώρα κι εγώ, εδώ στο κρητικό ακρογιάλι, το μεράκι του παππού μου. Βρήκα κι εγώ, σα να τον είχα ζητήσει με το φανάρι, ένα μουσαφίρη, δεν τον αφήνω να φύγει, μου κοστίζει πολύ πιο ακριβά από ένα δείπνο, μα το αξίζει. Κάθε βράδυ τον περιμένω να σκολάσει, τον βάζω να καθίσει αντίκρα μου, τρώμε, έρχεται η ώρα της πλερωμής, του λέω: «Λέγε!» Καπνίζω την πίπα μου κι ακούω· έχει πολύ γυρίσει τη γης ο μουσαφίρης ετούτος, έχει πολύ γυρίσει την ψυχή του ανθρώπου, δε χορταίνω να τον ακούω. «Λέγε, Ζορμπά, λέγε!»
Κι όλη η Μακεδονία ξανοίγεται μπροστά μου, απλώνεται στο μικρό χώρο ανάμεσα Ζορμπά κι εμένα, με τα βουνά, τα δάση και τα νερά της, τους κομιτατζήδες της, τις δουλευταρούδες αντρογυναίκες και τους τραχιούς μονοκόμματους άντρες… Και πότε το Αγιονόρος με τα είκοσι ένα μοναστήρια του και τους ταρσανάδες, και τους χοντρόκωλους κηφήνες. Ξετινάζει ο Ζορμπάς το γιακά του τελειώνοντας τις αγιορείτικες ιστορίες του, και λέει σπώντας στα γέλια: «Ο Θεός να σε φυλάει, αφεντικό, από τα πισινά του μουλαριού κι από τα μπροστινά του καλογέρου!»
Με σεριανάει κάθε βράδυ ο Ζορμπάς στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στην Πόλη, σφαλνώ τα μάτια και βλέπω. Έχει γυρίσει τα μπερδεμένα αυτά, πολυβασανισμένα Μπαλκάνια, και το μικρό του μάτι τα σβάρνισε όλα, γρήγορα, κοφτά, σα γερακιού. Γουρλώνει κάθε τόσο τα μάτια, πράματα, που τα 'χουμε εμείς συνηθίσει και τα προσπερνούμε αδιάφοροι, ορθώνουνται μπροστά από το Ζορμπά σα φοβερά αινίγματα. Βλέπει μια γυναίκα να περνάει, και σταματάει με τρόμο: «Τι μυστήριο είναι ετούτο; ρωτάει. Τι θα πει γυναίκα, και γιατί να λασκάρει έτσι τις βίδες του μυαλού μας; Τι 'ναι πάλι αυτό -δε μου λες;» Όμοια γουρλώνει και ρωτάει κοιτάζοντας με κατάπληξη έναν άνθρωπο, ένα ανθισμένο δέντρο,ένα ποτήρι δροσερό νερό. Όλα τα βλέπει ο Ζορμπάς, κάθε μέρα, για πρώτη φορά.
Όταν χτες καθίσαμε απόξω από την παράγκα κι ήπιε ένα ποτήρι κρασί, στράφηκε και με κοίταξε τρομαγμένος:
- Τι 'ναι πάλι αυτό το κόκκινο νερό, αφεντικό -δε μου λες; Ένα παλιοκούτσουρο πετάει βλαστούς, κρέμουνται κάτι ξινά μπιχλιμπίδια, κι ο καιρός περνάει, ο ήλιος τα ψήνει, γίνονται γλυκά σαν το μέλι, και τα λέμε τότε σταφύλια· τα πατούμε, βγάζουμε το ζουμί τους, το βάζουμε στα βαρέλια, βράζει μοναχό του, το ανοίγουμε του Άι-Γιώργη του Μεθυστή τον Οχτώβρη, και βγαίνει κρασί! Τι θάμα είναι πάλι αυτό; Το πίνεις, το κόκκινο αυτό ζουμί, κι η ψυχή μεγαλώνει, δεν τη χωράει πια το παλιοτόμαρο, αντροκαλιέται το Θεό να παλέψουν. Τι 'ναι αυτά, αφεντικό, δε μου λες;
Δε μιλούσα· ένιωθα, γρικώντας το Ζορμπά, ν' ανανιώνεται η παρθενιά του κόσμου. Όλα τα καθημερινά και τα ξεθωριασμένα ξανάπαιρναν τη λάμψη που είχαν τις πρώτες μέρες που βγήκαν από τα χέρια του Θεού. Το νερό, η γυναίκα, το άστρο, το ψωμί, ξαναγύριζαν στην αρχέγονη, μυστηριώδη πηγή, και ξανάπαιρνε φόρα στον αγέρα ο θείος τροχός.
Να γιατί, κάθε βράδυ, ξαπλωμένος στα χαλίκια του γιαλού, περίμενα το Ζορμπά με λαχτάρα. Με το ανοιχτό ξεκουρδισμένο περπάτημα, γεμάτος λάσπη, πασπαλισμένος κάρβουνο, τον έβλεπα να ξεπορίζει σαν τεράστιος πόντικας από τα σπλάχνα της γης. Από μακριά καταλάβαινα πως πήγαν σήμερα οι δουλειές από το ανάριμμα του κορμιού του, από τη χαμηλωμένη η ανασηκωμένη ψηλά κεφάλα του, από τον τρόπο που κουνούσα τις μακριές του χερούκλες.
Στην αρχή πήγαινα κι εγώ μαζί του, παρακολουθούσα τους εργάτες· μάχουμουν να πάρω καινούριο δρόμο, να ενδιαφερθώ για τις πραχτικές δουλειές, να γνωρίσω, να αγαπήσω το ανθρώπινο υλικό που έπεσε στα χέρια μου· να δοκιμάσω τη μακροπόθητη χαρά να μην έχω να κάνω πια με λέξες παρά με ζωντανούς ανθρώπους. Κι έκανα ρομαντικά σχέδια, να πάνε, λέει, καλά οι δουλειές του λιγνίτη, να οργανώσουμε ένα είδος κομούνα, όπου όλοι να δουλεύουμε, όλα να ναι κοινά, να τρώμε μαζί όλοι το ίδιο φαΐ, να ντυνόμαστε τα ίδια ρούχα, σαν αδέρφια. Μιαν καινούρια κοινωνία έπλαθα στο νου μου, το προζύμι μιας καινούριας συμβίωσης των ανθρώπων…
Μα δεν αποφάσιζα ακόμα να φανερώσω τα σχέδιά μου στο Ζορμπά. Τον έβλεπα να με κοιτάζει απορημένος να τριγυρίζω ανάμεσα στους εργάτες, να ρωτώ, να επεμβαίνω και να παίρνω πάντα το μέρος του εργάτη. Ο Ζορμπάς σούφρωνε τα χείλια:
- Αφεντικό, μου 'λεγε, δεν πας να σεργιανίσεις έξω; Ήλιος, χαρά Θεού, πήγαινε!
Μα εγώ, τον πρώτο καιρό, επέμενα, δεν έφευγα. Ρωτούσα, κουβέντιαζα, ήξερα τα ιστορικά του κάθε εργάτη: τα παιδιά που' είχαν να θρέψουν, τις αδερφάδες που είχαν να παντρέψουν, τους γέρους ανήμπορους γονιούς. Τις έγνοιες, τις αρρώστιες, τα βάσανα.
Μην ξεσκαλίζεις τα ιστορικά τους, αφεντικό, μου 'λεγε ο Ζορμπάς κατσουφιασμένος· θα πιαστεί η καρδιά σου, θα τους αγαπήσεις περισσότερο άπ' ο,τι πρέπει κι από ο,τι συφέρει στη δουλειά μας· κι ό,τι κι αν κάνουν, θα τους το συχωρνάς… Και τότε, αλίμονο, η δουλειά θα πάει κατά διαόλου, και να το ξέρεις. Το σκληρό αφεντικό οι εργάτες το φοβούνται, το σέβουνται και δουλεύουν· το μαλακό αφεντικό το καβαλικεύουν και τεμπελιάζουν. Κατάλαβες;
Και μια άλλη βραδιά, σα σκόλασε, πέταξε τον κασμά του απόξω από την παράγκα αγαναχτισμένος.
- Ε αφεντικό, σε παρακαλώ, μην ανακατεύεσαι.. Εγώ χτίζω, και του λόγου σου χαλνάς. Τι ναι πάλι αυτά που τους έλεγες σήμερα; Σοσιαλισμός και κοροφέξαλα! Ιεροκήρυκας είσαι μαθές ή κεφαλαιούχος; Πρέπει να διαλέξεις.
Μα που να διαλέξω! Μ' έτρωγε η απλοϊκή λαχτάρα να τα συνδυάσω και τα δυο, να βρω τη σύνθεση όπου να αδερφωθούν οι θανάσιμες αντίθεσες και να κερδίσω την επίγεια ζωή και τη βασιλεία των ουρανών. Χρόνια τώρα, από μικρός. Όταν ήμουν ακόμα στο σκολειό, έκαμα με τους πιο στενούς μου φίλους μια μυστική «Φιλική Εταιρεία», έτσι τη λέγαμε, κι ορκιστήκαμε, κλειδωμένοι μέσα στην κάμαρά μου, πώς όλη μας τη ζωή θα την αφιερώναμε να πολεμούμε την αδικία. Κι έτρεχαν χοντρά τα κλάματα από τα μάτια μας, τη στιγμή που βάζαμε το χέρι απάνω στην καρδιά μας και δίναμε τον όρκο.
Παιδιακίσια ιδανικά, όμως αλίμονο στον άνθρωπο που τ' ακούει και γελάει. Όταν βλέπω που κατάντησαν τα μέλη της «Φιλικής Εταιρείας» - γιατρουδάκια, δικηγοράκια, εμποράκια, πολιτικάντηδες, γαζετατζήδες -σφίγγεται η καρδιά μου. Τραχύ είναι, φαίνεται, σκληρό πολύ το κλίμα της γης ετούτης, κι οι πιο πολύτιμοι σπόροι δεν πετούν φύτρο ή πνίγουνται από τα χαμομήλια και τις τσουκνίδες. Κι όμως, καθώς βλέπω, δεν έβαλα ακόμα γνώση και τώρα ακόμα, δόξα σοι ο Θεός! Είμαι έτοιμος για δονκιχώτικες εκστρατείες.
Την Κυριακή συγυριζόμασταν κι οι δυο σα γαμπροί, ξουριζόμασταν, βάζαμε καθαρό άσπρο πουκάμισο και πηγαίναμε κατά το δειλινό στης μαντάμ Ορτάνς. Μας έσφαζε κάθε Κυριακή μιαν κότα, καθίζαμε κι οι τρεις πάλι, τρώγαμε και πίναμε, άπλωνε ο Ζορμπάς τις μακριές του χερούκλες απάνω στον καλολίμανο κόρφο της κυράς κι έκανε κατοχή. Κι όταν, νύχτα πια, γυρίζαμε στο ακρογιάλι μας, η ζωή μάς φαίνουνταν καλοπροαίρετη, μπατάλικη γριά, μα νόστιμη πολύ και φιλόξενη, σαν τη μαντάμ Ορτάνς.
Μιαν τέτοια Κυριακή, γυρίζοντας από το πλούσιο φαγοπότι, αποφάσισα ν' ανοίξω το στόμα μου και να μπιστευτώ τα σχέδιά μου στο Ζορμπά. Με άκουγε με ανοιχτό το στόμα, έκανε υπομονή, κάπου κάπου μονάχα κουνούσε αγριεμένα την κεφάλα του· ευτύς από τα πρώτα μου λόγια είχε ξεμεθύσει, το μυαλό του καθάρισε, και σαν τέλειωσα, ξερίζωσε νευριασμένα δυο τρίχες από το μουστάκι του.
- Να με συμπαθάς, αφεντικό, είπε, μα θαρρώ πως τα μυαλά σου είναι κουρκούτι. Πόσων χρονών είσαι;
- Τριάντα πέντε.
- Ε, τότε δε θα πήξουν ποτέ, είπε κι έσπασε στα γέλια.
Πεισμάτωσα, θύμωσα:
- Δεν πιστεύεις εσύ στον άνθρωπο;
- Μη θυμώνεις, αφεντικό. Όχι,,δεν πιστεύω τίποτα. Αν πίστευα στον άνθρωπο, θα πίστευα και στο Θεό, θα πίστευα και στο διάολο κι είναι μεγάλη φασαρία. Μπερδεύουνται τα πράματα, αφεντικό, βρίσκω το μπελά μου.
Σώπασε. Έβγαλε το σκούφο του, έξυσε το κεφάλι του με μανία, τράβηξε πάλι τα μουστάκια του, σα να θελε να τα ξεριζώσει· ήθελε κάτι να πει, μα κρατιόταν. Με κοίταξε με την κόχη του ματιού, με ξανακοίταξε, πήρε απόφαση.
- Ο άνθρωπος είναι χτήνος! φώναξε και χτύπησε με θυμό το ραβδί του στις πέτρες. Μεγάλο χτήνος. Δεν το ξέρει η ευγενεία σου, σου ήρθαν μαθές όλα βολικά, μα ρώτα και μένα· χτήνος, σου λέω! Του 'καμες κακό; Σε σέβεται και σε τρέμει. Του ‘καμες καλό; Σου βγάζει τα μάτια.
» Κράτα την απόσταση, αφεντικό! Μη δίνεις θάρρος στους ανθρώπους, μην τους λες πως όλοι είμαστε ένα, πως όλοι έχουμε τα ίδια δικαιώματα· γιατί ευτύς θα σου πατήσουν το δίκιο σου, θα σου αρπάξουν το ψωμί σου και θα σε αφήσουν να ψοφήσεις της πείνας. Κράτα την απόσταση, αφεντικό, το καλό που σου θέλω!
- Μα δεν πιστεύεις εσύ σε τίποτα; έκαμα φουρκισμένος.
- Όχι, δεν πιστεύω σε τίποτα -πόσες φορές να σου το πω; Δεν πιστεύω σε τίποτα, μήτε σε κανένα, παρά μονάχα στο Ζορμπά. Όχι γιατί ο Ζορμπάς είναι καλύτερος από τους άλλους, καθόλου, μα καθόλου! Χτήνος κι αυτός. Μα πιστεύω στο Ζορμπά, γιατί αυτόν μονάχα έχω στην εξουσία μου, αυτόν μονάχα ξέρω, όλοι οι άλλοι φαντάσματα. Με τα μάτια του βλέπω, με τ' αυτιά του ακούω, με τ' άντερά του χωνεύω. Όλοι οι άλλοι, σου λέω, φαντάσματα. Άμα θα πεθάνω εγώ, όλα πεθαίνουν. Όλος ο Ζορμπαδόκοσμος πάει στο φούντο!
- Μωρέ εγωισμός! είπα σαρκάζοντας.
Τι να κάνω, αφεντικό; Αυτό είναι. Κουκιά έφαγα, κουκιά μολογώ. Ζορμπάς είμαι, ζορμπάδικα μιλώ.
Δε μίλησα. Έπεσαν απάνω μου μαστιγιές τα λόγια του Ζορμπά. Τον καμάρωνα που ήταν έτσι δυνατός και μπορούσε να σιχαίνεται τόσο τους ανθρώπους, και συνάμα να χει τόσο κέφι να ζει και να παλεύει μαζί τους. Εγώ ή θα γίνουμουν ασκητής ή θα στόλιζα με ψεύτικα φτερά τους ανθρώπους, για να τους ανέχουμαι.
Ο Ζορμπάς στράφηκε, με κοίταξε· στο αστρόφεγγο ξέκρινα το στόμα του να χαμογελάει πλατιά, κι έφτανε το χαμόγελο ίσαμε τ' αυτιά του.
- Σε πείραξα, αφεντικό; είπε και κοντοστάθηκε.
Είχαμε πια φτάσει στην παράγκα.
Δεν αποκρίθηκα ο νους μου ήταν σύμφωνος με το Ζορμπά, μα η καρδιά μου αντιστέκουνταν· ήθελε αυτή να πάρει φόρα, να ξεφύγει από το χτήνος, ν' ανοίξει δρόμο.
- Δε νυστάζω απόψε, Ζορμπά, είπα τράβα του λόγου σου να κοιμηθείς.
Τ' άστρα έτρεμαν, η θάλασσα αναστέναζε ήσυχα κι έγλειφε τα χοχλάδια· μια λαμπηδόνα άναψε κάτω από την κοιλιά της το ερωτικό πρασινόχρυσο φαναράκι της· τα μαλλιά της νύχτας έσταζαν δροσούλα.
Ξάπλωσα στο γιαλό, βυθίστηκα στη σιγή, χωρίς να στοχάζουμαι τίποτα· γίνηκα ένα με τη νύχτα και με τη θάλασσα, μια λαμπηδόνα ήταν η ψυχή μου, που άναψε το ερωτικό της φαναράκι, κάθισε απάνω στα ογρά μαύρα χώματα και περίμενε.
Τ’ άστρα μετατοπίζουνταν, οι ώρες περνούσαν -κι όταν σηκώθηκα είχα μέσα μου, χωρίς να το καταλάβω πως, χαράξει τελειωτικά το διπλό χρέος που έπρεπε να τελέψω στο ακρογιάλι ετούτο:
α' Να γλυτώσω από το Βούδα, να ξεφορτώσω στις λέξες όλες μου τις μεταφυσικές έγνοιες και ν’ αλαφρώσω·
β' Να ’ρθω, από τώρα και πέρα, σε νηφάλια, θερμή επαφή με τους ανθρώπους.
Ίσως, έλεγα, να ’ταν ακόμα καιρός.
V
Αν έχετε, λέει, την ευχαρίστηση, κοπιάσετε στο σπίτι του μπαρμπα-Αναγνώστη, του δημογέροντα, να πάρετε ένα μεζεδάκι. Ο καθαριστής θα περάσει σήμερα από το χωριό να μουνουχίσει τους χοίρους· η κυρα-Αναγνώσταινα θα σας ψήσει, λέει, τ' αμολόητα, να πείτε και χρόνια πολλά για το εγγονάκι τους, το Μηνά, που 'χει σήμερα τη γιορτή του.
Χαρά μεγάλη να μπαίνεις σ' ένα χωριάτικο κρητικό σπίτι· όλα γύρα πατριαρχικά, αιώνια: το τζάκι, ένα λυχνάρι κρεμασμένο δίπλα στο τζάκι, πιθάρια με λάδι και γεννήματα, και ζερβά ως μπαίνουμε, σ' ένα κούφωμα του τοίχου, στο σταμνοστάτη, το σταμνί με το δροσερό νερό, ταπωμένο με σταμναγκάθι. Στα δοκάρια κρέμουνται αρμαθιές κυδώνια και ρόδια και μυρωδάτα βότανα-φασκόμηλο, δυόσμο, δεντρολίβανο, θρούμπα. Στο βάθος, τρία τέσσερα σκαλοπάτια, κι ανεβαίνεις στο σοφά, όπου είναι το στριποδένιο κρεβάτι, κι από πάνω τ' άγια κονίσματα με το αναμμένο καντήλι. Το σπίτι σου φαίνεται αδειανό, κι όμως τα χει όλα· τόσο λίγα πράματα έχει ανάγκη ο σωστός άνθρωπος.
Η μέρα ήταν χαρά Θεού, γλυκύτατος,, πράος ο χινοπωριάτικος ήλιος. Καθίσαμε απόξω από το σπίτι, στο σώχωρο, κάτω από μιαν κατάκαρπη ελιά. Ανάμεσα από τ' ασημένια φύλλα διακρίναμε πέρα τη θάλασσα ήσυχη, πηχτή, να στραφταλίζει. Ανάρια σύννεφα περνούσαν από πάνω μας, κι έτσι που σκέπαζαν ξεσκέπαζαν τον ήλιο, θαρρούσες πως ο κόσμος ανάπνεε, μια χαρούμενος, μια θλιμμένος.
Στην άλλη άκρα του σώχωρου, σ' ένα μικρό μαντράκι, ακούγαμε το μουνουχισμένο χοίρο να μας ξεκουφαίνει· μούγκριζε από τον πόνο και μέσα από το τζάκι μάς έρχουνταν μυρωδιά από τ' αμολόητά του, που ψήνουνταν στη θράκα.
Μιλούσαμε για τα αιώνια: τα σπαρμένα, τ' αμπέλια, τη βροχή. Φωνάζαμε, γιατί ο γερο-προεστός δεν καλάκουγε είχε, λέει, πολύ περήφανο το αυτί. Γλυκιά η κουβέντα του μπαρμπα-Αναγνώστη, ήσυχη η ζωή του, σα δέντρου σε απάνεμη λακκούβα. Γεννήθηκε, μεγάλωσε, παντρεύτηκε έκαμε παιδιά, έπιασε αγγόνια· πέθαναν κάμποσα, μα ζουν άλλα, εξασφαλίστηκε το σόι.
Θυμήθηκε ο γερο-Κρητικός τα παλιά, τα χρόνια της Τουρκιάς, αναστορήθηκε τα λόγια του κυρού του· τα θάματα που γίνουνταν την εποχή εκείνη, γιατί οι άνθρωποι ήταν θεοφοβούμενοι και πίστευαν.
- Να, εγώ που θωρείτε, εγώ ο μπαρμπα-Αναγνώστης, από θάμα γεννήθηκα. Ναίσκε, από θάμα. Και να σας στορήσω το πως, να θαμάξετε και να πείτε: «Μήστητί μου, Κύριε!» και να πάτε στο μοναστήρι της Παναγιάς μας να της ανάψετε ένα κερί.
Έκαμε το σταυρό του κι άρχισε ήσυχα ήσυχα με τη γλυκιά φωνή του:
- Στο χωριό μας, το λοιπόν, που λέτε, ήταν την εποχή εκείνη μια πλούσια Τουρκάλα -πίσσα στα κόκαλά της! Μα να που γκαστρώθηκε η αναθεματισμένη κι ήρθε ο καιρός της να γεννήσει. Τη βάλανε στα σκαμνιά, και μούγκριζε σαν τη μουσκάρα τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Μα το παιδί δεν έβγαινε. Μια φιλενάδα της -πίσσα στα κόκαλά της!- της κάνει: «Δε φωνάζεις, Τζαφέρ-χανούμ, και τη Μεϊρέ-μάνα;» Μεϊρέ-μάνα λεν οι Τούρκοι την Παναγία, μεγάλη η χάρη της! «Αυτή να φωνάξω; μούγκρισε η σκύλα η Τζαφέραινα· αυτή; Κάλλιο να πεθάνω!» Μα οι πόνοι ήταν μεγάλοι. Πέρασε ένα μερονύχτι ακόμα, μούγκριζε, μα δε γεννούσε. Τι να κάμει; Δε βαστούσε πια τους πόνους, έσυρε φωνή: «Μεϊρέ-μάνα! Μεϊρέ-μάνα!» Φώναζε, φώναζε, μα οι πόνοι δε σκολνούσαν, το παιδί δεν έβγαινε. «Δεν ακούει, είπε η φιλενάδα, δε θα κατέχει τούρκικα· κράξε τη με το ρωμαίικό της τ' όνομα. -Παναγιά των Ρωμιών! έσυρε τότε φωνή η σκύλα, Παναγιά των Ρωμιών!» μα του κάκου· οι πόνοι πλήθαιναν «Δεν της φωνάζεις καλά, Τζαφέρ χανούμ, είπε πάλι η φιλενάδα· δεν της φωνάζεις καλά, και δεν έρχεται.» Και τότε πια η σκύλα η χριστιανομάχα, βλέποντας τα κίντυνα, έσυρε φωνή μεγάλη: «Παναγία μου!» και μονομιάς γλίστρηξε το παιδί από την κοιλιά, σα χέλι.
