Δεκαετία του 80 λοιπόν βρίσκει το νησί σε διαφορετική μορφή απ αυτή που το άφησε ένας μετανάστης πριν από 40 χρόνια. Η πολιτική κατάσταση αλλά και τα τσάρτερς που καταφθάνουν κάθε καλοκαίρι δίνουν την δυνατότητα στους Κρήτες να εμφανίζουν ένα απ τα πιο υψηλά κατά κεφαλήν εισοδήματα στην Ελλάδα και ταυτόχρονα, ικανοποιώντας τις μιμητικές τους τάσεις, να νιώθουν οτι η απόσταση απ τους ευκατάστατους Αθηναίους έχει μικρύνει. Όμως το τίμημα περιμένει να πληρωθεί και η πληρωμή του και γίνεται ακόμα και σήμερα αργά αλλά σταθερά. Το χρήμα για να δώσει πρεστίζ και οικονομική ευμάρεια στους νεοκρητικούς ζητά σαν αντάλλαγμα κάτι που δεν καταναλώνεται ούτε έχει εμφανή οικονομική αξία. Zητά να διαβρώσει θεσμούς και αξίες που οδηγούσαν τους Κρήτες σ όλες τις προηγούμενες δύσκολες αλλά αυθεντικές δεκαετίες.
Έτσι ο ισχυρός Κρητικός χαρακτήρας και μαζί του οι ντόπιες μουσικές παραδόσεις
χάνουν την αγνότητά τους σαν. Απ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 80 και μέχρι
τις ημέρες μας η Κρητική μουσική παράδοση θα περάσει μια απρόβλεπτη αλλά
σημαδιακή κρίση.
Το υψηλό βιοτικό επίπεδο του νησιού, απόρροια του γρήγορου πλουτισμού, απαιτεί
εκσυγχρονισμό της περιοχής με τα ξενόφερτα αστικού τύπου δεδομένα. Επιδεικτική
κατανάλωση υλικών αγαθών, ατομισμό, εμπορευματοποίηση των παραδόσεων. Το
πολιτισμικό σοκ στο οποίο υποβάλλεται, ακόμα και σήμερα, ο Κρητικός λαός είναι
τεράστιο . Σοκ που είναι εμφανές σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα και
συμπεριφορά.
Το γυαλί της τηλεόρασης είναι ήδη σε κάθε σπίτι, αστικό ή αγροτικό, και όπως
ξέρουμε το γυαλί επιβάλλει. Μέσα απ αυτό περνάει ένα πρότυπο ζωής ομοιόμορφο
για όλους. Αυτό είναι όμορφο, αυτό είναι καλό, αυτό είναι μοντέρνο! Τα κοινά
δεδομένα ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως Μακεδόνες, Θεσσαλούς, Κρητικούς και οφείλουν
να τα ακολουθήσουν. Η παραδοσιακή μουσική εμφανίζεται σε ελάχιστα κάθε εβδομάδα
προγράμματα των κρατικών καναλιών ενώ στα ιδιωτικά αργότερα δεν πουλάει οπότε
βγαίνει εκτός. Τα δε τοπικά κρητικά κανάλια πρέπει να εισέλθει η δεκαετία του
90 για να εμφανισθούν και να προβάλλουν την τοπική τους μουσική. Παράλληλα μέσα
απ τις τηλεοπτικές συχνότητες αρχίζει να προβάλλεται σαν μοντέλο διασκέδασης το
club με ξένη μουσική για τους νέους και για τους μεγαλύτερους, που τους πέφτει
λίγο δυσνόητο το ξένο προϊoν, υπάρχει έτοιμη η εναλλακτική λύση του λαϊκού,
αλλά ποιου λαϊκού;
Τα προβλήματα αυτής της μορφής δεν είναι μόνο για την Κρήτη αλλά και για την
κατευθυντήρια δύναμη απ όπου πηγάζουν όλα, την πρωτεύουσα. Εκεί λοιπόν το
γνήσιο ελληνικό λαϊκό τραγούδι εκτοπίζεται και αρχίζει να πρωταγωνιστεί το
φθηνό ευκολοχώνευτο λαϊκό των σουξέ και των πολυπλατινένιων δίσκων. Ομορφόπαιδα
και σταρλετίτσες γίνονται αστέρες εν μια νυκτί και τα άσματα που ακούγονται
έχουν να κάνουν με παπαγάλους, καμπριολέ αυτοκίνητα και κοντούς με γραβάτες.
