ΓΙΟΓΛΕΡΝΩ: φεύγω κακήν κακώς,εκδιώκω-ομαι.
"Γιάντα* γιογλέρνω άμα σε δω, ρωτάς, μα το κατέχεις* πως ήμαθα πως ήλεγες πως μπλιο σου δε μ' αντέχεις".
"Ετσά * στραβά , που το λαλείς* ποτές δε δα σε πάρω και σάικα κατακοντίς θαρρώ δα σε γιογλάρω".
ΓΡΟΙΚΩ: ακούω, νιώθω, αισθάνομαι, καταλαβαίνω, εμπιστεύομαι, υπακούω, λαμβάνω υπόψη μου.
"Άμα γροικάς και τραγουδώ κοντά στη γειτονιά σου, άφτει ντουμάνι* μέσα μου και λειώνω απ' το σεβντά σου".
"Ο φούτερος* ο πεταλάς μου ξέκαμε το χτήμα* και πέφτει στ' ανεβόλεμα* και δε γροικά το νύμμα*".
"Ετσά * στραβά , που το λαλείς* ποτές δε δα σε πάρω και σάικα κατακοντίς θαρρώ δα σε γιογλάρω".
ΓΡΟΙΚΩ: ακούω, νιώθω, αισθάνομαι, καταλαβαίνω, εμπιστεύομαι, υπακούω, λαμβάνω υπόψη μου.
"Άμα γροικάς και τραγουδώ κοντά στη γειτονιά σου, άφτει ντουμάνι* μέσα μου και λειώνω απ' το σεβντά σου".
"Ο φούτερος* ο πεταλάς μου ξέκαμε το χτήμα* και πέφτει στ' ανεβόλεμα* και δε γροικά το νύμμα*".
ΓΡΟΙΚΑ ΚΕΙΕ : άκου εκεί, αν είναι δυνατόν, έτσι ασφαλώς.
"Για γροίκα κειέ πως δα σου πω ποιαν αγαπώ στ' αλήθεια, αφού εσύ όλο μου λες ψευθιές και παραμύθια".
ΓΡΟΙΚΑ ΠΑΕ: άκου ΄δω, για πρόσεξε.
"Γροίκα παέ και άφησε γι αλλού τσι κουζουλάδες*, για να μην έχεις αύριο στη γκεφαλή* μπελάδες
*γιάντα: γιατί
*κατέχω: ξέρω, γνωρίζω
*ετσά: έτσι
*λαλείς: πάω, μεταφέρω, μεταχειρίζομαι
*ντουμάνι: μεγάλη φωτιά με πολλούς καπνούς
*φούτερος: πειρασμός, δαίμονας, σατανάς
*χτήμα: υποζύγιο (μουλάρι, γάιδαρος)
*ανεβόλεμα: ανήφορος, δυσκολία, δυσχέρεια, αντιξοότητα
*νύμμα: ακίδα συνήθως από σίδερο, που τσιμπούν τα υποζύγια για παρακίνηση
πηγή: Μ.Ι.ΙΔΟΜΕΝΕΩΣ -ΚΡΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