» Αυτό γίνηκε μιαν Κυριακή· και να δείτε το τυχερό: την άλλη Κυριακή, κι η μάνα μου κοιλοπονούσε. Πονούσε κι αύτη η κακομοίρα, πονούσε, μούγκριζε η μάνα μου. Φώναζε: «Παναγία μου! Παναγία μου!» μα λευτεριά δε θωρούσε. Ο κύρης μου κάθουνταν χάμω, στη μέση της αυλής, και μήτε έτρωγε, μήτε έπινε από τον καημό του. Τα χε με την Παναγιά. Μια φορά, μαθές, τη φώναξε η σκύλα η Τζαφέραινα, και γκρεμοτσακίστηκε και πήγε να τη λευτερώσει και τώρα… Την τέταρτη πια μέρα ο κύρης μου δε βάσταξε· παίρνει τη διχαλόβεργά του μια και δυο και πάει στο μοναστήρι της Παναγιάς της Σφαμένης, βοήθειά μας! Πάει, μπαίνει μέσα στην εκκλησιά, χωρίς μήτε το σταυρό του να κάμει, τόση ήταν η φούρκα του, μανταλώνει ξοπίσω του την πόρτα και στέκεται μπροστά από το κόνισμά της: «Ε Παναγιά, της φώναξε, η γυναίκα μου η Μαρουλιά, κατέχεις τη δα που σου φέρνει κάθε Σάββατο βράδυ λάδι κι ανάβει τα καντήλια σου, η γυναίκα μου η Μαρουλιά κοιλοπονάει τρία μερόνυχτα και σου φωνάζει· δεν την ακούς; Κουφάθηκες, θαρρώ, και δεν ακούς. Να τανε μαθές καμιά σκύλα Τζαφέραινα, καμιά μαγαρισμένη, γιβεντισμένη Τουρκάλα, θα μου γκρεμοτσακίζουσουν να πεις να την ξεμπερδέψεις. Μα τη χριστιανή, τη γυναίκα μου τη Μαρουλιά, κουφάθηκες, δεν την ακούς! Ε μωρέ, να μην ήσουνα Παναγιά και σου 'δειχνα εγώ με τούτη εδώ τη χαρχαλόβεργα!»
» Είπε, και χωρίς να προσκυνήσει, γύρισε την πλάτη του να φύγει. Μα, μέγας είσαι, Κύριε! τη στιγμή εκείνη έτριξε δυνατά το κόνισμα, σα να ράισε. Έτσι τρίζουν τα κονίσματα, και μάθετέ το, αν δεν το χετε ακουστά, έτσι τρίζουν όταν κάνουν τα θάματα. Ο κύρης μου κατάλαβε· τράφηκε, έβαλε μετάνοια, έκαμε το σταυρό του: «Ήμαρτον, Παναγιά μου, φώναξε, κι ο,τι είπαμε νερό κι αλάτι!»
» Δεν είχε φτάσει καλά καλά στο χωριό και του πρόφτασαν το καλό μαντάτο: «Να σου ζήσει, Κωσταντή, γέννησε η γυναίκα σου, έκαμε γιο.» Εμένα δα που θωρείτε· εμένα, τον μπαρμπα-Αναγνώστη. Μα γεννήθηκα λιγάκι με περήφανο αυτί· ο κύρης μου μαθές βλαστήμηξε κι είπε την Παναγιά κουφή. «Έτσι, ε; θα πε η Παναγιά· θα κάμω το λοιπόν κι εγώ το γιο σου κουφό, για να μάθεις να βλαστημάς!»
Ο μπαρμπα-Αναγνώστης σταυροκοπήθηκε.
- Πάλι καλά, είπε, δόξα σοι ο Θεός. Γιατί μπορούσε να με κάμει στραβό ή νεραϊδιάρη, ή καμπούρη, ή, Θε μου ξεμπέρδευε! θηλυκό. Πάλι καλά, προσκυνώ τη χάρη της!
Γέμισε τα ποτήρια:
- Βοήθειά μας η χάρη της! είπε και σήκωσε το γεμάτο.
- Στην υγειά σου, μπαρμπα-Αναγνώστη, και να ζήσεις εκατό χρόνια, να πιάσεις και δισέγγονα!
Ο γέρος κατέβασε μονορούφι το κρασί του, σφούγγιξε τα μουστάκια:
- Όχι, παιδί μου, φτάνει! Αγγόνια έπιασα, φτάνει! Να μη θέμε δα να φάμε και τον κόσμο! Ήρθε ο καιρός μου· γέρασα, μωρέ παιδιά, αδειάσαν τα νεφρά μου, δεν μπορώ πια, θέλω, μα δεν μπορώ, να σπείρω κοπέλια. Τι να την κάμω λοιπόν τη ζωή;
Ξαναγέμισε τα ποτήρια., έβγαλε από τη ζώνη και μας φίλεψε καρύδια και ξερα σύκα τυλιγμένα σε δαφνόφυλλα.
- Μοίρασα ό,τι είχα και δεν είχα στα παιδιά μου. Πλάκωσε η φτώχεια, πλάκωσε, μα δε με νοιάζει· έχει ο Θεός!
- Έχει ο Θεός, μπαρμπα-Αναγνώστη, φώναξε ο Ζορμπάς στο αυτί του γέρου· έχει ο Θεός, μα εμείς δεν έχουμε· δε μας δίνει, ο τσιγκούναρος!
Μα ο γερο-προεστός ζάρωσε τα φρύδια.
- Ε, μην τον αποπαίρνεις δα, κουμπάρε, το Θεό, είπε με αυστηρότητα. Μην τον αποπαίρνεις· από μας περιμένει δα κι αυτός, ο κακομοίρης!
Ωστόσο, αμίλητη, υποταχτικιά, έφερε η κυρα-Αναγνώσταινα ψημένα, σ ένα πήλινο σκουτέλι, τ αμολόητα του χοίρου κι ένα μεγάλο προύντζινο μαστραπά κρασί. Τ’ απίθωσε στο τραπέζι, στάθηκε όρθια, σταύρωσε τα χέρια και χαμήλωσε τα μάτια.
Σιχαίνουμουν να δοκιμάσω το μεζέ, μα ντρέπουμουν πάλι ν’ αρνηθώ. Ο Ζορμπάς με λοξοκοίταζε και χαμογελούσε.
- Είναι το νοστιμότερο κρέας, αφεντικό, με βεβαίωνε μη σιχαίνεσαι.
Ο γερο-Αναγνώστης χασκογέλασε.
- Αλήθεια λέει, αλήθεια, δοκίμασε να δεις. Μυαλός! Όταν πέρασε από το μοναστήρι μας ο πρίγκιπας Γεώργιος -καλή του ώρα!- του 'στρωσαν οι καλόγεροι βασιλικό τραπέζι και σε όλους έβαλαν κρέατα μα στον πρίγκιπα ένα βαθύ πιατο σούπα. Έπιασε ο πρίγκιπας το κουτάλι, ανακάτεψε: «Φασόλες; ρώτησε ξαφνιασμένος. - Φάε, πρίγκιπά μου, είπε ο γερο-γούμενος, φάε, κι ύστερα τα λέμε.»
» Δοκίμασε ο πρίγκιπας μιαν κουταλιά, δυο, τρεις, άδειασε το πιάτο, έγλειψε τα χείλια του. «Τι θάμα είναι αυτό; είπε. Τι νόστιμες φασόλες· μυαλός! -Δεν είναι φασόλες, πρίγκιπά μου, του κάνει ο γούμενος και γέλασε δεν είναι φασόλες· μουνουχίσαμε όλους τους πετεινούς της επαρχίας!»
Γέλασε ο γέρος, κάρφωσε με το πιρούνι ένα κομμάτι από τ' αμολόητα του χοίρου.
- Πριγκιπικός μεζές! είπε· άνοιξε το στόμα σου.
Άνοιξα το στόμα μου και μου τον έχωσε μέσα. Γέμισε πάλι τα ποτήρια, ήπιαμε στην υγειά του εγγονού του, τα μάτια του παππού έλαμψαν.
- Τι θες να γίνει, μπαρμπα-Αναγνώστη, ο εγγονός σου; τον ρώτησα. Πες μας, να του ευκηθούμε.
- Τι να θέλω, παιδί μου; Να, να πάρει τη σωστή στράτα. Να γίνει καλός άνθρωπος, καλός νοικοκύρης, να παντρευτεί, να κάμει κι αυτός παιδιά κι αγγόνια, κι ένα από τα παιδιά του να μου
μοιάζει. Να το θωρούν οι γέροι και να λένε: «Μωρέ, πας μοιάζει του γερο-Αναγνώστη! Ο Θεός ν' αγιάσει την ψυχή του· ήταν καλός άνθρωπος.»
- Ανεζινιώ, έκαμε χωρίς να στραφεί στη γυναίκα του· Ανεζινιώ, γέμισε ακόμα το μαστραπά κρασί!
Τη στιγμή εκείνη, μ' ένα δυνατό σκούντημα, άνοιξε το πορτέλο στο μικρό μαντράκι και χίμηξε, μπαϊλντισμένος από τον πόνο, ο χοίρος στο σώχωρο, μουγκρίζοντας. Πήγαινε, απάνω κάτω, μπροστά από τους τρεις που κάθουνταν γλυκοκουβεντιάζοντας κι έτρωγαν τ' αμολόητά του.
- Πονάει ο κακομοίρης… έκαμε ο Ζορμπάς με συμπόνια.
- Πονάει, μαθές! είπε ο γερο-Κρητικός και γέλασε. Αν σου κάνανε το ίδιο, δε θα πονούσες κι η αφεντιά σου;
Ο Ζορμπάς μετακουνήθηκε.
- Να κοπεί η γλώσσα σου, κουφάλιακα! μουρμούρισε τρομαγμένος.
Ο χοίρος πηγαινόρχουνταν απάνω κάτω μπροστά μας και μας κοίταζε αγριεμένος.
- Μα την πίστη μου, θαρρείς και καταλαβαίνει πώς του τα τρώμε! έκαμε πάλι ο γερο- Αναγνώστης, που το λίγο κρασάκι τον είχε φέρει στο κέφι.
Μα εμείς τρώγαμε ήσυχα, ευχαριστημένοι, το νόστιμο μεζέ, σαν κανίβαλοι, και πίναμε το μαύρο κρασί και κοιτάζαμε ανάμεσα από τ' ασημένια ελιόκλωνα τη θάλασσα, που είχε γίνει τώρα, στου ήλιου το βασίλεμα, τριαντάφυλλο.
Όταν, βράδυ πια, φεύγαμε από το σπίτι του δημογέροντα, ο Ζορμπάς είχε έρθει κι αυτός στο κέφι, ήθελε κουβέντα. Άρχισε:
- Τι λέγαμε προχτές, αφεντικό; Να φωτίσεις, λέει, το λαό, να του ανοίξεις, λέει, τα μάτια! Ορίστε του λόγου σου ν' ανοίξεις τα μάτια του μπαρμπα-Αναγνώστηι. Είδες πως στέκουνταν η γυναίκα του σούζα και περίμενε διαταγές; Πήγαινε τώρα η ευγενεία σου να τους μάθεις πως η γυναίκα έχει ίσα δικαιώματα με τον άντρα και πώς είναι πολύ σκληρό πράμα να τρως ένα κομμάτι από το κρέας του χοίρου κι ο χοίρος να μουγκρίζει μπροστά σου ζωντανός και πως είναι μεγάλη κουταμάρα να ευχαριστιέσαι που έχει ο Θεός κι ας ψοφάς εσύ από την πείνα! Τι θα κερδίσει ο μαυροσκότεινος ο μπαρμπα-Αναγνώστης απ' όλες αυτές τις διαφωτιστικές σου αρλούμπες; Θα τον βάλεις μονάχα σε μπελάδες. Και τι θα κερδίσει κι η κυρα-Αναγνώσταινα; Θ' αρχίσουν οι καβγάδες, η όρνιθα θα θέλει να γίνει κόκορας, και το αντρόγυνο πια όλο και θα τσακοπετεινιάζουν και θα μαδιούνται… Άσε τους ανθρώπους ήσυχους, αφεντικό, μην τους ανοίγεις τα μάτια· αν τους τ' ανοίξεις, τι θα δουν; Την κακή τους και την ψυχρή! Ασ' τα λοιπόν κλειστά να ονειρεύουνται!
Σώπασε μια στιγμή, έξυσε το κεφάλι, συλλογίζουνταν.
- Εξόν, έκαμε τέλος, εξόν…
- Τι; για να δούμε!
- Εξόν αν, όταν θ' ανοίξουν τα μάτια τους, έχεις να τους δείξεις έναν κόσμο καλύτερο… Έχεις;
Δεν ήξερα. Ήξερα καλά τι θα γκρεμιστεί· δεν ήξερα τι θα χτιστεί απάνω στα γκρεμίσματα. Κανένας αυτό δεν μπορεί να το ξέρει με σιγουράδα, συλλογίζουμουν· το παλιό είναι χειροπιαστό, στερεωμένο, το ζούμε και το παλεύουμε κάθε στιγμή, υπάρχει· το μελλούμενο είναι αγέννητο, άπιαστο, ρεούμενο, είναι καμωμένο από το υλικό που πλάθουνται τα όνειρα, ένα σύννεφο και το χτυπούν δυνατοί άνεμοι -ο έρωτας, η φαντασία, η τύχη, ο Θεός- αραιώνεται, πυκνώνεται, μεταλλάζει… Κι ο πιο μεγάλος προφήτης μονάχα ένα σύνθημα μπορεί να δώσει στους ανθρώπους, κι όσο πιο αόριστο τόσο και πιο προφήτης.
Ο Ζορμπάς με κοίταζε περιπαιχτικά χαμογελώντας. Θύμωσα.
- Έχω, αποκρίθηκα πεισματωμένος.
- Έχεις; Για λέγε!
- Δεν μπορώ να σου πω· δε θα καταλάβεις.
- Ε, τότε δεν έχεις! έκαμε ο Ζορμπάς κουνώντας την κεφάλα του. Μη θαρρείς πως έφαγα κουτόχορτο, αφεντικ· σε γέλασαν. Είμαι αγράμματος κι εγώ σαν τον μπαρμπα-Αναγνώστη, μα δεν είμαι τόσο κουτός, όχι! Αφού λοιπόν εγώ δε θα καταλάβω, πως θες να καταλάβει ο αγαθός αυτός ανθρωπάκος κι η κυρα-γελάδα, η συμβία του; Όλοι οι Αναγνώστηδες κι όλες οι Ανεζίνες του κόσμου; Καινούρια λοιπόν σκοτάδια θα δουν; Άσε τους τότε στα παλιά, που 'ναι και συνηθισμένοι. Καλά τα κατάφεραν ως τώρα δε βλέπεις; Ζουν και καλοζούν, γεννούν, κάνουν κι αγγόνια, τους κουφαίνει ο Θεός, τους στραβώνει, κι αυτοί φωνάζουν: «Δόξα σοι ο Θεός!». Βολεύτηκαν στην κακομοιριά. Παράτα τους το λοιπόν και σώπα.
Σώπασα. Περνούσαμε από το περιβόλι της χήρας, ο Ζορμπάς κοντοστάθηκε, αναστέναξε, μα δε μίλησε. Κάπου θα χε βρέξει κι ο αγέρας μύριζε δροσιά και χωματίλα. Τα πρώτα αστέρια φάνηκαν· το νέο φεγγάρι γυάλισε τρυφερό, χλωροπράσινο, ξεχείλισε ο ουρανός γλύκα.
«Ο άνθρωπος αυτός, συλλογίστηκα, δεν πήγε στο σκολειό και το μυαλό του δε χάλασε. Είδε κι έκαμε κι έπαθε πολλά, άνοιξε ο νους του, η καρδιά του πλάτυνε, χωρίς να χάσει την αρχέγονη παλικαριά της. Όλα τα πολύπλοκα, άλυτα για μας, προβλήματα, τα λύνει αυτός με μια σπαθιά, σαν τον συμπατριώτη του το Μέγα Αλέξαντρο. Δύσκολο να πέσει όξω αυτός, γιατί ακουμπά αλάκερος, από τις πατούσες ως το κεφάλι, στο χώμα. Ο άγριοι της Αφρικής λατρεύουν το φίδι, γιατί αλάκερό του το κορμί αγγίζει το χώμα κι έτσι ξέρει καλά τα μυστικά της γης. Τα ξέρει με την κοιλιά του, με την ουρά του, με τ' αχαμνά του, με το κεφάλι. Αγγίζει, σμίγει, γίνεται ένα με τη Μάνα. Τέτοιος κι ο Ζορμπάς. Εμείς οι γραμματιζούμενοι είμαστε τα σερσέμικα πουλιά του αγέρα.»
Τ' αστέρια πλήθυναν. Άγρια, ακατάδεχτα, σκληρά, χωρίς κανένα έλεος για τους ανθρώπους.
Δε μιλήσαμε πια. Κοιτάζαμε κι οι δυο τον ουρανό με τρόμο, νιώθαμε ολοένα να καταφτάνουν κι άλλα αστέρια και να φουντώνει η πυρκαγιά.
Φτάσαμε στην παράγκα· δεν είχα όρεξη να φάω, και κάθισα σ ένα βράχο στη θάλασσα. Ο Ζορμπάς άναψε φωτιά, έφαε, έκαμε να 'ρθει να με βρει, μα μετάνιωσε, έπεσε στο στρώμα του και κοιμήθηκε.
Η θάλασσα είχε πήξει, δεν κουνιόταν κι η γης, μουλλωμένη κάτω από την ξαγριεμένη αστροβολή, σώπαινε κι αυτή. Μήτε ένα σκυλί δε γάβγιζε, μήτε ένα νυχτοπούλι δε θρηνούσε, βαθιά σιγή. Μια σιγή ύπουλη, επικίντυνη, καμωμένη από χιλιάδες κραυγές τόσο μακρινές, ή τόσο μέσα μας, που δεν ακούγονται. Γρικούσα μονάχα τη βουή που έκανε το αίμα μου χτυπώντας τα μελίγγια και τις βασιλόφλεβες του λαιμού.
«Η μελωδία της τίγρης» συλλογίστηκα ανατριχιάζοντας.
Στις Ιντίες, όταν πλακώνει η νύχτα, ψέλνουν πολύ σιγά ένα θλιμμένο μονότονο σκοπό, ένα άγριο σιγανό τραγούδι, σαν το μακρινό χασμουρητό θεριού -τη μελωδία της τίγρης. Η καρδιά του ανθρώπου ξεχειλίζει ανομολόγητη τρομάρα.
Κι ως συλλογίστηκα τη φοβερή μελωδία, το,στήθος μου άρχισε, σιγά σιγά, να ξεχειλίζει· ξυπνούσαν τ' αυτιά, η σιωπή μετουσιώνουνταν σε κραυγή, τανύζουνταν η ψυχή, καμωμένη κι αυτή από την ίδια μελωδία, και πρόβαινε ανήσυχη έξω από το κορμί, ν' ακούσει.
Έσκυψα., γέμισα τη φούχτα μου θάλασσα έβρεξα το μέτωπο και τα μελίγγια· δροσέρεψα. Ουρλιαχτα ακούστηκαν μέσα μου, φοβεριστικά, σφιχτομπλεμένα, ανυπόμονα -μέσα μου ήταν η τίγρη και φώναζε. Κι ολομεμιάς άκουσα καθαρά μια φωνή: «Ο Βούδας! Ο Βούδας!» και τινάχτηκα απάνω.
Περπάτησα γρήγορα, γιαλό γιαλό, σα να θελα να ξεφύγω. Κάμποσο καιρό τώρα, όταν είμαι μόνος τη νύχτα, κι είναι βαθιά σιωπή, ακούω τη φωνή του -στην αρχή θλιμμένη, παρακλητικιά, σα μοιρολόι, κι αγάλια αγάλια αγριεύει, μαλώνει, δίνει προσταγές. Και λαχτίζει το στήθος μου, σα βρέφος που ήρθε ο καιρός του.
Θα ’ταν μεσάνυχτα. Μαύρα σύννεφα είχαν μαζωχτεί στον ουρανό, χοντρές στάλες έπεσαν στα χέρια μου. Μα ο νους μου ήταν αλλού· είχα βυθιστεί σε διάπυρη ατμόσφαιρα, ένιωθα δεξόζερβα στα μελίγγια μου δυο βόστρυχους φωτιά.
«Ήρθε η στιγμή, νογήθηκα ανατριχιάζοντας, με συνεπαίρνει ο βουδικός τροχός, ήρθε η στιγμή να λευτερωθώ από το θεϊκό μέσα μου βάρος.»
Γύρισα βιαστικός, στην παράγκα, άναψα το λυχνάρι. Ο Ζορμπάς, ως τον χτύπησε το φως, αναπετάρισε τα βλέφαρα, άνοιξε τα μάτια, με κοίταξε να σκύβω απάνω στο χαρτί και να γράφω· κάτι έγρουξε, δεν άκουσα, γύρισε απότομα προς τον τοίχο και ξαναβούλιαξε στον ύπνο.
Έγραφα. γρήγορα, χωρίς αναψυχή, βιάζουμουν. Αλάκερος ο «Βούδας» ήταν μέσα μου έτοιμος, τον έβλεπα να ξετυλίγεται από το σπλάχνο μου σα γαλάζια κορδέλα γεμάτη γράμματα· ξετυλίγουνταν γοργά πολύ, κι έτρεχε το χέρι μου να προφτάσω. Έγραφα, έγραφα, όλα είχαν γίνει εύκολα, πολύ απλά· δεν έγραφα, αντέγραφα. Τα πάντα διάνευαν μπροστά μου, καμωμένα από συμπόνια, απάρνηση κι αγέρα -τα παλάτια του Βούδα, οι γυναίκες του χαρεμιού, το μαλαματένιο αμάξι, τα τρία φριχτά συναπαντήματα: του γέρου, του άρρωστου, του νεκρού·' η φυγή, η άσκηση, η λύτρωση, το κήρυγμα της σωτηρίας· άνθιζε η γης κίτρινα λουλούδια, ντύνουνταν οι ζητιάνοι κι οι βασιλιάδες κίτρινα ράσα, αλάφρωναν οι πέτρες, τα ξύλα, οι σάρκες· οι ψυχές γίνουνταν αγέρας, γίνουνταν πνέμα, το πνέμα αφανίζουνταν. Τα δάχτυλά μου κουράστηκαν, μα δεν ήθελα, δεν μπορούσα να σταματήσω· τ' όραμα περνούσε γοργό, έφευγε, έπρεπε να το προφτάσω.
Το πρωί με βρήκε ο Ζορμπάς με το κεφάλι ακουμπισμένο απάνω στο χερόγραφο, να κοιμούμαι.
VI
Είχε πια ανέβει δυο κοντάρια ο ήλιος όταν ξύπνησα· το δεξό μου το χέρι είχε πιαστεί από το γράψιμο και δεν μπορούσαν να σμίξουν τα δάχτυλα. Η βουδική μπόρα είχε περάσει από πάνω μου και με είχε αφήσει εξαντλημένο κι αδειανό.
Έσκυψα, μάζεψα τα χερόγραφα που είχαν κατασκορπίσει χάμω, δεν είχα ούτε την όρεξη, ούτε τη δύναμη να τα κοιτάξω· σα να 'ταν όλη ετούτη η σφοδρή επιφοίτηση όνειρο, και δεν ήθελα να το δω να φυλακίζεται, να εξευτελίζεται μέσα στις λέξες.
Έβρεχε σήμερα, γλυκά, μαλακά, ο Ζορμπάς προτού φύγει μου 'χε ανάψει το μαγκάλι, κι όλη τη μέρα κάθουμουν διπλοπόδι, με απλωμένα τα χέρια απάνω από τη φωτιά, χωρίς να φάω, ακίνητος, κι άκουγα το σιγανό πρωτοβρόχι.
Δε συλλογίζουμουν τίποτα. Το μυαλό μου, τυλιγμένο σαν τυφλοπόντικας μέσα στα μουσκεμένα χώματα, αναπαύουνταν. Άκουγα ανάρια σαλέματα και βουητά και ροκανίσματα της γης και τη βροχή να πέφτει και να φουσκώνουν οι σπόροι. Ένιωθα τον ουρανό και τη γης να σμίγουν όπως τις πρωτόγονες εποχές που έσμιγαν σαν άντρας και γυναίκα κι έκαναν παιδιά· κι ομπρός μου, γιαλό γιαλό, αφουκράζουμουν τη θάλασσα να μουγκρίζει και ν' αναγλείφεται, σα θεριό που απλώνει τη γλώσσα του και πίνει.
Ήμουν ευτυχής, και το ’ξερα. Όσο ζούμε μιαν ευτυχία, δύσκολα τη νιώθουμε· μονάχα όταν περάσει και κοιτάξουμε πίσω μας, καταλαβαίνουμε ξαφνικά -και κάποτε με κατάπληξη- πόσο σταθήκαμε ευτυχισμένοι. Εγώ όμως, στο κρητικό ετούτο ακρογιάλι, ζούσα την ευτυχία κι ήξερα συνάμα πως είμαι ευτυχισμένος.