Όπως καταλαβαίνει κανείς ο στίχος που επικρατεί έχει πέσει πολύ χαμηλά (πιο
χαμηλά, πιο χαμηλά, πιο χαμηλά... όπως λέει και το σουξέ)
Η ελληνική τουριστική βιομηχανία έχει αρχίσει το ομόφωνα προοδευτικό έργο της
αρκετά πριν την τηλεόραση. Έχει συνειδητοποιήσει τη δύναμη και τον ρόλο της,
μόνο που τα αποτελέσματα της στρατηγικής της είναι μια βόμβα με βραδύκαυστο
φυτίλι. Προσπαθώντας να βρει σύμβολα διαφημιστικών εκστρατειών ψάχνει το
οπλοστάσιο της ιστορίας και της λαϊκής παράδοσης. Τα σύμβολα όμως αυτά
χρησιμοποιούμενα με τόσο άσχημο τρόπο οδηγούν οργανικά στοιχεία της κρητικής
πολιτισμικής κληρονομιάς, μέσα από συνεχείς υποβαθμίσεις, στον εκφυλισμό. Έτσι
λοιπόν η καταπληκτική λαϊκή δημιουργία και τέχνη οδηγήθηκε στον οχετό ενός
φθηνού και ευκόλως εξαγώγιμου φολκλόρ. Η περήφανη λύρα ακολουθώντας τη μοίρα
του μπουζουκιού διακοσμεί καρτ-ποστάλ, μπρελόκ, διακοσμητικά πιάτα μέχρι και
νυχοκόπτες.
Οι κρητικές τοπικές φορεσιές
ντύνουν κουκλάκια που πωλούνται στο λιμάνι πριν την αναχώρηση των τουριστών, ως
ενθύμιο διακοπών από ένα ηρωικό τόπο που παράγει ρακί και περίφημα αναμνηστικά
μαχαίρια με κέρατο από αίγαγρο για λαβή. Για να έχουν δε τόσο οι αλλοδαποί όσο
και οι συμπατριώτες μας τουρίστες μια σφαιρική ανάμνηση της Κρήτης φροντίζουν
να πάρουν μαζί τους και καμιά κασετούλα με λύρα και πεντοζάλη (κι ας τους
φαίνονται μονότονα). Φυσικά θα αγοράσουν ότι μουσικό προϊόν βρουν μπροστά τους
και δυστυχώς δεν είναι πια όλα τα προϊόντα της κρητικής δισκογραφίας πρώτης
ποιότητας.
Τώρα πια ανάμεσα στους μεγάλους παραδοσιακούς καλλιτέχνες που συνεχίζουν τη
μουσική παράδοση του τόπου αρχίζουν να ξεπετιούνται τα βλαστάρια της μοντέρνας
σποράς. Νέα παιδιά που έμαθαν την λύρα είτε πρακτικά απ την προηγούμενη γενιά,
είτε σε κλισαρισμένες σχολές παραδοσιακών οργάνων, διεκδικούν το δικό τους
κομμάτι στην πίτα της μουσικής και της διασκέδασης, μόνο που υπάρχει μια
ουσιώδης διαφορά. Πολλοί απ αυτούς είναι δημιουργήματα αστικών περιοχών,
μουσικών σχολών και το βασικότερο της νέας τάξης πραγμάτων. Συντελεστές που δεν
μορφοποιούν γνήσιες κρητικές μουσικές ψυχές αλλά απαίδευτους καλλιτέχνες
σουξεδιάρικου τύπου. Ως γνωστόν, ο αυθεντικός δημοτικός καλλιτέχνης πρέπει να
εκφράζει την ψυχή του, τα βιώματα του, την καθημερινή ιστορία του τόπου του και
όλα αυτά με γνήσια μουσική και στίχο, γεμάτα έμπνευση και αυτοσχεδιασμό που δεν
καταγράφονται με μαύρα σημάδια πάνω σε πεντάγραμμα χαρτιά και ξενόφερτες
λέξεις. Ομως αυτά τα παιδιά δεν είναι βοσκοί, δεν είναι πια αγρότες, δεν
στερούνται των υλικών ανέσεων. Την θέση των άγονων βουνών και της ρακής έχουν
πάρει οι τέσσερις τοίχοι των μπαρ, οι τουρίστριες και τα ουίσκια. Το κυριότερο
δεν έχει φανεί κάποιος ορατός εχθρός που θα τους ξυπνήσει την ανεξίτηλη, έστω
και σε λανθάνουσα κατάσταση, κρητική συνείδηση για να τραγουδήσουν αμυνόμενοι σ
αυτόν.