Θάλασσα απέραντη, ως κάτω στ' αφρικανικά ακρογιάλια. Κάθε τόσο πολύ) ζεστός νοτιάς φυσούσε, λίβας, που κατάφτανε από τις μακρινές πυρωμένες αμμούδες. Μύριζε η θάλασσα το πρωί καρπούζι, το μεσημέρι άχνιζε, ανασηκώνουνταν και γέμιζε μικρούς μικρούς άγουρους μαστούς, και το βράδυ στέναζε τριανταφυλλιά, κρασάτη, μελιτζανιά, σκούρα γαλάζα.
Γέμιζα παίζοντας, το δειλινό, τη φούχτα μου ψιλή ξανθή μμο και την άφηνα να γλιστράει και να φεύγει ζεστή, μαλακιά, ανάμεσα από τα δάχτυλά μου. Κλεψύδρα η φούχτα, και φεύγει η ζωή και χάνεται· χάνεται, και κοιτάζω τη θάλασσα, ακούω το Ζορμπά, και τα μελίγγια μου τρίζουν από ευτυχία.
Μια φορά, θυμούμαι, η μικρούλα μου ανιψιά, η Άλκα, τεσσάρων χρονών, την ώρα που χαζεύαμε, παραμονή της αρχιχρονιάς, μια βιτρίνα με παιχνιδάκια, στράφηκε και μου 'πε: «Θείε Δράκο (έτσι μ' έλεγε), θειε Δράκο, από την πολλή χαρά μου έβγαλα κέρατα!» Τρόμαξα. Τι θάμα λοιπόν είναι η ζωή, και πως σμίγουν, όταν φτάσουν βαθιά στις ρίζες τους, όλες οι ψυχές και γίνουνται ένα! Γιατί θυμήθηκα ευτύς, σ' ένα μουσείο μακρινό, μια μάσκα που είχα δει του Βούδα, σκαλισμένη σε γυαλιστερό έβενο. Ο Βούδας είχε λυτρωθεί και τον είχε συγκλύσει η ανώτατη χαρά, ύστερα από εφτάχρονη αγωνία. Κι οι βασιλόφλεβες του μετώπου του δεξά και ζερβά είχαν τόσο φουσκώσει από τη χαρά, που είχαν ξεπεταχτεί όξω από το δέρμα κι είχαν γίνει δυο στρουφηχτά σαν ατσαλένια ελατήρια, όλο δύναμη, κέρατα.
Κατά το δειλινό η βροχούλα είχε σταματήσει, καθάρισε ο ουρανός. Πεινούσα, χαίρουμουν που πεινούσα, γιατί τώρα θα 'ρχουνταν ο Ζορμπάς, θ' άναβε φωτιά και θ' άρχιζε η καθημερινή τελετή της μαγεριάς και της κουβέντας.
- Άλλη ατέλειωτη ιστορία και τούτη! έλεγε συχνά ο Ζορμπάς, πιθώνοντας το τσουκάλι απάνω στη φωτιά· δεν είναι μονάχα η γυναίκα -καλή της ώρα!- ατέλειωτη ιστορία, είναι και το φαΐ.
Για πρώτη φορά στο ακρογιάλι ετούτο χάρηκα τη γλύκα του φαγιού. Όταν το βράδυ ο Ζορμπάς άναβε ανάμεσα σε δυο πυρομάχους φωτιά και μαγέρευε κι ύστερα αρχίζαμε να τρώμε και να κουτσοπίνουμε και να φουντώνει η κουβέντα, ένιωθα πως είναι και το φαΐ μια ψυχική κι αυτό λειτουργία, και πως το κρέας, το ψωμί και το κρασί είναι οι πρώτες ύλες απ' όπου γίνεται το πνέμα.
Πριν φάει και πιει ο Ζορμπάς, μετά τον κάματο της δουλειάς το βράδυ, δεν είχε κέφι, οι κουβέντες του ήταν βαριεστημένες και τα λόγια του έβγαιναν με το τσιγκέλι· κι οι χερονομίες του ήταν κουρασμένες κι άγαρμπες. Μα ευτύς ως έριχνε, καθώς έλεγε, κάρβουνο στη μηχανή, όλο το μουδιασμένο, ξεκουρδισμένο εργοστάσιο του κορμιού του ζωντάνευε, έπαιρνε φόρα κι άρχιζε να δουλεύει. Τα μάτια του άναβαν, η μνήμη ξεχείλιζε, τα πόδια του πετούσαν φτερά, χόρευαν.
- Πες μου τι κάνεις το φαΐ που τρως, μου είπε κάποτε, και θα σου πω ποιος είσαι. Άλλοι το κάνουν ξίγκια και κοπριά, άλλοι το κάνουν δουλειά και κέφι, κι άλλοι, έχω ακουστά, το κάνουν, λέει, θεό. Τριών λογιών είναι το λοιπόν οι άνθρωποι· εγώ, αφεντικό, δεν είμαι από τους χειρότερους μήτε πάλι από τους καλύτερους· στέκουμαι στη μέση. Το φαΐ που τρώγω το κάνω δουλειά και κέφι. Πάλι καλά!
Με κοίταξε πονηρά, γέλασε.
- Του λόγου σου, αφεντικό, θαρρώ πως πολεμάς να κάμεις το φαΐ που τρως θεό· μα δεν τα καταφέρνεις, και βασανίζεσαι. Έπαθες ο,τι έπαθε κι ο κόρακας.
- Και τι έπαθε ο κόρακας, Ζορμπά;
- Αυτός, που λες, περπατούσε πρωτύτερα τίμια, σωστά, σαν κόρακας· μα μια μέρα του κάπνισε να περπατάει, λέει, κι αυτός καμαρωτά, σαν την πέρδικα· κι από τότε ο κακομοίρης ξέχασε και τη δικιά του περπατησιά, τα χασε, και τώρα – δεν τον βλέπεις;- πάει πηδοκοπώντας.
Σήκωσα το κεφάλι· άκουσα το περπάτημα του Ζορμπά να κατηφορίζει από το λιγνίτη· σε λίγο τον είδα να ζυγώνει με κρεμασμένα μούτρα, κατσουφιασμένος κι οι χερούκλες του καμπάνιζαν ξεκούρδιστες.
- Καλησπέρα, αφεντικό! είπε με μισό στόμα.
- Καλώς τον· πώς πήγε η δουλειά σήμερα Ζορμπά;
Δεν αποκρίθηκε
- Ας ανάψω φωτιά, είπε, θα μαγερέψω.
Πήρε μιαν αγκαλιά ξύλα από τη γωνιά, βγήκε έξω, τα καλύβωσε με τέχνη ανάμεσα σε δυο πυρομάχους κι άναψε φωτιά· έστησε το πήλινο τσουκάλι, έριξε μέσα νερό, κρεμμύδι, ντομάτα, ρύζι, κι άρχισε το μαγέρεμα. Εγώ ωστόσο έστρωνα απάνω σ' ένα στρογγυλό σοφραδάκι μιαν πετσέτα κι έκοβα χορταστικές φέτες σταρένιο ψωμί, και γέμισα, από μιαν νταμιζάνα, κρασί την ξεμπλιαστή φλάσκα που μας είχε χαρίσει τις πρώτες μέρες ο μπαρμπα-Αναγνώστης.
Ο Ζορμπάς είχε διπλογονατίσει μπροστά από το τσουκάλι, κοίταζε με ασάλευτα μάτια τη φωτιά, σώπαινε.
- Έχεις παιδιά, Ζορμπά; τον ρώτησα ξαφνικά.
Στράφηκε:
- Γιατί ρωτάς; Έχω μια θυγατέρα.
- Παντρεμένη;
Ο Ζορμπάς γέλασε.
- Γιατί γελάς, Ζορμπά;
- Θέλει κι αυτό ρώτημα, αφεντικό; Κουτή είναι να μην παντρευτεί; Δούλευα σ ένα μεταλλείο χαλκό, στην Πραβίτα της Χαλκιδικής. Μια μέρα έλαβα γράμμα από τον αδερφό μου το Γιάννη. Ξέχασα αλήθεια να σου πω πως έχω ένα αδερφό, νοικοκύρη, φρόνιμο, θρήσκο, τοκογλύφο, υποκριτή, άνθρωπο καθώς πρέπει, στύλο της κοινωνίας. Είναι μπακάλης στη Σαλονίκη. «Αδερφέ Αλέξη, μου 'γραφε, η θυγατέρα σου η Φρόσω πήρε τον κακό δρόμο, ντρόπιασε το τίμιο όνομά μας· έχει ένα αγαπητικό, έκαμε μαζί του και παιδί, πάει η τιμή μας! Θα πεταχτώ στο χωριό να τη σφάξω.»
- Και τι έκαμες εσύ, Ζορμπά;
Ο Ζορμπάς ανασήκωσε τους ώμους:
- «Πφφ! γυναίκες!» είπα και ξέσκισα το γράμμα.
Ανακάτεψε το φαΐ, έριξε αλάτι, γέλασε.
- Μα στάσου να δεις το πιο αστείο. Ύστερα από ένα μήνα λαβαίνω από τον κουτεντέ τον αδερφό μου δεύτερο γράμμα: «Γεια και χαρά σου, αγαπημένε αδερφέ μου Αλέξη! Έγραφε ο σερσέμης· ξανάρθε πάλι η τιμή στον τόπο της, μπορείς τώρα να σηκώσεις το κούτελό σου αψηλά, ο λεγάμενος στεφανώθηκε τη Φρόσω!»
Ο Ζορμπάς στράφηκε, με κοίταξε· στη λάμψη του τσιγάρου του ξέκρινα τα μάτια του να σπιθίζουν. Σήκωσε πάλι τους ώμους:
- Πφφ! Άντρες! έκαμε με απερίγραπτη περιφρόνηση.
Και σε λίγο:
- Τι περιμένεις από τις γυναίκες; Να κάνουν παιδιά με όποιον λάχει. Τι περιμένεις από τους άντρες; Να πέφτουν στη φάκα. Βάλτου ρίγανη, αφεντικό!
Κατέβασε το τσουκάλι, καθίσαμε διπλοπόδι, φάγαμε.
Ο Ζορμπάς είχε πέσει σε βαθιά συλλογή. Κάποια έγνοια τον τριβέλιζε. Με κοίταζε, άνοιγε το στόμα, το ‘κλεινε πάλι.
Κάτω από το φως του λυχναριού ξέκρινα καθαρά τα μάτια του στενοχωρημένα κι ανήσυχα.
Δε βάσταξα.
- Ζορμπά, κάτι θες να μου πεις· λέγε το! Κοιλιοπονάς, γέννησε!
Ο Ζορμπάς σώπαινε· έπιασε από χάμω ένα πετραδάκι, το σφεντόνισε με δύναμη από την ανοιχτή πόρτα.
- Άσε τις πέτρες, λέγε!
Ο Ζορμπάς άπλωσε το ζαρωμένο λαιμό.
- Έχεις εμπιστοσύνη σε μένα, αφεντικό; ρώτησε με αγωνία κι με στύλωσε κατάματα.
- Έχω, Ζορμπά του αποκρίθηκα. Ότι κι αν κάνεις, δεν μπορείς να πέσεις έξω. και να θες, δεν μπορείς να πέσεις έξω. Είσαι σαν ένα λιοντάρι, να πούμε, ή σαν ένας λύκος. τα θεριά αυτά ποτέ δε φέρνουνται σαν πρόβατα ή σα γαϊδούρια, δεν ξεστρατίζουν ποτέ από τη φύση τους έτσι και συ: Ζορμπας, από την κορφή ως τα νύχια.
Ο Ζορμπάς κούνησε το κεφάλι.
- Μα εγώ δεν ξέρω πια πού διάολο βαδίζουμε!.
- Εγώ ξέρω, μη σε νοιάζει· τράβα ομπρός!
- Για ξαναπές το πάλι, αφεντικό, να κάμω κουράγιο! φώναξε ο Ζορμπάς.
- Τράβα ομπρός!
Τα μάτια του Ζορμπά άστραψαν.
- Τώρα μπορώ να σου μιλήσω, το λοιπόν. έχω, μέρες τώρα, ένα μεγάλο σχέδιο, μια ιδέα παλαβή στο νου μου· να την εφαρμόσουμε;
- Και το ρωτάς; Μα γι' αυτό ήρθαμε εδώ: να εφαρμόσουμε ιδέες.
Ο Ζορμπάς άπλωσε το λαιμό, με κοίταξε με χαρά, με τρόμο:
- Μίλα καλά, αφεντικό! φώναξε. Δεν ήρθαμε εδώ για κάρβουνο;
- Το κάρβουνο είναι μια αφορμή. έτσι, για να μη σκανταλίζεται ο κόσμος. Για να θαρρούν πως είμαστε σοβαροί επιχειρηματίες, να μη μιας πάρουν με τις λεμονόκουπες. Κατάλαβες, Ζορμπά;
Ο Ζορμπάς έμεινε με μισάνοιχτο στόμα· πολεμούσε να καταλάβει, δεν τολμούσε να πιστέψει τόση ευτυχία. Άξαφνα μπήκε στο νόημα χύθηκε απάνω μου, με άρπαξε από τον ώμο.
- Χορεύεις; με ρώτησε με λαχτάρα· χορεύεις;
- Όχι.
- Όχι;
Κρέμασε τα χέρια κατάπληχτος.
- Καλά, είπε σε λίγο· τότε να χορέψω εγώ, αφεντικό. Στάσου πιο πέρα, να μη σε αναποδογυρίσω. Χάι! Χάι!
Έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε όξω από την παράγκα, πέταξε τα παπούτσια του, το σακάκι, το γιλέκο, ανασήκωσε τα πανταλόνια ως τα γόνατα, άρχισε να χορεύει. Το μούτρο του, μουντζαλωμένο ακόμα από το κάρβουνο, ήταν κατασκότεινο· τα μάτια του γυάλιζαν κάτασπρα.
Χύθηκε στο χορό, χτυπούσε τα παλαμάκια, πηδούσε., στρουφογύριζε στον αγέρα, έπεφτε κάτω με λυγισμένα γόνατα κι αντιπηδούσε ανάερα καθιστός, σα λάστιχο. Άξαφνα τινάζουνταν πάλι αψηλά στον αγέρα, σα να το 'χε βάλει πείσμα να νικήσει τους μεγάλους νόμους, να κάνει φτερά και να φύγει.
Ένιωθες μέσα στο σαρακοφαγωμένο αυτό ταγαριασμένο κορμί την ψυχή να μάχεται να συνεπάρει τη σάρκα και να χυθεί μαζί της, αστροβολίδα, μέσα στο σκοτάδι. Τίναζε η ψυχή το κορμί,
μα αυτό έπεφτε, δε βαστούσε πολλή ώρα στον αγέρα, το ξανατίναζε, ανήλεη, λίγο τώρα πιο αψηλά, μα πάλι το έρμο ξανάπεφτε αγκομαχώντας.
Ο Ζορμπάς μάζευε τα φρύδια, το πρόσωπό του είχε πάρει ανησυχαστικιά σοβαρότητα· δε σκλήριζε πια· με σφιγμένα τα δόντια ο Ζορμπάς μάχουνταν να φτάσει το αδύνατο.
- Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα· φτάνει!
Φοβόμουν μην ξαφνικά από την τόση φόρα δε βαστάξει το γερικο κορμί του και σκορπίσει στον αγέρα θρύμματα.
Φώναζα, μα που ν' ακούσει ο Ζορμπάς τις φωνές του χωμάτου· το σπλάχνο του είχε γίνει σαν του πουλιού.
Παρακολουθούσα με ανάλαφρο τρόμο τον άγριο, ανέλπιδο χορό. Όταν ήμουν μικρό παιδί, δούλευε ξεκαπίστρωτη η φαντασιά μου κι έλεγα τερατολογίες στους φίλους μου, και τις πίστευα.
- Πώς πέθανε ο παππούς σου εσένα; με ρώτησαν οι συμμαθητές μου μια μέρα, στην πρώτη του Δημοτικού.
Κι εγώ μεμιάς έπλασα ένα μύθο, μιλούσα και τον έπλαθα, κι όσο τον έπλαθα τον πίστευα:
- Ο παππούς μου εμένα φορούσε λαστιχένια παπούτσια. Μια μέρα, όταν έβγαλε άσπρα γένια, πήδηξε από τη στέγη του σπιτιού μας. Μα ως άγγιξε τη γης, αντιστοίβαξε σαν τόπι κι ανέβηκε πιο αψηλά από το σπίτι -κι όλο και πιο αψηλά, πιο αψηλά, πιο αψηλά, ωσότου χάθηκε στα σύννεφα. Έτσι πέθανε ο παππούς μου.
Από τη μέρα που έπλασα το μύθο αυτόν, όσες φορές πήγαινα στη μικρούλα εκκλησιά του Αγίου Μηνά κι έβλεπα χαμηλά στο τέμπλο την Ανάληψη του Χριστού, άπλωνα το χέρι κι έλεγα στους συμμαθητές μου:
- Να ο παππούς μου με τα λαστιχένια παπούτσια!
Κι απόψε, ύστερα από τόσα χρόνια, βλέποντας το Ζορμπά να πηδάει στον αγέρα, ξαναζούσα το παιδιάτικο παραμύθι με τρόμο - σα να φοβόμουν μη χαθεί κι ο Ζορμπάς μέσα στα σύννεφα.
-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα· φτάνει!
Ο Ζορμπάς κουκούβισε στο χώμα, λαχανιασμένος. Το πρόσωπό του έλαμπε ευτυχισμένο. Τα γκρίζα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κούτελό του κι ο ιδρώτας κουρνέλιαζε στα μάγουλά του και στο πιγούνι, ανακατεμένος με κάρβουνο.
Έσκυψα απάνω του ανήσυχος.
- Αλάφρωσα, είπε σε λίγο· σα να μου πήραν αίμα. Τώρα μπορώ να μιλήσω.
Μπήκε μέσα στην παράγκα, ανακάθισε μπροστά από το μαγκάλι, κι έλαμπε το πρόσωπό του.
- Τι σ' έπιασε κι άρχισες το χορό;
- Τι ήθελες να κάμω, αφεντικό; Πλαντούσα από την πολλή χαρά μου· έπρεπε να ξεσκάσω. Και πως μπορεί να ξεσκάσει ένας άνθρωπος; Με τα λόγια; Πφφ!
- Ποιά χαρά σου;
Με κοίταξε ανήσυχος· το χείλος του έτρεμε:
- Ποιά χαρά μου; Μα αυτά που μου 'πες τώρα να, τα 'πες έτσι, του βρόντου; Δεν τα καταλάβαινες και συ ο ίδιος; Δεν ήρθαμε εδώ, λέει, για κάρβουνο… Έτσι ντε, ν' αλαφρώσω! Ήρθαμε για να περάσει η ώρα μας, να ρίξουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, να μη μας πάρουν για παλαβούς, να μη μας πετούν λεμονόκουπες -κι εμείς όταν θα μείνουμε ολομόναχοι και δε μας βλέπει κανένας, να σπούμε στα γέλια! Αυτό, λόγο τιμής, ζητούσα κι εγώ, μα δεν το καταλάβαινα καλά καλά. Πότε το κάρβουνο συλλογίζουμουν, πότε την κυρα-Μπουμπουλίνα, πότε την αφεντιά σου… Μαλλιά κουβάρια. Όταν άνοιγα μια γαλαρία, έλεγα: «Κάρβουνο θέλω! Κάρβουνο θέλω! Κάρβουνο θέλω!» Κι από τη φτέρνα ως την κορφή γίνουμουν κάρβουνο. Κι όταν πάλι σκολνούσα κι έπαιζα με αυτή την παλιοφώκια -καλή της ώρα!- κρεμούσα όλους τους λιγνίτες κι όλα τ' αφεντικά από την κορδελίτσα του λαιμού της. Κρεμούσα και το Ζορμπά, τα ‘χανα. Κι όταν απόμενα μόνος και δεν είχα δουλειά, σ' έφερνα στο νου μου, αφεντικό, κι η καρδιά μου ράιζε. Το 'χα βάρος στην ψυχή μου: «Ντροπής, μωρέ Ζορμπά, φώναζα· ντροπής, μωρέ Ζορμπά, να κοροϊδεύεις τον καλόν αυτόν άνθρωπο και να του τρως τα λεφτά του. «Ως πότε θα σαι παλιάνθρωπος, μωρέ Ζορμπά; Φτάνει πια!»
» Τα χα, σου λέω, αφεντικό, χαμένα· ο διάολος με τραβούσε από τη μια μεριά, ο Θεός από την άλλη, μ' έσκιζαν οι δυο τους μες στη μέση. Τώρα, ας είσαι καλά, αφεντικό, είπες ένα μεγάλο λόγο κι άνοιξαν τα στραβά μου· είδα! Κατάλαβα! Συνεννοηθήκαμε. Τώρα, φωτιά στα τοπία! Πόσα λεφτά χεις ακόμα; Βάλ' τα κάτω! Ας πάει και το παλιάμπελο!
Ο Ζορμπάς σφούγγιξε τον ιδρώτα του, έψαξε γύρω· τ' απομεινάρια του δείπνου μας ήταν σκορπισμένα στο σοφραδάκι· άπλωσε τη χερούκλα:
- Με την άδειά σου, αφεντικό, είπε· πείνασα πάλι.
Πήρε μια φέτα ψωμί, ένα κρεμμύδι, μια φούχτα ελιές· έτρωγε με βουλιμία· αναποδογύρισε στο στόμα του, χωρίς να την αγγίζουν τα χείλια του, τη φλάσκα, και το κρασί κακάρισε.
Ο Ζορμπάς χτύπησε τη γλώσσα του ευχαριστημένος.
- Ήρθε η καρδιά στον τόπο της, είπε. Με κοίταξε, μου 'κλεισε το μάτι:
- Γιατί δε γελάς; ρώτησε. Τι με κοιτάς έτσι; Τέτοιο είναι το σκαρί μου. Ένας διάολος είναι μέσα μου και φωνάζει, και κάνω ο,τι μου πει. Κάθε που πάω να πλαντάξω, μου φωνάζει: «Χόρεψε!» και χορεύω. Ξεπλαντάζω. Μια φορά που πέθανε το παιδί μου, ο Δημητράκης μου, στη Χαλκιδική, έτσι σηκώθηκα πάλι και χόρεψα. Οι συγγενείς κι οι φίλοι που με θωρούσαν να χορεύω μπροστά από το λείψανο, χύθηκαν να με πιάσουν. «Τρελάθηκε ο Ζορμπάς, φώναξαν, τρελάθηκε ο Ζορμπάς!» Μα εγώ, τη στιγμή εκείνη, αν δε χόρευα, θα τρελαίνουμουν από τον πόνο. Γιατί 'ταν ο πρώτος μου γιος κι ήταν τριών χρονών και δεν μπορούσα να βαστάξω το χαμό του. Κατάλαβες τι σου λέω, αφεντικό, ή μιλώ του αγέρα;
- Κατάλαβα, Ζορμπά, κατάλαβα· δε μιλάς του αγέρα.
- Μιαν άλλη πάλι φορά ήμουνα στη Ρουσία· γιατί πήγα κι εκεί πέρα ακόμα, πάλι για μεταλλεία· για χαλκό, κοντά στο Νοβορωσίσκι.
» Είχα μάθει πέντ' έξι ρούσικες λέξες, όσες μου χρειάζουνταν στη δουλειά μου: «Όχι, ναι, ψωμί, νερό, σε αγαπώ, έλα, πόσο;» Μα να που έπιασα φιλίες μ' ένα Ρούσο, φοβερό μπολσεβίκο. Στρωνόμαστε το λοιπόν κάθε βράδυ σε μιαν ταβέρνα στο λιμάνι και κατεβάζαμε κάμποσα καραφάκια βότκα, ερχόμασταν στο κέφι. Κι ως ερχόμασταν στο κέφι, άνοιγε η καρδιά μας· αυτός ήθελε να μου στορήσει, χαρτί και καλαμάρι, τα όσα είδε κι έπαθε στη ρούσικη επανάσταση, κι εγώ πάλι να του ξεμυστηρευτώ το βίο και την πολιτεία μου· μεθύσαμε, βλέπεις, κι είχαμε γίνει αδέρφια.
» Με χερονομίες, τσάτρα πάτρα, συνεννοηθήκαμε αυτός θ' άρχιζε πρώτος να μιλάει· όταν πια δε θα καταλάβαινα, θα του φώναζα: «Στοπ!»· θα σηκώνουνταν τότε να χορέψει να χορέψει ο,τι ήθελε να μου πει. Το ίδιο κι εγώ. Ό,τι δεν μπορούσαμε να πούμε με το στόμα, θα το λέγαμε με τα πόδια, με τα χέρια, με την κοιλιά ή με άγριες κραξιές: «Χάι-χάι! Χόπλα! Βίρα!»
» Άρχισε πρώτος ο Ρούσος· πώς άρπαξαν τα τουφέκια, πώς άναψε ο πόλεμος, πώς έφτασαν στο Νοβορωσίσκι… Όταν δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου 'λεγε, σήκωνα το χέρι, φώναζα: «Στοπ!», κι ευτύς ο Ρούσος πετιόταν απάνω και δώστου να χορεύει! χόρευε σα δαιμονισμένος· κι εγώ κοίταζα τα χέρια του, τα πόδια του, τα στήθια του, τα μάτια του και τα καταλάβαινα όλα: πως μπήκαν στο Νοβορωσίσκι, πως σκότωσαν τους αφεντάδες, πως έκαμαν ρεμούλα στα μαγαζιά, πως μπήκαν στα σπίτια κι άρπαξαν τις γυναίκες. Στην αρχή έκλαιγαν οι αφιλότιμες, γρατσουνιόνταν, γρατσούνιζαν, μα σιγά σιγά μέρωναν, σφαλνούσαν τα μάτια, σκλήριζαν ευχαριστημένες. Γυναίκες, βλέπεις…
» Κι ύστερα άρχιζα εγώ. Από τα πρώτα λόγια ο Ρούσος, χαχόλος είναι μαθές, δεν παίζει το μυαλό του, φώναζε: «Στοπ!» Άλλο που δεν ήθελα! Πετιόμουν απάνω, παραμέριζα τις καρέκλες και τα τραπέζια, έπιανα το χορό… Ε μωρέ, που κατάντησαν οι άνθρωποι, φτου να χαθούνε! Αφήκαν τα κορμιά τους και βουβάθηκαν, και μονάχα με το στόμα μιλούνε. Μα τι να πει το στόμα, τι μπορεί να πει το στόμα; Να βλεπες του λόγου σου το Ρούσο πως μ' έτρωγε με το μάτι του, από την κορφή ως τα πόδια, και πως τα καταλάβαινε όλα! Του δηγήθηκα χορεύοντας τα πάθη μου, τα ταξίδια, πόσες φορές παντρεύτηκα, τι τέχνες έπιασα: νταμαρτζής, μιναδόρος, γυρολόγος, κανατάς, κομιτατζής, σαντουρτζής, στραγαλατζής, γύφτος, λαθρέμπορος· πως με χώσαν φυλακή, πως το ‘σκασα, πως έφτασα στη Ρουσία…
» Όλα, όλα τα καταλάβαινε, ας ήταν και χαχόλος. Μιλούσαν τα πόδια μου, τα χέρια μου, μιλούσαν τα μαλλιά μου, τα ρούχα μου. Κι ένας σουγιάς που κρέμουνταν από το ζωνάρι μου, κι αυτός μιλούσε… Κι όταν πια τέλειωνα, ο χαχόλος με αγκάλιαζε, με φιλούσε, ξαναγεμίζαμε τα ποτήρια μας βότκα, κλαίγαμε και γελούσαμε, πεσμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου… Και τα ξημερώματα μάς χώριζαν και πηγαίναμε σκουντουφλώντας να κοιμηθούμε. Και το βραδάκι πάλι, ξανασμίγαμε.
» Γελάς; Δεν πιστεύεις, αφεντικό; Λες από μέσα σου: «Μωρέ, τι ’ναι αυτά που μου τσαμπουνάει ετούτος ο Σεβάχ Θαλασσινός; Κουβέντα με το χορό γίνεται;» Κι όμως εγώ βάζω το κεφάλι μου, έτσι θα κουβεντιάζουν οι θεοί κι οι διαόλοι.
» Μα, βλέπω, νύσταξες. Πολύ ντελικάτος είσαι, δεν αντέχεις. Ε, άιντε να κάμεις νανάκια, κι αύριο πάλι τα λέμε. Έχω ένα σχέδιο, σπουδαίο σχέδιο, αύριο θα σου το πω. Εγώ θα καπνίσω ακόμα ένα τσιγάρο, μπορεί και να βουτήξω το κεφάλι μου στη θάλασσα: άναψα, πρέπει να σβήσω. Καληνύχτα!
Άργησα να κλείσω μάτι. Χαμένη η ζωή μου, συλλογίζουμουν· να μπορούσα να ‘πιανα ένα σφουγγάρι, να τα σβήσω όλα όσα διάβασα, όσα είδα κι άκουσα, να μπω στο σκολειό του Ζορμπά και ν' αρχίσω τη μεγάλη, την αληθινή αλφαβήτα! Πόσο διαφορετικιά στράτα θα παιρνα! Θα γύμναζα τέλεια τις πέντε μου αίστησες, το δέρμα μου αλάκερο, να' χαίρεται και να καταλαβαίνει. Θα μάθαινα να τρέχω, να παλεύω, να κολυμπώ, να χιμώ καβάλα, να κάνω κουπί, να οδηγώ αυτοκίνητο, να ρίχνω
τουφέκι. Θα γέμιζα σάρκα την ψυχή μου· θα γέμιζα ψυχή τη σάρκα μου· θα φίλιωνα μέσα μου, επιτέλους, τους δυο προαιώνιους ετούτους οχτρούς…
Ανακαθιστός στο στρώμα μου, άναθιβανα τη ζωή μου που πήγαινε χαμένη. Από την ανοιχτή πόρτα διάκρινα θαμπά μέσα στην αστροφεγγιά το Ζορμπά να κάθεται κουκουβιστός σ' ένα βράχο, σαν όρνιο νυχτερινό, και να κοιτάζει τη θάλασσα, και τον ζήλευα. «Αυτός βρήκε την αλήθεια, συλλογίζουμουν, αυτός είναι ο δρόμος!»
Σε άλλες, πρωτόγονες δημιουργικές εποχές, ο Ζορμπάς θα 'ταν αρχηγός ράτσας, θα πήγαινε μπροστά και θ' άνοιγε με το τσεκούρι δρόμο ή θα ταν ξακουσμένος τροβαδούρος που θα γύριζε τους αρχοντικούς πύργους, και θα κρέμουνταν όλοι, αφεντικά και φαμέγιοι και κυράδες, από τα χοντρά του χείλια… Στην αχάριστη εποχή μας φέρνει βόλτες, λιμασμένος, γύρα από τις μάντρες, σα λύκος· ή ξεπέφτει και γίνεται τζουτζές κάποιου καλαμαρά.
Άξαφνα είδα το Ζορμπά να σηκώνεται. Γδύθηκε, πέταξε τα ρούχα του στα χοχλάδια, έπεσε στη θάλασσα. Κάπου κάπου ξέκρινα στο λιγοστό φεγγάρι την κεφάλα του να προβαίνει από το νερό και πάλι να χάνεται· κάπου κάπου έσερνε μια φωνή, γάβγιζε, χλιμίντριζε, έκανε σαν κόκορας –ξαναγύριζε η ψυχή του πίσω στα ζώα, έτσι που ήταν στην έρημη ετούτη νύχτα ολομόναχη και κολυμπούσε στη θάλασσα…
Σιγά, χωρίς να το καταλάβω, με πήρε ο ύπνος. Και το πρωί, χαράματα, είδα το Ζορμπά να ‘ρχεται γελαστός, ξεκούραστος, να με τραβά από τα πόδια.
- Σήκω, αφεντικό, είπε, να σου ξομολογηθώ το σχέδιό μου. Ακούς;
- Ακούω.
Στρογγυλοστρώθηκε διπλογόνατος χάμω κι άρχισε να μου παρασταίνει πως να εγκαταστήσει εναέριο σιδερόδρομο, από την κορυφή του βουνού ως το ακρογιάλι, για να κατεβάζουμε τα ξύλα που μας χρειάζουνται για τις γαλαρίες και να πουλούμε τ' αποδέλοιπα για ξυλεία. Είχαμε αποφασίσει να νοικιάσουμε ένα μοναστηριακό δάσο πεύκα, μα κόστιζε πολύ η μεταφορά και μουλάρια δε βρίσκαμε. Ο Ζορμπάς λοιπόν σοφίστηκε να σκαρώσει εναέριο με χοντρό σύρμα, με στύλους, με μακαράδες, να κρεμάει τους κορμούς από την κορυφή του βουνού, κι όσο να πεις κύμινο να σφεντονίζουνται στο ακρογιάλι.
- Σύμφωνοι; με ρώτησε άμα τέλεψε· υπογράφεις;
- Υπογράφω, Ζορμπά· βάλε ομπρός.
Μου άναψε το μαγκάλι, έβαλε το μπρίκι, μου ετοίμασε τον καφέ, έριξε μιαν πατανία στα πόδια μου να μην κρυώνω κι έφυγε ευχαριστημένος.
- Σήμερα, είπε, θα χτυπήσουμε μιαν καινούρια γαλαρία· βρήκα ένα φιλόνι, μαύρο διαμάντι!
Άνοιξα το χερόγραφο του Βούδα, βυθίστηκα κι εγώ στις δικές μου τις γαλαρίες. Δούλευα όλη μέρα, κι όσο δούλευα αλάφρωνα, γλύτωνα, ένιωθα πολύπλοκη μέσα μου συγκίνηση -ανακούφιση, υπερηφάνια κι αηδία. Μα δούλευα συνεπαρμένος, γιατί το ξερα πως άμα τελέψω το χερόγραφο ετούτο και το σφραγίσω και το δέσω, θα γίνω ελεύτερος.
Πεινούσα· έφαγα λίγες σταφίδες και μύγδαλα κι ένα κομμάτι ψωμί. Περίμενα το Ζορμπά να ρθει και να φέρει όλα τ' αγαθά που φραίνουν τον άνθρωπο -το γάργαρο γέλιο, την καλή κουβέντα, το νόστιμο φαΐ.
Κατά το βράδυ ξεπρόβαλε. Μαγέρεψε, φάγαμε, μα ο νους του έβοσκε αλλού. Γονάτισε χάμω, κάρφωσε ξυλαράκια στο χώμα, τέντωσε ένα σπάγγο, κρέμασε από μικροσκοπικούς γάντζους ένα σπίρτο και προσπαθούσε να βρει τι κλίση να δώσει στο σύρμα για να μη γίνουν όλα σμπαράλια.
- Αν είναι περισσότερη απ' ο,τι πρέπει η κλίση, μου ξηγούσε, μας παίρνει ο διάολος. αν είναι λιγότερη, πάλι μάς παίρνει ο διάολος. Πρέπει να βρούμε στην τρίχα την κλίση που χρειάζεται κι αυτό θέλει, αφεντικό, νου και κρασί.
- Κρασί έχουμε μπόλικο, είπα γελώντας· νου όμως;
Ο Ζορμπάς ξέσπασε στα γέλια:
- Κάτι καταλαβαίνεις και του λόγου σου, αφεντικό, είπε και με κοίταξε με τρυφερότητα.
Κάθισε να ξεκουραστεί, άναψε ένα τσιγάρο. Έκαμε πάλι κέφι, λύθηκε η γλώσσα του.
- Να πετύχει ο εναέριος, είπε, να κατεβάσουμε όλο το δάσο, ν' ανοίξουμε εργοστάσιο, να κάνουμε σανίδια, στύλους, καδρόνια, να βγάλουμε λεφτά με την ουρά, να σκαρώσουμε ένα τρικάταρτο καράβι, να πάρουμε τα μάτια μας, να ρίξουμε πέτρα πίσω μας και να γυρίσουμε τον κόσμο!
Έλαμψαν τα μάτια του Ζορμπά· γέμισαν μακρινές γυναίκες, πολιτείες, φωταψίες, σπίτια θεόρατα, μηχανές, βαπόρια.
- Έβγαλα άσπρες τρίχες, αφεντικό, τα δόντια μου αρχίζουν να κουνούν, δεν έχω πια καιρό να χάνω. Του λόγου σου είσαι νέος, μπορείς να κάνεις υπομονή, εγώ δεν μπορώ. Μα το Θεό, όσο γερνώ κι αγριεύω. Τι κάθουνται και μου λένε εμένα πως τα γεράματα μερώνουν τον άνθρωπο; πώς ξεθυμαίνει, λέει, η σπιρτάδα του ανθρώπου, βλέπει το Χάρο, απλώνει το λαιμό και λέει: «Σφάξε με, αγά, ν' αγιάσω;» Εγώ, όσο γερνώ κι αγριεύω. Δεν το βάζω κάτω, θέλω να φάω τον κόσμο.
Σηκώθηκε, ξεκρέμασε από τον τοίχο το σαντούρι.
- Έλα εδώ, δαίμονα, είπε· τι κάθεσαι στον τοίχο και σωπαίνεις; Σύρε φωνή!
Δε χόρταινα να βλέπω το. Ζορμπά με τι, προσοχή, και τρυφερότητα ξετύλιγε το σαντούρι από τα πανιά που το χε τυλιγμένο· σα να καθάριζε σύκο, σα να γδυνε γυναίκα.
Απίθωσε το σαντούρι στα γόνατά του, έσκυψε απάνω του, χάδεψε αλαφριά τις κόρδες του -θαρρείς και το συμβουλεύουνταν τι σκοπό να τραγουδήσουν, το παρακαλούσε να ξυπνήσει, το καλόπιανε να 'ρθει να κάμει συντροφιά στην ψυχή του, που σεκλέτιζε πια, δε βαστούσε τη μοναξιά. Άρχισε ένα τραγούδι, δεν έβγαινε, το παράτησε, άρχισε άλλο, οι κόρδες σκλήριζαν σα να πονούσαν, σα να μην ήθελαν· ο Ζορμπάς ακούμπησε στον τοίχο, σφούγγιξε τον ιδρώτα που είχε ξαφνικά αναβρύσει στο κούτελό του.
- Δε θέλει… μουρμούρισε, κοιτάζοντας με τρόμο το σαντούρι· δε θέλει…
Το τύλιξε πάλι με προσοχή, σα να 'ταν, λες, θεριό και φοβόταν μη τον δαγκάσει, σηκώθηκε σιγά και το κρέμασε στον τοίχο.
- Δε θέλει… μουρμούρισε πάλι· δε θέλει… Δεν πρέπει να το ζορίζω.
Κάθισε πάλι χάμω, παράχωσε κάστανα, στη χόβολη του μαγκαλιού, γέμισε τα ποτήρια μας κρασί. Ήπιε, ξανάπιε, καθάρισε ένα κάστανο, μου το ‘δωκε.
- Καταλαβαίνεις τίποτα, αφεντικό; με ρώτησε. Εγώ τα χω χαμένα. Όλα έχουν ψυχή, και τα ξύλα κι οι πέτρες και το κρασί που πίνουμε και το χώμα που πατούμε. Όλα, όλα, αφεντικό.
Σήκωσε το ποτήρι.
- Στην υγειά σου!
Το άδειασε, το ξαναγέμισε.
- Την άτιμη τη ζωή! μουρμούρισε. Την άτιμη! Είναι κι αύτη σαν την κυρα-Μπουμπουλίνα.
Γέλασα.
- Άκου με εμένα, αφεντικό, μη γελάς· η ζωή 'ναι σαν την κυρα-Μπουμπουλίνα. Γριά, κι όμως έχει η σκορδόπιστη το χάζι της· ξέρει τέχνες, σου παίρνει το νου. Σφαλνάς τα μάτια και θαρρείς πώς αγκαλιάζεις μιαν κοπέλα είκοσι χρονών. Μωρέ, γίνεται είκοσι χρονών, σου λέω, όταν έχεις κέφι και σβήσεις το φως!
» Μα θα μου πεις, είναι μισοσαπημένη, έχει κάμει στη ζωή της σημεία και τέρατα, πέρασε από ναυάρχους, ναυτάκια, φανταράκια, χωριάτες, πραματευτήδες, παπάδες, ψαράδες, χωροφύλακες, δασκάλους, ιεροκήρυκες, ειρηνοδίκες - μα τι πάει να πει; Ξεχνάει γρήγορα η πατσαβούρα, δε θυμάται κανένα αγαπητικό, γίνεται, αλήθεια σου λέω, αθώα περιστερά, πρωτόβγαλτη, πιτσουνάκι, και κοκκινίζει, άκου με που σου λέω, κοκκινίζει και τρέμει σα να ταν η πρώτη φορά. Μυστήριο είναι η γυναίκα, αφεντικό. Χίλιες φορές να πέσει, χίλιες φορές σηκώνεται παρθένα. Και γιατί; θα μου πεις. Να, γιατί δε θυμάται.
- Ο παπαγάλος όμως θυμάται, Ζορμπά, είπα για να τον πειράξω· φωνάζει πάντα ένα όνομα που δεν είναι το δικό σου. Δε σε δαιμονίζει αυτό; Την ώρα που βρίσκεσαι μαζί της στους εφτά ουρανούς, ν' ακούσεις τον παπαγάλο να φωνάζει: «Καναβάρο! Καναβάρο!», δε σου 'ρχεται να τον αρπάξεις από το λαιμό να τον πνίξεις; Α, επιτέλους, είναι καιρός πια να τον μάθεις να φωνάζει: «Ζορμπά! Ζορμπά!»
- Πωπώ! παλιές σκουριές! παλιά πολιτέματα! φώναξε ο Ζορμπάς και βούλωσε τ' αυτιά του με τις χερούκλες του. Να τον πνίξω, λέει; Μα εγώ τρελαίνομαι να τον ακούω να φωνάζει τ' όνομα αυτό που λες. Τον κρεμά η αθεόφοβη τη νύχτα απάνω από το κρεβάτι, και σου 'χει ο άτιμος ένα μάτι που τρυπάει το σκοτάδι, και μόλις μας δει να βγάζουμε τα μάτια μας αρχίζει τις φωνές: «Καναβάρο! Καναβάρο!»
» Κι εγώ ευτύς, σου ορκίζουμαι, αφεντικό, μα που να καταλάβεις του λόγου σου, που σ’έχουν φάει τ αναθεματισμένα τα βιβλία! σου ορκίζουμαι, νιώθω λουστρίνι στις ποδάρες μου, φτερά στο κεφάλι μου, κάτι γένια μεταξωτά πασαλειμμένα με πατσουλί. "Μπουονγκιόρνο! Μπουενασέρα! Μαγκιάτε μακαρόνι;» Γίνουμαι σωστός Καναβάρο. Ανεβαίνω στη χιλιοτρύπητη ναυαρχίδα μου, και δώστου φωτιά στα καζάνια! Αρχίζει το κανονίδι!
Πήραν τα γέλια το Ζορμπά. Έκλεισε το ζερβό του μάτι, με κοίταξε:
- Να με συμπαθάς, αφεντικό, είπε, μα,εγώ μοιάζω του παππού μου, του καπετάν Αλέξη, ο Θεός ν’ αγιάσει τα κόκαλά του. Ήταν εκατό χρονώ, κάθουνταν το δειλινό απόξω από το κατώφλι του, για να καμαρώνει τις κοπέλες που πήγαιναν στη βρύση. Μα τα μάτια του είχαν θαμπώσει, δεν ξεχώριζε καλά. Φώναζε λοιπόν τις κοπέλες. «Ποια είσαι, μωρή; - Το Λενιό του Μαστραντώνη! - Έλα, μωρή, να σε αγγίξω! Έλα, μωρή, μη φοβάσαι!» Κι η κοπέλα έπνιγε το γέλιο της κι ζύγωνε. Κι ο παππούς μου έριχνε την απαλάμη στο πρόσωπο της κορασίδας και το πασπάτευε σουρτά, τρυφερά, λιμασμένα. Κι έτρεχαν τα κλάματά του. «Γιατί κλαις, παππού; τον ρώτησα μια μέρα. -Ε, είναι, μωρέ παιδί μου, να μην κλαίω, που εγώ πεθαίνω κι αφήνω πίσω μου τόσες όμορφες κοπέλες;»
Ο Ζορμπάς αναστέναξε.
- Ε κακομοίρη παππού, είπε, και πως σε καταλαβαίνω! Κάθουμαι συχνά και λέω με το νου μου: «Αχ! Αχ! και να 'ταν να πέθαιναν κι όλες οι όμορφες μαζί μου!» Μα αυτές οι σκρόφες θα ζήσουν, θα καλοζήσουν, θ' αγκαλιάζουνται, θα φιλιούνται, κι ο Ζορμπάς θα χει γίνει χώμα, να με πατούνε!
Έβγαλε μερικά κάστανα από τη θράκα, τα καθάρισε, σκουντρήξαμε τα ποτήρια μας. Ώρα πολλή πίναμε και μασουλίζαμε ήσυχα ήσυχα, σα δυο μεγάλα κουνέλια, κι ακούγαμε απόξω τη θάλασσα να μουγκρίζει.
VII
Κάμποση ώρα γύρα από το μαγκάλι οι δυο μας σωπαίναμε. Βεβαιώθηκα πάλι πόσο η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας τίποτα άλλο. Χρειάζεται μονάχα, για να νιώσεις πώς όλα τούτα είναι ευτυχία, μια καρδιά απλή και λιτοδίαιτη.
- Πόσες φορές παντρεύτηκες, Ζορμπά; ρώτησα ύστερα από λίγη ώρα.
Είχαμε έρθει κι οι δυο στο κέφι, όχι τόσο από το πολύ κρασί όσο από την πολλή μέσα μας ανομολόγητη ευτυχία. Βαθιά το καταλαβαίναμε κι οι δυο μας, με τον τρόπο τον εδικό του ο καθένας, πως ήμασταν δυο μικρά λιγόζωα έντομα, καλά σοφιλιασμένα απάνω στη φλούδα της γης, κι είχαμε βρει μια βολική γωνιά, δίπλα σ' ένα ακρογιάλι, πίσω από καλάμια, σανίδια και γκαζοτενεκέδες, και στριμωχτήκαμε κοντά κοντά ο ένας στον άλλον, κι είχαμε μπροστά μας πράγματα ευχάριστα και φαγώσιμα, και μέσα μας τη γαλήνη, την αγάπη και την ασφάλεια.
Ο Ζορμπάς δε με άκουσε· ένας Θεός ξέρει σε τι πέλαγα αρμένιζε ο νους του και δεν μπορούσε να τον φτάσει η φωνή μου. Άπλωσα το χέρι, τον άγγιξα.
- Πόσες φορές παντρεύτηκες, Ζορμπά; ξαναρώτησα.
Τινάχτηκε. Άκουσε, κούνησε τη χερούκλα του.
- Ου, μου αποκρίθηκε, τι κάθεσαι τώρα κι ανασκαλεύεις! Άνθρωπος δεν είμαι; Έκαμα κι εγώ τη Μεγάλη Κουταμάρα· έτσι λέω, και να με συμπαθούν όλοι οι παντρεμένοι, το γάμο. Έκαμα λοιπόν τη Μεγάλη Κουταμάρα, παντρεύτηκα.
- Καλά, μα πόσες φορές;
Ο Ζορμπάς έξυσε νευρικά το λαιμό του· συλλογίστηκε μια στιγμή.
- Πόσες φορές; έκαμε τέλος. Τίμια, μια φορά, μια κι όξω. μεσοτίμια, δυο φορές· άτιμα, χίλιες, δυο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες, που να κρατώ τεφτέρι!
- Για λέγε, Ζορμπά! Αύριο είναι Κυριακή, θα ξουριστούμε, θα βάλουμε τα καλά μας, θα πάμε στην κυρα-Μπουμπουλίνα, ζωή και κότα! Δεν έχουμε δουλειά ας το ρίξουμε λοιπόν όξω απόψε· λέγε!
- Μα τι να πω; Λέγουνται αυτά, αφεντικό; Τα τίμια ζευγαρώματα είναι ανούσια φαΐ· χωρίς πιπέρι. Τι να πω; Φιλί 'ναι αυτό, να σε καμαρώνουν οι άγιοι από το εικονοστάσι και να σου δίνουν την ευκή τους; Εμείς λέμε στο χωριό μας: «Μονάχα το κλεψίμιο κρέας έχει νοστιμιά»· η γυναίκα σου δεν είναι κλεψίμιο κρέας.