Έτσι ο κάθε νέος αγοράζοντας ένα καλό όργανο (μια καλή λύρα φτάνει τις 150 με
200.000 δρχ. και ένα λαούτο τις 300 με 350.000 δρχ.) και μαθαίνοντας μερικά
βασικά πράγματα μπορεί να τραγουδήσει για τη μοντέρνα ζωή του με μοντέρνο στίχο
αλλά σε παραδοσιακές μουσικές φόρμες, γιατί το άνοιγμα νέων μουσικών δρόμων
στην παραδοσιακή μουσική είναι δύσκολο και θέλει πολύ δουλειά. Που υπομονή και
όρεξη για δουλειά στην εποχή της ευκολίας;
Αυτή η μερίδα νέων καλλιτεχνών είναι που ηχογραφεί, αβασάνιστα στις περισσότερες
εταιρείες δίσκους που σε λίγα χρόνια δεν τους θυμάται κανείς. Δίσκους προϊόντα
φτηνών παραγωγών που τις περισσότερες φορές τα έξοδα των οποίων καλύπτουν οι
ίδιοι πουλώντας κανένα χωραφάκι (μια καλή παραγωγή δίσκου κοστίζει από 1 μέχρι
5 εκατομμύρια δρχ. συν τα διαφημιστικά έξοδα)μόνο και μόνο για να βάλουν την
φωτογραφία τους στο εξώφυλλο και να ανεβάσουν το κασέ τους στα γλέντια και τους
γάμους. Άλλωστε τα έσοδα και τα χαρίσματα που μπορούν να έχουν από ένα τέτοιο
γλέντι είναι πολύ υψηλά για να είναι αμελητέα. Ποσά της τάξης των 200 και των
300.000 δρχ. σαν νυχτοκάματο είναι πολύ συνηθισμένα για μια βραδιά, βγαίνουν
πολύ πιο εύκολα απ ότι σκάβοντας στο χωράφι και μάλιστα αφορολόγητα. Για να
μπούμε όμως ακόμα πιο βαθιά, τώρα πια η κοινωνική ολοκλήρωση που υπήρχε στον
ψαρά, τον γεωργό ή τον βοσκό που μετατρεπόταν το βράδυ σε λυράρη, χορευτή,
τραγουδιστή δεν υπάρχει.
Τώρα πια οι άνθρωποι - εργαλεία είναι μονοδιάστατοι . Έξω απ αυτά τα
εξειδικευμένα επαγγελματικά τους πεδία νιώθουν αμήχανα και σαστισμένα. Όπως
ακριβώς νιώθουν οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι στα γλέντια τα τελευταία
χρόνια.
Τα πολυθρύλητα πανηγύρια για
παράδειγμα της Κρήτης καταντούν μερικές φορές ανιαρές εθιμοτυπικές επαναλήψεις
κακέκτυπα του παλιού εαυτού τους, έτσι ώστε από ομαδική θρησκευτική λατρεία και
ψυχαγωγική μέθεξη να γίνονται τόποι επίδειξης, προβολής, αισχροκέρδειας, ανίας
και αμηχανίας ενός έκπληκτου, στριμωγμένου και μοναχικού πλήθους. Ενός πλήθους
που θα απαιτήσει ν ακούσει τα φτηνιάρικα λαϊκά μέσα στο πρόγραμμα και θα
εξυψώσει τον αδούλευτο και διψασμένο για αποδοχή, νεαρό καλλιτέχνη που θα
ικανοποιήσει το γούστο του και τις παραγγελιές του.
Παράλληλα τα θρυλικά κρητικά κέντρα των περασμένων δεκαετιών οδηγούνται σε
μαρασμό. Οι επιχειρηματίες που επένδυαν παλιά σ αυτά, βλέποντας τη στροφή του
κοινού (ειδικά στις αστικές περιοχές) προς τη νέα κατάσταση σχεδόν τα
εγκαταλείπουν. Έτσι βλέπουμε κέντρα διασκέδασης με χαμηλή φολκλορική αισθητική,
με μενού απαράλλαχτα στο χρόνο (μπριζόλα, παιδάκι και παιδάκι και τα λοιπά
γνωστά και κλασσικά) και το κυριότερο με ορχήστρες κρητικολαικές ικανές να
παίζουν και κρητικά και λαϊκά. Ως γνωστόν όμως δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη
δεν χωράνε και έτσι το επίπεδό τους σε δύο διαφορετικά είδη δεν είναι δυνατόν
να είναι το ίδιο με τα εξειδικευμένα στα κρητικά συγκροτήματα. Παράλληλα κανένα
απ τα αξιοσέβαστα ονόματα δεν τραγουδάει για μεγάλο διάστημα στον ίδιο χώρο.