» Τ' άτιμα πάλι ζευγαρώματα, που να τα θυμάσαι! Κρατά ο κόκορας τεφτέρι; Δε βαριέσαι! Και γιατί να κρατά τεφτέρι; Εγώ μια φορά, όταν ήμουν μαθές νέος, είχα τη λόξα, από κάθε γυναίκα που πλάγιαζα, να της παίρνω κι ένα τσουλούφι μαλλιά. Είχα λοιπόν το ψαλιδάκι πάντα μαζί μου. Μα στην εκκλησιά να πήγαινα, το ψαλιδάκι στην τσέπη. Άνθρωποι είμαστε, δεν ξέρεις τι γίνεται.
» Μάζωνα λοιπόν τα τσουλούφια, μαύρα, ξανθά, καστανά, και με άσπρες τρίχες ακόμα· μάζωνα, μάζωνα, γέμισα ένα μαξιλάρι. Γέμισα ένα μαξιλάρι και το βαζα και κοιμόμουν· μα μονάχα το χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι με άναβε. Μα σε λίγο καιρό το σιχάθηκα κι αυτό, άρχισε, βλέπεις, να μυριζει, του 'βαλα φωτιά.
Ο Ζορμπάς γέλασε.
- Αυτά ήταν τα τεφτέρια μου, αφεντικό, είπε· κάηκαν. Βαρέθηκα, θαρρούσα πως θα ‘ταν λίγες, είδα πως δεν έχουν τελειωμό, πέταξα το ψαλιδάκι.
- Και τα μεσοτίμια ζευγαρώματα, Ζορμπά;
- Ε, αυτά έχουν το χάζι τους, αποκρίθηκε χιχιρίζοντας. Ε μωρέ γυναίκα Σλάβα, χίλια χρόνια να ζήσεις! Ελευτερία! Δεν έχει: που ήσουν; γιατί άργησες; που κοιμήθηκες; Μήτε σε ρωτάει, μήτε τη ρωτάς. Ελευτερία!
Απλοχέρισε στο ποτήρι του, το άδειασε, ξεφλούδισε ένα κάστανο. Μασούλιζε και μιλούσε:
- Τη μια τη λέγανε Σοφίνκα, την άλλη Νούσα. Τη Σοφίνκα τη γνώρισα σ’ ένα μεγάλο χωριό, κοντά στο Νοβορωσίσκι. Χειμώνας, χιόνια, πήγαινα για μεταλλείο, περνούσα από το χωριό και στάθηκα· είχε παζάρι τη μέρα εκείνη, κι απ' όλα τα χωριά γύρα είχαν κατέβει γυναίκες και άντρες να πάρουν και να δώσουν. Πείνα μεγάλη, κρύο φοβερό, οι άνθρωποι πουλούσαν ο,τι είχαν και δεν είχαν, ακόμα και τα κονίσματά τους, για ν' αγοράσουν ψωμί.
» Τρογυρνούσα που λες το παζάρι, όπου βλέπω να πηδά από ένα κάρο μια χωριατοπούλα, νταρντάνα, δυο μέτρα μπόι, με μπλάβα μάτια θάλασσα, με κάτι γοφούς, σα φοράδα… Τα σάστισα. «Ε κακομοίρη Ζορμπά, είπα, χάθηκες!»
» Την πήρα από πίσω, την έτρωγα με τα μάτια,, την έτρωγα, μα πού να τη χορτάσω που κουνιούνταν τα καπούλια της σαν τις καμπάνες της Λαμπρής. «Τι ζητάς, μωρέ, μεταλλείο; έλεγα με το νου μου. Πού πας και χάνεσαι, ανεμοδούρη; Να το αληθινό μεταλλείο, χώσου με τα μούτρα, άνοιξε γαλαρίες!»
» Στάθηκε η κοπέλα, παζάρεψε, αγόρασε ξύλα, τα σήκωσε -τι,μπρατσούκλες ήταν εκείνες, Θε μου!- τα ‘ριξε στο κάρο. Αγόρασε λίγο ψωμί, πέντ’ έξι καπνιστά ψάρια. «Πόσο κάνουν; ρώτησε - Τόσο.» «Έβγαλε από το αυτί της το χρυσό της σκουλαρίκι να πλερώσει. Λεφτά δεν είχε, θα δινε το σκουλαρίκι. Όπου εγώ γίνηκα μπαρούτι. Ν' αφήσω εγώ μια γυναίκα να δώσει τα σκουλαρίκια της, τα μπιχλιμπίδια της, τα μοσκοσάπουνά της, ένα μποτιλάκι λεβάντα… Να τα δώσει κι αυτά, χάνεται ο κόσμος! Είναι σα να μαδήσεις ένα παγόνι. Σου βαστά η καρδιά να μαδήσεις ένα παγόνι; Ποτέ! «Όχι, Όχι, όσο ζει ο Ζορμπάς, είπα, αυτό δε θα γίνει.» Άνοιξα το σακούλι μου, πλέρωσα. Ήταν η εποχή που τα ρούβλια είχαν γίνει κουρελόχαρτα μ' εκατό δραχμές αγόραζες ένα μουλάρι, με δέκα δραχμές μια γυναίκα.
» Πλέρωσα, το λοιπόν. Η νταρντάνα. στράφηκε, με κοίταξε. Μου άρπαξε το χέρι να μου το φιλήσει. Μα εγώ το τράβηξα πίσω· τι, για γέρο με πήρε; «Σπασίμπα! Σπασίμπα!» μου φώναζε που θα πει: «Ευχαριστώ! Ευχαριστώ» και μ' ένα πήδημα σάλταρε στο κάρο, πήρε τα γκέμια, σήκωσε το καμουτσίκι. «Ζορμπά, είπα τότε, το νου σου, μωρέ, θα σου φύγει!» Μ' ένα σάλτο βρέθηκα κι εγώ στο κάρο δίπλα της. Δεν είπε τίποτα· μήτε στράφηκε να με δει. Έδωκε μια του αλόγου, κινήσαμε.
» Στο δρόμο κατάλαβε πως την ήθελα γυναίκα. Λίγα ρούσικα ήξερα, μα αυτές οι δουλειές δε θένε πολλά λόγια. Μιλούσαμε με τα μάτια, με τα χέρια, με τα γόνατα, Φτάσαμε, να μην τα πολυλογούμε, στο χωριό, σταθήκαμε απόξω από μιαν ίσμπα. Κατεβήκαμε. Με μια σπρωξιά άνοιξε η κοπέλα την πόρτα, μπήκαμε. Ξεφορτώσαμε στην αυλή τα ξύλα, πήραμε τα ψάρια και το ψωμί, μπήκαμε στην κάμαρα. Μια γριούλα κάθουνταν δίπλα στο σβημένο τζάκι, τουρτούριζε. Ήταν κουκουλωμένη με τσουβάλια, με κουρέλια, με προβιές, μα τουρτούριζε. Κρύο, σου λέω, πέφταν τα νύχια σου. Έσκυψα εγώ, έβαλα μπόλικα ξύλα στο τζάκι, άναψα φωτιά. Η γριούλα με κοίταζε και χαμογελούσε. Κάτι της είπε η κόρη της, μα δεν κατάλαβα. Άναψα τη φωτιά· ζεστάθηκε η γριά, ζωντάνεψε.
» Η κοπέλα ωστόσο έστρωνε το τραπέζι· έφερε λίγη βότκα, την ήπιαμε. Άναψε το σαμοβάρι, έφτιασε τσάι, καθίσαμε, φάγαμε, δώσαμε και της γριάς. Ύστερα έστρωσε το κρεβάτι· έβαλε καθαρά σεντόνια, άναψε το καντηλάκι μπροστά από το κόνισμα της Παναγίας, έκαμε το σταυρό της. Μου ‘καμε ύστερα νόημα, γονατίσαμε κι οι δυο μπροστά από τη γριά, της φιλήσαμε το χέρι. Κι αυτή απίθωσε τα κοκαλιάρικα χέρια της στα κεφάλια μας και κάτι μουρμούρισε· φαίνεται, μας έδωκε την ευκή της. «Σπασίμπα! Σπασίμπα!» φώναξα εγώ και μ' ένα σάλτο βρεθήκαμε με την νταρντάνα στο κρεβάτι.
Ο Ζορμπάς σώπασε. Σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε πέρα, κατά τη θάλασσα.
- Τη λέγανε Σοφίνκα… είπε σε λίγο και σώπασε πάλι.
- Λοιπόν; ρώτησα ανυπόμονος λοιπόν;
- Δεν έχει λοιπόν! Τι μανία που έχεις, αφεντικό, με τα λοιπόν και τα γιατί! Λέγουνται αυτά, στο Θεό σου; Η γυναίκα είναι μια πηγή δροσερή, σκύβεις, θωράς το πρόσωπό σου, και πίνεις, πίνεις, και τα κόκαλά σου τρίζουν. Κι ύστερα έρχεται ένας άλλος πάλι που διψάει, σκύβει κι αυτός, θωράει το πρόσωπό του και πίνει. Κι ύστερα ένας άλλος… Αυτό θα πει πηγή αυτό θα πει γυναίκα.
- Κι ύστερα, έφυγες;
- Τι ήθελες να κάμω; Αυτή 'ναι πηγή, είπαμε, εγώ διαβάτης, πήρα πάλι το δρόμο. Έμεινα τρεις μήνες μαζί της, ο Θεός να την έχει καλά, παράπονο δεν έχω. Μα ύστερα από τρεις μήνες, θυμήθηκα πως κίνησα για μεταλλείο. «Σοφίνκα, της είπα ένα πρωί, εγώ έχω δουλειά· πρέπει να φύγω. -Καλά, είπε η Σοφίνκα, πήγαινε. Θα σε περιμένω ένα μήνα· αν δεν έρθεις ύστερα από ένα μήνα, είμαι λεύτερη. Είσαι και συ λεύτερος. Στην ευκή του Θεού!» Έφυγα.
- Και γύρισες ύστερα από ένα μήνα;
- Μα είσαι κουτός, αφεντικό, και να με συμπαθάς! φώναξε ο Ζορμπάς. Που να γυρίσεις! Σε αφήνουν οι αφορεσμένες; Ύστερα από ένα μήνα, στο Κουμπάν, βρήκα τη Νούσα.
- Λέγε! Λέγε!
- Άλλη φορά, αφεντικό. Μην τις μπερδεύουμε τις κακομοίρες! Στην υγειά της Σοφίνκας!
Κατέβασε το κρασί μονορούφι, ακούμπησε στον τοίχο.
- Καλά, είπε, θα σου μιλήσω και για τη Νούσα. Το κεφάλι μου απόψε γέμισε Ρουσία. Μάινα, θα ξεφορτώσω!
Σφούγγιξε τα μουστάκια του, ανασκάλεψε τη θράκα.
- Αυτή λοιπόν, που λες, τη Νούσα, τη γνώρισα σ' ένα χωριό του Κουμπάν. Καλοκαίρι εκεί πέρα. Καρπούζια και πεπόνια βουνά, έσκυβα, έπαιρνα ένα, κανένας δε μου 'λεγε «βρε τι κάνεις αυτού;» Το ‘κοβα στη μέση κι έχωνα τη μούρη μου μέσα.
» Όλα μπόλικα εκεί πέρα στον Καύκασο, αφεντικό, όλα χύμα, διαλέγετε και παίρνετε! Κι όχι μονάχα, να πεις, τα πεπόνια και τα καρπούζια, παρά και τα ψάρια και τα βούτυρα κι οι γυναίκες. Περνάς, βλέπεις ένα καρπούζι, το παίρνεις, βλέπεις μια γυναίκα, την παίρνεις. Όχι σαν εδώ, στην Ψωροκώσταινα, που άμα πάρεις κανενός ένα καρπουζόφυλλο σε πάει στα δικαστήρια, κι άμα αγγίξεις μια γυναίκα, φόρα τη μαχαίρα ο αδερφός να σε κάμει κιμά. Μιζέρια, τσιγκουνιά, δικό σου και δικό μου, ου να χαθήτε, ψωριάρηδες! Να πάτε, μωρέ, στη Ρουσία, να δείτε αρχοντιά!
» Πέρασα λοιπόν από το Κουμπάν, είδα μια γυναίκα σ' ένα μποστάνι, μου άρεσε. Πρέπει να ξέρεις, αφεντικό, πως η Σλάβα δεν είναι σαν και τούτες τις φτενές συφεροντολόγες Ρωμιές, που σου πουλούν τον έρωτα με το δράμι και κάνουν ο,τι μπορούν για να σου τον πασάρουν ξίκικο, να σε γελάσουν στο ζύγι· η Σλάβα, αφεντικό, σου τον ζυγιάζει μπόλικα, βαρύ βαρύ και στον ύπνο και στον έρωτα και στο φαΐ είναι πολύ συγγενής με τα ζώα, πολύ συγγενής με τη γης, δίνει, δίνει μπόλικα, δεν τσιγκουνεύεται, σαν και τούτες τις Ρωμιές, τις ψιλικατζίνες! «Πώς σε λένε;» τη ρώτησα. Βλέπεις, με τις γυναίκες είχα μάθει τώρα και λίγα ρούσικα… «Νούσα· και σένα; - Αλέξη. Πολύ μου αρέσεις, Νούσα.» Με κοίταξε καλά καλά, όπως κοιτάζουμε ένα άλογο που θέλουμε ν' αγοράσουμε. «Και συ δε φαίνεσαι αχαμνός, μου κάνει. Έχεις γερά δόντια, μεγάλα μουστάκια, φαρδιές πλάτες, χοντρά μπράτσα. Μου αρέσεις.» Πολλά άλλα πράγματα δεν είπαμε, μήτε κι ήταν ανάγκη. Μάνι μάνι τα συφωνήσαμε θα πήγαινα σπίτι της το ίδιο βράδυ με τα καλά μου ρούχα. «Έχεις και γούνα; με ρωτά η Νούσα. - Έχω, μα με τέτοια ζέστη… - Δεν πειράζει· φέρ' την για μεγαλείο.»
» Ντύθηκα λοιπόν το βράδυ σα γαμπρός, φορτώθηκα στο μπράτσο μου τη γούνα, πήρα κι ένα μπαστούνι που είχα με ασημένια λαβή, πήγα. Μεγάλο σπίτι χωριάτικο, με αυλές, αγελάδες, πατητήρια, φωτιές αναμμένες στην αυλή, καζάνια απάνω στις φωτιές. «Τι βράζετε εδώ; ρώτησα. -Πετιμέζι από καρπούζια. - Κι εδώ; - Πετιμέζι από πεπόνια.» Μωρέ, τι 'ναι εδώ; είπα με το νου μου. Ακούς εκεί πετιμέζι από πεπόνια και καρπούζια! Γη της επαγγελίας, όξω φτώχεια! Έχε την ευκή μου, Ζορμπά, καλά έπεσες εδώ μέσα σαν πόντικας σ' ένα τουλούμι τυρί.
» Ανέβηκα τις σκάλες. Κάτι ξύλινες θεόρατες σκάλες,που τρίζανε. Στο κεφαλόσκαλο ο πατέρας κι η μάνα της Νούσας ντυμένοι μ' ένα είδος σαλβάρια πράσινα, και κόκκινο ζουνάρι με χοντρές φούντες. Αρχοντάνθρωποι. Άνοιξαν τα μπράτσα, ματς μουτς, αγκαλιάσματα. Γέμισα σάλια. Μου μιλούσαν γρήγορα γρήγορα, δεν καταλάβαινα σκραπ, μα τι πειράζει; Από τη φάτσα τους το 'βλεπα, το κακό μου δεν ήθελαν.
» Μπαίνω μέσα, και τι να δω; Τραπέζια στρωμένα, φορτωμένα σαν τρικάταρτα καράβια. Όλοι οι συγγενείς, γυναίκες κι άντρες, όρθιοι, και μπροστά στέκουνταν η Νούσα, βαμμένη, στολισμένη, ξεστήθωτη, σα γοργόνα του καραβιού. Άστραφτε από ομορφιά και νιάτα φορούσε ένα κόκκινο μαντίλι στο κεφάλι, κι απάνω στην καρδιά της είχε κεντημένο ένα σφυρί κι ένα δρεπάνι. «Μωρέ αθεόφοβε Ζορμπά, είπα με το νου μου, ετούτο το κρέας είναι δικό σου; Ετούτο το κορμί θ' αγκαλιάσεις απόψε; Ο Θεός να συχωρέσει τον κύρη και τη μάνα που σε γέννησαν!»
» Πέσαμε με τα μούτρα, γυναίκες κι άντρες, στο φαγοπότι. Τρώγαμε σα χοίροι, πίναμε σα βουβάλια. Κι ο παπάς; Ρώτησα τον πατέρα της Νούσας, που κάθουνταν δίπλα μου κι έβγαζε αχνούς το κορμί του από το πολύ φαΐ· που 'ναι ο παπάς να μας βλοήσει; -Δεν έχει παπά, μου αποκρίθηκε και με πιτσίλισε πάλι με τα σάλια του, δεν έχει παπά. Η θρησκεία, όπιο του λαού.»
» Είπε και σηκώθηκε κορδωμένος, ξέσφιξε το κόκκινο ζωνάρι του, άπλωσε το χέρι να κάμει σιωπή. Κρατούσε ξέχειλο το ποτήρι του και με κοίταζε στα μάτια. Άρχισε να λέει, να λέει, μου 'βγαζε λόγο. Τι έλεγε; Ο Θεός κι η ψυχή του. Βαρέθηκα να στέκουμαι, είχα αρχίσει και να ζαλίζουμαι κάθισα πάλι. Κάθισα και κόλλησα το γόνατό μου στο γόνατο της Νούσας, δεξά μου.
» Μιλούσε, μιλούσε ο γέρος, ίδρωσε, όλοι ρίχτηκαν και τον αγκάλιασαν για να σωπάσει. Σώπασε. Η Νούσα μου έγνεψε: «Μίλα, ντε, και συ!»
» Σηκώθηκα λοιπόν κι, εγώ, έβγαλα λόγο, μισό ρούσικα, μισό ρωμαίικα. Τι είπα; Ανάθεμά με αν ήξερα. Θυμούμαι μονάχα πως στο τέλος το χα ρίξει στο κλέφτικο. Είχα αρχίσει χωρίς αιτία κι αφορμή να γκαρίζω:
Βγήκαν κλέφτες στα βουνά
για να κλέψουν άλογα!
Κι άλογα δε βρήκανε
και τη Νούσα πήρανε!
» Βλέπεις, αφεντικό, το άλλαζα και λίγο, για την περίσταση:
Και πάνε, πάνε, πάν
(άιντε, μανούλα μου, παν!)·
Αχ Νουσάκι μ',
αχ Νουσάκι μ',
βάι!
» Κι ως μούγκρισα: «βάι!» χύθηκα και φίλησα τη Νούσα.
» Αυτό ήταν! Σα να δωκα, λες, το σενιάλο που περίμεναν, άλλο που δεν ήθελαν, πετάχτηκαν μερικοί μαγκλαράδες κοκκινογένηδες κι έσβησαν τα φώτα.
» Οι γυναίκες οι παμπόνηρες σκλήριξαν, τάχατε πως τρόμαξαν. Μα γρήγορα, χιχιχί! Μέσα στο σκοτάδι, άρχισαν τα γαργαλίσματα και τα γέλια.
» Το τι έγινε, αφεντικό, ένας Θεός το ξέρει. Μα θαρρώ πως μήτε αυτός το ξερε, γιατί αν το ξερε θα ριχνε το αστροπελέκι του να μας κάψει. Άντρες και γυναίκες, μαλλιά κουβάρια, κυλίστηκαν κάτω· έψαχνα να βρω τη Νούσα, μα που να τη βρω. Βρήκα μιαν άλλη, έβγαλα τα μάτια μου μαζί της.
» Τα ξημερώματα σηκώθηκα να πάρω τη γυναίκα μου να φύγουμε. Σκοτάδι ακόμα, δεν καλόβλεπα. Πιάνω ένα πόδι, το τραβώ, δεν ήταν της Νούσας· πιάνω άλλο, μήτε αυτό! Πιάνω άλλο, μήτε αυτό! Πιάνω άλλο, άλλο, και τέλος πάντων είδα κι έπαθα, βρίσκω το πόδι της Νούσας, το τραβώ, την ξεπλέκω από δυο τρεις νταγλαράδες, που την είχαν πιτακωμένη την κακομοίρα, και την ξυπνώ. «Νούσα, της λέω, πάμε! –Μην ξεχάσεις τη γούνα σου! μου αποκρίθηκε· πάμε.» Φύγαμε.
- Λοιπόν; ρώτησα πάλι βλέποντας το Ζορμπά να σωπαίνει.
- Τι το θες πάλι το λοιπόν; έκαμε ο Ζορμπάς νευριασμένος. Αναστέναξε.
- Έζησα έξι Μνες μαζί της. Από τότε πια, μα το Θεό, δε φοβούμαι τίποτα. Μα τίποτα, σου λέω! Ένα μονάχα: μην τύχει ο διάολος ή ο Θεός και μου σβήσουν από τη θύμησή μου τους έξι αυτούς μήνες. Κατάλαβες; Κατάλαβα, να λες.
Ο Ζορμπάς έκλεισε τα μάτια. Φαίνουνταν πολύ συγκινημένος. Πρώτη φορά τον έβλεπα να πιάνεται τόσο πολύ από μιαν περασμένη στιγμή.
- Τόσο λοιπόν πολύ την αγάπησες τη γυναίκα αυτή; ρώτησα ύστερα από λίγο.
Ο Ζορμπάς άνοιξε τα μάτια.
- Είσαι νέος του λόγου σου, αφεντικό, είσαι νέος, τι καταλαβαίνεις; Άμα βγάλεις κι η αφεντιά σου άσπρες τρίχες, έλα να κουβεντιάσουμε για την ατέλειωτη αυτή υπόθεση…
- Ποιάν ατέλειωτη υπόθεση;
- Τη γυναίκα. Πόσες φορές να σου το πω; Ατέλειωτη υπόθεση είναι η γυναίκα. Τώρα του λόγου σου είσαι σαν τα κοκοράκια που πηδούν μιαν αστραπή τις κότες κι ύστερα φουσκώνουν το λαιμό, ανεβαίνουν στην κοπριά και κράζουν και κοκορεύουνται. Δεν κοιτάζουν την κότα, κοιτάζουν το λειρί τους. Τι μπορούν λοιπόν να καταλάβουν από έρωτα; Τον κακό τους τον καιρό!
Έφτυσε χάμω με καταφρόνια στράφηκε πέρα, δεν ήθελε να με κοιτάξει.
- Λοιπόν, Ζορμπά, ρώτησα πάλι, κι η Νούσα;
Ο Ζορμπάς, κοιτάζοντας πέρα κατά τη θάλασσα:
- Ένα βράδυ, αποκρίθηκε, γύρισα σπίτι και δεν τη βρήκα. Είχε φύγει. Κάποιος ομορφονιός φαντάρος είχε περάσει τις μέρες εκείνες από το χωριό, έφυγε μαζί του. Πάει! Η καρδιά μου σκίστηκε, έγινε δυο κομμάτια μα γρήγορα, η άτιμη, ξανακόλλησε. Είδες κάτι χιλιομπαλωμένα πανιά καραβιού, με κόκκινα, κίτρινα, μαύρα μπαλώματα, ραμμένα με χοντρό σπάγγο, που πια δεν ξεσκίζουνται και στις πιο μεγάλες φουρτούνες; Τέτοια η καρδιά μου. Χιλιοτρυπημένη, χιλιομπαλωμένη, αέττητη.
- Και δε θύμωσες με τη Νούσα, Ζορμπά;
- Γιατί να θυμώσω; Ό,τι θες λέγε· η γυναίκα είναι κάτι άλλο, αφεντικό, κάτι άλλο, όχι άνθρωπος. Γιατί να θυμώσω; Είναι ένα πράμα ακατανόητο η γυναίκα, κι όλοι οι νόμοι της πολιτείας και της θρησκείας βρίσκονται σε λάθος. Δεν πρέπει να φέρνουνται έτσι στη γυναίκα, όχι! Της φέρνουνται πολύ σκληρά, αφεντικό, πολύ άδικα… Εγώ, αν περνούσε από το χέρι μου να βάλω νόμους, θα βαζα άλλους για τον άντρα, άλλους για τη γυναίκα. Δέκα, εκατό, χίλιες εντολές για τον άντρα· άντρας είναι, μαθές, σηκώνει. Όμως καμιά για τη γυναίκα. Γιατί, πόσες φορές να σου το πω, αφεντικό; η γυναίκα είναι αδύναμο πλάσμα. Στην υγειά της Νούσας, αφεντικό! Στην υγειά της γυναίκας. Κι ο Θεός να βάλει και σ' εμάς τους άντρες γνώση!
Ήπιε, σήκωσε το χέρι του, το κατέβασε απότομα, σα να κρατούσε μπαλτά.
- Ή να μας βάλει γνώση, είπε, ή να μας κάμει εγχείριση. Αλλιώς, άκου που σου λέω, αφεντικό: είμαστε χαμένοι!
VIII
Σήμερα βρέχει σιγά, απαλά, σμίγει ο ουρανός με τη γη με άπειρη τρυφεράδα. Έρχεται στο νου μου ένα ιντιάνικο ανάγλυφο, από σκούρα γκρίζα πέτρα: ο άντρας έχει ρίξει τα μπράτσα του γύρα από τη γυναίκα και σμίγει μαζί της με τόση απαλάδα κι εγκαρτέρηση, που θαρρείς, έτσι που κι ο καιρός έχει αγλείψει και φάει σχεδόν τα κορμιά, πως βλέπεις δυο έντομα που έσμιξαν κι άρχισε η ψιλή βροχή, βράχηκαν οι φτερούγες τους, και τα καταπίνει τώρα ήσυχα, λιχούδικα, σφιχταγκαλιασμένα και τα δυο, η γη.
Κάθουμαι μέσα στην παράγκα και κοιτάζω τον κόσμο να θαμπώνει και τη θάλασσα να φωτολαμπυρίζει σταχτοπράσινη. Από τη μιαν άκρα του γιαλού ίσαμε την άλλη, μήτε άνθρωπος, μήτε πανί βάρκας, μήτε πουλί. Από το ανοιχτό παραθυράκι μονάχα μπαίνει η μυρωδιά του χωμάτου.
Σηκώθηκα, άπλωσα το χέρι στη βροχή, σα ζητιάνος. Κι άξαφνα μου 'ρθε να βάλω τα κλάματα. Μια θλίψη, όχι για μένα, όχι δικιά μου, πιο βαθιά, πιο σκοτεινή, ανέβαινε από τη βρεμένη γη στα σωθικά μου. Ο πανικός. Ο πανικός που θα κυριεύει το ζο που βόσκει ανέγνοιο, και μονομιάς, χωρίς να' δει τίποτα, ψυχανεμίζεται ολόγυρά του πως είναι μπλοκαρισμένο και δε γλυτώνει.
Έκαμα να σύρω φωνή, ήξερα πως αυτό θα με αλάφρωνε, μα ντράπηκα.
Ο ουρανός όλο και χαμήλωνε· κοίταξα από το παραθυράκι.
Τα σύννεφα είχαν σκεπάσει το ψήλωμα του λιγνίτη, και το αναγερτό γυναίκειο πρόσωπο βούλιαξε.
Ηδονικές, όλο θλίψη οι ώρες ετούτες της ψιλής βροχής, σα να βρέχεται η ψυχή σου η πεταλούδα και βουλιάζει στο χώμα. Έρχονται στο νου σου όλες οι πικρές θύμησες, οι στερνιασμένες στην καρδιά σου –χωρισμοί από φίλους, χαμόγελα γυναικών που έσβησαν, ελπίδες που μάδησαν σαν πεταλούδες κι αυτές, και τους απόμεινε μονάχα το σκουλήκι· και το σκουλήκι αυτό σούρνεται τώρα στα φύλλα της καρδιάς σου και τα τρώει.
Κι αγάλια, μέσα από τη βροχή και το βρεμένο χώμα, ανέβηκε πάλι στην καρδιά μου ο ξενιτεμένος φίλος, πέρα, στον Καύκασο. Πήρα την πένα, έσκυψα στο χαρτί, άρχισα να μιλώ μαζί του, για να μπορέσω να σκίσω το δίχτυ της βροχής, να ξορκίσω τη θλίψη:
«Αγαπημένε, σου γράφω από ένα έρημο ακρογιάλι της Κρήτης, όπου συφωνήσαμε, η Μοίρα κι εγώ, να μείνω λίγους μήνες για να παίξω. Να παίξω τον κεφαλαιούχο, τον ιδιοχτήτη λιγνιτωρυχείου, τον επιχειρηματία, κι αν πετύχει το παιχνίδι μου, να πω τότε πως δεν έπαιξα, παρά επήρα μια μεγάλη απόφαση κι άλλαξα ζωή.
» Θυμάσαι, όταν έφευγες, μ' έκραξες χαρτοπόντικα. Πεισμάτωσα λοιπόν κι εγώ, αποφάσισα να παρατήσω λίγο καιρό -ή για πάντα; -τα χαρτιά και να ριχτώ στην πράξη. Νοίκιασα ένα βουναλάκι με λιγνίτη, πήρα εργάτες, κασμάδες, φτυάρια, λάμπες ασετυλίνης, κοφίνια, καροτσάκια, άνοιξα γαλαρίες και χώνουμαι μέσα. Έτσι, για το πείσμα σου· κι από χαρτοπόντικας έγινα, σκάβοντας, κάνοντας λαγούμια στη γη, τυφλοπόντικας.
» Ελπίζω να εγκρίνεις, την αλλαγή. Συχνά, περιπαίζοντάς με, λες πως είσαι μαθητής μου. Κι εγώ επωφελούμαι, ξέροντας καλά ποιο είναι το χρέος και το κέρδος του αληθινού δασκάλου: να προσπαθήσει να μάθει ο,τι μπορεί από το μαθητή του, να μυριστεί κατά που τραβά η νιότη και να πλωρίσει κατά κει κι αυτός την ψυχή του. Να πως, ακολουθώντας τη διδασκαλία του μαθητή μου, έφτασα στην Κρήτη.
» Οι χαρές μου εδώ είναι μεγάλες, γιατί είναι πολύ απλές, καμωμένες από τα αιώνια στοιχεία: ανοιχτός αγέρας, θάλασσα, σιταρένιο ψωμί, και το βράδυ ένας καταπληχτικός Σεβάχ Θαλασσινός, που κάθεται διπλοπόδι μπροστά μου, ανοίγει το στόμα, μιλάει, κι ο κόσμος πλαταίνει. Κάποτε, όταν ο λόγος δεν τον χωράει, πετιέται απάνω, χορεύει· κάποτε, όταν κι ο χορός δεν τον χωράει, παίρνει το σαντούρι του στα γόνατα κι αρχίζει να παίζει.
» Πότε ο σκοπός είναι άγριος και σου 'ρχεται να πλαντάξεις, γιατί καταλαβαίνεις ξαφνικά πώς η ζωή σου ήταν ανούσια και κακομοιριασμένη, ανάξια του ανθρώπου και πότε ο σκοπός είναι θλιβερός, και νιώθεις πως η ζωή περνάει και χύνεται σαν άμμος ανάμεσα από τα δάχτυλά σου και δεν υπάρχει σωτηρία.
» Η ψυχή μου πάει κι έρχεται, από, την μιαν άκρη στην άλλη του στήθους, σα σαΐτα, κι υφαίνει. Υφαίνει τους λίγους ετούτους μήνες που θα περάσω στην Κρήτη, κι ο Θεός να με συχωρέσει, μα θαρρώ πως είμαι ευτυχής.
» Ο Κομφούκιος λέει: "Πολλοί ζητούν την ευτυχία υψηλότερα από τον άνθρωπο· άλλοι χαμηλότερα· μα η ευτυχία είναι στο μπόι του ανθρώπου.» Σωστά. Υπάρχουν τόσες ευτυχίες λοιπόν όσα κι ανθρώπινα μπόγια. Ετούτη είναι, αγαπημένε μου μαθητή και δάσκαλε, η ευτυχία μου τώρα· τη μετρώ, την ξαναμετρώ ανήσυχος; για να μάθω ποιο είναι τώρα το μπόι μου. Γιατί ξέρεις καλά, το μπόι του ανθρώπου δε μένει πάντα το ίδιο.
» Πώς αλλάζει, ανάλογα με το κλίμα, με τη σιωπή, με τη μοναξιά ή τη συντροφιά, η ψυχή του ανθρώπου! Οι άνθρωποι μου φαίνουνται, από τη μοναξιά μου εδώ, όχι σα μερμήγκια, καθώς σίγουρα θα νομίζεις, παρά το εναντίον: σα μεγαθήρια, δεινόσαυροι και φτεροδάχτυλοι, που ζουν σε αγέρα κορεσμένο ανθρακικό οξύ και πηχτή κοσμογονική σαπίλα. Μια ζούγκλα ακατανόητη, ανόητη και θλιβερή. Οι έννοιες «πατρίδα» και «φυλή» που αγαπάς, οι έννοιες «υπερπατρίδα» κι «ανθρωπότητα» που μ' έχουν σαγηνέψει, αποχτούν την ίδια άξια στον παντοδύναμον αγέρα της φθοράς. Νιώθουμε πώς είμαστε κουρδισμένοι για να πούμε μερικές συλλαβές, κάποτε ούτε καν συλλαβές, άναρθρες φωνές, ένα α! ένα ου! -κι ύστερα σπάζουμε. Κι οι πιο μεγάλες ιδέες ακόμα, άμα ανοίξεις την κοιλιά τους, βλέπεις πως είναι κούκλες κι αυτές, παραγεμισμένες με πίτουρα και μέσα στα πίτουρα, πιτήδεια παραχωμένο, ένα τενεκεδένιο ελατήριο.
» Καλά ξέρεις πως οι σκληρότατοι αυτοί στοχασμοί όχι μονάχα δε μου κόβουν τα ήπατα, παρά είναι απαραίτητα προσανάμματα στη μέσα μου φλόγα. Γιατί, καθώς λέει κι ο δάσκαλός μου ο Βούδας, είδα. Κι αφού είδα και συνεννοήθηκα κλείνοντας το μάτι στον αόρατο, γεμάτο κέφι και φαντασία, Σκηνοθέτη, μπορώ πια να παίξω άρτια, δηλαδή με συνοχή και χωρίς λιποψυχία, το ρόλο μου στη γης. Γιατί το ρόλο ετούτον δε μου τον έδωκε μονάχα Αυτός που με κούρδισε, παρά κι από δική μου βούληση αυτοκουρδίστηκα κι εγώ. Γιατί; Γιατί είδα και συνεργάστηκα κι εγώ στο έργο που παίζω, στη σκηνή του Χατζαϊβάτη Θεού.
» Έτσι, σβαρνίζοντας το μάτι μου στην παγκόσμια σκηνή, σε βλέπω πέρα, στα θρυλικά λημέρια του Καύκασου, να παίζεις και συ και ν' αγωνίζεσαι να σώσεις κάμποσες χιλιάδες ψυχές από τη ράτσα μας που κιντυνεύουν. Ψευτοπρομηθέας, που θα υποφέρεις όμως αληθινά μαρτύρια από τις σκοτεινές δυνάμες που πολεμάς και σε πολεμούνε, την πείνα, το κρύο, την αρρώστια, το θάνατο. Και συ, θαρρώ, περήφανος ως είσαι, θα χαίρεσαι που οι σκοτεινές δυνάμες είναι τόσο πολλές κι ακαταγώνιστες· γιατί έτσι η πρόθεσή σου γίνεται πιο ηρωική, όντας σχεδόν ανέλπιδη, κι η εκστρατεία της ψυχής σου αποχτάει τραγικότερο μεγαλείο.
» Την τέτοια ζωή σου τη θεωρείς εσύ, σίγουρα, ευτυχία. Κι αφού τη θεωρείς, είναι. Έκοψες και συ την ευτυχία στα μέτρα του μπογιού σου· και το μπόι σου τώρα, δόξα σοι ο Θεός! είναι μεγαλύτερο από το δικό μου. Τρανότερη αμοιβή ο καλός δάσκαλος δε θέλει από τούτη: να κάμει μαθητή ανώτερό του.
» Εγώ συχνά ξεχνώ, περγελώ, παραστρατίζω, η πίστη μου είναι μωσαϊκό καμωμένο από απιστίες, μου ρχεται κάποτε να πάρω μια μικρή στιγμή και να δώσω αλάκερη τη ζωή μου· Μα εσύ κρατάς στέρεα το τιμόνι και δεν ξεχνάς, και στις πιο γλυκές θανάσιμες στιγμές, για που έβαλες πλώρα.
» Θυμάσαι κάποτε που περνούσαμε οι δυο μας την Ιταλία και γυρίζαμε στην Ελλάδα; Είχαμε πάρει μιαν απόφαση για τον Πόντο που κιντύνευε τότε, θυμάσαι, και πηγαίναμε να την εχτελέσουμε. Σε μια μικρή πολιτεία κατεβήκαμε από το τρένο βιαστικοί, γιατί δεν είχαμε καιρό, μιαν ώρα μονάχα, ωσότου έρθει το άλλο τρένο. Μπήκαμε σ' ένα καταπράσινο φουντωτό πάρκο κοντά στο σταθμό· πλατιόφυλλα δέντρα, μπανάνες, καλάμια με σκούρο μεταλλικό χρώμα, μελίσσια που είχαν πιαστεί από ένα ανθισμένο κλαρί, και το κλαρί έτρεμε, χαρούμενο που βυζαίνουνταν.
» Προχωρούσαμε άλαλοι, συνεπαρμένοι, όπως σε όνειρο. Και να, σ ένα απογύρισμα του ανθισμένου δρόμου, δυο κοπέλες που περπατούσαν και διάβαζαν. Δε θυμούμαι, όμορφες ήταν ή άσκημες· θυμούμαι μονάχα πως η μια ήταν ξανθή κι η άλλη μελαχρινή και φορούσαν κι οι δυο ανοιξιάτικες μπλούζες.
» Και με την τόλμη, που έχουμε στα ονείρατα, ζυγώσαμε και συ τους είπες γελώντας: Ό,τι κι αν διαβάζετε, θα μιλήσουμε απάνω σε αυτό και θα χαρούμε!»
» Διάβαζαν Γκόρκη. Κι αρχίσαμε να μιλούμε γρήγορα γρήγορα, γιατί βιαζόμασταν, για τη ζωή, για τη φτώχεια, για την ανταρσία της ψυχής, για τον έρωτα…
» Ποτέ δε θα ξεχάσω τη χαρά μας και την πίκρα. Σα να μασταν παλιοί φίλοι, παλιοί αγαπητικοί και με τις δυο ετούτες άγνωστες κοπέλες, σα να 'χαμε ευθύνη για τις ψυχές και τα κορμιά τους και βιαζόμασταν, γιατί σε λίγα λεφτά θα χωρίζαμε για πάντα· ο αγέρας ήταν τρικυμισμένος από αρπαγή και θάνατο.
» Το τρένο έφτασε, σφύριξε· τιναχτήκαμε σα να ξυπνούσαμε, δώσαμε τα χέρια. Πως να ξεχάσω το σφιχτό ανέλπιδο αγκάλιασμα των χεριών, τα δέκα δάχτυλα που δεν ήθελαν, τα κακόμοιρα, να χωρίσουν! Η μια από τις κοπέλες ήταν κατάχλομη, η άλλη γελούσε κι έτρεμε.
» Και σου είπα τότε, θυμούμαι: «Τι θα πει Ελλάδα και χρέος; Να η αλήθεια!» Και συ αποκρίθηκες: «Τίποτα δε θα πει Ελλάδα και χρέος· όμως για το τίποτα αυτό θεληματικά ας χαθούμε!»
» Μα γιατί σου τα γράφω όλα ετούτα; Για να σου πω πως τίποτα από όσα ζήσαμε μαζί, τίποτα δεν ξέχασα. Και για να βρω επιτέλους ευκαιρία να φανερώσω στα γράμματά μου ο,τι ποτέ, από την καλή ή κακή συνήθεια που πήραμε να συγκρατιούμαστε, δε στάθηκε βολετό να φανερώσω όταν βρισκόμασταν μαζί.
» Τώρα που δεν είσαι μπροστά μου και δε βλέπεις τι έκφραση παίρνει το πρόσωπό μου και δεν κιντυνεύω να φανώ τρυφερός και γελοίος, σου λέω πως σε αγαπώ πολύ.»
Τέλεψα το γράμμα, κουβέντιασα με το φίλο μου, αλάφρωσα. Φώναξα το Ζορμπά. Κουκουβισμένος κάτω από ένα βράχο, για να μη βρέχεται, έκανε τις πρόβες του για τον εναέριο.
- Έλα, Ζορμπά, του φώναξα· σήκω, πάμε στο χωριό να σεριανίσουμε.
- Κέφι έχεις, αφεντικό· βρέχει. Δεν πας μοναχός σου;
- Έχω κέφι, δε θέλω να το χάσω· σαν είμαστε μαζί, δε φοβούμαι· έλα.
Γέλασε
- Χαίρουμαι που έχεις την ανάγκη μου· πάμε!
Έβαλε το κρητικό μάλλινο καποτάκι με τη μυτερή κουκούλα, που του είχα χαρίσει, μπήκαμε στο δρόμο, τσαλαβουτώντας στη λάσπη.
Έβρεχε. οι κορφές είχαν σκεπαστεί, αγέρας δε φυσούσε, οι πέτρες γυάλιζαν. Το βουναλάκι του λιγνίτη ήταν πλανταγμένο στην κατάχνια· ανθρώπινη θλίψη λες συντύλιγε το γυναικείο πρόσωπο του λόφου, σα να χε λιποθυμήσει κάτω από τη βροχή.
- Η καρδιά του ανθρώπου πιάνεται, είπε ο Ζορμπάς μην τη συνερίζεσαι, όταν βρέχει.
Έσκυψε στη ρίζα ενός φράχτη, έκοψε τα πρώτα, άγρια ζαμπάκια· τα κοίταξε πολλήν ώρα, αχόρταγα, σα να ‘βλεπε πρώτη φορά ζαμπάκια, τα μύρισε σφαλνώντας τα μάτια, αναστέναξε και μου τα 'δωκε.
- Να ξέραμε, αφεντικό, είπε, τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή! Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε. Να, όπως κι εμείς φωνάζουμε κι αυτά δεν ακούνε. Πότε θ' ανοίξουν τ' αυτιά του κόσμου, αφεντικό; Πότε θ' ανοίξουν τα μάτια μας να δούμε; Πότε θ' ανοίξουν οι αγκαλιές μας, πέτρες, λουλούδια και βροχή κι άνθρωποι ν' αγκαλιαστούμε; Τι λες και του λόγου σου, αφεντικό; Τι λένε τα κιτάπια;
Τον κακό τους τον καιρό! είπα χρησιμοποιώντας την αγαπημένη φράση του Ζορμπά· τον κακό τους τον καιρό. Αυτό λένε· τίποτα άλλο.
Ο Ζορμπάς μου 'πιασε το μπράτσο.
- Να σου πω μιαν ιδέα, αφεντικό, είπε, μα να μη θυμώσεις: να κάμεις ένα σωρό όλα σου τα κιτάπια και να τους βάλεις φωτιά. Τότε, ποιος ξέρει, κουτός δεν είσαι, καλός άνθρωπος είσαι… κάτι θα μπορέσεις και συ να καταλάβεις!
«Σωστά, σωστά! φώναξα μέσα μου· σωστά, μα δεν μπορώ!»
Κοντοστάθηκε ο Ζορμπάς, σκέφτηκε και σε λίγο:
- Εγώ κάτι καταλαβαίνω… είπε.
- Τι; για λέγε, Ζορμπά!
- Ξέρω κι εγώ; Έτσι μου φαίνεται· κάτι καταλαβαίνω… Μα αν θελήσω να το πω, θα το χαλάσω. Καμιά μέρα, να χω κέφι, θα σου το χορέψω.
Πήρε να βρέχει τώρα δυνατά. Φτάναμε στο χωριό. Μικρές κοπελούδες γύριζαν από τη βοσκή τα πρόβατα, οι ζευγάδες είχαν ξεζέψει τα βόδια τους, παράτησαν μισαλετρισμένο το χωράφι τους, οι γυναίκες περμάζωναν τα παιδιά τους από τα σοκάκια. Χαρούμενος πανικός είχε κυριέψει το χωριό στην απροσδόκητη μπόρα· οι γυναίκες σκλήριζαν και τα μάτια τους γελούσαν, από τα σφηνωτά γένια των αντρών και τα γερτά μουστάκια κρέμουνταν χοντρές στάλες το χώμα, οι πέτρες, τα χόρτα μύρισαν.
Τρυπώξαμε μουσκίδι στο καφεκρεοπωλείον η «Αιδώς». Κόσμος πολύς, άλλοι έπαιζαν πρέφα, άλλοι κουβέντιαζαν φωναχτά, σα να βρίσκουνταν σε αντικρινά βουνά. Μπροστά από ένα τραπεζάκι, στο βάθος, απάνω σε σανιδένιο πατάρι, θρόνιαζαν οι προύχοντες του χωριού: ο μπαρμπα-Αναγνώστης, με το άσπρο φαρδομάνικο πουκάμισο, ο Μαυραντώνης, σιωπηλός, αυστηρός, κάπνιζε ναργιλέ, με τα μάτια καρφωμένα χάμω, ο δάσκαλος, μεσοκαιρίτης, ξερακιανός, ακουμπούσε στο χοντρό ραβδί του κι άκουγε με συγκαταβατικό χαμόγελο ένα μαλλιαρό άντρακλα, που είχε γυρίσει, τώρα να, από το Κάστρο και στορούσε τα θάματα της μεγάλης πολιτείας. Ο καφετζής, σκυμμένος από το τεζιάκι του, άκουγε και γελούσε κι είχε και το νου του στα μπρίκια, που ήταν αραδιασμένα στην πυρωμένη χόβολη. Ευτύς ως μας είδε, ο μπαρμπα-Αναγνώστης προσηκώθηκε:
- Κοπιάστε από δω, πατριώτες, είπε· ο Σφακιανονικολής μάς δηγάται τα όσα είδε κι έπαθε στο Κάστρο… Έχει το χάζι του, κοπιάστε ν' ακούσετε.
Στράφηκε στον καφετζή:
- Δυο ρακές, Μανολάκη, είπε.
Καθίσαμε. Ο άγριος βοσκάνθρωπος, ως είδε ξένους, μαζώχτηκε σώπασε.
- Και πήγες δα και στο θέατρο, καπετάν Νικολή; τον ρώτησε ο δάσκαλος, για να τον κάμει να μιλήσει. Πώς σου φάνηκε, μαθές;
Άπλωσε ο Σφακιανονικολής τη χερούκλα του, φούχτωσε την κούπα το κρασί του, το κατέβασε μονοκοπανιάς· πήρε κουράγιο.
- Κι αμέ δεν επήγα; Φώναξε· επήγα μαθές. Άκουγα δα κι εγώ Κοτοπούλη και Κοτοπούλη, κι έκαμα ένα βράδυ το σταυρό μου κι είπα: να πάω θέλω, μα την πίστη μου, να πάω θέλω κι εγώ να τήνε δω. Ίντα διάολος μαθές είναι και τήνε λένε Κοτοπούλη!
- Κι ίντα 'δες, μπρέ Νικολή; ρώτησε ο μπαρμπα-Αναγνώστης, ίντα 'δες, στο Θεό σου;
- Πράμα δεν είδα, θεόψυχά μου, πράμα! Θέατρο ακούς, και θαρρείς θα πας και θα κάνεις χάζι. Κρίμα τσοι παράδες που 'δωκα. Ήταν ένας καφενές στρογγυλός σαν το αλώνι, τίγκα καρέκλες και καντηλέρια κι ανθρώπους. Τα ‘χασα, θάμπωσε το φως μου, δε θωρούσα. «Στο διάολο, είπα, επαέ μου κάνουνε μάγια, θα φύγω!» Μα μια σουσουράδα με πήρε από τη χέρα. «Πού με πας, μωρή;» της κάνω, μα αυτή με πήγαινε, με πήγαινε κι ύστερα γυρίζει και μου κάνει: «Κάτσε!» Έκατσα. Μπροστά και πίσω μου, δεξά και ζερβά μου, άνθρωποι. Μωρέ, θα πλαντάξω, συλλογίστηκα, θα σκάσω, δεν έχει αέρα! Γυρίζω στο γείτονά μου: «Από πού, μωρέ κουμπαράκι, θα προβάλουν οι περμαντόνες; τόνε ρωτώ. - Να, αποκεί μέσα!» μου κάνει και μου δείχνει ένα μπερντέ. Στύλωσα λοιπόν κι εγώ τα μάτια μου στον μπερντέ.