Εδώ δεν είναι λαϊκά που το πρόγραμμα βγαίνει από 6-7 τραγουδιστές. Εδώ το
πρόγραμμα βγαίνει από λίγους καλλιτέχνες που αν τραγουδάνε έξι ώρες κάθε νύχτα
επί μια σεζόν πάει κάηκαν και κανείς τους δεν θα το ήθελε αυτό. Έτσι με αυτή τη
χαμηλή ποιότητα στο πρόγραμμα το κοινό εγκαταλείπει τα κρητικά κέντρα και
φυσικά που θα οδηγηθεί; Που αλλού παρά στα κέντρα με λαϊκό πρόγραμμα, που κι αυτά
όμως χτυπημένα στο τέλος της δεκαετίας του 80 απ το σύγχρονο ρεύμα, δίνουν τη
θέση τους στα μαγαζιά με πρόγραμμα από δίσκους και disk - jockeys. Τα
ελληνάδικα της χαρτοπετσέτας και του στριπ -τηζ. Μια καλή ανάμνηση λοιπόν οι
χρυσές εποχές του Μίτου και της Αριάδνης (ενδεικτικά) από το 1970 μέχρι το
82-83 όπου έβλεπες 300 άτομα σε καθημερινή βάση σε κρητικά κέντρα να δίνουν
έσοδα και θάρρος στους επιχειρηματίες του είδους.
Τα γλέντια οργανώνονταν στα
ταπεινά καφενεία του χωριού, στα δώματα των σπιτιών, στους περιβόλους των
εκκλησιών, στις αλάνες κάτω από τεράστιες καρυδιές και γερικους πλατάνους, μέσα
σε αυτοσχέδιες καλύβες και όπου αλλού μπορούσαν να σύρουν τα βήματά τους οι
χορευτές. Οι οργανοπαίκτες ήταν, κατά κύριο επάγγελμα ξωμάχοι, που γνώρισαν
παράλληλα λίγη μουσική, με την οποία συντόνιζαν τα ζάλα των χορευτών. Το
μουσικό όργανο που κυριαρχούσε παλαιότερα ήταν η ασκομαντούρα. Ο χωριανός μου ο
μαντουράρης, με μόνη την ασκομαντούρα, διεκπεραίωσε μουσικά δεκάδες γάμους και
άλλα τόσα τοπικά πανηγύρια. Αργότερα μπήκε στην υπηρεσία του γλεντιού, στα μέρη
του Λασιθίου, το βιολί, η μαντόλα και το λαγούτο. Οι βιολάτρες του τόπου μου
δεν ήταν σίγουρα Καλογερίδηδες. Ολοι τους όμως έβγαζαν το γλέντι και διασκέδαζαν τους
χωριανούς μου. Από όλους τους βιολάτορες ξεχώριζε ο Γεράνης, ένας υψηλόκορμος
Αγιοπαρασκιώτης που είχε παντρευτεί στον Αβρακόντε και έπαιζε και ευρωπαϊκά
ταγκό, βάλς και Μπόσα Νόβα. Καλός ήταν κι ένας άλλος Αβρακοδιανός ο Μιλτιάδης
παρόλο που δεν προσάρμοζε τις μαντινάδες του στις εποχές του χρόνου. Ετσι σ’ένα
γλέντι που γινόταν στην καρδιά του χειμώνα τραγουδούσε: “Ηρθε πάλι η άνοιξη,
τα χελιδόνια εφτάξαν!..” Εξω όμως είχε σταθεί μισό μέτρο το χιόνι.
Για να καλυφτούν οι μουσικές ανάγκες των μεγάλων πανηγυριών, κυρίως του Αη
Γιαννιού, προσήρχοντο στο Λασιθι επιφανείς μουσικοί από τους δυο νομούς της
Ανατολικής Κρήτης, που έφερναν μαζί τους και πρωτόγονα- έστω- ενισχυτικά μηχανήματα.