» Όπου, αλήθεια κιόλα, χτυπάει μια κουδούνα, ανοίγει ο μπερντές και βγαίνει η Κοτοπούλη που λένε. Μα την πίστη μου και δεν ήταν αυτή Κοτοπούλη, αυτή 'τανε γυναίκα. Γυναίκα με τα όλα της. Σουσουράδιζε, σουσουράδιζε απάνω κάτω, απάνω κάτω, κι ύστερα βαρεθήκανε πια οι άνθρωποι, της παίξανε τα κουρταλάκια και μπήκε μέσα.
Οι χωριάτες ξέσπασαν στα χάχανα· ο Σφακιανονικολής αγρίεψε, ντράπηκε· στράφηκε κατά την πόρτα.
- Βρέχει! είπε για ν' αλλάξει κουβέντα.
Όλοι στράφηκαν κατά την πόρτα· κι ίσια ίσια, ο διάολος το ‘καμε και τη στιγμή εκείνη περνούσε τρεχάτη, με ανασηκωμένο το μαύρο της φουστάνι ως τα γόνατα, με τα μαλλιά χυμένα στους ώμους, μια γυναίκα. Στρουμπουλή, κουνιστή, τα ρούχα της κολνούσαν απάνω της και φανέρωναν προκλητικό, τραγανό, σαν ψάρι σπαρταριστό, το κορμί της.
Ανατινάχτηκα. Τι θεριό είναι ετούτο; Σαν τίγρισσα μου φάνηκε, ανθρωποφάγα.
Στράφηκε η γυναίκα μια στιγμή κι έριξε σπαθάτη ματιά μέσα στον καφενέ· το πρόσωπό της στραφτάλισε ξαναμμένο, τα μάτια της μπιρμπίλισαν.
- Παναγία μου! μουρμούρισε ένας χνουδομάγουλος νιος, που κάθουνταν κοντά στο τζάμι.
- Ανάθεμά σε, πυρωμένη! βρουχήθηκε ο Μανόλακας ο αγροφύλακας· μας βάζεις φωτιά στα μπατζάκια, κι ύστερα δεν τη σβήνεις.
Ο νιος, που κάθουνταν κοντά στο τζάμι, πήρε να τραγουδάει στην αρχή σιγά, δισταχτικά, κι ολοένα η φωνή του βραχνοκοκόριζε:
Της χήρας το προσκέφαλο μυρίζει σαν κυδώνι,
και το μυρίστηκα κι εγώ, κι ο νους μου δε μερώνει!
- Σκασμός! φώναξε ο Μαυραντώνης, σηκώνοντας το μαρκούτσι του ναργιλέ του.
Ο νιος λούφαξε. Ένας γέρος με μακριά μαλλιαδούρα έσκυψε στο Μανόλακα τον αγροφύλακα.
- Ο μπάρμπας σου, είπε σιγά, αγρίεψε πάλι· να περνούσε από το χέρι του, θα την έκανε λουρίδες λουρίδες την κακομοίρα· ο Θεός να της γράφει χρόνια!
- Ε γερο-Αντρουλιό, έκαμε ο Μανόλακας, θαρρώ πιάστηκες και του λόγου σου από το φουστάνι της χήρας. Δεν ντρέπεσαι, που είσαι κιόλα καντηλανάφτης;
- Αυτό που σου λέω εγώ, ο Θεός να την έχει καλά! Είδες τα μωρά του χωριού μας που γεννιούνται τον τελευταίο καιρό; Δεν είναι αυτά παιδιά, είναι αγγέλοι. Και γιατί, θαρρείς; Ας είναι καλά η χήρα! Την έχει μαθές όλο το χωριό για πλάνος: σβήνεις το λυχνάρι και θαρρείς δεν αγκαλιάζεις τη γυναίκα σου, παρά τη χήρα. Κι έτσι βγάζει, που λες, όμορφα παιδιά το χωριό μας.
Σώπασε μια στιγμή ο γερο-Αντρουλιός κι ύστερα από λίγο:
- Χαρά στα μεριά που την αγκαλιάζουν! μουρμούρισε. Ε μωρέ, και να μουνα σαν τον Παυλή του Μαυραντώνη, είκοσι χρονών!
- Όπου να ναι, θα τον δούμε να ξεπροβάλλει! είπε κάποιος και γέλασε.
Κοίταξαν κατά την πόρτα· έβρεχε με τα τουλούμια, κακάριζαν τα νερά απάνω στις πέτρες, κάπου κάπου αστραπές σπάθιζαν τον αγέρα. Ο Ζορμπάς, σαστισμένος ακόμα από το πέρασμα της χήρας, στράφηκε, μου 'καμε νόημα.
- Δε βρέχει πια, αφεντικό, είπε· πάμε!
Στην πόρτα φάνηκε ένας νιούτσικος, ξυπόλυτος, αναμαλλιάρης με μεγάλα αλλοπαρμένα μάτια· τέτοιον αγιογραφούν τον Άι-Γιάννη το Βαφτιστή, με τα μάτια γιγαντωμένα από την πείνα και την προσευκή.
- Καλώς τον Μιμηθό! φώναξαν μερικοί γελώντας.
Κάθε χωριό έχει τον παλαβό του· κι αν δεν έχει, τον φτιάνει, για να περνά η ώρα του· ο Μιμηθός ήταν ο παλαβός του χωριού.
- Χωριανοί, φώναξε ο Μιμηθός με την τσευδή γυναικίστικη φωνή του· χωριανοί, η χήρα η Σουρμελίνα έχασε την προβατίνα της· όποιος τη βρει, πέντε οκάδες κρασί βρετίκια!
- Έβγα όξω, νεραϊδιάρη! ακούστηκε πάλι η φωνή του Μαυραντώνη· όξω!
Ο Μιμηθός, τρομαγμένος, κουλουριάστηκε στη γωνιά, δίπλα στην πόρτα.
- Κάτσε, μωρέ, Μιμηθό, να πιεις μια ρακή να μην πουντιάσεις! είπε ο γερο-Αναγνώστης που τον λυπήθηκε. Τι θ' απογίνει το χωριό μας χωρίς κουζουλό;
Ένας νέος με χλωμά χνουδάτα μάγουλα, με ξέθωρα γαλάζα μάτια, πρόβαλε στην πόρτα. Λαχανιασμένος, τα μαλλιά του κολνούσαν στο κούτελό του κι έσταζαν.
- Καλώς τον Παυλή! φώναξε ο Μανόλακας· καλώς το αξαδερφάκι· κόπιασε στην παρέα μας.
Ο Μαυραντώνης στράφηκε, είδε το γιο του, μάζεψε τα φρύδια. «Γιος μου είναι αυτός; συλλογίστηκε. Αυτό το ξεφυσίδι; Ποιανού διαόλου μοιάζει; Μου 'ρχεται να τον αρπάξω από το σβέρκο και να τον σηκωχτυπήσω κάτω, σα χταπόδι!»
Ο Ζορμπάς κάθουνταν στα κάρβουνα. Η χήρα του είχε ανάψει τα μυαλά, δεν τον χωρούσαν πια οι τέσσερεις τοίχοι.
- Πάμε, αφεντικό, πάμε… μου ‘λεγε κάθε τόσο· εδώ μέσα θα σκάσουμε!
Και του φαίνουνταν πώς είχαν σκορπίσει τα σύννεφα κι είχε προβάλει ο ήλιος.
Στράφηκε στον καφετζή:
- Ποια ’ναι αυτή η χήρα; ρώτησε και καμώθηκε τον αδιάφορο.
Μια φοράδα, αποκρίθηκε ο Κοντομανολιός.
Έβαλε το, δάχτυλο στα χείλια κι έδειξε με το μάτι τον Μαυραντώνη, που είχε καρφώσει πάλι το μάτι του στο χώμα.
- Μια φοράδα, ξανάπε· ας μη μιλούμε γι' αυτή, να μην κριματιστούμε.
Ο Μαυραντώνης σηκώθηκε· τύλιξε το μαρκούτσι γύρα από το λαιμό του ναργιλέ.
- Να με συμπαθάτε, είπε· θα πάω σπίτι. Έλα εδώ, Παυλή, ακλούθα!
Πήρε το γιο του, μπήκε μπροστά και χάθηκαν κι οι δυο μέσα στη βροχή. Σηκώθηκε κι ο Μανόλακας, πήγε ξοπίσω τους.
Ο Κοντομανολιός θρονιάστηκε ευτύς στην καρέκλα του Μαυραντώνη.
- Ο έρμος ο Μαυραντώνης θα σκάσει από το κακό του, είπε σιγά, να μην τον ακούσουν τα διπλανά τραπέζια. Μεγάλη φωτιά μπήκε στο σπίτι του. Χτες τον άκουσα, εγώ ο ίδιος, με τ' αυτιά μου, τον Παυλή να του λέει: «Αν δεν την πάρω, θα σκοτωθώ!» Μα αυτή η ξετσιπωμένη δεν τον θέλει· τόνε λέει Μύξα.
- Πάμε, αφεντικό, είπε πάλι ο Ζορμπάς, που όσο άκουγε για τη χήρα, κόρωνε.
Τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν, η βροχή ξέκοψε λίγο.
- Πάμε, είπα και σηκώθηκα.
Ο Μιμηθός πετάχτηκε από τη γωνιά του, λάκησε ξοπίσω μας.
Οι πέτρες γυάλιζαν, οι πόρτες, μουσκεμένες, είχαν γίνει κατάμαυρες, οι γριούλες είχαν πάρει τα καλαθάκια τους κι έβγαιναν να μαζέψουν σαλιγκάρια.
Ο Μιμηθός με ζύγωσε, μου άγγιξε το μπράτσο:
- Δωσ' μου ένα τσιγαράκι, αφεντικό, είπε, να χαρείς όπου αγαπάς.
Του 'δωκα· άπλωσε το λιγνό, λιοψημένο χέρι:
- Δωσ' μου και φωτιά!
Του 'δωκα, ρούφηξε σύσπλαχνα, έβγαλε τον καπνό από τα ρουθούνια, μισόκλεισε τα μάτια.
- Μπέης! μουρμούρισε ευτυχισμένος.
- Πού πας;
- Στης χήρας το περβόλι. Είπε πως θα μου δώσει να φάω, αν τελαλίσω, λέει, για την προβατίνα της.
Περπατούσαμε βιαστικά. Τα σύννεφα είχαν ανοίξει λίγο, ο ήλιος πρόβαλε. Όλο το χωριό γέλασε, φρεσκοπλυμένο.
- Σου αρέσει η χήρα, Μιμηθό; έκαμε ο Ζορμπάς και το κατωσάγουνό του έμεινε κρεμάμενο.
Ο Μιμηθός χιχίρισε.
- Γιάντα να μη μου αρέσει, κουμπάρε; Δε βγήκα δα κι εγώ από υπόνομο;
- Από υπόνομο; έκαμα απορώντας. Τι θες να πες, Μιμηθό;
- Να, από κοιλιά μάνας.
Τρόμαξα. Μονάχα ένας Σαιξπήρος, συλλογίστηκα, θα μπορούσε, στις πιο δημιουργικές στιγμές του, να βρει μιαν τόσο ωμή ρεαλιστική έκφραση, που να ξεσκεπάζει όλο το σκοτεινό, βρωμερό μυστήριο της γέννας.
Κοίταξα το Μιμηθό· τα μάτια του ήταν μεγάλα, φουσκωμένα, λίγο αλλήθωρα.
- Πώς την περνάς τη μέρα σου, Μιμηθό;
- Πώς να την περνώ; Μπέης! Ξυπνώ το πρωί, τρώγω ένα κομμάτι ψωμί. Κι ύστερα χαμαλίκι, όπου βρω, ό,τι βρω· κάνω θελήματα, κουβαλώ κοπριά, μαζώνω καβαλίνες, έχω κι ένα καλάμι και ψαρεύω. Κάθουμαι στης θειάς μου, στης κυρα-Λενιάς της μοιρολοήτρας. Θα την κατέχετε· όλος ο κόσμος την κατέχει. Τη φωτογραφίσανε κιόλα. Σα βραδιάσει, γυρίζω σπίτι, τρώγω ένα σκουτέλι φαΐ, πίνω κρασάκι, αν έχει· αν δεν έχει, νεράκι του Θεού, μπόλικο. Γίνεται η κοιλιά μου τούμπανο. Κι ύστερα, καληνύχτα!
- Και δε θα παντρευτείς και συ, Μιμηθό;
- Εγώ; Κουζουλάθηκα; Τι λες, βρε παιδί; μπελάδες να βάλω στο κεφάλι μου; Η γυναίκα θέλει παπούτσια! Πού να τα βρω; Να, εγώ περπατώ ξυπόλυτος.
- Και δεν έχεις στιβάνια;
- Πώς δεν έχω; Ένας πέθανε πέρυσι και του τα ΄βγαλε η θειά μου η Λενιώ από τα πόδια του. Μα τα βάζω κάθε Λαμπρή και πάω στην εκκλησιά και κάνω χάζι τους παπάδες. Κι ύστερα τα βγάζω, τα περνώ στο λαιμό μου και γυρίζω σπίτι.
- Τι πράμα αγαπάς, Μιμηθό, απ' όλα πιο πολύ στον κόσμο;
- Πρώτα, το ψωμί. Ε, χαρώ το! ζεστό ζεστό, και να ναι και σταρένιο! μωρέ, ας είναι κι από κριθάρι! Ύστερα το κρασί. Ύστερα τον ύπνο.
- Και τη γυναίκα;
- Πφφ! φάε, πιες και τράβα να κοιμηθείς, σου λέω! Όλα τ' άλλα, σκουτούρες.
- Και τη χήρα;
- Ασ' τηνε στο διάολο, το καλό που σου θέλω!
Έφτυσε τρεις φορές κι έκαμε το σταυρό του.
- Και ξέρεις γράμματα;
- Α μπα! Όταν ήμουνα μικρός, με πήγανε με το ζόρι στο σκολειό· μα γρήγορα έπαθα τύφο κι έγινα κουτός. Κι έτσι γλύτωσα!
Μα ο Ζορμπάς βαριόνταν τις κουβέντες μου, είχε το νου του στη χήρα.
- Αφεντικό… μου 'πε και με πήρε από το μπράτσο.
Στράφηκε στο Μιμηθό:
- Πήγαινε εσύ μπροστά, τον πρόσταξε· έχουμε δικιά μας κουβέντα.
Χαμήλωσε τη φωνή, φαίνουνταν συγκινημένος!
- Αφεντικό, εδώ σε θέλω· μην, ντροπιάσεις το αντρικό γένος! Ο Θεοδιάολος σού στέλνει αυτόν τον μεζέ, δόντια έχεις, μην τον αφήσεις! Άπλωσε το χέρι, πάρ' τον! Γιατί μας έφτιασε ο Πλάστης χέρια; Για να πιάνουμε· πιάσε! Έχω δει πολλές γυναίκες στη ζωή μου· μα ετούτη η χήρα ξεθεμελιώνει κάστρα, ανάθεμά τη!
- Δε θέλω μπελάδες. αποκρίθηκα με θυμό.
Θύμωσα, γιατί βαθιά μου είχα κι εγώ λαχταρίσει το παντοδύναμο αυτό κορμί που πέρασε μπροστά μου, σαν αγκρισμένο θεριό, γεμάτο μόσκο.
- Δε θες μπελάδες! έκαμε ο Ζορμπάς με κατάπληξη· αμ' τι θες το λοιπόν, αφεντικό;
Δεν αποκρίθηκα.
- Η ζωή 'ναι μπελάς, εξακολούθησε ο Ζορμπάς, ο θάνατος δεν είναι. Ζωντανός άνθρωπος, ξέρεις τι θα πει; Ν’ αμολάς το ζωνάρι σου και να γυρεύεις καβγά.
Δε μιλούσα. Ήξερα πως ο Ζορμπάς είχε δίκιο, το ξερα, μα δεν τολμούσα. Είχε πάρει στραβό δρόμο η ζωή μου, είχα καταντήσει εσωτερικό μονόλογο την επαφή μου με τους ανθρώπους. Είχα τόσο ξεπέσει, που αν ήταν να διαλέξω: να ερωτευτώ μια γυναίκα ή να διαβάσω ένα καλό βιβλίο για τον έρωτα, θα διάλεγα το βιβλίο.
- Μη λογαριάζεις, αφεντικό, εξακολούθησε ο Ζορμπάς, άσε τα νούμερα, σπάσε την άτιμη τη ζυγαριά, σφάλνα το μπακάλικο, σου λέω. Τώρα είναι που θα σώσεις ή θα χαντακώσεις την ψυχή σου. Άκου, αφεντικό, πάρε ένα μαντίλι, δέσε κόμπο δυο τρεις λίρες, μα χρυσές, όχι χαρτιά, αυτά δε θαμπώνουν το μάτι, πέψε τις με το Μιμηθό στη χήρα, παράγγειλέ του τι θα πει: «Χαιρετισματα, λέει, από τον αφεντικό του κάρβουνου, κι ορίστε το μαντιλάκι. Λίγο πράμα, λέει, και πολλή αγάπη. Και να μη σεκλεντίζεσαι, λέει, για την προβατίνα, και να χαθεί μη σε νοιάζει· εδώ είμαστε εμείς, μη φοβάσαι! Σε είδε, λέει, από τον καφενέ να περνάς, σάστισε ο νους του.»
» Αυτά. Κι ύστερα ευτύς το άλλο βράδυ, -το γοργόν και χάριν έχει - να χτυπήσεις την πόρτα της. Έχασες το δρόμο, θα πεις, σκοτείνιασε· να σου δώσει ένα φανάρι. Ή: σ' έπιασε ξαφνική ζάλη, θα πεις, και θες ένα ποτήρι νερό. Ή ακόμα καλύτερα: αγοράζεις μιαν άλλη προβατίνα και την πηγαίνεις: «Ορίστε, κυρά μου, να της πεις, την προβατίνα που ΄χασες· εγώ τη βρήκα!» Κι η χήρα, άκουσέ με εμένα, αφεντικό, η χήρα θα σου δώσει τα βρετίκια, και θα μπεις - ώχου και να 'μουνα κι εγώ στα καπούλια του αλόγου σου! - θα μπεις, σου λέω, καβαλάρης στην Παράδεισο. Άλλη Παράδεισο, κακομοίρη μου, δεν υπάρχει· μην ακούς τους παπάδες· άλλη Παράδεισο δεν υπάρχει!
Ζυγώναμε πια στο περιβόλι της χήρας, γιατί Μιμηθός αναστέναξε κι άρχισε με τη θηλυκιά φωνή του να τραγουδάει τον πόνο του:
Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι
και το κοπέλι κοπελιά κι η κοπελιά κοπέλι!
Ο Ζορμπάς άνοιξε το κομπάσο, τα ρουθούνια του έπαιξαν. Στάθηκε, πήρε βαθιάν αναπνοή, με κοίταξε:
- Λοιπόν; έκαμε και περίμενε με λαχτάρα.
- Πάμε! αποκρίθηκα απότομα και γρηγόρεψα το βήμα.
Ο Ζορμπάς κίνησε το κεφάλι, κάτι έγρουξε, μα δεν άκουσα. Σα φτάσαμε στην παράγκα, διπλογονάτισε, ξάπλωσε το σαντούρι απάνω στα γόνατά του, σήκωσε το κεφάλι, βυθισμένος σε συλλογή, σα να ξεδιάλεγε στο νου του τα τραγούδια, κι άρχισε ένα πολύ πικρό παραπονιάρικο σκοπό…
Κάπου κάπου έριχνε μια λοξή ματιά και με κοίταζε· ένιωθα πώς ό,τι δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να μου το πει με τα λόγια, μου το λεγε με το σαντούρι. Πως πήγαινε η ζωή μου χαμένη, πως η χήρα κι εγώ είμαστε δυο έντομα, ζούμε ένα δευτερόλεφτο στον ήλιο κι ύστερα ψοφούμε αιώνια. Ποτέ πια! Ποτέ πια!
Ο Ζορμπάς σηκώθηκε απότομα, κατάλαβε ξαφνικά πως χάνει τον κόπο του. Ακούμπησε στον τοίχο, άναψε ένα τσιγάρο. Κι ύστερα από λίγο:
- Θα σου φανερώσω, αφεντικό, είπε, ένα λόγο που μου 'πε μια μέρα ένας χότζας στη Σαλονίκη, θα σου τον φανερώσω, κι ας πάει χαμένος.
» Εγώ έκανα τότε το γυρολόγο στη Σαλονίκη. Γύριζα τις γειτονιές και πουλούσα κουβαρίστρες, βελόνες, βίους των αγίων, μοσκολίβανο, πιπέρι… Είχα μια φωνή αηδόνι· και πρέπει να ξέρεις, οι γυναίκες πιάνουνται κι από τη φωνή, κι από που δεν πιάνουνται, οι σκρόφες! Τι γίνεται μέσα στο σπλάχνο τους, ένας διάολος το ξέρει! Μπορεί να σαι άσκημος, κουτσός, καμπούρης· μα δεν έχεις γλυκιά φωνή και τραγουδάς, παλαβώνουν οι γυναίκες.
» Έκανα λοιπόν το γυρολόγο και περνούσα κι από τουρκομαχαλάδες· και καθώς φαίνεται, μια πλούσια Τουρκάλα πιάστηκε από τη φωνή μου, τα ‘χασε. Φώναξε ένα γέρο χότζα, του γέμισε τη φούχτα μετζίτια. «Αμάν, του 'πε, φώναξε τον γκιαούρη τον πραματευτή να ‘ρθει, αμάν! και να τον δω! Δεν νταγιαντίζω!»
» Ο χότζας ήρθε και με βρήκε: «Μωρέ ρωμιόπουλο, μου κάνει, έλα μαζί μου! -Δεν έρχουμαι, του λέω, που θα με πας;
- Μια χανούμη, μωρέ ρωμιόπουλο, σαν τα κρύα νερά, σε περιμένει στον όντα της, έλα!» Μα εγώ ήξερα πως σκότωναν τους χριστιανούς στους τουρκομαχαλάδες τη νύχτα. «Όχι, δεν έρχουμαι! του κάνω. - Και δε φοβάσαι το Θεό, γκιαούρη; - Γιατί να τον φοβηθώ; - Γιατί, μωρέ ρωμιόπουλο, όποιος μπορεί να σμίξει με μια γυναίκα και δε σμίγει, κάνει μεγάλο κρίμα. Να σε φωνάξει, μωρέ, μια γυναίκα στο στρώμα της και να μην πας, χάθηκε η ψυχή σου! Η γυναίκα αυτή θ' αναστενάξει στη μεγάλη κρίση του Θεού, κι ο στεναγμός αυτός της γυναίκας θα σε γκρεμίσει, όποιος και να 'σαι, όσα καλά κι αν έχεις καμωμένα, στην Κόλαση!»
Ο Ζορμπάς στέναξε.
- Αν υπάρχει Κόλαση, θα πάω στην Κόλαση, κι αυτό θα 'ναι η αιτία. Όχι γιατί έκλεψα, σκότωσα, μοίχεψα· όχι, όχι! Αυτά δεν είναι τίποτα· ο Θεός τα σχωρνάει. Μα θα πάω στην Κόλαση, γιατί τη νύχτα εκείνη μια γυναίκα με περίμενε στο στρώμα της κι εγώ δεν πήγα…
Σηκώθηκε, άναψε φωτιά, έβαλε να μαγερέψει. Με λοξοκοίταξε. Χαμογέλασε περιφρονητικά:
- Όσο θες στου κουφού την πόρτα βρόντα! μουρμούρισε, έσκυψε κι άρχισε να φυσάει με θυμό τα βρεμένα ξύλα.
ΙΧ
Οι μέρες όλο και μίκραιναν, το φως έφευγε γρήγορα, πιάνουνταν η καρδιά του ανθρώπου κάθε απομεσήμερο. Ξαναγύριζε η αρχέγονη τρομάρα των πρόγονων, που έβλεπαν τους χειμωνιάτικους μήνες τον ήλιο όλο κι ενωρίτερα να σβήνει. «Αύριο θα σβήσει πια ολότελα» λόγιαζαν απελπισμένοι, και ξαγρυπνούσαν όλη νύχτα απάνω στα ψηλώματα με αγωνία: θα βγει, δε θα βγει; κι έτρεμαν.