Ηταν τέτοια η εντύπωση που μου έκαναν τα μεγάφωνα που νόμιζα ότι μέσα στα
κουτιά αυτά ήταν ο άνθρωπος που τραγουδούσε τόσο δυνατά. Σαν να βλέπω τώρα να
παίζουν σε φτωχά καφενεία του χωριού μου ο αείμνηστος Ξυλούρης, ο Γιώργης
ο Καλομοίρης, ο Μανουράς, ο Ηρακλής ο Σταυρουλάκης, ο Καστίγος, ο Μουντακης, ο Δερμιτζογιάννης
κ.α. ονομαστοί που τότε ήταν νέοι,ανεπιασάρηδες οι περισσότεροι. Οταν έπαιζαν
οι παραπάνω, συνήθως τα γλέντια που ταυτόχρονα
γινόντουσαν σε άλλα καφενεία με ντόπιους διέλυαν και οι βιολάτορες πήγαιναν και
παρακολουθούσαν, όρθιοι την πόρτα τους σημαντικούς οργανοπαίκτες.
Σήμερα οι ιδιοκτήτες των κέντρων προσκαλούν τους οργανοπαίχτες και τους
προσφέρουν σεβαστή χρηματική αμοιβή. Τα παλιά όμως χρόνια οι μουσικοί του τόπου
πρότειναν στους καφετζήδες να παίζουν στο καφενείο τους χωρίς καμιά αποζημίωση.
Ο καφετζής δεν χρειαζόταν να το πολυσκεφτεί γιατί δεν απαιτούνταν ιδιαίτερες
προετοιμασίες για να οργανωθεί το γλέντι. Μια επίσκεψη στο
παντοπωλείο ήταν αρκετή, για να εφοδιαστεί το καφενείο με λουκούμια, φλόκες,
βανίλια και μια παραγγελία στο λεμονατζή να φέρει τα αναψυκτικά που
χρειαζόντουσαν. Τραπέζια δεν υπήρε χρεία να βρεθούν, γιατί δεν είχαν καμιά
χρησιμότητα. Το κοινό ήθελε μόνο καρέκλες ή εν ανάγκη πάγκους για να καθίσει και
τίποτα περισσότερο. Επαιρνε στο χέρι καθένας τη φλόκα του ή το αναψυκτικό του
καιέκανε το σεΐρι” του, δηλαδή απολάμβανε τα δρώμενα.
Στα τελευταία καθίσματα θρονιαζόντουσαν οι “ακίνητοι” δηλαδή οι ηλικιωμένοι
και όσοι δεν ήξεραν να χορεύουν. Κοντά στην πίστα άραζαν οι “κινητοί” δηλ. οι
κοπελιές, οι ντελικανήδες και οι χορευτές. Οι πιο θερμόαιμοι απ’αυτούς δεν
κάθιζαν ποτέ, άλλά χόρευαν ασταμάτητα.
Χωρίς δουλειά δεν έμεναν κι οι πιο νόστιμες κοπελιές. Ολοι τις σήκωναν
θέλοντας και μη να τους συνοδέψουν στο χορό. Αντίθετα οι πιο κακομούτσουνες
έμεναν ασάλευτες στις καρέκλες τους.
Πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμα θυμάμαι το ζωγραφισμένο παράπονο στο πρόσωπό
τους.
Οι πιο πολλοί χορευτάκιζαν λες και πατούσαν σταφύλλια. Υπήρχαν όμως και
αρκετοί εξαίσιοι χορευτές που χόρευαν σεμνά και ταπεινά, έκαναν όμορφες
κοκκαλιές, χαριτωμένα στριφογυρίσματα και ποτέ δεν πατούσαν τα πόδια των
θεατών. Μερικοί όμως, όπως ο Σκύβαλος και ο Κρασανονικόλης ήταν “ατζούμπαλοι”
χορευτές. Πηδούσαν ζωηρά, έκαναν τσαλίμια, έτρεχαν μπρος-πίσω, σήκωναν ψαλίδια
στον αέρα και γενικά ήθελαν ένα αλώνι για να εκτελέσουν τις χορογραφίες τους.
Ολοι οι θαμώνες σύρνονταν πίσω για να μην τσαλαπατηθούν από τους δυναμικούς
αυτούς γλεντανθρώπους.
Συχνά ακούγονταν τα συνθήματα “Ντάμα λυράρη” και “Ντάμα μπουφέ”
από κάποιο χορευτή. Το πρώτο σύνθημα σήμαινε ότι οι άντρες χορευτές έπρεπε να
βάλουν “μπαξίσι”, δώρο στους οργανοπαίκτες. Το δεύτερο ότι ανελάμβαναν να
πληρώσουν το κέρασμα που θα έκανε ο καφετζής στους χορευτές και στις
χορεύτριες. Οι χορευτές έβαζαν ένα κέρμα μέσα στη μαντόλα του οργανοπαίκτη. Ο
γνωστός όμως Μαντούρης το απαγόρεψε αυτό, γιατί όταν άδειαζε τη μαντόλα για να
μετρήσει τη “σοδειά” έβρισκε μέσα πολλά κουμπιά και καταργημένα κέρματα.
Μερικοί βιολιτζήδες, αν και μέτριοι κατόρθωναν να διαλύουν τα γλέντια, καλύτερων συναδέλφων
τους με πονηρά τερτίπια. Ο Τερτίπης έσερνε πάντα στα γλέντια του 5-6
αερλίδικες, όμορφες και χορευτίνες συγγενείς του που τραβούσαν σαν μαγνήτες
όλους τους νέους του χωριού και γινόταν ο χαμός. Ταυτόχρονα έδινε σε κάποιο
έμπιστό του το ποσό αυτό ως “μπαξίσι”. Ετσι οι άλλοι γλεντοκόποι παρεσύροντο
και τον ακολουθούσαν. Γι’αυτό η σοδειά του μέτριου μουσικού ήταν μεγαλύτερη
από εκείνη του ξακουστού λυράρη που δεν έκανε μήτε σεφτέ, μερικές φορές.
Εντύπωση μου έκανε ο τρόπος που λειτουργούσαν οι χορευτές στο σιγανό χορό.
Συνήθως μια κατεχαρού μαντιναδολόγισσα έλεγε από μια μαντινάδα για κάθε
χορευτή. Ο καθένας ήταν υποχρεωμένος ν’απαντήσει με μαντινάδα στη μαντινάδα.
Αυτό μου θύμιζε το διάλογο που γινόταν ανάμεσα στην κορυφαία του αρχαίου χορού
με τον υποκριτή. Πολλοί κατάφερναν ν’απαντούν επιτυχώς στις ανεγυριστικές
μαντιναδολογικές προκλήσεις. Αλλοι όμως έψαχναν τρύπα στο πάτωμα του καφενείου
να κρυφτούν, όταν δεν μπορούσαν ν’απαντήσουν. Σ’ένα τέτοιο σιγανό κάποτε μια
Πεδιαδίτισσα κοπελιά, που δε δούλεψε ποτέ της απευθύνθηκε σ’ένα ροδαλό και
δουλεμένο νέο:
-Λασιώτη εγώ δα παντρευτώ, που’ναι γερή η καρδιά του
και σαν τα τριαντάφυλλα είναι τα μάγουλά του.
Και ο Λασιώτης της απάντησε:
- Λασιώτη συ μην παντρευτείς, γιατί δα μετανιώσεις,
απ’τη δουλειά εκειά ψηλά σιγά-σιγά θα λιώσεις.
Ενας άλλος αγροίκος μαντιναδολογικά προσπαθούσε ν’απαντήσει στην πρόκληση
λέγοντας: “Ο σάντολός μου του παπά…”. Και ξανά μανά “Ο σάντολος μου
του παπά…” Οπότε σηκώνεται όρθιος ο Βασίλης του παπά: “Ω ανάθεμά σε
και’σενα και το σάντολό σου!” Κι ήταν ο ίδιος ο σάντολος της ανολοκλήρωτης
μαντινάδας!
Σήμερα στα νυχτερινά κρητικά κέντρα δεν υπάρχει πια αυτή η αυθορμησία. Ολα
είναι τυποποιημένα και άνοστα. Ακόμα και αυτά τα χορευτικά συγκροτήματα, που
εκτός από τους πήδους και το συγχρονισμό τους, δεν προσφέρουν τίποτε άλλο,
γιατί χορεύουν επαγγελματικά. Ο παλιός χορευτής λειτουργούσε στο γλέντι. Εξωτερίκευε αυτό που
ένιωθε. Εμείς νιώθομε αυτό που εξωτερικεύομε;