Ο Ζορμπάς τη ζούσε την αγωνία αυτή πιο βαθιά και πιο πρωτόγονα από μένα. Για να γλυτώσει, δεν ξεπρόβαινε από τις γαλαρίες που είχε ανοίξει κάτω από τη γης παρά όταν πια τ' αστέρια είχαν ανάψει στον ουρανό.
Είχε πετύχει κάποιο καλό φιλόνι λιγνίτη, χωρίς πολλή στάχτη, με λίγη υγρασία, με πολλές θερμίδες, κι ο Ζορμπάς ήταν ευχαριστημένος. Γιατί μοναστραπίς μετουσίωνε μέσα του το κέρδος, και το 'κανε ταξίδι, γυναίκες και νέες περιπέτειες. Ανυπομονούσε πότε να κερδίσει πολλά, να κάμει πολλά φτερά -έτσι, φτερά, έλεγε τα λεφτα- και να πετάξει. Γι' αυτό ξαγρυπνούσε νύχτες ολάκερες να κάνει πρόβες με το μικροσκοπικό του εναέριο. Να βρει τη σωστή κλίση, να κατεβαίνουν τα ξύλα μαλακά μαλακά, έλεγε, σα να τα κουβαλούσαν αγγέλοι.
Κάποτε πήρε μια μεγάλη κόλλα χαρτί και χρωματιστά μολύβια και ζωγράφισε το βουνό, το δάσο, τον εναέριο, τα ξύλα που κατεβαίνουν κρεμάμενα στο σύρμα, και κάθε ξύλο είχε δεξοζερβά του δυο μεγάλες γαλάζες φτερούγες. Και στο στρογγυλό λιμανάκι ζωγράφισε μαύρα βαπόρια με πράσινους ναύτες, σαν παπαγαλάκια, και μαούνες που κουβαλούσαν κίτρινους δεντροκορμούς. Και τέσσερεις καλόγεροι στέκουνταν στις τέσσερεις γωνιές, κι από το στόμα τους πετιούνταν τριανταφυλλένιες κορδέλες με κεφαλαία μαύρα γράμματα: «Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!»
Τις τελευταίες μέρες ο Ζορμπάς άναβε μάνι μάνι τη φωτιά, μαγέρευε, τρώγαμε, και χάνουνταν κατά το δρόμο του χωριού. Ύστερα από κάμποση ώρα γύριζε πίσω κατσουφιασμένος.
- Πού γύριζες πάλι, Ζορμπά; τον ρωτούσα.
- Μούντζωσ' τα, αφεντικό, έλεγε και άλλαζε κουβέντα.
Ένα βράδυ που γύριζε, με ρώτησε με αγωνία:
- Υπάρχει, δεν υπάρχει Θεός; Τι λες και του λόγου σου, αφεντικό; Κι αν υπάρχει -όλα γίνουνται- πως τον φαντάζεσαι;
Ανασήκωσα τους ώμους, δεν αποκρίθηκα.
- Εγώ, μη γελάσεις, αφεντικό, φαντάζουμαι το Θεό απαράλλαχτο σαν και μένα. Μονάχα πιο αψηλό, πιο δυνατό, πιο παλαβό κι αθάνατο. Κάθεται σε μαλακές προβιές χουζουρεμένα, κι η παράγκα του είναι ο ουρανός. Όχι από γκαζοτενεκέδες, σαν τη δικιά μας, παρά από σύννεφα. Κρατάει στο δεξό του χέρι όχι σπαθί, όχι ζυγαριά, αυτά τα εργαλεία είναι για τους φονιάδες και τους μπακάληδες· ο Θεός κρατά ένα μεγάλο σφουγγάρι γεμάτο νερό, σα σύννεφο της βροχής. Δεξά του η Παράδεισο, ζερβά του η Κόλαση. Έρχεται η κακομοίρα η ψυχή, τσίτσιδη, γιατί έχασε το κορμί της και τουρτουρίζει. Ο Θεός την κοιτάζει και γελάει κάτω από τα μουστάκια του· μα καμώνεται τον μπαμπούλα. «Έλα εδώ, της λέει, και χοντραίνει τη φωνή του, έλα εδώ, καταραμένη!» Και πιάνει την ανάκριση. Πέφτει η ψυχή στα πόδια του Θεού. «Αμάν! του φωνάζει· ήμαρτον!» Και δώστου να λέει, να λέει τα κρίματά της. Λέει, λέει, δεν έχουν τελειωμό. Κι ο Θεός βαριέται, χασμουριέται. «Σώπα πια, της φωνάζει, με ξεκούφανες!» Και φαπ! δίνει μια με το σφουγγάρι και σβήνει όλες τις αμαρτίες. «Ξεκουμπίσου στην Παράδεισοι της κάνει. -Πέτρο, βάλ' την και τούτη μέσα, την κακομοίρα!»
» Γιατί πρέπει να ξέρεις, αφεντικό, ο Θεός είναι άρχοντας μεγάλος κι αυτό θα πει αρχοντιά: να συχωρνάς!
Τη βραδιά εκείνη, θυμούμαι, όταν μου τ' αράδιασε αυτά ο Ζορμπάς, γέλασα· όμως από τότε η «αρχοντιά» αυτή του Θεού σαρκώνουνταν κι έδενε μέσα μου, πονετικιά, ανοιχτοχέρα και παντοδύναμη.
Ένα άλλο βράδυ που έβρεχε κι ήμασταν ζαρωμένοι στην παράγκα μας και ψήναμε πάλι κάστανα στο μαγκάλι, ο Ζορμπάς στράφηκε, με κοίταξε κάμποση ώρα, σα να θελε να ξεσκαλίσει κάποιο μεγάλο μυστήριο. Τέλος, δε βάσταξε:
- Ήθελα να ξέρω, αφεντικό, είπε, τι διάολο βρίσκεις σε μένα και δε με πιάνεις από το αυτί να με πετάξεις όξω! Σου έχω πει πώς με λένε και Περονόσπορο, γιατί, όπου πάω, τα κάνω γης Μαδιάμ… Κατά διαόλου θα πάει η δουλειά σου· πέταξέ με όξω, σου λέω!
- Μου αρέσεις, αποκρίθηκα· μη ρωτάς πιο πέρα.
- Μα δεν καταλαβαίνεις, αφεντικό, πως δεν τα χω τετρακόσια; Μπορεί να τα χω πεντακόσια, μπορεί και τριακόσια, ανάθεμά με αν ξέρω. Μα τετρακόσια δεν τα χω, σίγουρα. Ορίστε, για να καταλάβεις: μέρες τώρα, νύχτες τώρα, η χήρα δε με αφήνει να ησυχάσω. Όχι για μένα, όχι, σου ορκίζουμαι. Εγώ, που να την πάρει ο διάολος! το ξέρω θετικά, δε θα την αγγίξω ποτέ· δεν είναι για τα δόντια μου… Μα δε θέλω πάλι και να πάει χαμένη. Δε θέλω να κοιμάται μοναχή. Άδικο πράμα, αφεντικό, δεν το βαστά η καρδιά μου. Και τριγυρίζω τη νύχτα γύρα από το περβόλι της - γι' αυτό και με χάνεις και με ρωτάς που πάω -ξέρεις γιατί; για να δω αν πηγαίνει, λέει, κανένας και κοιμάται μαζί της, να ησυχάσω.
Γέλασα.
- Μη γελάς, αφεντικό! Αν.μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε. Όλοι θα χουμε την άλλη μέρα, στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο. Ο Θεός όλες τις αμαρτίες τις συχωρνάει, είπαμε, κρατάει σφουγγάρι· ετούτη όμως δεν τη συχωρνάει. Αλίμονο στον άντρα, αφεντικό, που μπορούσε να κοιμηθεί με γυναίκα και δεν το καμε· αλίμονο στη γυναίκα που μπορούσε να κοιμηθεί με άντρα και δεν το 'καμε. Θυμήσου τι μου 'λεγε κι ο χότζας.
Σώπασε λίγο κι έπειτα, ξαφνικά:
- Μπορεί, άμα πεθάνει ένας άνθρωπος, να ξαναγεννηθεί; ρώτησε.
- Δεν το πιστεύω, Ζορμπά.
- Μήτε εγώ. Μα δεν μπορούσε, τότε οι άνθρωποι αυτοί που λέμε τώρα, αυτοί που αρνήθηκαν υπηρεσία, οι λιποτάχτες να πούμε, θα ξαναγύριζαν στη γης - ξέρεις πώς; Μουλάρια!
Σώπασε πάλι, σκέφτηκε· άξαφνα τα μάτια του σπίθισαν.
- Ποιος ξέρει, είπε χαρούμενος, μπορεί όλα τα μουλάρια που βλέπουμε σήμερα στον κόσμο, να ναι οι άνθρωποι αυτοί, οι κουτεντέδες, που όσο ζούσαν ήταν και δεν ήταν άντρες, ήταν και δεν ήταν γυναίκες. Γι' αυτό κι έγιναν μουλάρια· γι' αυτό κι έχουν τόσο πείσμα και κλοτσούνε. Τι λέει κι η ευγενεία σου, αφεντικό;
- Πως τα χεις τριακόσια, Ζορμπά, αποκρίθηκα γελώντας. Σήκω φέρε το σαντούρι.
- Δεν έχει απόψε σαντούρι, αφεντικό, και μη προς κακοφανισμό σου. Μιλώ, μιλώ, λέω κουταμάρες -ξέρεις γιατί; Γιατί έχω μεγάλες έγνοιες. Μεγάλες στενοχώριες. Η καινούρια γαλαρία, η αναθεματισμένη, θα μου σκαρώσει δουλειές. Και του λόγου σου μου θες σαντούρι…
Είπε, έβγαλε από τη θράκα τα κάστανα, μου 'δωσε μια φούχτα, γέμισε τα ποτηράκια μας ρακή.
- Ο Θεός να τα' φέρει δεξιά! είπα σκουντρώντας.
- Ο Θεός να τα φέρει αριστερά! διόρθωσε ο Ζορμπάς. Ως τώρα, με τα δεξιά, προκοπή δεν είδαμε.
Ήπιε μονομιάς την ογρή φωτιά και ξάπλωσε στο στρώμα του.
- Αύριο, είπε, πρέπει να χω πολλή δύναμη· έχω να παλέψω χίλιους δαιμόνους. Καληνύχτα!
Την άλλη μέρα ο Ζορμπάς πρωί πρωί χώθηκε μέσα στο λιγνίτη. Είχαν προχωρήσει πια την καινούρια γαλαρία μέσα στο καλό φιλόνι, τα νερά έσταζαν από την οροφή, οι εργάτες τσαλαβουτούσαν στη λάσπη.
Ο Ζορμπάς είχε κουβαλήσει από προχτές κορμούς για να δέσει τη γαλαρία· μα ήταν ανήσυχος τα ξυλά δεν ήταν όσο έπρεπε χοντρά, και με το άσφαλτό του ψυχόρμητο που τον έκανε να ζει άμεσα, σα σώμα του, όλον ετούτον τον υπόγειο λαβύρινθο, ένιωθε πως οι ξυλοδεσιές δεν ήταν σίγουρες κι άκουγε, ανάλαφρα ακόμα, ανάκουστα για τους άλλους τριξίματα, σα ν' αναστέναζε από το βάρος η αρματωσιά της οροφής.
Κι ένα άλλο ακόμα έκαμε σήμερα το Ζορμπά πιο ανήσυχο: τη στιγμή που ετοιμάζουνταν να κατεβεί στη γαλαρία, ο παπάς του χωριού, ο παπα-Στέφανος, περνούσε καβάλα στο μουλάρι του και πήγαινε στο διπλανό γυναικείο μοναστήρι να μεταλάβει μιαν καλόγρια ετοιμοθάνατη. Ο Ζορμπάς, μόλις τον είδε, πρόλαβε ευτυχώς, πριν του μιλήσει, να φτύσει τρεις φορές στον κόρφο του.
- Καλημέρα, γέροντα! αποκρίθηκε με μισό χείλι στο χαιρετισμό του παπά.
Και σε λίγο, χαμηλόφωνα:
- Πίσω μου σ' έχω, Σατανά!
Ένιωθε όμως πώς τα ξόρκια ετούτα δεν ήταν αρκετά να διώξουν τη συφορά, και τρύπωξε ανταρεμένος στην καινούρια γαλαρία.
Βαριά μυρωδιά από λιγνίτη κι ασετυλίνη· οι εργάτες είχαν αρχίσει από προχτές να στερεώνουν τους κορμούς και να δένουν τη γαλαρία.
Ο Ζορμπάς καλημέρισε μπρούσκος, κατσούφης, ανασκουμπώθηκε κι άρχισε να δουλεύει.
Μια δεκαριά εργάτες βαρούσαν, το φιλόνι με τους κασμάδες, σωριάζουνταν το κάρβουνο στα πόδια τους, άλλοι το φτυάριζαν και με μικρά χεραμάξια το κουβαλούσαν έξω.
Μια στιγμή ο Ζορμπάς σταμάτησε· έγνεψε και στους εργάτες έστησε το αυτί του. Όπως ο καβαλάρης γίνεται ένα με το άλογο, όπως ο καπετάνιος με το καράβι του, ο Ζορμπάς έσμιγε με τ' ορυχείο κι ένιωθε τις γαλαρίες να διακλαδίζουνται σα φλέβες στα σπλάχνα του, κι ό,τι αργούσαν να μαντέψουν οι σκοτεινές μάζες του βουνού, το ψυχανεμίζουνταν πρώτος, με ανθρώπινη διαύγεια, ο Ζορμπάς.
Είχε τεντώσει λοιπόν την αυτούκλα του, αφουκράζουνταν· τη στιγμή εκείνη έφτασα κι εγώ. Σα να 'χα κάποιο κακό ψυχανέμισμα, σαν κάποιο χέρι να μ'έσπρωξε. Τινάχτηκα από τον ύπνο, ντύθηκα, πετάχτηκα έξω, δεν ξέρω γιατί και κατά που, μα το σώμα αδίσταχτα πήρε το δρόμο κατά το κάρβουνο. Κι έφτασα ίσια ίσια την ώρα που ο Ζορμπάς, ανήσυχος, τέντωνε το αυτί του ν' ακούσει.
- Τίποτα… είπε σε λίγο· μου φάνηκε. Τη δουλειά σας, παιδιά!
Στράφηκε, με πήρε το μάτι του, σούφρωσε τα χείλια:
- Πώς από δω πρωί πρωί, αφεντικό;
Ζύγωσε κοντά μου:
- Δεν ανεβαίνεις απάνω να πάρεις τον αέρα σου, αφεντικό; μου σφύριξε σιγά. Έρχεσαι άλλη μέρα να σεριανίσεις.
- Τι τρέχει, Ζορμπά;
Τίποτα… Ιδέα μου. Είδα έναν παπά σήμερα πρωί πρωί, φεύγα!
- Αν υπάρχει κίντυνος, δεν είναι ντροπή να φύγω;
- Είναι, αποκρίθηκε ο Ζορμπάς.
- Θα ‘φευγες εσύ;
- Όχι.
- Λοιπόν;
- Άλλα μέτρα έχω εγώ για το Ζορμπά, έκαμε ξενευρισμένος, κι άλλα για τους άλλους. Μα αφού το κατάλαβες πως είναι ντροπή να φύγεις, μη φύγεις· μείνε.
Πήρε το σφυρί, τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών του, κι άρχισε να καρφώνει με χοντρά καρφιά την ξυλοδεσιά της οροφής Ξεκρέμασα από ένα στύλο μια λάμπα της ασετυλίνης, πήγαινα απάνω κάτω μέσα στη λάσπη, κοίταζα το φιλόνι. Σκούρο καστανό, γυάλιζε· δάση απέραντα βούλιαξαν, εκατομμύρια χρόνια πέρασαν, μασούσε, χώνευε, μετουσίωνε η γης τα παιδιά της. Τα δέντρα έγιναν κάρβουνο, κι ήρθε ο Ζορμπάς και το βρήκε.
Κρέμασα πάλι τη λάμπα στη θέση της, κοίταζα το Ζορμπά να δουλεύει. Δίνουνταν όλος στη δουλειά, δεν είχε τίποτα άλλο στο νου του, γίνουνταν ένα με τη γης, με τον κασμά, με το κάρβουνο. Το σφυρί, τα καρφιά, σα να ‘χαν γίνει σώμα του και πάλευε με το ξύλο· πάλευε με το ταβάνι της γαλαρίας που 'κανε κοιλιά· πάλευε με όλο το βουνό, κι ήθελε να του πάρει το κάρβουνο και να φύγει. Ένιωθε ο Ζορμπάς την ύλη με σιγουράδα και τη χτυπούσε αλάθευτα εκεί που ήταν πιο αδύνατη και μπορούσε να νικηθεί. Κι έτσι που τον έβλεπα τώρα μουντζαλωμένο, ολοκάρβουνο, με μονάχα τ' ασπράδια των ματιών του που φέγγριζαν, έλεγα πως είχε καμουφλαριστεί σε κάρβουνο, είχε γίνει κάρβουνο, για να μπορέσει πιο εύκολα να ζυγώσει τον αντίπαλο και να πατήσει το κάστρο του.
Γεια σου, Ζορμπά! φώναξα άθελά μου.
Μα αυτός μήτε στράφηκε. Πού να κάθεται τώρα αυτός να πιάνει κουβέντες μ' ένα «ανήλιαγο κρέας», που αντίς κασμά κρατούσε στο χέρι του ένα μολυβάκι; Είχε δουλειά, δεν καταδέχουνταν να μιλήσει. «Μη μου μιλάς, όταν δουλεύω, μου 'λεγε ένα βράδυ· μπορεί και να σπάσω! -Να σπάσεις, Ζορμπά; γιατί; - Πάλι ζητάς το γιατί! Σαν το μικρό παιδί. Πώς να σου το ξηγήσω; Είμαι παραδομένος στη δουλειά μου, τεντωμένος από τα νύχια ως την κορφή, γραμμή κατά πάνω στην πέτρα ή στο κάρβουνο που παλεύω, ή στο σαντούρι. Κι αν με αγγίξεις άξαφνα, αν μου μιλήσεις και με κάμεις να στραφώ, μπορεί και να σπάσω· μα που να καταλάβεις!»
Κοίταξα το ρολόι· κόντευε δέκα.
- Καιρός να κολατσίσετε, παιδιά, είπα· πέρασε η ώρα.
Μετά χαράς οι εργάτες πέταξαν στη γωνιά τα σύνεργα, σφούγγιξαν τον ιδρώτα, ετοιμάζουνταν να βγουν από τη γαλαρία. Ο Ζορμπάς, παραδομένος στη δουλειά του, δεν είχε ακούσει. Μα κι αν άκουγε, δε θα σκολνούσε.
- Σταθείτε, είπα στους εργάτες, να σας δώσω ένα τσιγάρο.
Έψαξα στις τσέπες να βρω το πακέτο· γύρα μου οι εργάτες περίμεναν.
Άξαφνα ο Ζορμπάς τινάχτηκε κόλλησε το αυτί του στο τοίχωμα της γαλαρίας· στο φως της ασετυλίνης διάκρινα το στόμα του ανοιγμένο σπασμωδικά.
- Τι έπαθες, Ζορμπά; φώναξα.
Μα τη στιγμή εκείνη ανατρίχιασε από πάνω μας αλάκερο το ταβάνι της γαλαρίας.
- Φευγάτε! φώναξε ο Ζορμπάς βραχνιασμένα· φευγάτε!
Χιμήξαμε προς την έξοδο· μα πριν φτάσουμε στην πρώτη ξυλοδεσιά, δεύτερο τρίξιμο ακούστηκε από πάνω μας, πιο δυνατό. Ο Ζορμπάς την ώρα εκείνη ανασήκωνε ένα μεγάλο κορμό, να τον σφηνώσει δυναμάρι σε μια λασκαρισμένη ξυλοδεσιά· αν πρόφταινε, ίσως να κρατιόταν για λίγα δευτερόλεφτα ακόμα το ταβάνι, να προλάβουμε να φύγουμε.
- Φευγάτε! ακούστηκε τώρα απόκουφη η φωνή του Ζορμπά, σα να ‘βγαινε από τα σπλάχνα της γης.
Όλοι, με την αναντρία που μας πιάνει συχνά στις κρίσιμες στιγμές, πεταχτήκαμε έξω, χωρίς να γνοιαστούμε για το Ζορμπά.
Μα ύστερα από λίγα δευτερόλεφτα, μπόρεσα κι ανασυντάχτηκα, γύρισα πίσω.
- Ζουμπά, φώναξα, Ζορμπά!
Μου είχε φανεί πως φώναξα, έπειτα όμως κατάλαβα πως η φωνή δε βγήκε από το λαρύγγι μου· ο φόβος είχε πλαντάξει τη φωνή μου.
Ντράπηκα. Έκαμα μια δρασκελιά ακόμα προς τα πίσω, άπλωσα τα χέρια. Ο Ζορμπάς τη στιγμή εκείνη είχε πια στερεώσει το χοντρό δυναμάρι και τινάζουνταν ξεγλιστρώντας με βίαιη κίνηση να φύγει. Μέσα στο μεσοσκόταδο, στη φόρα του, έπεσε απάνω μου. Χωρίς να το θέμε, αγκαλιαστήκαμε.
- Δρόμο! έγρουξε με πνιγμένο λαρύγγι· δρόμο!
Τρέξαμε, φτάσαμε στο φως· οι εργάτες, μαζεμένοι στην μπασιά, αφουκράζουνταν αμίλητοι, κατακίτρινοι.
Τρίτο τρίξιμο ακούστηκε, πιο δυνατό, σαν κορμός δέντρου που τσακίζεται στη μέση. Και μονομιάς μούγκρισμα ξέσπασε κατρακυλιστό, κουνήθηκε το βουνό, η γαλαρία γκρεμίστηκε.
- Μνήστητί μου, Κύριε! μουρμούρισαν οι εργάτες και σταυροκοπήθηκαν.
Παρατήσατε μέσα τους κασμάδες; φώναξε ο Ζορμπάς με θυμό.
Οι εργάτες σώπαιναν.
- Γιατί δεν τους πήρατε; φώναξε πάλι αγριεμένος. Τα κάματε απάνω σας, παλικαράδες. Κρίμα στα σύνεργα!
Τους κασμάδες θα κοιτάζουμε τώρα, Ζορμπά; είπα επεμβαίνοντας. Να ‘μαστε ευχαριστημένοι που δεν έπαθε κανένας άνθρωπος· ας είσαι καλά, Ζορμπά, όλοι σε σένα χρωστούμε τη ζωή μας.
- Πεινώ! έκαμε ο Ζορμπάς· μου άνοιξε η όρεξη.
Πήρε το μαντίλι του με το κολατσιό, που το ‘χε αποθέσει σε μιαν πέτρα, το άνοιξε, έβγαλε ψωμί, ελιές, κρεμμύδια, μια βρασμένη πατάτα, ένα φλασκάκι κρασί.
- Κοπιάστε να φάμε, είπε με γεμάτο στόμα.
Έτρωγε αρπαχτά, σα να του 'χαν απότομα φύγει πολλές δυνάμες κι ήθελε τώρα να ξαναγεμίσει μ’ αίμα την καρδιά του.
Έτρωγε σκυφτός, αμίλητος, πήρε το φλασκάκι, ανάγειρε το λαιμό, κακάρισε το κρασί μέσα στο στεγνωμένο λαρύγγι.
Κι οι εργάτες έκαμαν κι αυτοί κουράγιο, άνοιξαν τα ξομπλιαστά ταγάρια κι άρχισαν να τρώνε. Είχαν καθίσει όλοι διπλοπόδι γύρα από το Ζορμπά, έτρωγαν και τον κοίταζαν. Ήθελαν να πέσουν στα πόδια του, να του φιλήσουν τα χέρια, μα ήξεραν πως ήταν παράξενος και κανένας δεν τολμούσε να βάλει χερικό.
Τέλος ο Μιχελής, ο πιο ηλικιωμένος, με χοντρά γκρίζα μουστάκια, πήρε την απόφαση:
- Να ‘λειπες, κυρ Αλέξη, είπε, τα παιδιά μας θ' αρφάνευαν.
- Σκασμός! έκαμε ο Ζορμπάς με μπουκωμένο στόμα και κανένας πια δεν τόλμησε να μιλήσει.
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Εκδόσεις Καζαντζάκη (Πάτροκλος Σταύρου) 1973, Σσ.15-123,
Πρώτη Έκδοση Έργου:1946
ΠΗΓΗ - ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ...www.potheg.gr